Σε ένα παιχνίδι αμερικάνικου φούτμπολ (NFL), οι παίκτες των Κάνσας Σίτι Τσιφς και των Χιούστον Τέξανς, πιάστηκαν μπράτσο με μπράτσο και παρέμειναν για ένα λεπτό σιωπηλοί, «στο όνομα της ενότητας». Ήταν η πλέον «άχρωμη» ενέργεια, «όπως ακριβώς την ονειρεύεται το [σσ. βαθιά συντηρητικό] NFL», έγραψε ένας Αμερικανός αθλητικός συντάκτης. Και το κοινό… ξέσπασε σε άγριες αποδοκιμασίες.

Ο Barry Petchesky έγραψε στο Defector την ουσία του πράγματος, που προεκτείνεται σε όλη τη συζήτηση για τις μορφές πάλης με τις οποίες τάχα «χάνουν το δίκιο τους» οι διαδηλωτές: 

«Έχουμε εδώ τους παίκτες να συμπεριφέρονται ακριβώς όπως λένε ότι τους ζητάνε οι ρατσιστές: Να είναι ειρηνικοί, να δείχνουν σεβασμό, να μην κατηγορούν τίποτα και κανέναν. Και αποδοκιμάστηκαν! Γιατί αυτούς τους ανθρώπους δεν τους νοιάζει και ποτέ δεν τους ένοιαξε ο τρόπος με τον οποίο διαμαρτύρονται οι άνθρωποι. Παρά μόνο το ότι διαμαρτύρονται».  

Η «λευκή αντίδραση» και οι προοπτικές του Τραμπ

Αυτό το περιστατικό αποτυπώνει την πόλωση πάνω στην οποία επιχειρεί ο Τραμπ να χτίσει τις προοπτικές επανεκλογής του. Τον περασμένο Ιούνη, στην κορύφωση της αντιρατσιστικής-αντικατασταλτικής εξέγερσης, είχαμε επισημάνει ότι το σοβαρότερο πρόβλημά του ήταν η αποσυσπείρωση των οπαδών του, λόγω της αδυναμίας του να αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις. Και συμπληρώναμε ότι αν καταφέρει να οργανώσει μια πολιτική «αντιεξέγερσης», μπορεί να βελτιώσει τις προοπτικές του. 

Τους μήνες που μεσολάβησαν αυτή η στρατηγική ενεργοποιήθηκε κι απέδωσε πικρούς καρπούς -με τις αποδοκιμασίες στο γήπεδο του Κάνσας να είναι η θλιβερή κορυφή του παγόβουνου. Η παρατεταμένη σύγκρουση στο Πόρτλαντ, όπου η Ουάσινγκτον έστειλε ειδικές ομοσπονδιακές δυνάμεις να δράσουν ως παραστρατιωτικές συμμορίες για να παρακάμψει τους «δισταγμούς» ή την «ανικανότητα» των τοπικών αστυνομικών αρχών ήταν η πρώτη ρελάνς του Τραμπ, μετά την άρνηση του στρατού να παίξει έναν τέτοιο ρόλο. Τα γεγονότα στην Κενόσα του Ουϊσκόνσιν, όπου ενάντια στους διαδηλωτές παρουσιάστηκαν οι «ένοπλες περιφρουρήσεις ιδιοκτησιών» (με αποτέλεσμα 2 δολοφονημένους) ήταν ένα ακόμα βήμα -και επίσης κορυφή ενός παγόβουνου ενεργοποίησης των ακροδεξιών σε μια σειρά πόλεις, είτε «στο πλευρό των ηρωικών αστυνομικών μας», είτε «προς υπεράσπιση των αγαλμάτων μας», είτε «για προστασία των περιουσιών μας». Η άλλοτε έμμεση κι άλλοτε ανοιχτή ρητορική στήριξη του Τραμπ σε αυτήν την δραστηριοποίηση δημιουργεί κλίμα ότι «ο Πρόεδρος σηκώνει το γάντι». Σε αυτό το κλίμα, οι αστυνομικοί αισθάνονται και πάλι ότι «έχουν τον άνθρωπό τους» στο Λευκό Οίκο, εκδίδουν ανακοινώσεις στήριξης του Τραμπ και διαμορφώνουν κι αυτοί το σχετικό κλίμα στο συντηρητικό κοινό του «Blue Lives Matter». 

Η «λευκή αντίδραση» (στο κράτος, στο δρόμο και στην κάλπη) είναι ένα βαθύ κι επαναλαμβανόμενο στην αμερικανική ιστορία φαινόμενο. Σε επίπεδο δρόμου, η Κου Κλουξ Κλαν παραδοσιακά επανεμφανιζόταν μαζικά κάθε φορά που το μαύρο κίνημα διεκδικούσε/κατακτούσε νίκες και ορατότητα. Σε επίπεδο κάλπης, αξίζει να θυμόμαστε την εκλογική νίκη του Ρίτσαρντ Νίξον. Αυτός ο βαθιά συντηρητικός, οπαδός του «Νόμου και της Τάξης» και εισηγητής της «νότιας στρατηγικής» (χάιδεμα ρατσιστικών ανακλαστικών κατοίκων του Νότου), κέρδισε τις εκλογές του… ριζοσπαστικού 1968, στο φόντο της κορύφωσης του αντιπολεμικού κινήματος για το Βιετνάμ, της εμφάνισης της «Μαύρης Δύναμης» και των μαζικών εξεγέρσεων σε δεκάδες πόλεις στο φόντο της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ λίγους μήνες πριν. 

Από τότε έχουν αλλάξει πολλά -σε συνειδήσεις και σε δημογραφία- που δυσκολεύουν πολύ τις προοπτικές επιτυχούς αντιγραφής αυτής της στρατηγικής στο σήμερα, αλλά πάντοτε στην ιστορία μια ενεργοποιημένη κοινωνική μειοψηφία μπορεί να μετατραπεί σε εκλογική πλειοψηφία. Πόσο μάλλον όταν το αμερικανικό εκλογικό σύστημα επιτρέπει και σε μια εκλογική μειοψηφία να αναδείξει κυβέρνηση (ο Τραμπ ηττήθηκε κατά εκατομμύρια ψήφους και το 2016, αλλά κέρδισε την εκλογή). Σε αυτό το σενάριο έχει επενδύσει ο Τραμπ, που δεν επιχειρεί καν να διευρύνει τη σταθερή του «βάση», αλλά έχει αφοσιωθεί στην ενεργοποίησή της.  

Φασιστική απειλή;

Σε αυτό το φόντο, γίνεται μεγάλη συζήτηση για τον «φασισμό» στις ΗΠΑ που υποτίθεται ότι εκφράζει η απειλή επανεκλογής του Τραμπ. Στο συνέδριο των Δημοκρατικών η διαπίστωση ήταν ομόφωνη: από τον Μπαράκ Ομπάμα ως την Αλεξάντρα Οκάσιο-Κορτέζ, όλες οι τοποθετήσεις ισχυρίστηκαν ότι στην κάλπη του Νοέμβρη παίζεται «η τελευταία ευκαιρία να σώσουμε τη δημοκρατία». Κάποιοι θυμόμαστε  ανάλογα επιχειρήματα γύρω από την απειλή επανεκλογής του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, με τις ίδιες σχεδόν λέξεις: Νεοφασισμός, θανάσιμη απειλή για τη δημοκρατία, μεγαλομανής που δεν θα εγκαταλείψει την εξουσία ποτέ ειρηνικά κ.ο.κ. Από τον βετεράνο σοσιαλιστή Χαλ Ντράπερ, μαθαίνουμε ότι το μοτίβο είναι πολύ παλιότερο. Στο εμβληματικό κείμενό του ενάντια στη λογική του «μικρότερου κακού», ανέφερε ότι η προεκλογική κραυγή των Δημοκρατικών πως «έρχονται οι φασίστες!» είχε προϊστορία δύο δεκαετιών –από το 1967 ακόμα, όταν έγραφε αυτό το κείμενο. 

Υπάρχει βέβαια και η ιστορία του βοσκού που φώναζε κάθε βράδυ «λύκος!» για να κάνει πλάκα στους συχωριανούς του κι όταν ήρθε όντως ο λύκος κανένας δεν τον πίστεψε. Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, είναι σημαντικό να αποφύγει το λάθος του βοσκού της ιστορίας, αλλά είναι κρίσιμο και να μην δείξει την αδιαφορία των συχωριανών τη λάθος στιγμή. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης είναι πάντα αναγκαία. 

Κατά τη γνώμη μου ο Τραμπ είναι περισσότερο «Μπερλουσκόνι» και λιγότερο «Μπολσονάρο», αλλά αυτή η συζήτηση ξεπερνά τα χαρακτηριστικά του Τραμπ κι αφορά πολιτικά σχέδια. Και αυτήν τη στιγμή, δεν υπάρχει νεοφασιστικό σχέδιο εν εξελίξει στις ΗΠΑ. Η υπαρκτή μορφή διακυβέρνησης παραμένει η «βέλτιστη» στα μυαλά της άρχουσας τάξης, όσον αφορά την προάσπιση των συμφερόντων της και την καπιταλιστική συσσώρευση. Το παιχνίδι του Τραμπ με τα «δίκτυα» της ακροδεξιάς είναι ανησυχητικό, αλλά πρόκειται περισσότερο για έναν κυνικό υπολογισμό που δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα «προαπαιτούμενα» φασιστικού κινήματος, οργανωμένου κόμματος και μιας αστικής τάξης πρόθυμης να το στηρίξει ή ανεχτεί για αλλαγή πολιτεύματος με συντριβή των εργατικών οργανώσεων και εξολόθρευση κάθε δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Η σχέση Τραμπ-ακροδεξιάς, θυμίζει περισσότερο την εκλογική άνοδο του Νίξον παράλληλα με την μαζική ενεργοποίηση της Κου Κλουξ Κλαν.  

Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς

Όλα αυτά αξίζει να τα συγκρατούμε. Για λόγους γενικότερης ακρίβειας (η ευκολία της «φασιστικής» ταμπέλας σε κάθε αντιδραστική απειλή δεν υπήρξε ποτέ καλός σύμβουλος) αλλά και για ιδιαίτερους αμερικανικούς λόγους (που αφορούν το επίδικο αυτών των εκλογών και την προεκλογική δημαγωγία για να βγει ο Μπάιντεν). Αλλά δεν σημαίνουν κανένα απολύτως εφησυχασμό. 

Όσον αφορά τις προθέσεις του Τραμπ, σύντροφοι που είναι απολύτως επικριτικοί στη θεωρία της «φασιστικής απειλής», δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο μιας περιόδου μετεκλογικής έντασης (σε δικαστικές αίθουσες αλλά και στους δρόμους) με προσπάθειες του αντιδραστικού τραμπούκου να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα αν δεν του αρέσει. 

Όσον αφορά τις προοπτικές της κοινωνικής-πολιτικής-παραστρατιωτικής ακροδεξιάς, αυτές παραμένουν ένας κρίσιμος κι επικίνδυνος παράγοντας με τον οποίο έχουν να αναμετρηθούν τα κινήματα στις ΗΠΑ. Κι εδώ η αμερικανική προϊστορία είναι χρήσιμη. Η ανάπτυξη της Κλαν και το «φλερτ» των Ρεπουμπλικάνων με τις ιδέες και τους οπαδούς της, δεν σήμαινε «απειλή φασισμού στις ΗΠΑ». Ήταν όμως μια πολύ επικίνδυνη απειλή (θανάσιμη για κάποιους-ες), που έπρεπε να πάρουν πολύ σοβαρά υπόψη στην κίνησή τους οι αγωνιστές-στριες (και τα υποψήφια θύματα της Κλαν). Με αντίστοιχα ζητήματα βρίσκεται αντιμέτωπο το κίνημα στις ΗΠΑ και σήμερα -και μάλιστα στο φόντο μιας παρατεταμένης σκληρής οικονομικής κρίσης που ανοίγει όλα τα ενδεχόμενα. Η ακροδεξιά είναι κινητοποιημένη, αποθρασυμένη κι ένοπλη… 

Εκλογές

Με δεδομένη τη «στοχευμένα μειοψηφική» στρατηγική των Ρεπουμπλικάνων, το εκλογικό αποτέλεσμα θα κριθεί από το αν θα φτάσει ως την κάλπη η κοινωνική πλειοψηφία που εδώ και χρόνια προσδοκά το Νοέμβρη του 2020 ως τη στιγμή που θα «απαλλαγεί από τον Τραμπ» (ένα άλλο ζήτημα που θα μας απασχολήσει σε επόμενο άρθρο). Αλλά αυτό δεν θα παίξει τον καθοριστικό ρόλο στο κοινωνικό πεδίο. 

Η ακροδεξιά θα προσαρμόσει τις τακτικές και τη ρητορική της («πλειοδοτική συμπολίτευση» ή «μαχητική αντιπολίτευση») ανάλογα το ποιος βρίσκεται στο Λευκό Οίκο, αλλά θα παραμείνει ως σοβαρή απειλή ανεξάρτητα από την έκβαση. Για την πάλη ενάντια σε αυτήν την απειλή θα έχουν να κάνουν πολλά (και κάνουν ήδη) οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές μας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, που αρνούνται (και ορθά) να στηρίξουν τον Μπάιντεν. Αντίθετα, αξίζει να αναφερθεί ότι στελέχη των Δημοκρατικών που φωνάζουν ότι «καταλύεται η δημοκρατία», απέχουν από τα καθήκοντα που θα αντιστοιχούσαν πραγματικά σε μια τέτοια συνθήκη…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες