Τις τελευταίες μέρες εντείνεται η εντύπωση ενός αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές. Το καθεστώς της ίδιας της διαπραγμάτευσης, πέρα από διαρροές, σκοπιμότητες, δηλώσεις και μιντιακή διαχείριση, παραμένει στάσιμο ως προς τη μη εκταμίευση χρημάτων από την τρόικα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επείγουσες ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης για την πληρωμή μισθών, συντάξεων αλλά και των δανειστών. Η κυβέρνηση έχει υποχρεωθεί να στραγγίξει τα διαθέσιμα του Δημοσίου, φτάνοντας γι’ αυτό ακόμη και στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.
Μετά τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη και τις δήθεν δυνατότητες της «δημιουργικής ασάφειας», αυτό που έχει συμβεί είναι ότι εκτός από την οικονομική ασφυξία οι πιέσεις των δανειστών εστιάζονται ακριβώς πάνω στις κόκκινες γραμμές που διατύπωσε ο πρωθυπουργός, μη αφήνοντας πολλά περιθώρια για τη διαχείριση μιας ενδεχόμενης συμφωνίας ως «έντιμου συμβιβασμού».
Η γενική εικόνα της κυβέρνησης στην κοινωνία, μέσα από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι θετική σε μια ευρεία πλειοψηφία, παρά τη μικρή κάμψη από τα αρχικά ποσοστά δημοφιλίας, αλλά και την παύση του κινηματισμού των πρώτων ημερών. Η κοινωνία στηρίζει την κυβέρνηση θεωρώντας ότι αντιστέκεται στους δανειστές, παρά το επικοινωνιακό μπαράζ φόβου των εγχώριων και ξένων ΜΜΕ. Μετέχοντας ταυτόχρονα στην εμπειρία των τριών μηνών αντιπαράθεσης και στα διλήμματα που φανερώνονται ολοένα και πιο ξεκάθαρα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές πως τούτη την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αντίπαλο στο πολιτικό φάσμα. Εντούτοις, μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο της γραμμής «win-win» οι πιέσεις αυξάνονται και οι εκτιμήσεις και τα σενάρια πολιτικών εξελίξεων στην κατεύθυνση κυβερνητικής λύσης «εθνικής ενότητας» δίνουν και παίρνουν. Είναι προφανές ότι οι εγχώριες αστικές δυνάμεις και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι θα κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να επιβληθεί μια συμφωνία με τους δανειστές.
Πληθαίνουν οι φωνές
Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις, οι φωνές μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ που μιλούν για στάση ανυποχώρητη και για την επιλογή της ρήξης έχουν δυναμώσει μα και πληθύνει. Έχουν δυναμώσει οι φωνές που εκφράζουν την Αριστερή Πλατφόρμα, καθώς και «τασικά» ανένταχτων στελεχών. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τη θέση ότι ένας «έντιμος συμβιβασμός» είναι ανέφικτος και φέρνουν στην επικαιρότητα την επιλογή της ρήξης. Έχουν επίσης πληθύνει οι φωνές που ακούγονται από την τάση 53+, εντυπωσιακά παρόμοιες σε ορισμένες περιπτώσεις με τις προσεγγίσεις στελεχών της Αριστερής Πλατφόρμας ως προς τις άμεσες επιλογές και τη μεθοδολογία προσέγγισης του αδιεξόδου.
Όλες αυτές οι δηλώσεις και η αρθρογραφία παίζουν σημαντικό ρόλο, καθώς διαμορφώνουν ένα κλίμα στην πολιτική συζήτηση και βοηθούν στην κλιμάκωση της εντύπωσης στην κοινωνία για την ενδεχόμενη επιλογή της ρήξης. Ωστόσο δεν αρκούν. Ο χρόνος είναι πια πολύ λίγος και πρέπει να παρθούν αποφάσεις.
Ακόμη περισσότερες φωνές, απ’ όλο το φάσμα των τάσεων και των απόψεων, αναφέρονται στην ενδεχόμενη ανάγκη προσφυγής στη γνώμη του λαού σε περίπτωση πλήρους αδιεξόδου, με δημοψήφισμα ή εκλογές. Εντούτοις, ακόμη κι αν αυτό κριθεί εντέλει αναγκαίο, δεν μπορεί η πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απλώς να αναθέσει στο λαό να αποφασίσει. Προηγείται η δική της απόφαση. Και για να είμαστε ακριβείς, στην περίπτωση της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, προηγείται η απόφαση του κόμματος. Είναι επιβεβλημένο από τις συνθήκες να συγκληθεί άμεσα η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος πριν παρθεί οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο. Εκεί θα δοθεί η δυνατότητα να διατυπωθούν όχι γενικά κατευθύνσεις και δίπολα, αλλά απολύτως συγκεκριμένα και λεπτομερώς οι «κόκκινες γραμμές» και οι άμεσες επιλογές και κινήσεις που θα ακολουθηθούν εάν αυτές δεν γίνουν σεβαστές. Εκεί θα δοθεί η δυνατότητα να εκφραστούν με πλήρη ευθύνη όχι μόνο απόψεις αλλά και επιλογές και συμμαχίες που θα καθορίσουν την πορεία του κόμματος και της κυβέρνησης. Έφτασε η ώρα να δοθεί ο λόγος στο κόμμα!