1. Γιατί είμαστε μαρξιστές;

Ο Μαρξ γεν­νή­θη­κε πριν 200 χρό­νια (5/5/1818) σε μια πόλη (Trier) και ένα κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον που είχαν επη­ρε­α­στεί βαθιά από τις ρι­ζο­σπα­στι­κές ιδέες και τις ανα­κα­τα­τά­ξεις που ακο­λού­θη­σαν τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση και τους Να­πο­λε­ό­ντειους Πο­λέ­μους. Το 1836 εγκα­τα­στά­θη­κε για σπου­δές στο Βε­ρο­λί­νο, όπου ήρθε σε επαφή με ρι­ζο­σπά­στες δια­νο­ού­με­νους και πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νους κύ­κλους της επο­χής. Το 1840/41 ολο­κλή­ρω­σε τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του στη Φι­λο­σο­φία, οπότε και ου­σια­στι­κά αρ­χί­ζει η συγ­γρα­φι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα. Από τα τέλη του 1843 ο Μαρξ είναι πλέον κομ­μου­νι­στής, επι­χει­ρη­μα­το­λο­γώ­ντας υπέρ της ανα­γκαιό­τη­τας μιας ρι­ζι­κής επα­νά­στα­σης που θα κα­ταρ­γή­σει τις κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής και την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία. Από την πε­ρί­ο­δο αυτή μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μαρξ βρί­σκε­ται στην πρω­το­πο­ρία των πο­λι­τι­κών κι­νή­σε­ων και πρω­το­βου­λιών για την κρι­τι­κή και ανα­τρο­πή του κα­πι­τα­λι­σμού.

Όμως, δεν εί­μα­στε μαρ­ξι­στές επει­δή ο Μαρξ υπήρ­ξε ένας συ­νε­πής και ακού­ρα­στος επα­να­στά­της-κομ­μου­νι­στής. Αυτό που μας κάνει μαρ­ξι­στές είναι το συγ­γρα­φι­κό έργο του Μαρξ, που απο­τε­λεί ερ­γα­λείο για την επι­στη­μο­νι­κή κα­τα­νό­η­ση και τη ρι­ζο­σπα­στι­κή κρι­τι­κή του κα­πι­τα­λι­σμού, των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων που μας πε­ρι­βάλ­λουν. Εί­μα­στε μαρ­ξι­στές διότι κα­τα­νο­ού­με ότι το έργο αυτό είναι απα­ραί­τη­το ερ­γα­λείο για τον αγώνα μας: «Χωρίς επα­να­στα­τι­κή θε­ω­ρία δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει επα­να­στα­τι­κή δράση». 

2. Ένα πε­λώ­ριο συγ­γρα­φι­κό εγ­χεί­ρη­μα

Το συγ­γρα­φι­κό έργο του Μαρξ (εν μέρει σε συ­νερ­γα­σία με τον Έν­γκελς) είναι τε­ρά­στιο. Στα γερ­μα­νι­κά, τα Έργα Μαρξ-Έν­γκελς (Marx-Engels Werke – MEW), που εκ­δό­θη­καν στη ΛΔ Γερ­μα­νί­ας, πε­ρι­λαμ­βά­νουν 44 τό­μους των 700-800 σε­λί­δων ο κα­θέ­νας. Η νε­ό­τε­ρη Συ­νο­λι­κή έκ­δο­ση Μαρξ-Έν­γκελς (Marx-Engels Gesamtausgabe – MEGA), η οποία ξε­κί­νη­σε στη ΛΔ Γερ­μα­νί­ας και συ­νε­χί­στη­κε μετά το 1990 από το Ιν­στι­τού­το Κοι­νω­νι­κής Ιστο­ρί­ας του Άμ­στερ­νταμ, πε­ρι­λαμ­βά­νει 122 τό­μους, ο κα­θέ­νας ίδιας του­λά­χι­στον έκτα­σης με τους τό­μους της MEW. Η MEGA πε­ρι­λαμ­βά­νει 4 Τμή­μα­τα. Ι: «Έρ­γα-άρ­θρα-σχε­διά­σμα­τα» (32 τόμοι). ΙΙ: «Το Κε­φά­λαιο και προ­κα­ταρ­κτι­κές ερ­γα­σί­ες» (23 τόμοι). ΙΙΙ: Αλ­λη­λο­γρα­φία (35 τόμοι). IV: «Σπα­ράγ­μα­τα, ση­μειώ­σεις, σχό­λια πε­ρι­θω­ρί­ου» (32 τόμοι). Κάθε τόμος της MEGA πε­ρι­λαμ­βά­νει και ένα επι­πλέ­ον συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό τόμο επι­μέ­λειας (Apparat). Η έκ­δο­ση της MEGA δεν έχει ακόμα ολο­κλη­ρω­θεί.

Η τε­ρά­στια αυτή θε­ω­ρη­τι­κή και πο­λι­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά του Μαρξ (στη συ­νερ­γα­σία του με τον Έν­γκελς) απο­κρυ­πτο­γρα­φεί τις εσω­τε­ρι­κές αι­τια­κές διερ­γα­σί­ες του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, αλλά και τις εγ­γε­νείς στο κοι­νω­νι­κό σύ­στη­μα τά­σεις αμ­φι­σβή­τη­σης και ανα­τρο­πής του. Το 1845 οι Μαρξ και Έν­γκελς θα γρά­ψουν: «Ο κομ­μου­νι­σμός δεν είναι για μας […] ένα ιδε­ώ­δες, προς το οποίο πρέ­πει να κα­τευ­θυν­θεί η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ονο­μά­ζου­με κομ­μου­νι­σμό την πραγ­μα­τι­κή κί­νη­ση, η οποία ανα­τρέ­πει την πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση» (MEW 3: 35). 

Εντού­τοις το έργο του Μαρξ δεν είναι ενιαίο. Πε­ριέ­χει ασυ­νέ­χειες, τομές, νέες αρχές και ανα­προ­σα­να­το­λι­σμούς. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν είναι «ευαγ­γέ­λιο». Είναι ένα ανοι­κτό θε­ω­ρη­τι­κό-ερευ­νη­τι­κό πρό­γραμ­μα, από το οποίο δεν απου­σιά­ζουν και αντι­φά­σεις.

3. Ασυ­νέ­χειες και τομές 

Όσοι με­λέ­τη­σαν το έργο του Μαρξ εφαρ­μό­ζο­ντας την ίδια τη μαρ­ξι­κή μέ­θο­δο ανά­λυ­σης στο έργο αυτό, συ­γκλί­νουν στη δια­πί­στω­ση ότι το 1845 (με τις «Θέ­σεις για τον Φό­υ­ερ­μπαχ» και τη Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία) πραγ­μα­το­ποιεί­ται μια ρι­ζι­κή τομή με τις προη­γού­με­νες θε­ω­ρη­τι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες (αρ­χι­κά νε­ο­χεγ­γε­λια­νές και κα­τό­πιν φο­ϋ­ερ­μπα­χια­νές) του «νε­α­ρού Μαρξ». 

