Η  κυβέρνηση Μητσοτάκη τρέχει για να αναδειχθεί ως το «καλύτερο παιδί» του ευρωατλαντικού στρατοπέδου.

Η απόφαση να στείλει όπλα στην ουκρανική κυβέρνηση είναι συνάμα γελοία και επικίνδυνη. Γελοία, γιατί είναι απολύτως αμφίβολο αν τα ελληνικά όπλα θα φτάσουν στους Ουκρανούς, ή αν θα έχουν όποια χρησιμότητα. Πολύ πιο πολύτιμα θα ήταν φάρμακα ή νοσηλευτικό υλικό προς τα αγρίως δοκιμαζόμενα νοσοκομεία του Κιέβου, όμως τέτοιες «ειρηνικές» σκέψεις είναι απολύτως έξω από το πεδίο σκέψεων της ηγεσίας της ΝΔ. Η ανακοίνωση του Οικονόμου για την πιθανότητα αποστολής πολεμικών αεροσκαφών (μαζί με τους πιλότους τους…) περιγράφει σαφέστερα τον κίνδυνο της άμεσης πολεμικής εμπλοκής. 

Οι πράξεις αυτές δεν είναι μεμονωμένες. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη (αξιοποιώντας επικίνδυνες παραχωρήσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) έχει δώσει ρέστα στην ενίσχυση των ελληνο-ευρωατλαντικών σχέσεων. Τα πολεμικά σύμφωνα με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, το κολοσσιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών και κυρίως η επέκταση των αμερικανονατοϊκών βάσεων στο ελληνικό έδαφος, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τις πραγματικές επιλογές. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης είναι άμεσα και συγκεκριμένα μπλεγμένο στο νατοϊκό σχεδιασμό στρατιωτικής περικύκλωσης της Ρωσίας. 

Αυτή η πολιτική είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Το ΝΑΤΟ έχει την καθοριστική ευθύνη για τη διαμόρφωση των συνθηκών που προετοίμασαν το έδαφος για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Και ο Μητσοτάκης που έδωσε την Αλεξανδρούπολη ως βασική «πύλη» του διαδρόμου ταχείας μετάβασης των νατοϊκών δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα, έχει στις πλάτες του το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί. 

Για όσους-όσες ζούμε και παλεύουμε στην Ελλάδα, η ανατροπή αυτής της πολιτικής, στην κατεύθυνση της πλήρους ρήξης με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, οφείλει να είναι απόλυτη προτεραιότητα. Μόνο έτσι μπορούμε να υπερασπίσουμε αποτελεσματικά την ειρήνη και όχι στέλνοντας όπλα και αεροπλάνα μέσα στη φωτιά της μάχης. 

Ελληνοτουρκικά

Οι υποστηρικτές των εξοπλισμών, των βάσεων και της ευθυγράμμισης στην ουρά του ΝΑΤΟ, χρησιμοποιούν ασύστολα το «επιχείρημα» του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού για κυριαρχία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, που παρουσιάζεται σαν «αμυντική» πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι σε μια μόνιμη τουρκική «επιθετικότητα». Ο ισχυρός προπαγανδιστικός μηχανισμός έδωσε ρέστα παρουσιάζοντας τον Ερντογάν ως έτοιμο «να μιμηθεί το παράδειγμα του Πούτιν» και να επιτεθεί στην Ελλάδα που, κατά συνέπεια, θα χρειαστεί τα όπλα και τους δυτικούς συμμάχους. 

Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Ο Ερντογάν ήδη υποχρεώθηκε να κλείσει τα Στενά για τα ρωσικά πολεμικά πλοία. Η διαμόρφωση των νέων συνθηκών μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (βλ. Εισβολή στην Ουκρανία: Η επόμενη μέρα), θα κάνουν τις ΗΠΑ και την ΕΕ να κλιμακώσουν τις πιέσεις για «καθαρές επιλογές», απαιτώντας την επανασύσταση της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ που έχει παραλύσει από τον προηγούμενο γύρο των ελληνοτουρκικών ανταγωνισμών. Η διεθνής πίεση για «συνεννόηση» είναι ήδη παρούσα. 

Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη καλό νέο για όσους-όσες υποστηρίζουμε με πάθος την πολιτική ειρηνικής και αλληλέγγυας επίλυσης των όποιων «διαφορών» στην περιοχή. Ιστορικά, πριν από την κάθε φορά «συνεννόηση» προηγήθηκαν τα πιο επικίνδυνα περιστατικά επίλυσης διαφορών. Σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό κράτος προβάλουν την αξίωση ότι η πειθαρχία που επέδειξαν στις δυτικές δυνάμεις κατά την προηγούμενη περίοδο, θα πρέπει να καταγραφεί με ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα «κλείσιμο» των διαφορών, ως προϋπόθεση για συνεννόηση (ΑΟΖ, αιγιαλίτιδα ζώνη, αναγνωρισμένος εναέριος χώρος κ.ά.). Αντίστοιχα, η τουρκική κυβέρνηση και το τουρκικό κράτος προβάλει τις δικές του προϋποθέσεις, με «κόκκινη γραμμή» το ζήτημα του εξοπλισμού των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με τα σύγχρονα πυραυλικά συστήματα μεγάλης εμβέλειας. 

Είναι φανερό ότι η κατάσταση παραμένει τεταμένη και επικίνδυνη και από τις δυο πλευρές. Γι’ αυτό ο Μητσοτάκης καθορίζεται από την προσπάθεια να εμφανίζεται νατοϊκότερος των νατοϊκών. 

Πόλεμος κατά της Αριστεράς

Όμως όχι μόνο. Η ΝΔ προσπαθεί να αξιοποιήσει τις εξελίξεις στην Ουκρανία για τον πολυπόθητο γενικευμένο «πόλεμο κατά της Αριστεράς» που είχαν υποσχεθεί ο Βορίδης και ο Γεωργιάδης. Η μηχανή το Σκάι και του «ακραίο κέντρου» των ΜΜΕ, έχει εξαχρειωθεί σε αυτή την προσπάθεια, παλεύοντας να ταυτίσει ιδεολογικοπολιτικά την Αρστερά με τον… Πούτιν! Ο στόχος δεν είναι (μόνο ή κυρίως) οι οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά οι πολιτικές και αγωνιστικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος, η εργατική αγωνιστικότητα όπως διαμορφώθηκε στον 20ό αιώνα. 

Η ΝΔ έχει πολλούς λόγους για αυτές τις επιδιώξεις. Ξέρει πως στους μήνες που έρχονται η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μια βίαια επίθεση λιτότητας. 

Η ακρίβεια, που ήδη δοκιμάζει άγρια το εργατικό εισόδημα, δεν έχει τίποτα το αντικειμενικό. Ο καπιταλισμός καθορίζεται από την επιδίωξη του μέγιστου κέρδους: όταν υπάρχουν «ειδήσεις» που μπορούν να αξιοποιηθούν για την αύξηση των κερδών, τότε οι «αγορές» ορμούν σε αυξήσεις των τιμών, απαιτώντας ταυτόχρονα το πάγωμα των μισθών στα κατώτατα δυνατά επίπεδα. Αυτό είναι που συμβαίνει σήμερα στην ενέργεια, στα τρόφιμα, σε όλα τα είδη της υποχρεωτικής και πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Ο Μητσοτάκης ανταποκρίνεται σε αυτή την τάχα «αυθόρμητη» κίνηση των αγορών, ανάγοντας την σε κυβερνητικό πρόγραμμα: αποκλείει κάθε πιθανότητα δημόσιου ελέγχου των τιμών, αποκλείει ακόμα και τη μείωση ληστρικών φόρων σε κρίσιμα αγαθά (πχ καύσιμα), αποκλείει κάθε σκέψη γενικευμένης και ουσιαστικής αύξησης των μισθών και των συντάξεων. Αυτή η πολιτική ασφαλώς συνδέεται με άλλες πλευρές της λιτότητας, όπως είναι η διαρκής ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, οι καλπάζουσες ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ. 

Ο Μητσοτάκης γνωρίζει πως με την προσήλωσή του σε αυτή την πολιτική θα συγκρουστεί φανερά με τα συμφέροντα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Έχει πάρει τις προειδοποιήσεις από την E-Food και την Cosco, βλέπει το «νεύρο» στη ΛΑΡΚΟ, και γνωρίζει ότι μια γενικευμένη επιστροφή της εργατικής αγωνιστικότητας είναι ρεαλιστική και πιθανή. Για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου προετοιμάζεται με την πολιτική επιθετικότητα «κατά των άκρων», που πυροδότησε μετά την Ουκρανία. 

Η άκαμπτη επιμονή του Μητσοτάκη στη λιτότητα, συνδυάζεται με τον ισχυρισμό του για την «επένδυση» στους εξοπλισμούς, ως «επένδυση» στην ειρήνη. Ψεύδεται ασύστολα. Οι εξοπλισμοί δεν είναι μόνο πανάκριβοι, δεν είναι μόνο κοινωνικά άχρηστοι (σε σύγκριση με την κατάρρευση των νοσοκομείων και των δημόσιων σχολείων), είναι και επικίνδυνοι: έχουν την τάση να αναπαράγονται και στην άλλη πλευρά δημιουργώντας ένα διαρκές σπιράλ, συνδέουν τους «αγοραστές» με τους εξαιρετικά επικίνδυνους «πωλητές», ενώ παράγουν σχέσεις και δίκτυα πολεμοκάπηλων στρατοκρατών με επικίνδυνη ισχύ. 

Η κυβέρνηση έχει μπει σε μια περίοδο μεγάλων δοκιμασιών. Στην προηγούμενη φάση αποδυναμώθηκε χάνοντας επιρροή. Με την επιθετικότητα που δείχνει με αφορμή το ουκρανικό, επιχειρεί να ανακτήσει απώλειες. Είναι εξαιρετικά απίθανο να το καταφέρει. Στην πολιτική της λιτότητας, των εξοπλισμών, αλλά και τη γραμμή «αντιπαραθετικής συνεννόησης» με την Τουρκία του Ερντογάν, θα έχει να απαντήσει σε κρίσιμα σταυρόλεξα. Μέσα από τις καθεστωτικές δυνάμεις ακούγονται ήδη οι αμφιβολίες για το αν θα τα καταφέρει, οι φωνές που πριμοδοτούν τις αναζητήσεις για «ευρύτερες συναινέσεις». 

Αυτές οι αντινομίες εκφράζονται και στους προβληματισμούς για το χρόνο των εκλογών. Η κυβέρνηση αναζητά «παράθυρο ευκαιρίας» για να κάνει στην παρούσα πολιτική περίοδο (μέσα στην άνοιξη του 2022;) τις εκλογές, με στόχο να διεκδικήσει ξανά αυτοδυναμία. Αν δεν το βρει, όπως είναι και το πιθανότερο με βάση την επιδείνωση των διεθνών συνθηκών, τότε ξέρει πως οι σκληρές δοκιμασίες του κόσμου στους μήνες που έρχονται, θα οδηγήσουν τον Μητσοτάκη πολύ κοντά σε μια πολιτική και εκλογική ήττα σε εκλογές κοντά στη λήξη αυτής της τραγικής κυβερνητικής περιόδου. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες