Ο σχεδιασμός του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ ανέβασε ως πιο «καυτό» θέμα της συζήτησης τα λεγόμενα οργανωτικά ζητήματα (διάλυση των συνιστωσών, νόθευση ή κατάργηση του δικαιώματος ξεχωριστής λίστας για τις μειοψηφίες, εκλογή προέδρου από το συνέδριο).
Η πρόβλεψη ήταν ότι με την επίκληση κάποιων ομιχλωδών θεωριών («ανοιχτό κόμμα») ή κάποιων δημαγωγικών υποσχέσεων (ταύτιση της άμεσης δημοκρατίας με το «κόμμα των μελών»), αυτά τα τρία ζητήματα θα «πέρναγαν» εύκολα, δίνοντας στην προεδρική πλειοψηφία τη δυνατότητα μιας άνετης εσωκομματικής νίκης.
Μια πρώτη παρενέργεια αυτής της επιλογής ήταν η υποβάθμιση της πολιτικής συζήτησης πάνω στα κεντρικά στρατηγικά διλήμματα που θέτει η νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα του κεφαλαίου στην παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, αλλά και η πολιτική κρίση στην Ελλάδα που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη μεγάλη πολιτική-εκλογική νίκη του Μάη-Ιούνη του 2012, έχει αναδειχθεί ο βασικός πρωταγωνιστής αυτής της συζήτησης. Αυτό του δίνει δικαιώματα (π.χ. την αντιμετώπιση των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς από μια κάποια θέση υπεροχής). Δημιουργεί όμως και υποχρεώσεις: Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να παραδώσει στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις τις απαντήσεις, να παρουσιάσει ένα «σχέδιο» απελευθέρωσής τους από τις καταστρεπτικές συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής και της υποταγής στην τρόικα.
Η καθυστέρηση σε αυτό το καθήκον ήταν, μέχρι σήμερα, κατανοητή. Ακούστηκε πολλές φορές ότι «πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά», ότι οι αντιφάσεις είναι πελώριες, ότι οι πολιτικές αποφάσεις είναι εξαιρετικά δύσκολες. Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ ταλανίζεται ανάμεσα στην πίεση να δώσει απαντήσεις μέσα στη «συνέχεια» του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού και στη ριζοσπαστική τάση να δώσει απαντήσεις «ρήξης» με αυτή την άθλια πορεία, έστω κι αν αυτές ενέχουν αστάθμητους παράγοντες, έστω κι αν το κοινωνικό υποκείμενο μιας τέτοιας μεγάλης αλλαγής δεν δείχνει έτοιμο για άλματα στον ουρανό. Κατά τη γνώμη μου, αυτό θα έπρεπε να είναι το κεντρικό ζήτημα του συνεδρίου.
Κάποιοι σύντροφοι ισχυρίζονται ότι προηγείται «η σωτηρία της χώρας» και –κατά συνέπεια– η αριστερή πολιτική, οι προγραμματικοί στόχοι και τα μέτρα σοσιαλιστικής κατεύθυνσης θα πρέπει να απωθηθούν στο μέλλον.
Το δίλλημα έχει απαντηθεί ιστορικά –στις μεγάλες «στιγμές» της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος– και θεωρητικά στη μαρξιστική παράδοση: Κάθε απόπειρα να τεμαχιστεί το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, κάθε «σταδιακή» στρατηγική, οδηγεί στην αποτυχία και στην (συχνά τραγική) ήττα.
Σήμερα, η απάντηση μπορεί να δοθεί και πολύ πιο πρακτικά. Οι (έλληνες) καπιταλιστές οργάνωσαν την κατρακύλα της «χώρας» στις μνημονιακές πολιτικές, αποδέχθηκαν την υποβάθμιση της οικονομίας (που αυτοί ελέγχουν) με τη στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» μέσα στο ευρώ, όχι γιατί είναι «πουλημένοι», αλλά γιατί γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει –τουλάχιστον για την ώρα– καμιά άλλη συγκεκριμένη λύση που να επιτρέπει στο σύστημά τους να επιβιώσει και σε αυτούς να παραμείνουν στη θέση του κυρίαρχου.
Οι συνέπειες αυτής της διαπίστωσης οφείλουν να αποτυπώνονται στο «σχέδιο» της Αριστεράς και στις μεγάλες απαντήσεις που οφείλει να δώσει:
α) Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε με τρόπους που δημιουργούν διαχωριστικό τείχος ανάμεσα στην αναγκαία αντιμνημονιακή πολιτική και στην (εξίσου αναγκαία) αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική πολιτική.
β) Κάθε πρόταση που υπόσχεται ότι θα οργανώσει αντιμνημονιακές «ανατροπές», αναζητώντας ταυτόχρονα έναν κάποιο συμβιβασμό με τη ντόπια κυρίαρχη τάξη, είναι πέρα για πέρα ουτοπική και αβάσιμη.
Επειδή πολλοί σ. παραλληλίζουν τις σημερινές υποχρεώσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ το 1981, οφείλουμε μια υπενθύμιση. Στη δεκαετία του ’80, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε ακόμα δυνατότητα για παραχωρήσεις, είχε «λίπος» να κάψει, με στόχο να πετύχει μια αργή και κοινοβουλευτική ενσωμάτωση των αιτημάτων του εργατικού ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης.
Σήμερα τίποτα τέτοιο δεν ισχύει και κατά συνέπεια η κυρίαρχη τάξη δεν διαπραγματεύεται, δεν κάνει πολιτικές «διαλόγου», αλλά πολιτικές πυγμής και επιβολής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές αγνοούν την πολιτική πραγματικότητα. Η κρίση των κομμάτων της εμπιστοσύνης τους αναγκάζει σημαντικά τμήματά τους να επεξεργάζονται «γέφυρες» προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι η βάση για το ξαναζέσταμα των σεναρίων περί κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, με τη μία ή την άλλη μορφή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περάσει με επιτυχία αυτή τη δοκιμασία μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 2012. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε αποκρούσει τις πιέσεις για «κεντροαριστερή» τρικομματική (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), παραμένοντας στο έδαφος της διεκδίκησης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Όμως από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Σήμερα, κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για «κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά» (αλήθεια, ποιοι θα είναι τα κλαδιά και ποιοι τα φύλλα;), ενώ άλλοι κάνουν ανοιχτά λόγο για κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, αποκλείοντας μόνο τη σαμαρική (και όχι την καραμανλική) Δεξιά και τη Χρυσή Αυγή.
Ασφαλώς δεν πρόκειται (μόνο) για ζήτημα πολιτικών συμμαχιών. Πρόκειται για τη στρατηγική, για την πολιτική, για την ταξική δέσμευση, της κυβέρνησης για την οποία συζητάμε. Μια τέτοια «λύση» θα διαψεύσει όλες τις εργατικές και λαϊκές προσδοκίες, συμπεριλαμβανομένης της υπόσχεσης για ανατροπή των μνημονίων και για ανατροπή της υποταγής στους δανειστές.
Απέναντι σε αυτά τα αδιέξοδα στέκεται το σχέδιο της Αριστερής Πλατφόρμας που στηρίζεται σε μια μεταβατική αντίληψη: Μονομερής ανατροπή των μνημονίων και στάση πληρωμής στους δανειστές, συνέχεια της ανατροπής των πολιτικών λιτότητας με κάθε αναγκαίο μέσο (συμπεριλαμβανομένης της εξόδου από το ευρώ και της ρήξης με την ΕΕ, αν και όταν καταστεί αναγκαίο), μέτρα σοσιαλιστικής κατεύθυνσης με αποφασιστική στήριξη στην κινητοποίηση του εργατικού-λαϊκού παράγοντα. Αυτή η πολιτική περιγράφει την κυβέρνηση της Αριστεράς με φανερό ταξικό προσανατολισμό και δέσμευση.
Οργανωτικά
Αυτά τα ζητήματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτά (τακτική μας μέσα στο μαζικό κίνημα, συγκρότηση των κοινωνικών μετώπων κλπ) επιχειρήθηκε να κρυφτούν πίσω από το νεφέλωμα του –τάχα– «κόμματος των μελών». Η ιστορική αίσθηση του Μ. Γλέζου (που θύμισε τις αναφορές του… Ν. Ζαχαριάδη στο «κόμμα των μελών») δεν εισακούστηκε.
Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν γίνει ήδη οι βασικές οργανωτικές επιλογές που του επιτρέπουν να λειτουργήσει ως ενιαίος πολιτικός φορέας «των μελών» του: Έχει καταργηθεί το βέτο των συνιστωσών, έχουν καταργηθεί τα «προνόμια» εγγύησης του πλουραλισμού, έχει θεσμοθετηθεί η αρχή «ένα μέλος-μία ψήφος», έχει συμφωνηθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων δια πλειοψηφίας και η εκλογή όλων των οργάνων. Αυτή η βάση έχει ακόμα δρόμο για να επιβεβαιωθεί στην πράξη και να δημιουργήσει ένα σταθερό οργανωτικό υπόβαθρο.
Αντ’ αυτού, ο μηχανισμός της πλειοψηφίας του ΣΥΝ (που επιβεβαίωσε στο συνέδριο ότι κάθε άλλο παρά «αυτοδιαλύθηκε»…) άλλα επιδίωξε:
α) Προσπάθησε να επιβάλει μια τελεσιγραφική διάλυση των οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς που, ενώ τηρούν όλες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν εντός του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν αποφασίσει να δώσουν τέλος στην αυτοτελή και ανεξάρτητη συγκρότησή τους.
Η ΔΕΑ αντιστάθηκε σταθερά σε αυτή την πίεση. Με την πολύτιμη παρέμβαση των σ. του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ, αλλά και σ. από την ΑΝΑΣΑ, το αδιέξοδο ξεπεράστηκε. Το θέμα των «συνιστωσών» παρέμεινε ως αντικείμενο διαβούλευσης που, φυσιολογικά, οφείλει να ολοκληρωθεί σε «εύλογο χρόνο»…
β) Προσπάθησε να καταργήσει το δικαίωμα ξεχωριστής λίστας των τάσεων. Όταν αυτό φάνηκε ανέφικτο, επέλεξε τα ξεχωριστά ψηφοδέλτια, προσπαθώντας να περιορίσει τις δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ «λιστών» (διαπήδηση), με στόχο να απομονώσει την Αριστερή Πλατφόρμα. Παρά την ένταση που δημιουργήθηκε, το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι η απόπειρα δεν είχε επιτυχία…
γ) Απαίτησε την εκλογή προέδρου άμεσα από το συνέδριο, όπως και έγινε. Ο σ. Αλέξης Τσίπρας δεν είχε αντίπαλο, με πραγματικούς πολιτικούς όρους. Στην ΚΕ θα εκλεγόταν ομόφωνα, διατηρώντας ταυτόχρονα τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε μια υγιή παράδοση της Αριστεράς. Ακολουθώντας μια προβληματική παράδοση του παπανδρεϊσμού, η πλειοψηφία επέλεξε την εκλογή του από το συνέδριο, με 74,7% των ψήφων…