Εν­δει­κτι­κά, ο Φραντς Μέ­ρινγκ στο έργο του Καρλ Μαρξ. Η ιστο­ρία της ζωής του, επι­ση­μαί­νει για το κεί­με­νο των Μαρξ-Έν­γκελς «Η Αγία Οι­κο­γέ­νεια, ή κρι­τι­κή της κρι­τι­κής κρι­τι­κής», το οποίο γρά­φτη­κε τον Νο­έμ­βριο 1844 και κυ­κλο­φό­ρη­σε την επό­με­νη χρο­νιά: «Ο Engels και ο Marx δεν ει­́χαν απαλ­λα­γεί τε­λει­́ως από το φι­λο­σο­φι­κό πα­ρελ­θόν τους […] αντι­πα­ρα­θε­́τουν τον “πραγ­μα­τι­κό ου­μα­νι­σμό” του Feuerbach στο θε­ω­ρη­σια­κό ιδε­α­λι­σμό του Bruno Bauer» (σ. 151). Και ο Ντα­βίντ Ρια­ζά­νωφ ση­μειώ­νει: «Φτά­νει να συ­γκρί­νε­τε τα έργα του Μαρξ και του Έν­γκελς, που τα έγρα­ψαν μέχρι το 1845, με τα έργα του Χέρ­τσεν, του Μπιε­λίν­σκι, του Ντο­μπρο­λιού­μπωφ και του Τσερ­νι­τσέφ­σκι, κι αμέ­σως θα δια­πι­στώ­σε­τε την ομοιό­τη­τα των ιδεών και των από­ψε­ων, που είναι τόσο με­γα­λύ­τε­ρη, όσο οι Ρώσοι συγ­γρα­φείς μας, πέ­ρα­σαν από την ίδια εξέ­λι­ξη απ’ τον Χέ­γκελ στον Φό­υ­ερ­μπαχ. Και γνω­ρί­ζε­τε, ότι ούτε ο Τσερ­νι­τσέφ­σκι, ούτε ο Ντο­μπρο­λιού­μπωφ, κι ακόμα λι­γό­τε­ρο ο Χέρ­τσεν ήταν μαρ­ξι­στές ή κομ­μου­νι­στές, μόλο που ήταν σο­σια­λι­στές» (Ρια­ζά­νωφ χ.χ.έ. [1927], Ο Μαρξ και ο Έν­γκελς όχι μόνο για αρ­χά­ριους: 55).

Μέχρι το 1845, ο Μαρξ συλ­λαμ­βά­νει τον κα­πι­τα­λι­σμό ως μια δια­δι­κα­σία κα­θυ­πό­τα­ξης-αλ­λο­τρί­ω­σης του αν­θρώ­που (υπο­κει­μέ­νου της ιστο­ρί­ας), της ερ­γα­ζό­με­νης αν­θρω­πό­τη­τας,  από το αντι­κεί­με­νο-δη­μιούρ­γη­μά του, το προ­ϊ­όν της ερ­γα­σί­ας του: το εμπό­ρευ­μα που γί­νε­ται κε­φά­λαιο. 

Από το 1845 η προ­βλη­μα­τι­κή αυτή με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται ρι­ζι­κά: «Αυτό το σύ­νο­λο των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, κε­φα­λαί­ων και κοι­νω­νι­κών μορ­φών επι­κοι­νω­νί­ας, τις οποί­ες κάθε υπο­κεί­με­νο και κάθε γενιά βρί­σκει ως κάτι δε­δο­μέ­νο, είναι η πραγ­μα­τι­κή αιτία γι’ αυτό, το οποίο οι φι­λό­σο­φοι έχουν πα­ρου­σιά­σει ως “ουσία” και “φύση του αν­θρώ­που”» (MEW 3: 38). «Η κοι­νω­νία δεν απο­τε­λεί­ται από άτομα, αλλά εκ­φρά­ζει το σύ­νο­λο των συ­σχε­τι­σμών, των σχέ­σε­ων αυτών των ατό­μων με­τα­ξύ τους» (Grundrisse: 194). 

Στη βάση αυτής της νέας προ­βλη­μα­τι­κής οι Μαρξ και Έν­γκελς θα δια­τυ­πώ­σουν στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο το θε­με­λιώ­δες θε­ω­ρη­τι­κό τους πό­ρι­σμα: «Η ιστο­ρία όλων των μέχρι σή­με­ρα κοι­νω­νιών είναι ιστο­ρία τα­ξι­κών αγώ­νων».

4. Το Κε­φά­λαιο

Το με­γά­λο έργο του Μαρξ είναι σε κάθε πε­ρί­πτω­ση Το Κε­φά­λαιο, που μαζί με τα κεί­με­να που προη­γή­θη­καν (τα Grundrisse, την Κρι­τι­κή της Πο­λι­τι­κής Οι­κο­νο­μί­ας, τις Θε­ω­ρί­ες για την υπε­ρα­ξία, τα άλλα σχε­τι­κά χει­ρό­γρα­φα κλπ.) απο­τε­λούν τους 23 τό­μους του Τμή­μα­τος IV της MEGA. 

Ο ίδιος ο Μαρξ είχε πλήρη επί­γνω­ση της ση­μα­σί­ας του έργου του. Στις 17/4/1867, μια βδο­μά­δα μετά την ανα­χώ­ρη­σή του από το Λον­δί­νο για να πα­ρα­δώ­σει ο ίδιος στον εκ­δό­τη του στο Αμ­βούρ­γο το χει­ρό­γρα­φο του 1ου τόμου του Κε­φα­λαί­ου, έγρα­φε στον Γερ­μα­νό επα­να­στά­τη Johann Philipp Becker: «Είναι σί­γου­ρα το τρο­μα­κτι­κό­τε­ρο βλήμα που εκ­σφεν­δο­νί­στη­κε ποτέ στα κε­φά­λια των αστών (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των γαιο­κτη­μό­νων)» (MEW 31: 541).

Το Κε­φά­λαιο συ­νι­στά μια με­γά­λη θε­ω­ρη­τι­κή τομή στο χώρο των κοι­νω­νι­κών επι­στη­μών. Ορί­ζει έναν νέο θε­ω­ρη­τι­κό σύ­στη­μα εν­νοιών, με βάση το οποίο μπο­ρού­με να απο­κρυ­πτο­γρα­φού­με τον κάθε κα­πι­τα­λι­σμό και όχι απλώς εκεί­νον της Αγ­γλί­ας του 19ου αιώνα, στον οποίο έζησε ο Μαρξ. Διότι αντι­κεί­με­νο του Κε­φα­λαί­ου είναι, όπως εξη­γεί ο συγ­γρα­φέ­ας του, ο «ιδε­α­τός μέσος όρος» του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, οι αι­τιώ­δεις σχέ­σεις που λει­τουρ­γούν πίσω από την επι­φά­νεια του κάθε κα­πι­τα­λι­σμού. 

Το Κε­φά­λαιο μας επι­τρέ­πει να κα­τα­νο­ή­σου­με, για πα­ρά­δειγ­μα, ότι οι τα­ξι­κές σχέ­σεις εξου­σί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα απο­κτούν στο οι­κο­νο­μι­κό επί­πε­δο ανα­γκα­στι­κά «πραγ­μώ­δη» μορφή, δη­λα­δή εμ­φα­νί­ζο­νται ως χρήμα που πα­ρά­γει πε­ρισ­σό­τε­ρο χρήμα, ως ένα «πράγ­μα» που απο­τι­μά τα πάντα και αυ­το-αυ­ξά­νε­ται, καθώς λει­τουρ­γεί ως κε­φά­λαιο. Επί­σης, ότι το πι­στω­τι­κό χρήμα είναι η πλέον δρα­στι­κή και ευ­έ­λι­κτη μορφή χρή­μα­τος, ότι επο­μέ­νως η χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή σφαί­ρα δεν συ­νι­στά μια «πα­ρα­σι­τι­κή» ή «κερ­δο­σκο­πι­κή» από­φυ­ση της «πραγ­μα­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας», αλλά ανα­γκαίο δο­μι­κό στοι­χείο του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, μη­χα­νι­σμό ελέγ­χου και επι­βο­λής των «κα­νό­νων» του συ­στή­μα­τος. 

Γί­νε­ται έτσι προ­φα­νές ότι η θε­ω­ρη­τι­κή ανά­λυ­ση που εγκαι­νιά­ζει το Κε­φά­λαιο μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει τη βάση για τη ρι­ζι­κή κρι­τι­κή και την πο­λι­τι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση του κα­πι­τα­λι­σμού, με γνώ­μο­να τα συμ­φέ­ρο­ντα της ερ­γα­τι­κής τάξης και των άλλων λαϊ­κών τά­ξε­ων και στρω­μά­των, που υπό­κει­νται στην κα­πι­τα­λι­στι­κή κυ­ριαρ­χία και εκ­με­τάλ­λευ­ση.

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες