Η ολοκλήρωση της νεοµνηµονιακής σοσιαλδηµοκρατικής µετάλλαξης.
Σε λίγες ηµέρες θα πραγµατοποιηθεί το 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπό κανονικές συνθήκες, το συνέδριο αυτό θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος των µελών του, της κοινωνίας, της διεθνούς Αριστεράς. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην κυβέρνηση µιας χώρας κατασπαραγµένης από την κρίση και τους δανειστές, γιατί σ’ αυτήν τη θέση σκαρφάλωσε πατώντας πάνω σ’ ένα κύµα µαζικών αγώνων, σε ένα κύµα ελπίδας το µέγεθος του οποίου αποδείχθηκε στο δηµοψήφισµα.
Όµως συµβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι προσυνεδριακές συνελεύσεις των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι άµαζες ή παγωµένες, µέσα στην ελληνική κοινωνία κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον εικονικό προσυνεδριακό «διάλογο», στη διεθνή Αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει από πέρυσι καταχωρισθεί στις παταγώδεις διαψεύσεις (για παράδειγµα στην Ισπανία για την ελληνική εµπειρία µιλάει πλέον µόνο ο Ραχόι, ενώ ο Ιγκλέσιας έχει «απαγορεύσει» τις λέξεις ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας στο λεξιλόγιο των στελεχών του Podemos...).
Ο λόγος είναι απλός: µεταξύ του 1ου και του 2ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ ορθώνεται µια θηριώδης πολιτική πράξη: η υπογραφή του Μνηµονίου 3. Που ξεκαθαρίζει απολύτως το νόηµα των διαµαχών, των επιχειρηµάτων, των προφάσεων, των στρατηγικών προσανατολισµών του καθενός.
Ένα κόµµα που εκτοξεύτηκε από το 4% στην κυβερνητική εξουσία στηριγµένο πάνω στην ελπίδα, κατορθώνει σήµερα να παραµένει στην εξουσία στηριγµένο κυρίως στην απελπισία, την απογοήτευση του κόσµου, την παραίτηση από το «ηρωικό σενάριο» της συλλογικής αντίστασης και τη στροφή στην ατοµική επιβίωση.
Γι’ αυτό δεν θα υπάρχει τίποτα κοινό µεταξύ του 1ου και του 2ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εποχή των δεσµεύσεων
Κατά το 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλη του 2013, παρότι είχε αρχίσει η κάµψη του µεγάλου κύµατος των µαζικών αγώνων του 2010-12, διαµορφωνόταν το κύµα της ελπίδας µέσα από τον πολιτικό-εκλογικό δρόµο, το ρεύµα ανατροπής των Σαµαρά και Βενιζέλου µε τον πολιτικό στόχο για µια κυβέρνηση της Αριστεράς. Πολλοί γνωρίζαµε και γνώριζαν τους κινδύνους «αυτοπαγίδευσης» που έχει αυτό το «σύνθηµα», όµως η αντιµετώπισή τους εµφανιζόταν ως µονόδροµος µέσα στην τότε συγκυρία.
Τµήµα των συζητήσεων και της προετοιµασίας για την αντιµετώπιση αυτών των κινδύνων ήταν το 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Σε σύγκριση µε τον σηµερινό «πολτό» ισοπέδωσης µέσα στη διεθνή και ντόπια Κεντροαριστερά, το 1ο συνέδριο θα µπορούσε να χαρακτηριστεί όαση ριζοσπαστισµού. Η αλήθεια δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Στο 1ο συνέδριο, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εντασσόταν σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που καταλάµβανε σηµαντικό τµήµα του «προγράµµατος». Επρόκειτο για µια απόπειρα σύνθεσης ανάµεσα στην παράδοση του αριστερού ευρωκοµουνισµού (στρατηγική διαρθρωτικών αλλαγών µε «ρήξεις») και µιας πιο «τριτοδιεθνιστικής» αντίληψης για το µεταβατικό πρόγραµµα και τη µεταβατική πολιτική, που όµως όριζαν µε έµφαση τη ρήξη µε τις σύγχρονες «εµπειρίες» της Κεντροαριστεράς στην Ευρώπη, ενώ περιέγραφαν τη ριζοσπαστική Αριστερά ως ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο, εχθρικό απέναντι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία. Οι απόπειρες του Αλ. Τσίπρα και των κεντρικών στελεχών γύρω του να «τεµαχίσουν» αυτό το πλαίσιο (πρώτα η αντιµετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης», κυβέρνηση της Αριστεράς ως κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας κ.ο.κ.) ήταν οι πρώτες προειδοποιήσεις γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Στο 1ο συνέδριο οριζόταν µια πολιτική συµµαχιών του ΣΥΡΙΖΑ. Σύµφωνα ακόµα και µε τον Αλ. Τσίπρα, αυτές έπρεπε να περιορίζονταν στο φάσµα: από την αριστερά της Αριστεράς ως την αριστερά της σοσιαλδηµοκρατίας. Όµως, από την εποχή ακόµα του 1ου συνεδρίου, κεντρικά στελέχη δήλωναν ότι µια υπόθεση «εθνικής σωτηρίας» δεν µπορεί παρά να στηριχθεί σε «ευρύτερες δυνάµεις», αποκλείοντας µόνο τη ΧΑ και τη «σαµαρική Δεξιά». Τα ανοίγµατα προς τµήµατα από το σηµιτικό αλλά και από το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ, όπως και προς την καραµανλική Δεξιά και τους ΑΝΕΛ, ήταν έτοιµα να αρχίσουν (αν δεν είχαν ήδη αρχίσει στο παρασκήνιο...).
Το πιο σηµαντικό τµήµα των αποφάσεων αφορούσε τις συγκεκριµένες δεσµεύσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάµβανε απέναντι στους εργαζόµενους και τις λαϊκές δυνάµεις. Μια άµεση και καταρχήν (µε ρητή υπόσχεση συνέχειας) ανατροπή της λιτότητας (αύξηση του κατώτατου µισθού, 13η σύνταξη, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, µείωση ΦΠΑ στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, αύξηση των κοινωνικών δαπανών µε τις αναγκαίες µαζικές προσλήψεις στην Υγεία και την Εκπαίδευση κ.λπ.). Αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις και υπόσχεση ανάκτησης των ιδιωτικοποιηµένων ΔΕΚΟ και Οργανισµών. Εθνικοποίηση των τραπεζών («υπό δηµόσιο, δηµοκρατικό, εργατικό έλεγχο...»). Ανατροπή των µνηµονίων και διαγραφή (του µεγαλύτερου µέρους) του χρέους...
Όµως θα µπορούσαν να γίνουν αυτά; Ένα τµήµα του συνεδρίου υποστήριζε ως αναγκαία τη σύγκρουση µε το ντόπιο καθεστώς (Plan A). Αλλά ένα άλλο τµήµα του συνεδρίου –περιλαµβάνοντας τα κεντρικά οικονοµικά στελέχη– τραγουδούσε ήδη άλλους σκοπούς: πρώτα θα επιδιώξουµε την έξοδο από την κρίση, πρώτα θα εµπεδώσουµε την «ανάπτυξη» και θα ακολουθήσει η «αναδιανοµή». Η κλασική σοσιαλδηµοκρατική στρατηγική, της υπόσχεσης για αύξηση του µεριδίου του καθενός µέσα από την προοπτική της αύξησης της «εθνικής πίτας», ήταν παρούσα και ισχυρή µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, και στην παρουσίαση του προγράµµατος στην Αθηναΐδα, και στην παρουσίαση στη ΔΕΘ, και στο 1ο συνέδριο.
Όπως γνωρίζουµε σήµερα, ένα κρίσιµο ζήτηµα του συνεδρίου αφορούσε τη σχέση µε τους δανειστές και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερή Πλατφόρµα, που είχε ήδη συγκροτηθεί, έθεσε µε έµφαση την προειδοποίηση ότι το Plan A, αν αφηνόταν στη στρατηγική της «διαπραγµάτευσης» µε τους δανειστές («η Μέρκελ θα δεχθεί και θα ’ναι µέρα µεσηµέρι») ήταν καταδικασµένο να οδηγηθεί σε ταπεινωτική ήττα. Η πρόταση για το Plan Β, για την αναγκαία προετοιµασία της σύγκρουσης µε την Ευρωζώνη και την προοπτική εξόδου από το ευρώ, ήταν ένα κεντρικό σηµείο αντιπαράθεσης στο συνέδριο. Οι απαντήσεις που έπαιρναν τα επιχειρήµατα της Αριστερής Πλατφόρµας χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: Αφενός την άποψη ότι «ο κόσµος δεν είναι έτοιµος για τέτοιας κλίµακας ρήξεις» (άποψη που πήρε αποστοµωτική απάντηση στο δηµοψήφισµα...). Αφετέρου, και κυρίως, την ανάδυση του συνολικότερου ευρωκοµουνιστικού υπόβαθρου, που θεωρούσε ότι οι προτάσεις για την αναγκαία σύγκρουση µε την Ευρωζώνη συνιστούσαν ρήξη µε τον αναγκαίο... διεθνισµό της Αριστεράς. Η ταύτιση της Ευρώπης µε την ΕΕ, η ταύτιση των λαών µε τους θεσµούς, η σύγχυση µεταξύ του κοσµοπολιτισµού του κεφαλαίου και του διεθνισµού, ήταν µια «αµαρτία» που ο ΣΥΡΙΖΑ επρόκειτο να πληρώσει πολύ ακριβά.
Η ένταση αυτής της αντιπαράθεσης ήταν µεγάλη και ένα τµήµα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ την υποτίµησε χαρακτηριστικά. Η Αριστερή Πλατφόρµα δεν υπερψήφισε τις αποφάσεις του συνεδρίου και το καλοκαίρι του 2015 απέδειξε την ειλικρίνεια στις προθέσεις και την πολιτική της αναλαµβάνοντας, την ώρα µιας απαράδεκτης συνθηκολόγησης, την ευθύνη µιας µαζικής ρήξης µε την ηγεσία και το κόµµα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα άλλο κρίσιµο ζήτηµα του συνεδρίου ήταν ο ίδιος ο χαρακτήρας του κόµµατος. Η ηγετική οµάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα χρησιµοποίησε τη ρητορική του «κόµµατος των µελών» που τάχα συγκρούεται «µε τους µηχανισµούς», για να υπονοµεύσει κάθε συγκροτηµένη λειτουργία που θα επέτρεπε στο κόµµα και στα µέλη του να ελέγχουν τις κινήσεις και τις στροφές της ηγεσίας. Η επίκληση της «άµεσης δηµοκρατίας» που τάχα είχε αναδειχθεί από το κίνηµα των «Αγανακτισµένων» ως εναλλακτικό µοντέλο απέναντι στον παρωχηµένο δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό, οι ιδέες και οι τακτικές του λατινοαµερικάνικου «αριστερού λαϊκισµού», ο άκρατος τακτικισµός και η έµφαση στην «επικοινωνία» χρησιµοποιήθηκαν για να στηθεί ένας παντελώς αυτονοµηµένος ηγετικός µηχανισµός που θα τον ζήλευε ακόµα και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Σε αυτήν τη βάση, µεγάλο τµήµα ριζοσπαστών, ακόµα και κάποιοι ακροαριστεροί, εγκλωβίστηκαν στην «προεδρική πλειοψηφία», για ένα µεγάλο, κρίσιµο χρονικό διάστηµα µετά το συνέδριο.
Η εποχή των διαψεύσεων
Μέχρι το Σεπτέµβρη του 2015, η ηγεσία Τσίπρα συνέτριψε όλες τις προηγούµενες υποσχέσεις της και µαζί τα πολιτικά χαρακτηριστικά που έδιναν δυναµισµό στο κόµµα της.
Αρνούµενοι να συγκρουστούν µε το ντόπιο καθεστώς σε όποιο σοβαρό ζήτηµα, ακύρωσαν το Plan Α και σύρθηκαν στη «διαπραγµάτευση» µέχρι τέλους, πληρώνοντας στο χρέος κάθε απόθεµα «εσωτερικής ρευστότητας» και επιτρέποντας ταυτόχρονα στις επιχειρήσεις µια πρωτοφανούς διάστασης «δραπέτευση» κεφαλαίων. Αποκλείοντας κάθε σκέψη για Plan Β, βρέθηκαν απολύτως γυµνοί απέναντι στον Σόιµπλε και υπέγραψαν ό,τι τους έβαλε µπροστά τους.
Το Μνηµόνιο 3 ήταν µια νέα συγκλονιστική πραγµατικότητα, µε την υπογραφή ενός κόµµατος που µιλά στο όνοµα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Οι εκλογές στις 20/9, µε τη βοήθεια των δανειστών και του ντόπιου καθεστώτος, επέβαλαν µια ουσιαστική αλλαγή στις πολιτικές συνθήκες: στην κυβέρνηση εξακολουθούσε να υπάρχει (νεο)µνηµονιακή πλειοψηφία, όµως στην αντιπολίτευση, πλέον, η αντίθεση στα µνηµόνια, στο νεοφιλελευθερισµό και στη λιτότητα περιοριζόταν στις δυνάµεις του ΚΚΕ.
Έναν χρόνο µετά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα τελείως διαφορετικό κόµµα και αυτό θα αποτυπωθεί στο 2ο συνέδριό του.
Η αυταπάτη ότι ένα κάποιο «παράλληλο πρόγραµµα» θα τους επέτρεπε να κρατήσουν ενεργή σχέση µε τον κόσµο έχει καταρρεύσει. Από καιρό τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαµβάνει την «ιδιοκτησία» του Μνηµονίου 3, αναγνωρίζοντας τους «περιορισµούς» που επιβάλλουν οι δανειστές ως υποχρεωτικούς. Αυτό που τους αποµένει ως προοπτική είναι η ελπίδα για µια «αναστροφή της υφεσιακής πορείας της ελληνικής οικονοµίας». Με ποια µέσα πάλης θα µπορούσε ένα κόµµα να προσεγγίσει αυτήν, έστω, την προοπτική; Οι θέσεις της ΚΕ για το 2ο συνέδριο απαντούν: Με τον αναπτυξιακό νόµο, µε το ΕΣΠΑ 2014-16, µε την πάταξη της διαφθοράς! Είναι µια τυπική σοσιαλδηµοκρατική απάντηση.
Και µάλιστα µια σοσιαλδηµοκρατική απάντηση της εποχής του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισµού της σοσιαλδηµοκρατίας. Γιατί την ίδια στιγµή, η µείωση των συντάξεων, η φοροεπιδροµή, οι πλειστηριασµοί, οι απειλές στα εργασιακά, συσσωρεύουν οργή στον κόσµο της εργασίας και ακυρώνουν κάθε ελπίδα (ή αυταπάτη...) για ένα σχέδιο «διαφυγής» στηριγµένο στις λαϊκές µάζες.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επισκέψεις του Αλ. Τσίπρα στις συνόδους της ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας δεν θα πρέπει να υποτιµηθούν. Ίσως το µόνο πραγµατικό επίδικο του 2ου συνεδρίου είναι το αν θα ανάψει ένα κάποιο «πράσινο φως» για µελλοντικές κινήσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που θα µετακοµίζουν προς την οριστική ένταξη (µαζί µε κάποιες ακόµα δυνάµεις από το Ευρωπαϊκό Κόµµα της Αριστεράς;) στην ευρωοικογένεια της σοσιαλδηµοκρατίας. Ασφαλώς αυτά δεν πρόκειται να προαναγγελθούν. Θα προετοιµαστούν ως τάχα αναγκαστικές «τακτικές κινήσεις», ως «αξιοποίηση ρωγµών» κ.ο.κ. Και επίσης ασφαλώς, για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα όνειρά τους δεν βολεύονται µέσα στα όρια της πολιτικής οικογένειας των Ολαντρέου και Σία, τα καθήκοντα δεν περιορίζονται σε χαρτοπόλεµο «µικρών φράσεων» µέσα στις συνεδριακές αποφάσεις, αλλά επιβάλλουν τολµηρές πρωτοβουλίες ρήξης, έστω και τώρα...
Αν το Μνηµόνιο 3 έχει ισοπεδώσει κάθε διαφορά µεταξύ της πραγµατικής οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ µε τις άλλες µνηµονιακές δυνάµεις, η πρόσφατη πολιτική εµπειρία αποδεικνύει ότι η µνηµονιακή µετάλλαξη καταργεί τις δυνατότητες ακόµα και για δηµοκρατικές µεταρρυθµίσεις χωρίς οικονοµικό κόστος.
Η πρόσφατη αντιπαράθεση µε την εκκλησία, που κατέληξε στην άτακτη υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει ότι αν δεν επιχειρείς να αλλάξεις πολλά, τότε δεν µπορείς να αλλάξεις ούτε... την ύλη στο µάθηµα των Θρησκευτικών.
Στο ζήτηµα των προσφύγων ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει προϋπηρεσία και τεχνογνωσία παρέµβασης. Και όµως, σήµερα τα µέλη του καλούνται να υποστηρίξουν τη συµφωνία µεταξύ της Ελλάδας, της ΕΕ και της Τουρκίας, µια συµφωνία ρατσιστική, που βρίσκεται στη βάση των ασύλληπτων βασάνων των προσφύγων στα σύνορα αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Μιας χώρας που κάθε καλοκαίρι «υποδέχεται» πάνω από 21 εκατοµµύρια τουρίστες, αλλά θεωρεί «δυσεπίλυτο πρόβληµα» την ανθρώπινη υποδοχή 60 χιλιάδων προσφύγων. Και αυτό συµβαίνει µε κυβέρνηση τάχα µου της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ίσως η πιο επικίνδυνη εξέλιξη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ αφορά ένα ζήτηµα που βρίσκεται στον πυρήνα της αριστερής πολιτικοποίησης µετά τη µεταπολίτευση: στο ζήτηµα του ΝΑΤΟ. Της ευρωατλαντικής συµµαχίας που έχει εγκαταστήσει αρµάδα στο Αιγαίο και που συζητά (µε «κυβέρνηση Αριστεράς»!) τη µετεγκατάσταση της βάσης του Ιντσιρλίκ στην... Κάρπαθο! Όµως το φιλοπόλεµο-εθνικιστικό παιχνίδι (αυτών που έβλεπαν «εθνικισµό» πίσω από τις προτάσεις σύγκρουσης µε την Ευρωζώνη) δεν περιορίζεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ: Ο Αλ. Τσίπρας επισκέπτεται «υπερηφάνως» το κράτος του Ισραήλ και τους δικτάτορες στην Αίγυπτο, εξαπολύοντας φραστικές και διπλωµατικές «ρουκέτες» που κανένας Πάγκαλος δεν θα τολµούσε ούτε καν να ψελλίσει. Είναι εντυπωσιακό, αλλά ελάχιστες µέρες πριν από την έναρξη του 2ου συνεδρίου δεν έχει κατατεθεί ούτε ένα από τα 53 αναµενόµενα ψηφίσµατα αντιπαράθεσης, τουλάχιστον γι’ αυτά τα θέµατα...
Έτσι είναι καθαρό ότι το 2ο συνέδριο θα είναι απλώς µια φιέστα επιβεβαίωσης της ηγεσίας Τσίπρα και της πολιτικής της.
Προοπτικές;
Με τη συµπλήρωση του ενός χρόνου από τον πολιτικό θρίαµβο του Τσίπρα στις εκλογές του Σεπτέµβρη του 2015, είναι σαφές –δηµοσκοπικά, πολιτικά και εµπειρικά– ότι το άστρο του δύει, ότι αυτή η ηγετική οµάδα και το κόµµα πίσω της έχουν µπει στον κατήφορο της ατιµωτικής κατάρρευσης.
Μόνη τους ελπίδα είναι η σύγκριση-αντιπαράθεση µε τον Μητσοτάκη. Όµως πρόκειται για όπλο άσφαιρο. Γιατί είναι πλέον σαφές ότι η κυβερνητική πολιτική στρώνει το δρόµο στον Μητσοτάκη. Τα µέτρα του Μνηµονίου 3, αν δεν ανατραπούν από τα αριστερά, χτίζουν τις προϋποθέσεις για µια από τα δεξιά, ακραία νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση. Αν ο κόσµος από τα αριστερά αφήσει τον Τσίπρα ανενόχλητο να ολοκληρώσει το µνηµονιακό έργο του, τότε αυτός θα έχει ως µόνη προοπτική να παραδώσει την εξουσία στον Μητσοτάκη και να «διαπραγµατευτεί» το µέλλον του µέσα από µια ακόµα πιο ανοιχτά σοσιαλδηµοκρατική κεντροαριστερή ανασύνθεση.
Αυτή η προοπτική είναι πολιτικά εφιαλτική, αλλά όχι δεδοµένη.
Πολλά θα κριθούν από τις πρωτοβουλίες ανασύνταξης του κόσµου της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο κινηµατικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο. Πρωτοβουλίες που θα πιάνουν ξανά το νήµα της ελπίδας, αξιοποιώντας προωθητικά και την εµπειρία της περιόδου ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Πρωτοβουλίες που θα πρέπει να εκδηλωθούν τώρα, γιατί ο χρόνος των εξελίξεων εξακολουθεί να παραµένει ιδιαίτερα πυκνός. Για τις πρωτοβουλίες αυτές έχουµε αυξηµένη ευθύνη όσοι ήµαστε στον ΣΥΡΙΖΑ, όσοι διαχωριστήκαµε απ’ αυτόν το φοβερό καλοκαίρι του 2015, όσοι είµαστε στη ΛΑΕ, αλλά όχι µόνο...
(δημοσιεύτηκε στο φύλλο Νο 369 της "Εργατικής Αριστεράς", 12 Οκτώβρη 2016)