Συγκυριακό ή «δομικό» το πρόβλημα της κυβέρνησης;

Μόλις 7 μήνες από την εκλογική νίκη του Μητσοτάκη στις εκλογές του Μάη-Ιούνη του ’23, η κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετωπίζει μια σημαντική δοκιμασία. 

Η μαζικότητα και η αποφασιστικότητα των αγροτικών κινητοποιήσεων, που «συναντιέται» με τη μαζικότητα και την ανθεκτικότητα των φοιτητικών κινητοποιήσεων, συνιστούν ένα ήδη σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Πρόβλημα που μπορεί να γίνει ακόμα σοβαρότερο, αν αυτοί οι δυο παράγοντες μαζικής αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής «συναντηθούν» με την εργατική-απεργιακή δράση. Οι διεργασίες για μια πανεργατική απεργία έχουν ήδη ξεκινήσει, και αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως «σύνθημα» ενεργοποίησης απεργιακών δράσεων σε μαζικούς κλάδους που μαστίζονται από πολλά και κρίσιμα προβλήματα. Όσοι μέσα στο καθεστώς διατηρούν την ιστορική μνήμη της κυρίαρχης τάξης, και γνωρίζουν ότι με το «εργάτες, αγρότες και φοιτητές» δεν είναι να παίζει κανείς, παρακολουθούν την εξέλιξη με ιδιαίτερη προσοχή. 

Η ταχύτητα με την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφτασε σε μια δοκιμασία-αναμέτρηση με αξιόλογα τμήματα του μαζικού κινήματος, συνιστά ένα ερώτημα-τροφή για σκέψη. Συνήθως δεν γίνεται έτσι: Κυβερνήσεις που πέτυχαν σημαντικές εκλογικές/πολιτικές νίκες, αποκτούν το (μικρότερο ή μεγαλύτερο) προνόμιο μιας «περιόδου χάριτος», μέχρις ότου η «ηγεμονία» τους ξεθωριάσει. 

Όσοι σκέφτονταν έτσι, και προέβλεπαν μια μακρά περίοδο ανεμπόδιστης κυριαρχίας της πολιτικής Μητσοτάκη, μέσα σε συνθήκες –τάχα– «γενικευμένης συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας», έχουν διαβάσει με λαθεμένο τρόπο τα εκλογικά αποτελέσματα του Μάη-Ιούνη του ’23. 

Η εκλογική νίκη του Μητσοτάκη, με το 40,6% της ΝΔ και τη διαφορά 23 μονάδων από το δεύτερο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, ήταν μια πραγματική και σημαντική πολιτική νίκη. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, κυρίως, μέσα στο «γήπεδο» του κοινοβουλευτικού καθωσπρεπισμού. 

Όμως ο Μητσοτάκης κέρδισε την ψήφο του 40,6% εκ του 51% του πραγματικού πληθυσμού που προσήλθε στην κάλπη. Αυτό σημαίνει μια πειστική επιρροή επί του περίπου 25% του πληθυσμού, επίδοση που είναι στα όρια της ιστορικής επιρροής της Δεξιάς στην Ελλάδα, και σίγουρα μέσα στα προβλεπόμενα όρια της επιρροής ενός κόμματος που υποστηρίχθηκε από την κυρίαρχη τάξη και τα ανώτερα μεσοστρώματα στην ουρά της. Το μυστικό του εκλογικού κύκλου του ’23, στη γλώσσα των δημοσκόπων λέγεται «απομάγευση των μη-προνομιούχων από την εκλογική-πολιτική αναμέτρηση» και είναι το φαινόμενο που οδήγησε τις εργατικές συνοικίες και τη νεολαία σε αποχή-ρεκόρ. Στη σαφέστερη γλώσσα της Αριστεράς το ίδιο φαινόμενο λέγεται παταγώδης αποτυχία της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης μπροστά στα στοιχειώδη καθήκοντά της. Παρότι η εκλογική νίκη της ΝΔ ήταν σημαντική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει την πραγματική πολιτική δύναμη που είχαν προηγούμενοι ηγέτες της Δεξιάς σε άλλες ιστορικές συγκυρίες. 

