Η εξέγερση στο Λίβανο πήρε τη σκυτάλη από την Αλγερία και το Σουδάν, ενώ εξελίσσεται ταυτόχρονα με την πολυπληθή εξέγερση στο Ιράκ που συνεχίζει να μετρά νεκρούς, αλλά κλιμακώνει τη δράση της.

Οι διαδηλωτές του Λιβάνου οδήγησαν τον πρωθυπουργό Χαρίρι να ανακοινώσει ένα πακέτο μέτρων και τελικά να παραιτηθεί. Παρ’ όλα αυτά οι εξεγερμένοι παραμένουν στους δρόμους. Αναδημοσιεύουμε  άρθρο του Ομάρ Χασάν, λιβανικής καταγωγής αγωνιστή, μέλους της σοσιαλιστικής οργάνωσης Socialist Alternative στην Αυστραλία, στην εφημερίδα «Red Flag», γραμμένο πριν την πτώση του Χαρίρι, που περιγράφει τις αιτίες της εξέγερσης, τις δυνατότητες, αλλά και τις προκλήσεις. 

--------------------

Ο λαός του Λιβάνου ένωσε τις δυνάμεις του με τους ήρωες του Χονγκ Κονγκ, της Χιλής και πολλών άλλων χωρών στην πρωτοπορία του παγκόσμιου κινήματος για έναν κόσμο βασισμένο στην αληθινή δημοκρατία. Οι διαδηλωτές κατάφεραν να ενώσουν αυτό το μικρό και συχνά διαιρεμένο έθνος και έχουν εμπνεύσει το αίσθημα της αλληλεγγύης στην τεράστια διασπορά αυτού του λαού σε ολόκληρο τον κόσμο. Σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την έναρξή τους, οι διαδηλώσεις στη χώρα δεν παρουσιάζουν κανένα σημάδι ύφεσης. Ίσαμε 2 εκατομμύρια άνθρωποι κινητοποιήθηκαν στις 24 Οκτωβρίου, σε μια συνταρακτική επίδειξη δύναμης εναντίον μιας απεχθούς κυβέρνησης, που μέχρι στιγμής αρνείται να κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις.

Ένας νέος φόρος στο WhatsApp έχει θεωρηθεί από πολλούς ως ο πυροδότης της εξέγερσης. Το δίκτυο τηλεπικοινωνιών του Λιβάνου χρεώνει υπερβολικά μηνιαία τέλη –και επομένως οι φτηνές κάρτες SIM μόνο για δεδομένα, που επιτρέπουν την πρόσβαση σε δωρεάν εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, είναι ο κύριος τρόπος επικοινωνίας για τους φτωχούς και για την εργατική τάξη. Υπό κανονικές συνθήκες ή σε μια πλουσιότερη χώρα, αυτός ο μικρός φόρος δεν θα είχε προκαλέσει επανάσταση. Αλλά η λιβανική οικονομία είναι υπό πίεση.

Η χώρα εδώ και καιρό είναι δυσανάλογα εξαρτημένη από τη χρηματοπιστωτική και την τουριστική βιομηχανία, ενώ η αγροτική παραγωγή και η μεταποίηση παραμένουν υπανάπτυκτες. Η δομή της οικονομίας δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ολόπλευρη ανάπτυξη ακόμα και στις καλύτερες δυνατές συνθήκες –και οι παρούσες συνθήκες δεν είναι οι καλύτερες δυνατές. Η κοινωνία του Λιβάνου χαρακτηρίζεται  από ανισότητα. Μόλις το 0,1% των τραπεζικών λογαριασμών περιέχει το 20% των καταθέσεων της χώρας και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνεται. Το κόστος των τροφίμων και των καθημερινών ειδών σούπερ μάρκετ είναι συγκρίσιμο με αυτό της Αυστραλίας, αλλά ο κατώτατος μισθός είναι ισοδύναμος με το εξαιρετικά χαμηλό ποσό των  160 δολαρίων την εβδομάδα. Στον «ανεπίσημο» ιδιωτικό τομέα είναι πολλοί οι εργαζόμενοι που κερδίζουν πολύ λιγότερα κι από αυτά. Επίσημα, το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται λίγο κάτω από το 10%. Αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς μιας έκθεσης του Λιβανέζικου Οργανισμού Ραδιοφωνίας, που συντάχθηκε το 2017, ανέρχονταν στο 25%, με περισσότερο από το ένα τρίτο των νέων να είναι άνεργοι.

Αυτή η εσωτερική κρίση επιδεινώθηκε από τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Οι χώρες του Κόλπου έπαιζαν παραδοσιακά σημαντικό ρόλο στο Λίβανο, τόσο ως επενδυτές όσο και ως χώρες απασχόλησης για το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό του Λιβάνου. Αλλά κατά την τελευταία δεκαετία έχουν μειώσει τις προσλήψεις λόγω των δικών τους οικονομικών και πολιτικών δυσκολιών, περιορίζοντας έτσι τη ροή των εμβασμάτων προς το Λίβανο.

Περίπου 2 εκατομμύρια Σύριοι πρόσφυγες παραμένουν εγκλωβισμένοι σε στρατόπεδα, πιέζοντας τις άθλιες κοινωνικές και οικονομικές υποδομές του Λιβάνου προς την κατάρρευση. Με ένα αρκετά γνώριμο κόλπο, η άρχουσα τάξη εκμεταλλεύεται αυτούς τους ευάλωτους ανθρώπους και ταυτόχρονα τους στοχοποιεί, κατηγορώντας τους ότι «κλέβουν» τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Το φορολογικό σύστημα είναι διαβόητα αντιδραστικό, με τα κρατικά έσοδα να στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον ΦΠΑ ύψους 11%. Οι συντελεστές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων κυμαίνονται από 2% έως 25%, αλλά οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πληρώνουν μόλις 17%. Το αποτέλεσμα είναι ένα κράτος με τεράστια χρέη και χωρίς έσοδα προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις άκρως αναγκαίες υποδομές και υπηρεσίες.

Αυτή η κατάσταση χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δικαιολογήσει καταστροφικές ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα θεμελιώδεις κοινωνικές υπηρεσίες να γίνουν πιο ακριβές και λιγότερο αξιόπιστες. Σε πολλά μέρη της χώρας υπάρχει πρόσβαση στο ηλεκτρικό ρεύμα μόνο 12 ώρες την ημέρα, ενώ η πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό δεν είναι σε καμία περίπτωση εγγυημένη. Ακόμα και οι ελάχιστες αξιοπρεπείς παραλίες και πάρκα γύρω από την πρωτεύουσα Βηρυτό είναι κατά κανόνα ιδιόκτητα και διαχειριζόμενα από ιδιώτες, αφήνοντας λίγους δημόσιους χώρους στους οποίους μπορούν να έχουν πρόσβαση οι φτωχοί.

Ένας διαδηλωτής, μιλώντας στους «New York Times», περιέγραψε τη δυσφορία που καθοδηγεί τις διαμαρτυρίες: «Επί 30 χρόνια ζούμε μέσα στο ίδιο διεφθαρμένο σύστημα και πλέον δεν έχουν μείνει άλλα χρήματα για να αρπάξουν. Έτσι, τώρα σκαρφίζονται νέους τρόπους να μας κλέψουν». Αυτό το αίσθημα είναι ενδεικτικό της διάχυτης  περιφρόνησης προς την κυβέρνηση. Πολλοί κατανοούν ενστικτωδώς ότι το λιβανικό κράτος λειτουργεί ως μηχανή πλουτισμού μιας ελίτ της οποίας τα οικογενειακά ονόματα παραμένουν σχεδόν ίδια για παραπάνω από έναν αιώνα. Η ανικανότητα των πολιτικών αντιμετωπίζεται χιουμοριστικά ως στοιχείο εθνικής υπερηφάνειας.

Ωστόσο, συχνά το αποτέλεσμα αυτού του βαθέως κυνισμού ήταν η εκτεταμένη αδιαφορία για την πολιτική, η οποία επέτρεψε στις ελίτ να κυβερνούν χωρίς αμφισβήτηση. Συχνά παίρνει χρόνια μέχρι να σχηματιστεί το υπουργικό συμβούλιο, μέσω πολυκομματικών διαπραγματεύσεων οι οποίες είναι ταυτόχρονα και δαιδαλώδεις και κενές  πολιτικής ουσίας. Σχεδόν κάθε κόμμα παίρνει τελικά ένα κομμάτι απ’ την πίτα, αλλά όλοι τους παλεύουν λυσσασμένα για το κάθε ψίχουλο.

Αυτή η άθλια κατάσταση αμφισβητήθηκε από αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού μόνο κατά την τελευταία δεκαετία. Οι αραβικές επαναστάσεις του 2011 είχαν αδύναμο, αλλά σημαντικό αντίκτυπο στο Λίβανο και ακολούθησαν διαδηλώσεις που απαιτούσαν την εκκοσμίκευση των κρατικών θεσμών. Το 2015 ένας ακόμη γύρος εντυπωσιακών διαδηλώσεων ξέσπασε ενάντια στην αποτυχία μιας  διεφθαρμένης σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των σκουπιδιών στη χώρα. Επίσης, έχουν υπάρξει ουσιαστικές και επίμονες οργανωτικές προσπάθειες γύρω από τα δικαιώματα των γυναικών, με τις πορείες για τη διεθνή Ημέρα της Γυναίκας να μεγαλώνουν χρόνο με το χρόνο. Κάθε μια από αυτές τις κινηματικές καμπάνιες έχει αφήσει ένα αποτύπωμα που παίρνει τη μορφή μιας αυξανόμενης εχθρότητας απέναντι στην κυρίαρχη ελίτ και μιας αυξανόμενης αυτοπεποίθησης ενός στρώματος αγωνιστών.

Είναι πιθανόν αυτός ο τελευταίος γύρος διαδηλώσεων να πυροδοτήθηκε, εκτός από το φόρο στο WhatsApp, και από τον καταστροφικό τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε τις πυρκαγιές που σάρωσαν τη χώρα πριν από δύο εβδομάδες. Το κράτος ενήργησε αργά, με το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας στα θύματα και της πυρόσβεσης να οργανώνεται από εθελοντές και ακτιβιστές. Ακόμη χειρότερα, είχαν δοθεί στην κυβέρνηση τρία ισχυρά πυροσβεστικά ελικόπτερα κατόπιν παρόμοιων πυρκαγιών το 2009, αλλά η κυβέρνηση ήταν πολύ τσιγκούνα στη συντήρησή τους κι έτσι αυτά αφέθηκαν να εξαρτώνται από τη διεθνή βοήθεια.

Το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου είναι δομημένο πάνω σε θρησκευτικές περιχαρακώσεις από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γάλλοι αποικιοκράτες θεσμοθέτησαν τη σημερινή μορφή του στο Εθνικό Σύμφωνο του 1943. Είναι ένα σύστημα μοναδικό στον τρόπο με τον οποίο διαιρεί τον πληθυσμό, δημιουργώντας προκαθορισμένους ρόλους για κάθε θρησκευτική ομάδα και απονέμοντας δυσανάλογα μεγάλα προνόμια στο χριστιανικό πληθυσμό.

Σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα το ποιόν γνωρίζεις είναι συχνά πολύ πιο σημαντικό από το τι γνωρίζεις, αλλά ο Λίβανος οδηγεί αυτή την πάγια αρχή σε άλλο επίπεδο.

Στρατηγικής σημασίας προσωπικές διασυνδέσεις, γνωστές ως wasta, σου επιτρέπουν να υπερπηδήσεις τις τελωνειακές ουρές, να αποκτήσεις ταχύτερη πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη, να υποβάλεις αίτηση για δάνειο με διαδικασίες fast track ή να παρακάμψεις περιβαλλοντικούς κανονισμούς. Αυτό το σύστημα παράγει εξαιρετικά αναποτελεσματικές γραφειοκρατίες, που συγκροτούνται γύρω από συγκεκριμένα κόμματα και κοινοτικά δίκτυα. Αυτά τα δίκτυα νεποτισμού και κηδεμονίας συνέβαλαν στο να διασφαλιστεί ότι κάθε κυρίαρχη φατρία κάθε θρησκευτικής κοινότητας διατηρεί μια βάση υποστήριξης στην ευρύτερη κοινωνία.

Η κατάσταση επιδεινώνεται από ένα απαρχαιωμένο σύστημα σύνταξης εκλογικών καταλόγων, που υποχρεώνει τους πολίτες να ψηφίζουν στη γενέτειρα του πατέρα τους. Οι περιοχές αυτές τείνουν να είναι πολύ πιο θρησκευτικά διαχωρισμένες, σε σύγκριση με τα αστικά κέντρα όπου ζουν οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι. Αυτή η ρύθμιση δυσκολεύει τους νέους ψηφοφόρους να ξεφύγουν από τις τοπικές σχέσεις εξάρτησης και τις υπάρχουσες δομές εξουσίας και εμποδίζει τη δημιουργία νέων πολυσυλλεκτικών κομμάτων.

Ένα από τα πιο συναρπαστικά στοιχεία του τρέχοντος γύρου κινητοποιήσεων είναι ότι έχει υπερπηδήσει αυτούς τους παραδοσιακούς διαχωρισμούς. «[Όταν λέμε να φύγουν] όλοι, σημαίνει όλοι!». Αυτό είναι το πιο δημοφιλές σύνθημα του κινήματος. Με αυτόν τον όμορφο  τρόπο ο δρόμος απορρίπτει όχι μόνο έναν ηγέτη ή ένα κόμμα, αλλά ολόκληρη την πολιτική τάξη που έχει γονατίσει τη χώρα. Οι διαδηλωτές στην κατά συντριπτική πλειοψηφία σουνιτική Τρίπολη φώναζαν συνθήματα αλληλεγγύης προς τους ακτιβιστές της νότιας [ΣτΜ: και σιιτικής] πόλης της Τύρου, όταν άκουσαν ότι ένοπλοι τραμπούκοι είχαν επιτεθεί στις εκεί διαδηλώσεις. Πολλά πρακτορεία ειδήσεων έχουν κάνει αναφορές για διαδηλωτές που αρνούνται να προσδιορίσουν τη σύνδεσή τους με κάποια θρησκεία, όταν ρωτούνται σχετικά.

Η μετασχηματιστική δύναμη του επαναστατικού αγώνα πάει ακόμα πιο βαθιά. Ακόμη και από απόσταση είναι δύσκολο να μη διακρίνει κανείς το πώς η εξέγερση βοήθησε στην ανανέωση της λιβανικής κοινωνίας, επιτρέποντας στους ανθρώπους να διαρρήξουν τους κοινωνικά επιβεβλημένους περιορισμούς και να ενεργούν με τρόπους οι οποίοι παλιότερα θα θεωρούνταν αδιανόητοι. Οι γυναίκες ηγούνται του αγώνα, ένα γεγονός που αποτυπώθηκε συμβολικά από την πράξη εκείνης της  ανώνυμης ηρωίδας που κλώτσησε στα αχαμνά ένα μέλος των μισητών δυνάμεων ασφαλείας, τη στιγμή που αυτός απειλούσε να ανοίξει πυρ εναντίον άοπλων διαδηλωτών.

Τα πλάνα των καθιστικών διαμαρτυριών και του στησίματος οδοφραγμάτων δείχνουν ότι ο ηγετικός ρόλος των γυναικών είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Οι εργαζόμενες γυναίκες στο αμερικανικό πανεπιστήμιο της Βηρυτού οδήγησαν τους συναδέλφους τους σε απεργία, αναγκάζοντας τη διοίκηση να εκδώσει ανακοίνωση υποστήριξης για το κίνημα διαμαρτυρίας.

Επίσης, εμπνέει το γεγονός ότι οι Σύριοι και οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες συμμετέχουν στις διαδηλώσεις, με την ελπίδα ότι μια πιο δημοκρατική και δίκαιη λιβανική κοινωνία θα δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στα βάσανά τους. Καθώς και οι δύο κοινότητες είναι στην πλειοψηφία τους μουσουλμανικοί πληθυσμοί, δεν έχουν καμία προοπτική να τους χορηγηθεί ιθαγένεια, εάν παραμείνει άθικτο το πολιτικό σύστημα που ευνοεί τις ισορροπίες μεταξύ θρησκευτικών δογμάτων. Παρά το γεγονός ότι καταβάλουν φόρους προς την κυβέρνηση, δεν έχουν πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες και συχνά πέφτουν θύματα υπερεκμετάλλευσης  από επιτήδειους εργοδότες.

Η βασική δυσκολία που αντιμετωπίζει το κίνημα είναι η ίδια που απαντάται σε πολλές εξεγέρσεις των τελευταίων χρόνων. Οι διαδηλώσεις έχουν σημαντική έλλειψη οργανωτικής υποδομής, η οποία στέκεται εμπόδιο στη δυνατότητα σοβαρής δημοκρατικής συζήτησης και λήψης αποφάσεων. Αυτό δυσχεραίνει τη διατύπωση αιτημάτων τα οποία θα μπορούσαν στη συνέχεια να αποτελέσουν το επίκεντρο των συνεχιζόμενων κινητοποιήσεων. Αφήνει επίσης τα πιο επαναστατικά στοιχεία του κινήματος παραγκωνισμένα από τις καθιερωμένες πολιτικές δυνάμεις, όπως συνέβη με τον πιο εμφατικό τρόπο στην Αίγυπτο.

Ένα παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι η ευρέως διαδεδομένη απαίτηση για νέες εκλογές. Σε ένα πολιτικό σύστημα τόσο καλά φτιαγμένο για να λειτουργεί υπέρ των υφιστάμενων ελίτ, είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποια θετική εξέλιξη να προκύψει μέσα από την εκλογική διαδικασία. Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει στο ξεθύμασμα της λαϊκής ενέργειας και να επιτρέψει σε μια πτέρυγα της άρχουσας τάξης να εδραιώσει τη θέση της. Ακόμα πιο προβληματική είναι η ευρεία έκκληση για μια τεχνοκρατική κυβέρνηση που να συγκροτηθεί έξω απ’ τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα. Αυτή η απαίτηση αντικατοπτρίζει μια ευρέως διαδεδομένη εσφαλμένη αντίληψη  ότι οι αιτίες των δεινών του Λιβάνου είναι τεχνοκρατικής φύσης και όχι το προϊόν της παρασιτικής κερδοσκοπίας μιας κοντόφθαλμης και αυτάρεσκης καπιταλιστικής (άρχουσας) τάξης, που χρησιμοποιεί το κράτος ως μηχάνημα ΑΤΜ.

Η τάση προς τεχνοκρατικές λύσεις έχει επιδεινωθεί από τη σκληρωτική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο συστηματικά και συνειδητά υπονομεύεται από θρησκευτικά σεχταριστικές ηγεσίες για περισσότερο από μία δεκαετία. Στο κενό διακριτών και κινητοποιημένων οργάνων της εργατικής τάξης είναι ευκολότερο για κάποια τμήματα της μεσαίας τάξης να προτείνουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές ως «λύση εκσυγχρονισμού» απέναντι στην οικονομική κακοδιαχείριση.

Τέλος, πάνω από όλη τη διαδικασία της εξέγερσης κρέμεται η σκιά της κατασταλτικής δύναμης του στρατού του Λιβάνου και των καλά εξοπλισμένων πολιτοφυλακών που ελέγχονται από τη Χεζμπολά. Οι τελευταίες έχουν σκληραγωγηθεί μέσα από την εμπειρία που απέκτησαν συντρίβοντας τις δημοκρατικές ελπίδες της Συριακής επανάστασης και έχουν κάπως αποθρασυνθεί έπειτα από μια επιθετική ομιλία του ηγέτη τους Χασάν Νασράλα.

Θα είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι το κίνημα θα συνεχίσει να κινητοποιείται σε τεράστιους αριθμούς, οικοδομώντας ταυτόχρονα μια αντικαπιταλιστική δύναμη που θα μπορεί να διατυπώσει τα επιχειρήματα που απαιτούνται σε κομβικές στιγμές του αγώνα.

Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να είναι κανείς αισιόδοξος. Μετά από δεκαετίες όπου δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι στα χέρια ενός διεφθαρμένου κατεστημένου, ο λαός του Λιβάνου έχει ξεσηκωθεί. Αξίζει την προσοχή και την αλληλεγγύη μας. Έχουμε πολλά να μάθουμε από το θάρρος του.

Ετικέτες