Αν το έθετε κανείς με ψυχολογικούς όρους, θα έλεγε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται καιρό πια στον αστερισμό του Συνδρόμου της Στοκχόλμης. Όχι μόνο γιατί πολιτεύεται ως εάν τα γυμνάσια των δανειστών να ήταν πράγματι προς το καλό του και προς το συμφέρον «της χώρας», αντίθετα με ό,τι έλεγε (και λέγαμε) μέχρι πρότινος. Αλλά και γιατί σε περιπτώσεις όπως του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, το κυβερνών κόμμα μοιάζει να αντιγράφει τα γυμνάσια αυτά προς χρήση στο εσωτερικό, προς την πλευρά δηλαδή της όποιας αριστερής διαφωνίας.
Φυσικά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα ότι ο Σακελλαρίδης πλήρωσε την υπερβολική, δήθεν, ανοχή του Αλέξη Τσίπρα στην εσωκομματική αντιπολίτευση. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Η απομάκρυνση του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου, ως κίνηση ευθύνης, όπως γράφει το σημερινό πρωτοσέλιδο της Αυγής, υπενθύμισε το είδος αποφασιστικότητας και αίσθησης ευθύνης με το οποίo το περασμένο καλοκαίρι το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ καταργήθηκε και το κόμμα οδηγήθηκε στη διάσπαση.Όλη η ζέση των κυβερνητικών στελεχών να φανεί ότι η απομάκρυνση του Σακελλαρίδη ήταν επιλογή του πρωθυπουργού, όλη η προσπάθεια δηλαδή να εκπεμφθεί μήνυμα «σταθερότητας» προς τους δανειστές και πυγμής προς τους διαφωνούντες με τα μνημονιακά μέτρα, δείχνουν ότι το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι, όπως και το καλοκαίρι, σε πλήρη εκδήλωση.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το ζήτημα δεν είναι ψυχολογικό. Η παραίτηση Σακελλαρίδη, που παρουσιάστηκε ως εξώθηση σε παραίτηση για λόγους πολιτικής σταθερότητας (γι' αυτό μιλά ο Θανάσης Καρτερός στην Αυγή, εκλαϊκεύοντας τη γραμμή του Μαξίμου...), όπως και πλείστα όσα σημάδια, μικρά και μεγάλα, «πολιτικού ρεαλισμού», από αυτά που ενθουσιάζουν τα αστικά Συγκροτήματα (βλ. ενδεικτικά το άρθρο του Νίκου Κωνσταντάρα στην Καθημερινή), επισφραγίζουν τη θλιβερή μετακόμιση του ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο: προς μια θέση που, ως γνωστόν, δεν διαθέτει πολιτικό περιεχόμενο από μόνη της, αλλά ορίζεται πολιτικά ως θέση ουδετερότητας της κρατικής διαχείρισης και αποκτά περιεχόμενο μόνο από την αντιπαράθεση με τα υποτιθέμενα άκρα, που την αντιπολιτεύονται εκ δεξιών και αριστερών.
Αξίζει να θυμηθεί κανείς τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα στην αρχή της εβδομάδας, με αφορμή τις διαδηλώσεις για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου. Να τη θυμηθεί για τη σημασία της αυτοτελώς, όσο και για να την αντιπαραβάλει με την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούνταν ως άκρο γιατί δεν κρατούσε τη σωστή απόσταση μεταξύ αντιεξουσιαστικού χώρου και νεοναζισμού: «Τον αγώνα, τις κατακτήσεις και τους αγώνες του μαζικού λαϊκού κινήματος», είπε ο πρωθυπουργός, «δεν πρέπει να τα αφήσουμε να τα καπηλευτεί κανένας, ούτε οι αυτόκλητοι σωτήρες-δήθεν αντεξουσιαστές. Αλλά από την άλλη μεριά δεν πρέπει να επιτρέψουμε και αυτούς τους αγώνες να τους προσβάλουν, να τους λοιδορήσουν, να τους αμφισβητήσουν οι ακροδεξιοί νοσταλγοί της χούντας, είτε βρίσκονται στη Χρυσή Αυγή είτε αλλού». Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ διαφοροποιούνταν πάντα από μηδενιστικά και αντιπολιτικά φαινόμενα στο όνομα του αντιεξουσιαστικού χώρου, τέτοια τοποθέτηση μέχρι και πριν μερικούς μήνες θα ήταν απλώς αδιανόητη. Σήμερα είναι η κυβερνητική γραμμή.
***
Γράφοντας πρόσφατα για τις σχέσεις κόμματος, κυβέρνησης και κράτους, ο σημερινός αντικαταστάτης του Γαβριήλ Σακελλαρίδη στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, σημείωνε: «Υπάρχουν σε γενικές γραμμές δύο τρόποι να απαντηθεί αυτό το πρόβλημα. Ο πρώτος είναι να αποδεχτεί κανείς ότι διαχειρίζεται την υφιστάμενη δομή, με τον ίδιο λίγο έως πολύ (παλαιό) τρόπο και την ίδια (παλαιά) μεθοδολογία. Ο δεύτερος, να αποδεχτεί ότι έχει μια πρόκληση μπροστά του, τη διεύθυνση του κράτους (και της κυβέρνησης ειδικότερα) προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, επομένως μια μακρά διαδικασία ριζικών μετασχηματισμών, τόσο του κράτους καθαυτού όσο και των δομών πολιτικής αντιπροσώπευσης».
Είναι προφανές: Η μεθοδολογία του σημερινού πολιτικού προσωπικού που ασκεί κρατική διαχείριση στο όνομα της Αριστεράς –από την επικοινωνιακή επένδυση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας ως τις διαγραφές και από τον κομφορμισμό στην εξωτερική πολιτική ως τις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας και την ατζέντα της ασφάλειας–, επιβεβαιώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια κόμμα του κράτους. Ο βραχύς κύκλος της πρώτης του θητείας, όσο και το σημερινό οριακό «153» της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δείχνουν ότι αυτή η θλιβερή προσαρμογή, εκτός από την κοινωνία, θα κοστίσει και στο κόμμα. Αυτό δεν συνέβη όμως με όλα τα κόμματα που διάλεξαν το κράτος έναντι (συγκεκριμένων τμημάτων) της κοινωνίας;