Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό των ευρωεκλογών αποτελεί πρόκριμα για μεγαλύτερο ποσοστό (ακόμη και αυτοδυναμίας ) ενόψει βουλευτικών εκλογών. Κανένα πρόκριμα όμως δεν φέρει εγγύηση και ειδικά σε τέτοιες πολιτικές συγκυρίες, το συγκεκριμένο μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο μέσα από με ένα κύμα νέας ριζοσπαστικοποίησης.
1. Το κεντρικό σύνθημα –στόχος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν « Στις 25 ψηφίζουμε, στις 26 φεύγουνε». Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της πρώτης θέσης δε θα πρέπει να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της αυτοκριτικής αλλά το αντίθετο. Ο πήχης ανέβηκε πιο ψηλά. Το ίδιο και η ευθύνη. Ο απολογισμός πρέπει να γίνει και με βάση τον τακτικό στόχο που είχε τεθεί. (Τόσο σε επίπεδο ευρωεκλογών όσο και σε επίπεδο αυτοδιοικητικών). Για να γίνουν όλες εκείνες οι απαραίτητες διορθώσεις και να εξαχθούν εκείνα τα χρήσιμα συμπεράσματα, ώστε την επόμενη φορά να ολοκληρωθεί με επιτυχία το πρώτο βήμα.
2. Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο με αυτό του 2012. Αυξήθηκε στην περιφέρεια, πιθανά λόγω της μικρής «χρονοκαθυστέρησης» με την οποία η κρίση εκδηλώθηκε εκεί. Στα μεγάλα αστικά κέντρα όμως σημείωσε μικρή κάμψη. Και αυτό το γεγονός μένει να εξηγηθεί.
3. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κόμμα που ήρθε πρώτο σε ευρωεκλογές με ποσοστό αντίστοιχο των βουλευτικών εκλογών. Από το 1981 έως το 2009 οι αποκλίσεις ποσοστών μεταξύ βουλευτικών και ευρωεκλογών για το εκάστοτε πρώτο κόμμα ήταν μεγάλες:
1984: Ευρωεκλογές ΠΑΣΟΚ 41.6%. Βουλευτικές (1985) 45,8%.
1989: Ευρωεκλογές Ν.Δ. 40,3%. Βουλευτικές 44,3%.
1999: Ευρωεκλογές ΠΑΣΟΚ 32,9%. Βουλευτικές (2000) 43,8%.
2004: Ευρωεκλογές Ν.Δ.43%. Βουλευτικές 45,4%.
2009: Ευρωεκλογές ΠΑΣΟΚ 36,6%. Βουλευτικές 43,9%.
Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό των ευρωεκλογών αποτελεί πρόκριμα για μεγαλύτερο ποσοστό (ακόμη και αυτοδυναμίας ) ενόψει βουλευτικών εκλογών. Κανένα πρόκριμα όμως δεν φέρει εγγύηση και ειδικά σε τέτοιες πολιτικές συγκυρίες, το συγκεκριμένο μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο μέσα από με ένα κύμα νέας ριζοσπαστικοποίησης.
4. Και οι εκλογές για δήμους και περιφέρειες αποτέλεσαν παράγοντα ενίσχυσης για το ΣΥΡΙΖΑ. Η Περιφέρεια Αττικής και η Περιφέρεια των Ιονίων, οι 11 δήμοι του Λεκανοπεδίου και οι 5 δήμοι μεγάλων περιφερειακών πόλεων αποτελούν ένα πρώτο βήμα στο σκληρό περιβάλλον των τοπικών μηχανισμών. Μπορούν να αποδειχθούν κρίσιμοι κρίκοι στη κατεύθυνση δημιουργίας ισχυρών κοινωνικών συμμαχιών. Από την άλλη θα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση (και όχι να επισκιαστεί από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών) τόσο για τον γενικό πολιτικό προσανατολισμό στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών όσο και για τις επιλογές προσώπων και τακτικών. Αλλά –κυρίως- να ανοίξει η συζήτηση για «τη στρατηγική της διαχείρισης» σε δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο και την αξιοποίηση της σαν πεδίο ρήξης.
5. Οι εκλογές του Φεβρουαρίου (προεδρική εκλογή), εάν γίνουν, θα αναδείξουν κυβέρνηση τετραετίας(2015-2019),υπό ομαλές συνθήκες, καθώς κανένα κοινοβουλευτικό γεγονός δεν «διακόπτει» αυτή τη θητεία. Η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερη κρίσιμη και δεν υπάρχουν περιθώρια για το καθεστώς, ούτε παρενθέσεων ούτε πειραμάτων. Θέλουν να αποφύγουν αυτές τις εκλογές και η μόνη λύση είναι ο μαγικός αριθμός: 180. Επειδή όμως η πολιτική με τη μαγεία συχνά μικρή σχέση έχουν, θα αναζητηθούν και ρεαλιστικές εναλλακτικές. Η συζήτηση για τις 50 έδρες ή την «ανασύνθεση της κεντροαριστεράς» είναι ένα δείγμα. Υπάρχουν και άλλες.
Για αυτό είναι κρίσιμη η συζήτηση στο ΣΥΡΙΖΑ και στο σύνολο της αριστεράς για τη στρατηγική της επόμενης περιόδου.
6. Το σύνολο της αριστεράς ( ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Σχέδιο Β., άλλες οργανώσεις) συγκέντρωσε πάνω από 34 %. Το 2012 το ποσοστό αυτό ήταν 31,84%. Η αριστερά ξεπερνάει σε ποσοστό κάθε άλλο πολιτικοϊδεολογικό χώρο (Κεντροαριστερά. Κεντροδεξιά, Ακροδεξιά). Το ποσοστό αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει χώρο ή πεδίο ανταγωνισμού, ένα ιδιόμορφο κοινωνικό «χιτώνα». Η μετωπική, κινηματική συμπόρευση είναι η απάντηση στο ερώτημα της πολιτικής , ιδεολογικής, οργανωτικής ενίσχυσης τόσο του συνόλου όσο και των μερών.
7. Το αποτέλεσμα αυτό έχει μια σημαντική «αχίλλειο πτέρνα»: δεν αντιστοιχεί σε κινηματική κατάσταση και μπορεί να εξελιχθεί σε «γίγαντα με πήλινα πόδια». Σε μια κοινωνία όπου η αριστερά στο σύνολό της συγκεντρώνει το 34% θα περίμενε κανείς μια άλλη εικόνα. Στην Ιταλία τη δεκαετία του ΄70, τα υψηλά ποσοστά της αριστεράς (και όχι μόνο του PC)συμβάδιζαν με ένα ισχυρό εργατικό κίνημα (τουλάχιστον μέχρι το 1976 και την ταφόπλακα του «ιστορικού συμβιβασμού»). Θα είναι τουλάχιστον αυταπάτη, να πιστέψουμε ότι το οποιοδήποτε εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να αποδειχθεί νικηφόρο για τις δυνάμεις της εργασίας εάν δεν «υποστηρίζεται» στο δρόμο. Η Ιερισσός (4% το 2009, 50,8% το 2014)αποτελεί μικροπαράδειγμα της διαλεκτική αυτής της σχέσης.
8. Η τακτική του ΚΚΕ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να μην αποδίδει αποτελέσματα. Ο σκληρόςδιμέτωπος αγώνας (ίσων αποστάσεων και έντασης απέναντι στη κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ – με το δεύτερο σκέλος συχνά να επισκιάζει το πρώτο) που επέλεξε η ηγεσία του ΚΚΕ προσπαθώντας να απαντήσει στον –υπαρκτό-κίνδυνο «άλωσης», δεν επιβεβαιώθηκε. Το αντίθετο. Οι 50.000 ψήφοι επιπλέον σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012 (277.227 τότε, 326.791 τώρα) στις επόμενες βουλευτικές εκλογές θα είναι πολύ δύσκολο όχι μόνο να διατηρηθούν αλλά και να μην αποτελέσουν τμήμα μιας ακόμη μεγαλύτερης φθοράς. Η τακτική του ΚΚΕ σήμερα (και όχι μόνο απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ) αποτελεί μια γραμμή που φαίνεται σε αρκετές περιπτώσεις να θέτει σε αμφισβήτηση ακόμη και τις ιστορικές αναφορές και ακολουθίες του κόμματος. Η θετική αλλαγή της αρχικής στάσης του ΚΚΕ απέναντι στα γεγονότα στην Ουκρανία μπορεί να αποτελεί ένα πρώτο βήμα αναπροσανατολισμού.
9. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τις 125.000 ψήφους (και ποσοστό πάνω από 2,3%)των αυτοδιοικητικών μέσα σε μια εβδομάδα υποχώρησαν στις 38.638. Καταγράφηκε σαν ένα σημαντικό και υπολογίσιμο πολιτικό ρεύμα ιδιαίτερα ευάλωτο όμως στα εκλογικά διλήμματα Οι 125.000 που στήριξαν εκλογικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ προφανώς δεν την στήριξαν γιατί συμφωνούν με το σύνολο της πολιτικής της πρότασης. Επιβραβεύουν όμως μια πολιτική δύναμη με ιστορική συνέχεια, ένα σταθερό αντιΕΕ λόγοκαι μια συνεχή κινηματική παρουσία σε σειρά κοινωνικών χώρων. Από την άλλη όμως στη «κρίσιμη» εκλογική μάχη των ευρωεκλογών ή των βουλευτικών στρέφονται στο ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατώντας να κατανοήσουν μια πολιτική τακτική που αναφέρεται στην ανάγκη των μετώπων από τη μια και από την άλλη, στη πράξη, τα αναιρεί καθώς φαίνεται να προκρίνει ως προαπαιτούμενο τον «συνολικό αντιΕΕ-αντικαπιταλιστικό αγώνα». Αυτή η αντίφαση δοκιμάστηκε και σε τοπικό επίπεδο, με το παράδειγμα του Χαλαδρίου (αλλά και άλλων) να πιστοποιούν τη δυστοκία της.
10. Η αμηχανία ερμηνείας του εκλογικού αποτελέσματος είναι διάχυτη στις αναλύσεις. Τελικά γιατί ο λαός κράτησε αυτή τη στάση απέναντι στις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς-πλην του ΣΥΡΙΖΑ ; Γιατί έχει αυταπάτες; Γιατί δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη της αντικαπιταλιστικής εξέγερσης; Γιατί κατά βάθος επιθυμεί την σταθερότητα;
Η απάντηση μάλλον είναι πολύ πιο σύνθετη και προϋποθέτει την παραδοχή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ , πέρα ακόμη και από τις δικές του τις αυτονοηματοδοτήσεις, πέρα και από τις επίσημες –ή και «ανεπίσημες» –θέσεις,λειτουργεί σήμερα σαν μια ιδιόμορφη κατάσταση μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων; Μια ιδιόμορφη κατάσταση μετώπου όπου είτε είναι είτε δεν είναι φανερό το ποιος έχει την ηγεμονία, είναι φανερή η δυναμική που μπορούν να δημιουργήσουν τα λαϊκά στρώματα που αναφέρονται σε αυτόν. Δυναμική που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο ενσωμάτωσης, όπως το 1981, καθώς το οικονομικοπολιτικό πλαίσιο είναι απόλυτα διαφοροποιημένο. Δυναμική που ακόμη και τώρα καθορίζει το ριζοσπαστικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και , υπό προϋποθέσεις, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά ρήγματα στο κυρίαρχο καθεστώς.
11. Μέσα στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε θετικά το ’12 στο ερώτημα-ανάγκη για κυβέρνηση της αριστεράς. Μια υπενθύμιση των δημοσκοπικών τάσεων τον Δεκέμβριο του ΄11 και τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του ΄12 θα ήταν χρήσιμη. Μια πρόταση για μετωπική συμπόρευση των αντι-ΕΕ δυνάμεων (η οποία δεν θα αρνείται και το ενδεχόμενο συγκρότησης αριστερής κυβέρνησης με βάση μεταβατικό πρόγραμμα) σε αυτή τη φάση, παραγνωρίζει ότι δεν είναι η εποχή της «αλλαγής των συσχετισμών» εντός της αριστεράς. Άλλο είναι το κρίσιμο ερώτημα πλέον. Αυτό δεν το καθορίζει μόνο η επιθυμία του υποκειμένου αλλά και η ανάγκη του αντικειμένου. Και από αυτή την ανάγκη μεγάλος μέρος της αριστεράς απομακρύνθηκε(στις αρχές του 2012) όταν τέθηκε σαν ερώτημα.
12. Το κρίσιμο ερώτημα γύρω από το οποίο θα δοθεί το επόμενο ραντεβού θα είναι το «με ποιο πρόγραμμα» η αριστερά θα μπορέσει να γίνει κυβέρνηση, «ποιο πρόγραμμα» (και «με ποιόν»), θα κληθεί να υλοποιήσει. Εάν και αυτή την ευκαιρία για μια minimum συνάντηση, τμήματα της αριστεράς την αρνηθούν, δίνοντας επιπλέον χώρο στις διαχειριστικές λογικές, τότε άλλη μια ιστορική ευκαιρία θα έχει χαθεί.
13. Σε τελική ανάλυση η ριζοσπαστικότητα ενός εγχειρήματος ή ενός υποκειμένου δεν κρίνεται μόνο από την ιστορική του συνέχεια, τα ιερά γράμματα, τα προγράμματα και τις διακηρύξεις αλλά και από τοναντικειμενικό ρόλο που παίζει στην ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής και κοινωνικής πάλης. Και αυτό το κριτήριο δεν ισχύει μόνο για το ΣΥΡΙΖΑ. Ισχύει για όλους.
11. Η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης είναι η μια πλευρά. Η απονομιμοποίηση του ίδιου του καθεστώτος είναι η άλλη. Οι απολογητές της αστικού τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, θα πρέπει να αναζητήσουν επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν μια κυβέρνηση που στηρίζεται στο 17% του συνόλου των ψηφοφόρων. Και τα νούμερα είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Ολοένα κα περισσότερο η παθητική συναίνεση αντικαθιστά την ενεργητική.
12. Η απονομιμοποίηση του καθεστώτος συνοδεύεται από την ένταση δυο παράλληλων φαινομένων:
α) Η άμεση εμπλοκή επιχειρηματικών συμφερόντων ήταν πρωτοφανής και δεν περιορίστηκε μόνο στη ναυαρχίδα του Πειραιά. Σε όλο το «τόξο του Σαρωνικού» επικράτησαν δημοτικοί άρχοντες που ανήκουν στον στενό κύκλο επιρροής γνωστής, ιστορικής πολιτικής οικογένειας. Το «κοινό σχέδιο», με άγνωστο(;) προς το παρών πλειοδότη, φαίνεται να απειλείται από την επικράτηση σε κρίσιμες περιοχές ( Πέραμα ,Κερατσίνι, Δραπετσώνα) δημάρχων του ΣΥΡΙΖΑ. Η επικράτηση Μπέου στο Βόλο (τυχαία είναι λιμάνι), η (δήθεν γραφική) νίκη Ψυνάκη στο Μαραθώνα (με στήριξη ομίλων με πρόσβαση και στο Ελληνικό) έχουν τον ίδιο παρανομαστή. Η εμπλοκή αυτή, μια βαλκανική εκδοχή του μπερλουσκονισμού, με βιτρίνα λούμπεν τηλεοπτικο-ποδοσφαιρική, στην Ν.Φιλαδέλφεια απέτυχε αλλά και απέδειξε πως (και πώς) η αριστερά μπορεί να πετύχει νίκες .
β) Η παρέμβαση και ο ειδικός ρόλος των ΜΜΕ ξεπέρασε ακόμη και τα επίπεδα του 2012. Δεν αρκέστηκαν μόνο στην καλλιέργεια κλίματος φόβου . Κάποια λειτούργησαν απροσχημάτιστα σαν γραφεία τύπου της συγκυβέρνησης, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και τα δελτία της ΥΕΝΕΔ , συγκρινόμενα, μοιάζουν με μαθήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι έπαιξαν τον κύριο ρόλο στη δημιουργία, μέσα σε 88 μέρες, ενός κόμματος έξω από την κοινωνία, κυριολεκτικά εκ του μηδενός. Αποτελεί κρίσιμο πολιτικό στοίχημα-και καθήκον- για την αριστερά, στο σύνολό της, η αυτονομία της από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και η δημιουργία ανεξάρτητου τηλεοπτικού μέσου.
Η κυριαρχία των ΜΜΕ όμως έχει και μια λιγότερο ορατή –αλλά εξίσου σημαντική- πλευρά. Με το καθεστώς της σταυροδοσίας , όλο και περισσότερο, η επιλογή προσώπων στις κοινοβουλευτικές ομάδες- και των κομμάτων της αριστεράς-, θα μπορεί να επηρεάζεται, να ελέγχεται (ή ακόμη και να καθορίζεται, ενίοτε).
13. Η αποχή έχει ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εκφράζει δυσπιστία απέναντι στη κυβέρνηση αλλά και συνολικά το πολιτικό σύστημα. Ειδικά στα τμήματα της νεολαίας της ανεργίας, των 300 ευρώ και της μετανάστευσης. Αυτή είναι και η μεγάλη κοινωνική, ταξική δεξαμενή από την οποία η αριστερά θα πρέπει να περιμένει να ενισχυθεί παρά από ένα «ανακαταμερισμό» εντός του ήδη ενεργού εκλογικού σώματος. Το 17% που στήριξε την κυβέρνηση , το μέτωπο της σταθερότητας, ένα μέτωπο βασισμένο σε ταξικά συμφέροντα και σε φοβικά σύνδρομα ελάχιστα θα συρρικνωθεί.
Αυτό όμως, το σιωπηλά εκλογικά, δυναμικό τμήμα δεν θα πεισθεί ούτε με μισόλογα, ούτε με συστημικές ενσωματώσεις. Απαιτεί ριζοσπαστικό ρεαλισμό και ένα μεγάλο όραμα. Ένα μεγάλο όραμα που θα συγκρουστεί με το κοινωνικά καταστροφικό «νέο μοντέλο ανάπτυξης» των «μνημονιακών» πολιτικών. Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να γυρίσει στο 2009, ούτε καν σαν κακέκτυπο. Εκεί, στο μεγάλο πεδίο της στρατηγικής, θα κριθεί η τελική μάχη.
14. Η ΧΑ είναι το μόνο κόμμα που αύξησε και το ποσοστό της και τον απόλυτο αριθμό ψήφων. Παράλληλα «επανεμφανίστηκε» ο ΛΑΟΣ και μαζί με τα διάφορα μικρά κόμματα του ακροδεξιού ή εθνικιστικού χώρου (Ένωση για την πατρίδα και το λαό , Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας, Εθνικό Μέτωπο, Πατριωτική Ένωση, Κίνημα Εθνικής Αντίστασης) συγκέντρωσαν, σαν χώρος, 4,7%. Οι εξελίξεις στο χώρο της ακροδεξιάς μόλις ξεκίνησαν.
Το θέμα δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια παράγραφο. Όμως μια μικρή παρατήρηση: άλλο είναι το ναζιστικό, εθνικιστικό, ακροδεξιό φαινόμενο σε μια χώρα του σκληρού ιμπεριαλιστικού πυρήνα και άλλο σε μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας. Εάν η αριστερά δεν αντιληφθεί έγκαιρα ότι η ΧΑ δεν είναι το κατ ευθείαν ανάλογο (ούτε καν η καρικατούρα) του NSPD όπως και η Ελλάδα του 2014 δεν είναι το ανάλογο (ή η καρικατούρα) της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τόσο θα αδυνατεί να απαντήσει στην πράξη. Και εάν το 12% της ΧΑ στο Κολωνάκι δεν πονάει κανέναν, τα ποσοστά της στην καρδιά των εργατικών συνοικιών θα πρέπει να αποτελέσουν έναυσμα μιας διαδικασίας.
Εάν ούτε στο θέμα του φασισμού η αριστερά δεν κάνει βήματα στην κατεύθυνση της συμπόρευσης , οι ιστορικές της ευθύνες θα είναι μεγάλες.
15. Το τραγικό τέλος της ΔΗΜΑΡ είναι χαρακτηριστικό της δυνατότητας ελιγμών και προσαρμογών. Και ο ίλιγγος των επιτυχιών μπορεί σε ελάχιστο χρόνο να γίνει μοιρολόι.
Η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου δεν τελείωσε. Και η υπέρβαση του υπάρχοντος πολιτικού και οικονομικού συστήματος δεν θα είναι τηλεοπτικό spot.