Την Πρωτομαγιά του 1944, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές, που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Απ' αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.

φωτό: Νι­κό­λα­ος Πλα­κο­πί­της

Ο Κώ­στας Βάρ­να­λης γρά­φει:

Ήτανε πρώτη του Μα­γιού, φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυ­σο­λού­λου­δα και μέσα η κα­λο­σύ­νη)
που αρά­δια­σε πα στο σοβά, πι­στά­γκω­να δε­μέ­νους
και θέ­ρι­σε με μπα­τα­ριές οχτρός ελ­λη­νο­μά­χος,
όχι, έναν, όχι δυο και τρεις, δια­κό­σια παλ­λη­κά­ρια.
Δεν ήρθαν μελ­λο­θά­να­τοι με κλάμα και λα­χτά­ρα,
μον’ ήρ­θα­νε μελ­λό­γα­μπροι με χορό και τρα­γού­δι.
Και πρώ­τος άρχος του χορού, δυο μπό­για πάνου απ’ όλους
κι από το χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Να­πο­λέ­ος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω.

Ανά­με­σα στους 200 εκτε­λε­σθέ­ντες είναι και πέντε κο­μου­νι­στές από το Νομό Κο­ζά­νης. Ο 38χρο­νος οι­κο­δό­μος Νι­κό­λα­ος Πλα­κο­πί­της από την Κο­ζά­νη, ο Γιάν­νης Στά­θης (ο Γιαν­νά­κος) από τα Σέρ­βια, ο Βα­σί­λης Πα­πα­βα­σι­λεί­ου από το Βελ­βε­ντό, ο Μι­χά­λης Βού­γιας από τον Πε­ντά­λο­φο, και ο Κώ­στας Δη­μη­τριά­δης από την Πτο­λε­μα­ΐ­δα.

Ο Νίκος Πλα­κο­πί­της γεν­νή­θη­κε το 1906 στην Κο­ζά­νη. Μέλος και στέ­λε­χος του ΚΚΕ, υπήρ­ξε αντα­πο­κρι­τής του Ρι­ζο­σπά­στη και εκ­δό­της της εφη­με­ρί­δας «Παλ­λαϊ­κό Μέ­τω­πο», πα­ρό­τι τε­λειό­φοι­τος Δη­μο­τι­κού.

Στις 25/3/1933 συμ­με­τέ­χει στις εκλο­γές ως υπο­ψή­φιος του ΚΚΕ με το ψη­φο­δέλ­τιο Ε.Μ.Ε.Α (Ενιαίο Μέ­τω­πο Ερ­γα­τών Αγρο­τών). Δεν εκλέ­γε­ται βου­λευ­τής αλλά κάνει πολύ ση­μα­ντι­κή δου­λειά, σπά­ζο­ντας την τρο­μο­κρα­τία και το φόβο, με ομι­λί­ες σε ανοι­χτές συ­γκε­ντρώ­σεις στην Κο­ζά­νη, στα Σέρ­βια, στην Πο­ντο­κώ­μη κλπ. Το θάρ­ρος του ανα­στά­τω­σε τους αστούς στην Κο­ζά­νη οι οποί­οι ορ­γα­νώ­νο­νται για να αντι­με­τω­πί­σουν τον Μπολ­σε­βί­κι­κο Κίν­δυ­νο σε συ­νερ­γα­σία πάντα με την αστυ­νο­μία. Γι αυτό και στέλ­νε­ται εξο­ρία (η πρώτη φορά το 33) μαζί με άλ­λους κο­μου­νι­στές στα νησιά Φο­λέ­γαν­δρο, Ανάφη κλπ.

Το 1934 ξα­να­στέλ­νε­ται στην εξο­ρία. Βγήκε τον Φλε­βά­ρη του 1936 έπει­τα από γε­νι­κή πο­λι­τι­κή αμνη­στία που δό­θη­κε. Ξα­να­πιά­στη­κε με τη δι­κτα­το­ρία του Με­τα­ξά το 1936 στη Έκ­θε­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Τον Μάρτη του 1936 ο Νίκος Πλα­κο­πί­της ξα­να­κα­τε­βαί­νει με το ΚΚΕ, υπο­ψή­φιος του Παλ­λαϊ­κού Με­τώ­που, που βγά­ζει 16 έδρες. Οι «φι­λε­λευ­θε­ρό­φρω­νες» του Ιω­άν­νη Με­τα­ξά εκλέ­γουν 7 βου­λευ­τές αλλά αυτό δεν εμπο­δί­ζει τον «Να­ζι­στό­φρω­να» Με­τα­ξά, σε λί­γους μήνες να γίνει πρω­θυ­πουρ­γός με τις ψή­φους των αστι­κών κομ­μά­των και λίγο αρ­γό­τε­ρα να κάνει το πρα­ξι­κό­πη­μα και να οδη­γή­σει στις εξο­ρί­ες και στις φυ­λα­κές χι­λιά­δες Κο­μου­νι­στές (μαζί και τον Πλα­κο­πί­τη), αλλά και άλ­λους αγω­νι­στές και δη­μο­κρά­τες και τους πε­ρισ­σό­τε­ρους να τους πα­ρα­δώ­σει σι­δη­ρο­δέ­σμιους στους ΝΑΖΙ κα­τα­χτη­τές.

Ο Νίκος Πλα­κο­πί­της διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος του Συν­δι­κά­του οι­κο­δό­μων Κο­ζά­νης, αφού κα­τά­φε­ρε μαζί με τους συ­ντρό­φους του να το απο­σπά­σει από τα χέρια της ερ­γο­δο­σί­ας, που το ήλεγ­χε από την ίδρυ­σή του, μέσα από Δ.Σ που προ­έ­κυ­ψε από τις εκλο­γές που έγι­ναν στο Συν­δι­κά­το στις 6/5/1934.

Είναι πρω­τερ­γά­της και συ­νι­δρυ­τής του Ερ­γα­τι­κού Κέ­ντρου Νομού Κο­ζά­νης. Το Ερ­γα­τι­κό Κέ­ντρο ιδρύ­ε­ται το 1929 από τα σω­μα­τεία κα­πνερ­γα­τών (το δυ­να­τό­τε­ρο, μα­ζι­κό­τε­ρο και αξιό­λο­γο Συν­δι­κά­το τότε), βυρ­σο­δε­ψερ­γα­τών και ρα­πτερ­γα­τών Κο­ζά­νης. Πρω­τερ­γά­της είναι ο Ν. Πλα­κο­πί­της μαζί με τους συ­ντρό­φους του κα­πνερ­γά­τες Μαυ­ρου­δή και Κου­κου­λιό.

Από τον Σε­πτέμ­βρη του 1936 και μετά έμει­νε χρό­νια σε εξο­ρία, στα νησιά και στις φυ­λα­κές, ιδιαί­τε­ρα στην Ακρο­ναυ­πλία  και ο οι­κο­δό­μος από την Κο­ζά­νη, εκτε­λέ­στη­κε στο Σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής, μαζί με άλ­λους 200 Κο­μου­νι­στές, την Πρω­το­μα­γιά του 44,τρα­βώ­ντας μπρο­στά το χορό και τρα­γου­δώ­ντας!   

Γιάν­νης Ρί­τσος, "Σκο­πευ­τή­ριο Και­σα­ρια­νής".

Εδώ πέ­σα­με . Παι­διά του λαού . Γνω­ρί­ζε­τε γιατί .

Γυ­μνοί , κα­τά­σαρ­κα φο­ρώ­ντας τις ση­μαί­ες ,

-η Ελ­λά­δα τις έρ­ρα­ψε με ου­ρα­νό και άσπρο κά­μπο­το -.

Ακού­σα­τε τις ομο­βρο­ντί­ες στα μυ­στι­κό­φω­τα ατ­τι­κά χα­ρά­μα­τα .

Εί­δα­τε τα που­λιά , που πέ­τα­ξαν αντί­θε­τα στις σφαί­ρες

αγ­γί­ζο­ντας με τα φτερά τους ,τον ανα­τέλ­λο­ντα πυρ­φό­ρον .

Εί­δα­τε τα πα­ρά­θυ­ρα της γει­το­νιάς ν'α­νοί­γου­νε στο μέλ­λον .

Εμείς , μερ­τι­κό δε ζη­τή­σα­με ..Τί­πο­τα .Μόνον

θυ­μη­θεί­τε το : αν η ελευ­θε­ρία

δεν βα­δί­σει στα χνά­ρια του αί­μα­τός μας ,

εδώ θα μας σκο­τώ­νουν κάθε μέρα . Γεια σας .

Ο Σκλη­ρός Κο­ζα­νί­της οι­κο­δό­μος

που τάιζε στη χού­φτα του αγριο­πε­ρί­στε­ρα

Να δούμε πως πε­ρι­γρά­φει τον Νι­κό­λα Πλα­κο­πί­τη ο σύ­ντρο­φος και συ­ντο­πί­της του, Σκ’ρ­κιώ­της,  Ζήσης Τσα­μπού­ρης (*1)

«Μας μί­λη­σε αρ­κε­τή ώρα πάνω στον Αϊ Λιά. Μας είπε ότι η λευ­τε­ριά δε δω­ρί­ζε­ται ούτε χα­ρί­ζε­ται, αλλά κα­τα­χτιέ­ται. Άμα ενω­θού­με όλοι μαζί θα τους φάμε τους κοι­λα­ρά­δες. Ο Νι­κό­λας τέ­τοιος ήταν και έτσι μι­λού­σε, βρο­ντε­ρά και με κι­νή­σεις των χε­ριών. Ήταν πολύ απο­φα­σι­στι­κός, πολύ γερός και αλύ­γι­στος σ’ εκεί­να που υπο­στή­ρι­ζε. Άντρας κα­νο­νι­κού ανα­στή­μα­τος, με πλα­τιά στήθη, ώμους σαν βρά­χια και χέρια σαν ατσά­λια, που αν θύ­μω­νε, αλί­μο­νο, αν σ έβαζε στα χέρια του. Οι εχθροί του τον σέ­βο­νταν πε­ρισ­σό­τε­ρο από εμάς που τον αγα­πού­σα­με.»  

Τα αγριο­πε­ρί­στε­ρα του Πλα­κο­πί­τη

Ο Κώ­στας Βάρ­να­λης στο βι­βλίο του «Αι Στρά­της -Θυ­μή­μα­τα εξο­ρί­ας» ανα­φέ­ρει για τον συ­νε­ξό­ρι­στό του, Νι­κό­λα Πλα­κο­πί­τη (*2):

«….. Τα αγριο­πε­ρί­στε­ρά μας είναι κι αυτά από τα πιο αγα­πη­μέ­να μας όντα. Την ημέρα είναι στο μα­γει­ρείο. Το βράδυ έρ­χο­νται στο θά­λα­μο και κοι­μού­νται. Δη­λα­δή όπου πάμε κι αυτά μαζί. Όταν συ­νε­δριά­ζει η Κο­λε­χτί­βα, λα­βαί­νου­νε κι αυτά μέρος. Πε­τά­νε μέσα στο θά­λα­μο και πη­δά­νε από κε­φά­λι σε κε­φά­λι. Οι σύ­ντρο­φοι δεν τα διώ­χνου­νε. Ο φρο­ντι­στής τους ο αξέ­χα­στος Πλα­κο­πί­της τα τα­γί­ζει στο χέρι του. Δεν τρώνε άλλο από λα­θού­ρι. Κι η κο­λε­χτί­βα τους άνοι­ξε πί­στω­ση!..... Επει­δή με την πολύ τους οι­κειό­τη­τα γε­νή­κα­νε στο τέλος ενο­χλη­τι­κά  «ελή­φθη από­φα­σις» να κλει­στού­νε στο κο­τέ­τσι. Και για να ζευ­γα­ρώ­σου­νε. Τα λυ­πό­μου­να γιατί τα αγα­πού­σα πολύ! Όπου να μια μέρα ο Πλα­κο­πί­της τους άνοι­ξε την πόρτα και τ’ άφησε λεύ­τε­ρα να πε­τά­ξουν στον ήλιο!

-Σας δίνω…. αμνη­στία τους είπε.»

Όμως αυτή η ιστο­ρία του Πλα­κο­πί­τη με τα πε­ρι­στέ­ρια δε στα­μα­τά εδώ, έχει και συ­νέ­χεια όπως μας δι­η­γεί­ται ο Ζήσης Τσα­μπού­ρης στα «τε­τρά­δια της μνή­μης»: Ήταν αρχές του 1936 όταν ο Ζήσης Τσα­μπού­ρης υπη­ρε­τεί τη θη­τεία του στο στρα­τό­πε­δο Παύ­λου Μελά, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη όπου μια Κυ­ρια­κή από­γευ­μα ήταν ελεύ­θε­ρος και βγήκε πε­ρί­πα­το στην Πόλη. Στην Εγνα­τί­ας ακού­ει μια φωνή, Ζήση… ήταν ο Νι­κό­λας, ο Πλα­κο­πί­της, μόλις είχε επι­στρέ­ψει από την εξο­ρία λόγω αμνη­στί­ας.

(Τον Δε­κέμ­βριο του ‘35 είχαν ξε­σπά­σει απερ­γί­ες πεί­νας σε όλα τα νησιά εξο­ρί­ας και φυ­λα­κών. Τους συ­μπα­ρα­στά­θη­κε και ο λαός με απερ­γί­ες, δια­δη­λώ­σεις και υπο­μνή­μα­τα στον βα­σι­λιά και τα κόμ­μα­τα. Τε­λι­κά και με την πίεση της πα­γκό­σμιας κοι­νής γνώ­μης ανα­γκά­ζο­νται να δώ­σουν αμνη­στία).

Αφού αγκα­λιά­στη­καν, φι­λή­θη­καν και κλά­ψα­νε από συ­γκί­νη­ση κι οι δυο πή­γα­νε σ ένα κα­φε­νείο να τα πούνε και να πιούν κάνα τσί­που­ρο. Μόλις κά­θι­σαν στο τρα­πέ­ζι ο Νι­κό­λας ανοί­γει ένα κλου­βί που κου­βα­λού­σε μαζί του και βγαί­νουν δυο πε­ρι­στέ­ρια που αφού κά­νουν έναν κύκλο ανε­βαί­νουν και κά­θο­νται στους ώμους του.

Όπως του δι­η­γή­θη­κε, όταν άνοι­ξε την πόρτα κι έφυ­γαν λεύ­τε­ρα τα πε­ρι­στέ­ρια, δυο απ αυτά έμει­ναν και κά­θι­σαν στους ώμους του Πλα­κο­πί­τη!

-Τους έδωσα αμνη­στία, του είπε, αλλά αυτά τα δυο δεν την ήθε­λαν και ήρθαν μαζί μου.

Όμως υπάρ­χει και κάτι άλλο που το δι­η­γή­θη­κε στον Ζήση, εκεί στο κα­φε­νείο ένας συ­νε­ξό­ρι­στος του Πλα­κο­πί­τη, ο Στέρ­γιος:

-Όταν δό­θη­κε αμνη­στία ο Νι­κό­λας έδωσε αμνη­στία και στα πε­ρι­στέ­ρια αλλά οι άλλοι εξό­ρι­στοι που δεν το γνώ­ρι­ζαν είχαν κα­νο­νί­σει να πά­ρουν από ένα πε­ρι­στέ­ρι για να το φάνε στο δρόμο. Όταν έμα­θαν ότι ο Πλα­κο­πί­της τα άφησε λεύ­τε­ρα κά­λε­σαν αμέ­σως έκτα­κτη συ­νέ­λευ­ση και επι­τέ­θη­καν όλοι στον Νι­κό­λα για το κακό που έκανε.

-Τι θα πά­ρουν τώρα στο δρόμο για τροφή; Τι έχει να πει γι αυτό ο σύ­ντρο­φος Νι­κό­λας; Ρω­τά­ει ο γραμ­μα­τέ­ας του Γρα­φεί­ου

Και ο Νι­κό­λας ση­κώ­νε­ται όρ­θιος ατά­ρα­χος και με δυ­να­τή φωνή τους λέει:

  • Ε! σύ­ντρο­φοι. Εμάς μας έδω­σαν αμνη­στία! Ε έδωσα κι εγώ αμνη­στία στα πε­ρι­στέ­ρια! Όπως εμείς εί­μα­στε λεύ­τε­ροι να πάμε σπί­τια μας έτσι και τα πε­ρι­στέ­ρια είναι λεύ­τε­ρα να γυ­ρί­σουν στις φω­λιές τους.

Κα­νείς δε μί­λη­σε αλλά οι πε­ρισ­σό­τε­ροι που ήξε­ραν τον Νι­κό­λα από την Κό­ζια­νη άρ­χι­σαν να γε­λούν. Ο Νι­κό­λας αθω­ώ­θη­κε!!!

Αυτός ήταν ο Νι­κό­λας Πλα­κο­πί­της. Αυτοί ήταν οι κο­μου­νι­στές. Αυτοί πρέ­πει να είναι και σή­με­ρα οι κο­μου­νι­στές, σκλη­ροί στην τα­ξι­κή πάλη και αν­θρώ­πι­νοι με τους ερ­γά­τες, το λαό, τη φύση και τα πλά­σμα­τά της.

Ο Νι­κό­λας Πλα­κο­πί­της και οι άλλοι 4 από το Νομό Κο­ζά­νης που έχυ­σαν το αίμα τους στο Σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής πρέ­πει να βρουν τη θέση που τους ανή­κει και στον τόπο τους, ανά­με­σα στους άλ­λους ήρωες της ερ­γα­τι­κής τάξης και του λαού.

(*1) Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες προ­έρ­χο­νται από το βι­βλίο του Ζήση Τσα­μπού­ρη, «Τα τε­τρά­δια της μνή­μης» εκ­δό­σεις του ΙΝΒΑ. Ο Ζήσης Τσα­μπού­ρης, Κο­ζα­νί­της Κο­μου­νι­στής, μέλος του ΚΚΕ, έδρα­σε τις δε­κα­ε­τί­ες του 30 και του 40 στην Κο­ζά­νη, πο­λέ­μη­σε στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ και πέ­θα­νε εξό­ρι­στος, πο­λι­τι­κός πρό­σφυ­γας στην Πο­λω­νία το 1973

(*2) Ο Κώ­στας Βάρ­να­λης εξαι­τί­ας των αρι­στε­ρών του φρο­νη­μά­των υπέ­στη διώ­ξεις· παύ­τη­κε από το λει­τούρ­γη­μα του εκ­παι­δευ­τι­κού και εξο­ρί­στη­κε. Τις εμπει­ρί­ες του από τη δί­μη­νη εκτό­πι­ση στον Αϊ-Στρά­τη (20 Οκτώ­βρη 1935 έως 25 Δε­κέμ­βρη 1935) κα­τέ­γρα­ψε, αμέ­σως μετά την από­λυ­σή του, σε δη­μο­σιεύ­μα­τα στην εφη­με­ρί­δα Ανε­ξάρ­τη­τος και λίγο αρ­γό­τε­ρα στον Ρι­ζο­σπά­στη.

Ετικέτες