Προσοχή: Αυτή η «σχετικοποίηση» της σημασίας των εκλογικών επιδόσεων, αν συνυπολογίζει κανείς την απόσυρση μέσω της αποχής των λαϊκών στρωμάτων, ισχύει και για το αντιπολιτευόμενο στρατόπεδο του «προοδευτισμού». Το άθροισμα των «δημοκρατικών δυνάμεων», του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, στην υποστήριξη του Δούκα στον δεύτερο γύρο, κέρδισε το Δήμο της Αθήνας με 64.000 ψήφους. Είναι μια επίδοση που θα προκαλούσε γέλια στους βετεράνους της πολιτικής «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» στα χρόνια του 1980 και μετέπειτα…

Όμως τη σημερινή συγκυρία δεν καθορίζουν, κυρίως, τα εκλογικά αποτελέσματα, ακόμα κι αν διαβαστούν σωστά μέσα στην ευθραστότητά τους, που προκάλεσε η μεγάλη αποχή. Την καθορίζουν οι μεγάλοι παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων, που έχουν συσσωρεύσει μεγάλα βάρη, αλλά και οργή και θυμό μέσα στην κοινωνική πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων. 

Γι’ αυτό η σύμπτωση των αγροτικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων δεν είναι ένα συγκυριακό πρόβλημα για την κυβερνητική πολιτική, δεν είναι μια «μικρο-συγκυρία» καταδικασμένη σύντομα να εκτονωθεί. Είναι ένα «δομικό» πολιτικό πρόβλημα, μια σοβαρή πολιτική απειλή, που έχει σοβαρές πιθανότητες να μεγεθυνθεί. 

Οι «νικητές»

Η «κανονικοποίηση» της βάρβαρης μνημονιακής λιτότητας με το Μνημόνιο 3 επί Τσίπρα, η μονιμοποίηση των μνημονιακών περικοπών σε ό,τι αφορά τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα με τη συμφωνία με τους δανειστές το 2018, και κυρίως η επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στην πρώτη τετραετία του Μητσοτάκη, είναι μια πολιτική που έχει «νικητές». 

Μέσα στο 2022, τα κέρδη των 500 ισχυρών Α.Ε. εισηγμένων στο ΧΑΑ, αυξήθηκαν κατά 75,5%. Οι φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο και στην κερδοφορία του και η σκανδαλώδης διανομής των ευρωπαϊκών πόρων «αλληλεγγύης» αποκλειστικά προς τις επιχειρήσεις, σήμαναν έναν πακτωλό ενισχύσεων προς τον «κόσμο του επιχειρείν». Οι ιδιωτικοποιήσεις ακόμα και στους «στρατηγικούς» τομείς, μετέτρεψαν σε Ελ Ντοράντο επενδύσεων και κερδοσκοπίας την ενέργεια, την περίθαλψη, την εκπαίδευση κ.ο.κ. Η απόλυτη άρνηση της κυβέρνησης για στοιχειώδη έλεγχο επί των τιμών στα είδη υποχρεωτικής λαϊκής κατανάλωσης, επέφερε την εκτίναξη των κερδών στον κλάδο εμπορίας τροφίμων σε πάνω από 11 δισ. ευρώ μέσα στο 2022 και η κατάσταση επιδεινώθηκε στους μήνες που ακολούθησαν. 

Πέρα από την άμεση ενίσχυση του κεφαλαίου, άλλες μεγάλες πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής συνιστούν έμμεσες αλλά ιδιαίτερα σημαντικές ενισχύσεις. Η απόλυτη ταύτιση του Μητσοτάκη με τον ευρωατλαντισμό, η μετατροπή του ελλαδικού χώρου σε απέραντη νατοϊκή βάση, η κατάπτυστη γραμμή για τη σφαγή στη Γάζα, οι προκλητικοί θηριώδεις εξοπλισμοί κ.ο.κ. υπόσχονται τη γεωπολιτική αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού. Το οικονομικό επίδικο είναι μεγάλο: Η ανάληψη ηγετικής θέσης στην ευρωατλαντική επιδρομή στην Ερυθρά Θάλασσα, ενισχύει τις δυνατότητες των Ελλήνων εφοπλιστών που είναι βασικοί «χρήστες» αυτού του θαλάσσιου διαδρόμου. Τα F35 θα φορτώσουν στις πλάτες μας κόστος 9,5 δισ. δολαρίων (που πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί 4 αν συνυπολογιστεί το κόστος των ηλεκτρονικών, των όπλων και των υποδομών που χρειάζονται), αλλά ανοίγουν το δρόμο της συμμετοχής μερικών δεκάδων Α.Ε. στο κορυφαίο επίπεδο πολεμικής τεχνολογίας της εποχής. Η κριτική της αντιπολίτευσης ότι η πολιτική εξοπλισμών του Μητσοτάκη δεν έχει αντίκρυσμα στην εγχώρια πολεμική βιομηχανία είναι κυριολεκτικά γελοία. Το ελληνικό κράτος έχει πράγματι εγκαταλείψει το μοντέλο του 1970, με τις «καθετοποιημένες» κρατικές μονάδες τύπου ΕΑΒ, ΕΛΒΟ κλπ, αλλά δεκάδες μεγάλες επιχειρήσεις (πχ ΜΕΤΚΑ) και εκατοντάδες μικρομεσαίες, ακόμα και επιθετικές start-ups, «συνωθούνται» γύρω από τα προγράμματα των Ραφάλ, των Μπελχάρα και των F35, των πυραυλικών συστημάτων κλπ. Οι ντόπιοι καπιταλιστές που τρίβουν τα χέρια τους, μάλλον ξέρουν κάτι παραπάνω από τον ναύαρχο Αποστολάκη. Και αδημονούν για τις νέες «ευκαιρίες» που υπόσχεται η πρόσδεση στον ευρωατλαντισμό, είτε αυτές αφορούν στα Βαλκάνια, είτε στην Ανατολική Μεσόγειο, είτε στο πιθανό άνοιγμα των οικονομικών σχέσεων με την Τουρκία, είτε στο γενικότερο σήμα αναβάθμισής τους που θα εκπέμπει η επιλογή του ελληνικού κράτους για μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τον Ιούνη του 2024.

Ο κόσμος του κεφαλαίου, παρότι έχει επίγνωση για τις σοβαρές προοπτικές επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών, απαιτεί από την κυβέρνηση αδιατάρακτη συνέχεια στην παροχή ενισχύσεων. Σε αυτόν τον παράγοντα αναφέρεται η σκληρή πολιτική Χατζηδάκη που δηλώνει ότι υπό οποιαδήποτε πίεση κινητοποιήσεων «δεν θα βάλει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας». 

Στον ίδιο παράγοντα αναφέρεται ο Μητσοτάκης προειδοποιώντας ότι από το 2024 αρχίζει μια πολιτική «λιγότερων παροχών – περισσότερων μεταρρυθμίσεων». Αυτή η (θέλοντας, και μη) ακαμψία της κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στις εργατικές και λαϊκές προσδοκίες, είναι η μία βάση της εκτίμησης ότι ο Μητσοτάκης βρίσκεται μπροστά σε «δομικό» πρόβλημα. Όχι όμως η μόνη. 

Οι από κάτω

Οι παρατεταμένες πολιτικές δρακόντειας λιτότητας έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή συμπίεση τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις. 

Στην Ελλάδα σήμερα 6 στους 10 εργαζόμενους αμείβεται με λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα. Το 95% των φορολογικών εσόδων του κράτους στηρίζεται στη φορολόγηση (άμεση και έμμεση) των λαϊκών νοικοκυριών. Ανεξάρτητα από τα στατιστικά στοιχεία για τον πληθωρισμό, η ανεξέλεγκτη ακρίβεια στα τρόφιμα και στο κόστος της στέγασης εξαντλεί το διαθέσιμο εισόδημα πολλών εργατικών οικογενειών (πολύ) πριν βγει ο μήνας. Η κερδοφορία των από πάνω στηρίζεται στην αύξηση της εκμετάλλευσης των από κάτω. 

Σε αυτό το κλίμα της οικονομικής ασφυξίας, η μετεκλογική επιτάχυνση των αντιμεταρρυθμίσεων λειτουργεί ως πρόκληση. Η καλπάζουσα ιδιωτικοποίηση στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση κλιμακώνει την αίσθηση ανασφάλειας της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Παρά την «εθνική» προπαγάνδα, ο κόσμος κατανοεί ότι το κόστος των F35 θα πληρωθεί, τελικά, από τους μισθούς και τις συντάξεις. 

Στο κοινωνικό πεδίο «ο κάμπος είναι ξερός και εύφλεκτος». Σε τέτοιες συνθήκες ακόμα και μια μικρή «σπίθα» μπορεί να ανάψει μεγάλες φωτιές. Στο διεθνές πεδίο, οι μαζικές κινητοποιήσεις που πολλαπλασιάζονται σχεδόν σε όλες τις χώρες του «αναπτυγμένου» καπιταλισμού, είναι μια σοβαρή προειδοποίηση. Αυτή είναι η δεύτερη, και πιο ουσιαστική, πλευρά του ισχυρισμού ότι ο Μητσοτάκης βρίσκεται μπροστά σε «δομικό» πρόβλημα. 

Η σύμπτωση των αγροτικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων δεν είναι μια «μικρή σπίθα». Οι αγρότες μπορούν να επιβάλουν στην κυβέρνηση οικονομικές παραχωρήσεις που, μέχρι σήμερα, ήταν εκτός προβλέψεων. Το φοιτητικό κίνημα μπορεί να ακυρώσει την απόπειρα ιδιωτικοποίησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, οδηγώντας τον Μητσοτάκη σε μια πρώτη σοβαρή πολιτική ήττα. 

Παρόλα αυτά, ίσως το πιο σημαντικό είναι το εάν και κατά πόσο αυτές οι κινητοποιήσεις θα λειτουργήσουν ως καμπάνα συναγερμού για το εργατικό κίνημα. Ο Φλεβάρης θα είναι ένας σημαντικός μήνας. Μια πετυχημένη γενική απεργία που βάζει στο κέντρο των επιδιώξεων την αύξηση των μισθών, τον έλεγχο της ακρίβειας, την αντιμετώπιση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων κ.ο.κ. θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια «σκυταλοδρομία» κλαδικών απεργιακών αγώνων που, με τη σειρά τους θα προετοιμάζουν έναν πιο προωθημένο, συντονισμένο και αποφασιστικό κύκλο εργατικής αντεπίθεσης. Το «σενάριο» αυτό, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά, το είδαμε να ξετυλίγεται στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στη Γερμανία και αλλού, σε ένα κλίμα αναβίωσης της εργατικής αγωνιστικότητας και διεκδίκησης. 

Αυτή η προοπτική μπορεί να βάλει σε αμφισβήτηση το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής, να ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή της. Και αυτό μπορεί να αλλάξει ριζικά και όλη τη συζήτηση για τις πολιτικές προοπτικές, έξω από τα όρια που έθεσε η νίκη του Μητσοτάκη στον εκλογικό κύκλο του 2023. Η αλλαγή του πολιτικού «παιχνιδιού» μέσα από μια απρόσμενη «εισβολή» του λαϊκού παράγοντα από τα κάτω, δεν θα είναι κάτι πρωτοφανές στην πολιτική ιστορία στην Ελλάδα. 

Στο πολιτικό πεδίο

Η τυπική καθεστωτική ανάλυση των δημοσκοπικών ευρημάτων, πατώντας κυρίως στη μεγάλη διαφορά της ΝΔ από το δεύτερο κόμμα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παρά «την καταγραφή μιας φθοράς», ο Μητσοτάκης «δεν έχει πρόβλημα». Πρόκειται για μια στατική αντιμετώπιση. 

Η ενεργοποίηση των Σαμαρά και Βορίδη (αυτών των κορυφαίων καιροσκόπων στην πολιτική) ως εναλλακτικών πόλων ηγεσίας μέσα στη Δεξιά, δεν λογοδοτεί κυρίως σε μια «πολιτική αρχών» στα ζητήματα της διαφοροποίησής τους (στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών κ.ά.) αλλά στην εκτίμησή τους ότι στο βάθος των εξελίξεων διαγράφεται ζήτημα ηγεσίας στη Δεξιά. Ο Σαμαράς και ο Βορίδης έχουν κατ’ επανάληψη κάνει γαργάρα τις αρχές τους, όταν διαπίστωναν ότι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να κρατήσουν τις θέσεις τους. 

Οι πιο πολιτικοποιημένοι αναλυτές των δημοσκοπήσεων διαπιστώνουν ότι αρχίζει να διαμορφώνεται σταδιακά μια «απειλή» για τη ΝΔ του Μητσοτάκη, αλλά αυτή αφορά κυρίως τη διόγκωση της ακροδεξιάς. Δεν έχουμε κανένα λόγο να υποτιμήσουμε την απειλή της εθνικιστικής, ρατσιστικής, σεξιστικής και θρησκόληπτης ακροδεξιάς. Όμως είναι απαραίτητες κάποιες παρατηρήσεις: α) Η «διόγκωση» εκφράζεται κυρίως με την ενίσχυση του Βελόπουλου και όχι ενός πραγματικά επικίνδυνου κόμματος «δράσης» όπως στο παρελθόν η Χρυσή Αυγή. Και στην Ευρώπη σήμερα έχουμε πολλά παραδείγματα για κόμματα όπως η «Ελληνική Λύση» που, τελικά, λειτούργησαν ως συνεταίροι της κυβερνητικής Δεξιάς και όχι ως αντίπαλοί της. β) Ακόμα κι αν πάρουμε τοις μετρητοίς τη (δημοσκοπική) πρόβλεψη για ακροδεξιά επιρροή της τάξης του 15%, το άθροισμα της Δεξιάς και της ακροδεξιάς δεν «ξεφεύγει» από τα ιστορικά όρια στην Ελλάδα. Στις εκλογές της πρώιμης Μεταπολίτευσης το άθροισμα της Δεξιάς του Καραμανλή και του συνονθυλεύματος χουντικών και μοναρχικών, έφτανε στο 47-48%, αλλά επί ενός εκλογικού σώματος που περιλάμβανε το 70% του πληθυσμού. Γνωρίζουμε τις διαφορές των ιστορικών περιόδων, αναγνωρίζουμε τη μεγαλύτερη επικινδυνότητα σήμερα, αλλά με το παράδειγμα αυτό θέλουμε να πούμε ότι το πιο σημαντικό στοιχείο των εξελίξεων αφορά στο ερώτημα τι συμβαίνει στο κεντροαριστερό και αριστερό άκρο του φάσματος. 

Η διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθοριστικό σημείο των αλλαγών. Σύμφωνα με τον Ν. Μαραντζίδη, σύμβουλο του Αλ. Τσίπρα, «ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας έχει τελειώσει». Ενδιαφέρον όμως έχει η τάση μετακίνησης των απωλειών του. Σύμφωνα με την Metron Analysis, αυτές είτε παραμένουν στην κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ +5,8%), είτε, κυρίως, κατευθύνονται προς αριστερότερες επιλογές (Νέα Αριστερά + 13,5%, ΚΚΕ 5,3%, Πλεύση 1,9%, ΜΕΡΑ25 1,1%). Η πολιτική του Κασσελάκη, με τελευταίο δείγμα το Ναι στα F35, είναι καταδικασμένη να ενισχύσει αυτήν την τάση. 

Ανάλογη είναι η εικόνα των μετακινήσεων στην επιρροή του ΠΑΣΟΚ, όπου η τάση προς το ΚΚΕ (+3,3%) είναι μεγαλύτερη από εκείνη προς τη ΝΔ (+1,3%). Η ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ στο χώρο της αυτοδιοίκησης του δίνει δυνατότητα για «κινήσεις» με στόχο τη διασφάλιση της δεύτερης θέσης στις ευρωεκλογές. Και οι κινήσεις αυτές, στην Αθήνα και σε μικρότερους Δήμους, επιχειρούν να καταγράψουν «αριστερόστροφη» κίνηση, με στόχο να διεκδικούν χώρο στα αριστερά του Κασσελάκη. Άλλωστε, τα πασοκικά επιτελεία είναι εμπειρότερα από το συνονθύλευμα που έχει σήμερα μαζευτεί στην Κουμουνδούρου. 

Αυτή η κατάσταση αντικειμενικά θα μπορούσε να αποτελεί ιδανική ευκαιρία για το ΚΚΕ. Όμως οι πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του κάνουν ό,τι μπορούν για να ακυρώσουν αυτή την προοπτική. Το ανέβασμα των αναφορών «εθνικής κυριαρχίας» στη ρητορική του Κουτσούμπα, όπως και η θέση της ΚΕ για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών (και ακόμα περισσότερο η απαράδεκτη επιχειρηματολογία που τη συνόδευσε) ήταν μια ψυχρολουσία προς έναν κόσμο που, χωρίς να ταυτίζεται με το ΚΚΕ, σκεφτόταν να το ενισχύσει εκλογικά. 

Το σύνολο αυτών των εξελίξεων θα αυξήσεις τις πιέσεις για πολιτικές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των ευρωεκλογών, στο χώρο της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. 

Όμως, στην παρούσα φάση, κάθε συζήτηση για ευρύτερη μετωπική πολιτική, περνάει μέσα από την αντιμετώπιση των καθηκόντων της ενότητας στη δράση, στο δρόμο και από τα κάτω, μέσα στη νέα συγκυρία που διαμορφώνεται. Στο πλευρό των αγώνων των αγροτών και φοιτητών, στην προσπάθεια για να τους διευρύνουμε με μια αποφασιστική εργατική-απεργιακή παρέμβαση. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες