Ζητήματα ταμπού όπως οι απαλλοτριώσεις επιχειρήσεων ή ο εργατικός έλεγχος έγιναν κομμάτι της καθημερινής πολιτικής στη Βενεζουέλα. Στόχος της «Διαδικασίας» και σημαία του Τσάβες και του κινήματος έγινε ο σοσιαλισμός, σε μια εποχή που η λέξη έχει «θαφτεί» ή θεωρείται «μακρινή υπόθεση του μέλλοντος» ακόμα και από μερίδες της Αριστεράς.

(τα συν­θή­μα­τα στη φωτό: "Ερ­γά­τες του τομέα ηλε­κτρι­σμού με την επα­νά­στα­ση. Όχι στα σα­μπο­τάζ! Ερ­γα­τι­κή εξου­σία!)


Ο θά­να­τος του Τσά­βες, αφού έκανε φί­λους και εχθρούς να γρά­ψουν και να μι­λή­σουν για τη με­γά­λη αυτή προ­σω­πι­κό­τη­τα της επο­χής μας και το λαό της Βε­νε­ζου­έ­λας να ετοι­μά­ζε­ται για την εποχή μετά τον Τσά­βες, άνοι­ξε επί­σης τη συ­ζή­τη­ση στις γραμ­μές της διε­θνούς Αρι­στε­ράς για τα μα­θή­μα­τα από την «μπο­λι­βα­ρια­νή δια­δι­κα­σία».

Η πρώτη κυ­βέρ­νη­ση

Όταν ο Τσά­βες εξε­λέ­γη το 1998, ενά­ντια σε όλα τα πα­ρα­δο­σια­κά κόμ­μα­τα, ως ένας προ­ο­δευ­τι­κός αξιω­μα­τι­κός του στρα­τού, είχε ελά­χι­στους δε­σμούς με την πο­λι­τι­κή Αρι­στε­ρά και το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Ανήκε στην πα­ρά­δο­ση «προ­ο­δευ­τι­κού εθνι­κι­σμού» που χα­ρα­κτή­ρι­ζε ιστο­ρι­κά με­ρί­δα των ενό­πλων δυ­νά­με­ων σε χώρες που η πα­ρου­σία του ξένου ιμπε­ρια­λι­σμού εμπό­δι­ζε την οι­κο­νο­μι­κή τους ανά­πτυ­ξη (Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή και «πε­ρο­νι­σμός», Μέση Ανα­το­λή και «να­σε­ρι­σμός»). Οι­κο­νο­μι­κά, δή­λω­νε θαυ­μα­στής του «τρί­του δρό­μου» που εξέ­φρα­ζαν οι εκ­συγ­χρο­νι­στές «Νέοι Ερ­γα­τι­κοί» του Τόνι Μπλερ.

Η πρώτη κυ­βέρ­νη­ση Τσά­βες κι­νή­θη­κε σε χα­λα­ρά πλαί­σια. Ένα δη­μο­κρα­τι­κό­τε­ρο σύ­νταγ­μα και η από­πει­ρα να διευ­ρυν­θεί ο ρόλος του δη­μο­σί­ου στη δια­χεί­ρι­ση των πε­τρε­λαί­ων ήταν οι μόνες αλ­λα­γές σε σχέση με το πα­ρελ­θόν. Αυτή η πε­ρί­ο­δος δια­κυ­βέρ­νη­σης είχε και δε­ξιούς υπουρ­γούς, αλλά δεν ήταν η «αρι­στε­ρό­τε­ρη που υπάρ­χει». 

Ση­μείο κα­μπής

Το ση­μείο κα­μπής, που άλ­λα­ξε τη ροή της ιστο­ρί­ας, ήταν τα γε­γο­νό­τα του 2002-2003. Το πρα­ξι­κό­πη­μα του Απρί­λη του 2002, που τσα­κί­στη­κε από τη λαϊκή κι­νη­το­ποί­η­ση και την αντί­δρα­ση τμη­μά­των του στρα­τού πι­στών στο Τσά­βες. Το κα­πι­τα­λι­στι­κό λοκ-άουτ από το Δε­κέμ­βρη του 2002 ως το Φλε­βά­ρη του 2003 που απα­ντή­θη­κε με πρω­το­βου­λί­ες ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου στην πα­ρα­γω­γή, κι­νη­το­ποί­η­ση των στρα­τιω­τών στη δια­νο­μή και την επι­βο­λή ελέγ­χου στις συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κές ροές.

Αυτή η δράση τσά­κι­σε την ανταρ­σία των κα­πι­τα­λι­στών. Αλλά είχε και μια ση­μα­ντι­κό­τε­ρη «πα­ρε­νέρ­γεια»: τη ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση του κι­νή­μα­τος, που απέ­κτη­σε συ­ναί­σθη­ση της δύ­να­μής του.

Κάτω από την πίεση αυτού του κι­νή­μα­τος που πήρε πρω­το­φα­νείς δια­στά­σεις (κοι­νο­τι­κά συμ­βού­λια γει­το­νιάς, ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια, νέα σω­μα­τεία) και προ­κει­μέ­νου να αντι­με­τω­πί­σει τη λυσ­σα­σμέ­νη επί­θε­ση της άρ­χου­σας τάξης, ο Τσά­βες με­τα­το­πί­στη­κε απο­φα­σι­στι­κά προς τα αρι­στε­ρά. Όλοι οι οι­κο­νο­μι­κοί δεί­κτες της δια­κυ­βέρ­νη­σης Τσά­βες (κοι­νω­νι­κές δα­πά­νες, κρα­τι­κο­ποι­ή­σεις, ανερ­γία, φτώ­χεια, μι­σθοί, συ­ντά­ξεις κλπ) είναι τόσο δια­φο­ρε­τι­κοί πριν και μετά το 2003, που μοιά­ζει λες και πρό­κει­ται για δύο τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις.

Ένα από τα πράγ­μα­τα για τα οποία ξε­χώ­ρι­σε ο Τσά­βες ήταν αυτή η δια­δρο­μή. Προ­ερ­χό­με­νος από άλλες πα­ρα­δό­σεις, μπρο­στά στα όρια που βά­ζουν οι κα­πι­τα­λι­στές ακόμα και σε με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κά προ­γράμ­μα­τα, επέ­λε­ξε να κι­νη­θεί προς τα αρι­στε­ρά και να συ­γκρου­στεί, όταν αρι­στε­ροί τύπου Λούλα και Μπερ­τι­νό­τι, αντι­μέ­τω­ποι με τα ίδια όρια, έκα­ναν την ανά­πο­δη δια­δρο­μή και συμ­βι­βά­στη­καν.

Κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς

Τα επό­με­να χρό­νια ξε­κί­νη­σε ου­σια­στι­κά η «μπο­λι­βα­ρια­νή δια­δι­κα­σία». Για τη ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση του οι­κο­νο­μι­κού προ­γράμ­μα­τος και τα όσα πέ­τυ­χε η Βε­νε­ζου­έ­λα για τη βελ­τί­ω­ση της κα­τά­στα­σης των «από κάτω» έχουν γρα­φτεί τόσα, που δεν χρειά­ζε­ται να πα­ρα­τε­θούν εδώ. Ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία είχε η πο­λι­τι­κή ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση.

Ζη­τή­μα­τα τα­μπού όπως οι απαλ­λο­τριώ­σεις επι­χει­ρή­σε­ων ή ο ερ­γα­τι­κός έλεγ­χος έγι­ναν κομ­μά­τι της κα­θη­με­ρι­νής πο­λι­τι­κής στη Βε­νε­ζου­έ­λα. Στό­χος της «Δια­δι­κα­σί­ας» και ση­μαία του Τσά­βες και του κι­νή­μα­τος έγινε ο σο­σια­λι­σμός, σε μια εποχή που η λέξη έχει «θα­φτεί» ή θε­ω­ρεί­ται «μα­κρι­νή υπό­θε­ση του μέλ­λο­ντος» ακόμα και από με­ρί­δες της Αρι­στε­ράς.

Σε αυτή την προ­ο­πτι­κή στρα­τεύ­τη­καν εκα­τομ­μύ­ρια στο PSUV(Ενω­μέ­νο Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα της Βε­νε­ζου­έ­λας). Με αυτή την προ­ο­πτι­κή ο Τσά­βες κέρ­δι­σε απα­νω­τές εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις, έχο­ντας απέ­να­ντί του το σύ­νο­λο των πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων, από την κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά (που τον εγκα­τέ­λει­ψε φο­βι­σμέ­νη από τη «ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση») ως την ακρο­δε­ξιά. Έδωσε και κέρ­δι­σε την τε­λευ­ταία του εκλο­γι­κή μάχη, την πιο δύ­σκο­λη απ’ το 1998, με μια νέα απο­φα­σι­στι­κή στρο­φή αρι­στε­ρά και την υπό­σχε­ση «η με­τά­βα­ση στο σο­σια­λι­σμό να φτά­σει στο ση­μείο πέρα από το οποίο δεν υπάρ­χει επι­στρο­φή».

Ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα

Αυτή η αλ­λα­γή είχε και εξα­κο­λου­θεί να έχει τη «σφρα­γί­δα» των «από κάτω». Πει­ρά­μα­τα ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου επι­χει­ρού­νται σε μια σειρά με­γά­λα ερ­γο­στά­σια, προ­σπα­θώ­ντας να συ­ντο­νι­στούν και με­τα­ξύ τους και με τις επι­τρο­πές γει­το­νιών. Τα κοι­νο­τι­κά συμ­βού­λια επί­σης συ­ντο­νί­ζο­νται σε ανώ­τε­ρο επί­πε­δο, ανα­λαμ­βά­νο­ντας με­γα­λύ­τε­ρες αρ­μο­διό­τη­τες, (δη­μιουρ­γώ­ντας τις λε­γό­με­νες «κομ­μού­νες»).

Μια κρί­σι­μη επι­σή­μαν­ση είναι ότι όλα αυτά δεν γί­νο­νται σε ένα «πει­ρα­μα­τι­κό ερ­γα­στή­ρι». Δη­μιουρ­γού­νται μέσα σε μια λυσ­σα­σμέ­νη τα­ξι­κή πάλη. Στην ίδια χώρα που εξε­λίσ­σο­νται αυτές οι διερ­γα­σί­ες, μπρά­βοι εκτε­λούν συν­δι­κα­λι­στές, ιδιώ­τες κρα­τά­νε τα τρό­φι­μα σε απο­θή­κες να σα­πί­ζουν, κρα­τι­κοί λει­τουρ­γοί σα­μπο­τά­ρουν το έργο των κοι­νο­τι­κών συμ­βου­λί­ων.

Απέ­να­ντι σε όλα αυτά διε­ξά­γο­νται σκλη­ρές απερ­γί­ες, κα­τα­λή­ψεις, δια­δη­λώ­σεις και ρι­ζο­σπα­στι­κά «αντί­με­τρα»: Η ερ­γα­τι­κή αυ­το­δια­χεί­ρι­ση ως απά­ντη­ση σε ερ­γο­δο­τι­κούς εκ­βια­σμούς, οι κρα­τι­κο­ποι­ή­σεις ως απά­ντη­ση σε σα­μπο­τάζ των κα­πι­τα­λι­στών, η δράση των κοι­νο­τι­κών συμ­βου­λί­ων ως αντί­δρα­ση στη συ­νει­δη­τή αδρά­νεια του κρά­τους.

Έχου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα να μά­θου­με από αυτές τις εμπει­ρί­ες από ό,τι από τις ίδιες τις κυ­βερ­νή­σεις της Αρι­στε­ράς στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή.

Ωστό­σο υπάρ­χει μια εν­δια­φέ­ρου­σα πτυχή της κυ­βερ­νη­τι­κής εμπει­ρί­ας στη Βε­νε­ζου­έ­λα. Σε μια εποχή που άλλες αρι­στε­ρές κυ­βερ­νή­σεις βά­ζουν φρένο στους αγώ­νες, αν δεν τους επι­τί­θε­νται σαν σε «επι­κίν­δυ­νους», στη Βε­νε­ζου­έ­λα υπήρ­ξαν στιγ­μές που εί­δα­με την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία να ενι­σχύ­ει την αλ­λα­γή του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού υπέρ των ερ­γα­ζο­μέ­νων.

Μπο­λι­μπουρ­ζουα­ζία

Ωστό­σο δεν ήταν όλα καλά στη Βε­νε­ζου­έ­λα του Τσά­βες. Μαζί με τις στιγ­μές που λει­τούρ­γη­σε ως «κυ­βέρ­νη­ση τα­ξι­κής πάλης», υπήρ­ξαν και πολ­λές στιγ­μές που αυ­το­πε­ριο­ρί­στη­κε στο «ρε­α­λι­σμό». Σε αντί­θε­ση με όσα του κα­τα­λο­γί­ζουν επι­κρι­τές του από τα δεξιά, η κυ­βέρ­νη­σή του ήταν πολύ ανε­κτι­κή απέ­να­ντι στους κα­πι­τα­λι­στές. Οι ιδιώ­τες εξα­κο­λου­θούν να έχουν τον έλεγ­χο του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους της οι­κο­νο­μί­ας.

Αυτό έχει συ­γκε­κρι­μέ­νες πρα­κτι­κές συ­νέ­πειες, όπως το να διαιω­νί­ζε­ται η εκ­με­τάλ­λευ­ση της με­γά­λης πλειο­ψη­φί­ας των φτω­χών ερ­γα­ζο­μέ­νων και η δυ­να­τό­τη­τα των αστών να «σα­μπο­τά­ρουν» την οι­κο­νο­μία (το κρύ­ψι­μο τρο­φί­μων έχει γίνει σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα), όπως και οι πιέ­σεις των νόμων της «αγο­ράς» τόσο στα ερ­γα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα όσο και στην οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή της κυ­βέρ­νη­σης. Κάθε ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­λι­τι­κή ερ­χό­ταν είτε μετά από την ασφυ­κτι­κή πίεση των «από κάτω» είτε ως «έσχα­το μέσο άμυ­νας» απέ­να­ντι στην κα­πι­τα­λι­στι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα.

Η άλλη διά­στα­ση των προ­βλη­μά­των συ­νο­ψί­ζε­ται σε μια ευφυή λέξη του βε­νε­ζου­ε­λα­νι­κού λαού: «μπο­λι­μπουρ­ζουα­ζία». Έτσι ονο­μά­ζε­ται η ανώ­τε­ρη κομ­μα­τι­κή και κρα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία.

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι «σύ­ντρο­φοι υπουρ­γοί» ζη­τά­νε «διά­λο­γο», ενώ οι ερ­γά­τες δί­νουν αγώνα ζωής ή θα­νά­του ενά­ντια στο αφε­ντι­κό τους, ή που οι «σύ­ντρο­φοι κυ­βερ­νή­τες» στέλ­νουν την αστυ­νο­μία σε απερ­γούς. Τέ­τοιες συ­γκρού­σεις συ­νή­θως επι­λύ­ο­νταν με πα­ρέμ­βα­ση του Τσά­βες, ο οποί­ος έπαιρ­νε το μέρος των ερ­γα­τών και ταυ­τό­χρο­να «έσωζε το το­μά­ρι» των γρα­φειο­κρα­τών.

Αυτός ο «εμ­φύ­λιος» στις γραμ­μές του «τσα­βι­σμού» έχει τε­ρά­στια ση­μα­σία να εξη­γη­θεί. Τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη δεν είναι «προ­δό­τες», ούτε η συ­μπε­ρι­φο­ρά τους εξη­γεί­ται απο­κλει­στι­κά από τον προ­σω­πι­κό πλου­τι­σμό και τα προ­νό­μια των υψη­λών θέ­σε­ων. Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νοι μαρ­ξι­στές έχουν επι­ση­μά­νει ότι πρό­κει­ται για δύο αντα­γω­νι­στι­κές πο­λι­τι­κές αντι­λή­ψεις ανά­με­σα στους από κάτω και την κυ­βέρ­νη­ση.

Η «μπο­λι­μπουρ­ζουα­ζία» απο­τε­λεί­ται από στε­λέ­χη που επι­χει­ρούν να χα­ρά­ξουν «εθνι­κή οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή» στα υπαρ­κτά οι­κο­νο­μι­κά πλαί­σια. Έτσι αρ­κε­τές φορές οι ανά­γκες των από κάτω ήρθαν σε σύ­γκρου­ση με τα κυ­βερ­νη­τι­κά σχέ­δια «ανα­συ­γκρό­τη­σης της οι­κο­νο­μί­ας» (π.χ. η πα­λιό­τε­ρη σύ­γκρου­ση ανά­με­σα στους ερ­γα­ζό­με­νους της ηλε­κτρι­κής εται­ρεί­ας και της κρα­τι­κής διοί­κη­σης για τις προ­τε­ραιό­τη­τες στη διά­θε­ση του ρεύ­μα­τος).

Οι προ­τε­ραιό­τη­τες της κομ­μα­τι­κής-κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, που σα­μπό­τα­ρε συχνά το κί­νη­μα από τα κάτω, είναι μια βα­σι­κή αιτία που η «Δια­δι­κα­σία» δεν έχει προ­χω­ρή­σει όσο θα μπο­ρού­σε.

Μο­ντέ­λο;

Παρά τις δυ­σκο­λί­ες θα μπο­ρού­σε κα­νείς να ισχυ­ρι­στεί ότι η Βε­νε­ζου­έ­λα «προ­χω­ρά αργά, αλλά θα φτά­σει μα­κριά» κι αυτός είναι ο δρό­μος που πρέ­πει να επι­λέ­ξου­με. Ο Τζέ­φρει Γου­έ­μπερ, που με­λε­τά στενά τις εξε­λί­ξεις στη Βε­νε­ζου­έ­λα, έγρα­ψε μετά το θά­να­το του Τσά­βες ότι στη Βε­νε­ζου­έ­λα διε­ξά­γε­ται μια τα­ξι­κή πάλη που κα­τα­λή­γει στο «όλα ή τί­πο­τα» («ή εμείς ή αυτοί» όπως λέει το σύν­θη­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ), αλλά το πε­τρέ­λαιο «έκρυ­ψε» και «επι­βρά­δυ­νε» αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Το πε­τρέ­λαιο (και μια σειρά άλλοι πα­ρά­γο­ντες, όπως η ηπιό­τη­τα της κρί­σης στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή και η τό­νω­ση που προ­κά­λε­σε στις εξα­γω­γές η αυ­ξα­νό­με­νη ζή­τη­ση από την Κίνα την πε­ρί­ο­δο 2008-2010) έπαι­ξε κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στη μα­κρο­χρό­νια συ­νύ­παρ­ξη τόσο αντι­φα­τι­κών τά­σε­ων στην Βε­νε­ζου­έ­λα και έδωσε τη δυ­να­τό­τη­τα και την πο­λυ­τέ­λεια στον Τσά­βες να προ­χω­ρά «στα­δια­κά» το σχέ­διό του.

Μια επα­νά­λη­ψη αυτής της τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης «σε αργή κί­νη­ση» είναι σχε­δόν αδύ­να­τη σε άλλη χώρα. Πόσο μάλ­λον στην Ευ­ρώ­πη και την Ελ­λά­δα της κρί­σης. Το «μπρα-ντε-φερ» που εξε­λίσ­σε­ται εδώ και 15 χρό­νια στη Βε­νε­ζου­έ­λα, εδώ θα παι­χθεί σε μήνες. Ένα «2002-2003» είναι πιο πι­θα­νό στη ση­με­ρι­νή ευ­ρω­παϊ­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από τη μεριά των «από πάνω» και για μια αντί­στοι­χη απά­ντη­ση πρέ­πει να ετοι­μα­ζό­μα­στε οι «από κάτω».

Πα­ράλ­λη­λα, ο Τσά­βες μπο­ρεί να άνοι­ξε τη συ­ζή­τη­ση για το «σο­σια­λι­σμό του 21ου αιώνα», αλλά η Βε­νε­ζου­έ­λα δεν είναι «μο­ντέ­λο σο­σια­λι­σμού», ο οποί­ος (όπως έχει ξε­κα­θα­ρι­στεί από την εποχή του Μαρξ και του Έν­γκελς) προ­ϋ­πο­θέ­τει την ερ­γα­τι­κή δη­μο­κρα­τία. Όπως είχε πει συν­δι­κα­λι­στι­κής της σο­σια­λι­στι­κής τάσης Marea του PSUV, απα­ντώ­ντας στον ισχυ­ρι­σμό του Τσά­βες ότι η κυ­βέρ­νη­σή του είναι «ερ­γα­τι­κή»: «Και πού είναι οι μη­χα­νι­σμοί με τους οποί­ους οι ερ­γά­τες θα απο­φα­σί­σουν αν θα συ­νε­χί­σου­με να πλη­ρώ­νου­με τα δά­νεια στο ΔΝΤ;».