Από τον 330/76 του Κων/νου Καραμανλή, στο 1264/82 του Αντρέα Παπανδρέου και από εκεί στα αντεργατικά μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ
Μετά από 36 χρόνια η κυβέρνηση αλλάζει το νόμο που αφορά συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες, στο πολυνομοσχέδιο με τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης. Αυτό περιλαμβάνει το περιεχόμενο της τροπολογίας που απέσυρε στις αρχές του Δεκέμβρη, στο οποίο περιόριζε το δικαίωμα στην απεργία και στη συλλογική δράση των εργαζομένων.
Η πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974 έφερε στην επιφάνεια τις ταξικές αντιθέσεις που συσσωρεύονταν κατά τη χουντική επταετία, με καταστολή και τρομοκρατία, με εκρηκτικό τρόπο. Το 1975 καταγράφηκαν 2.381 εργατικές κινητοποιήσεις, με κατακόρυφη αύξηση στην αρχή του ’76. Αυτό το απεργιακό κύμα ήταν αποτέλεσμα του βιομηχανικού και επιχειρησιακού συνδικαλισμού, με τη συγκρότηση δεκάδων και εκατοντάδων επιτροπών αγώνα και συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά χώρο δουλειάς. Αυτός ο συνδικαλισμός ήταν έξω από τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και τη ΓΣΕΕ. Οι απεργίες ήταν ιδιαίτερα σκληρές και πολλές φορές συνοδεύονταν από καταστολή και συγκρούσεις.
Η κυρίαρχη τάξη, ανήσυχη από την έξαρση του εργατικού κινήματος, ζήτησε από το πολιτικό της προσωπικό μέτρα. Ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, με συνέντευξη Τύπου, στις 5 Μαρτίου 1976, ζητούσε τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή του εργατικού κινήματος. Η ανταπόκριση της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν άμεση. Ο υπουργός Εργασίας Κωνσταντίνος Λάσκαρης στις 25 Μαρτίου, κατέθεσε νομοσχέδιο για την περαιτέρω περιστολή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Τις επόμενες μέρες έγινε περίγελος με τη δήλωσή του ότι: «Δεν θα επιτρέψομε την πάλην των τάξεων».
Στις 24 Μάη του 1976 η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε προς ψήφιση στη Βουλή τον νόμο 330/76 περί «εργατικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών ελευθεριών», που αποτέλεσε τον πρώτο αντιαπεργιακό νόμο της μεταπολίτευσης. Ο νόμος αυτός απαγόρευε την «πολιτική απεργία», δηλαδή εν δυνάμει οποιαδήποτε απεργία στρεφόταν κατά της πολιτικής της κυβέρνησης. Περιόριζε το δικαίωμα της απεργίας και επέτρεπε το λοκ αόυτ (ανταπεργία εργοδοσίας), ενώ νομιμοποιούσε τη χρήση απεργοσπαστικών μηχανισμών. Απαγόρευε τις απεργίες αλληλεγγύης και χαρακτήριζε παράνομες τις απεργίες που δεν κηρύσσουν τα επίσημα «επαγγελματικά σωματεία».
Επιδίωξη με την ψήφιση του 330/76 ήταν να κατασταλούν οι άγριες, έξω από τα επίσημα συνδικάτα, απεργίες, να αναχαιτιστεί το ρεύμα για τη δημιουργία εργοστασιακών σωματείων, τα οποία είχαν άμεση σύνδεση με τη βάση και τις διαθέσεις της, καθώς και οι ανεξέλεγκτες δράσεις: απροειδοποίητες στάσεις εργασίας και απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων και δρόμων.
Πρωτοβάθμια σωματεία και ομοσπονδίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κήρυξαν 48ωρη απεργία. Η απεργία ξεκίνησε στις 24/5 με τεράστια επιτυχία, οι απεργοί ξεπέρασαν τις 500.000 και περίπου 100.000 συμμετείχαν στην απεργιακή συγκέντρωση της Αθήνας. Τη δεύτερη μέρα απέργησαν και νέοι κλάδοι εργαζομένων. Μετά την απεργιακή συγκέντρωση των οικοδόμων στο θέατρο «Γκλόρια» στην Ιπποκράτους, ξεκίνησε πορεία προς το υπουργείο Απασχόλησης και στη συνέχεια για τη Βουλή. Στη Σταδίου, στο ύψος της Πεσματζόγλου, τα ΜΑΤ έκλεισαν το δρόμο και χτύπησαν με πρωτοφανή αγριότητα τους απεργούς. Οι διαδηλωτές ξανασυγκεντρώθηκαν και απάντησαν στις αστυνομικές επιθέσεις, στήνοντας οδοφράγματα σε Αριστείδου, Αιόλου, Κοτζιά, Αθηνάς, Ομόνοια κ.α. Η Αθήνα ήταν σε κατάσταση εξέγερσης μέχρι το βράδυ. Αποτέλεσμα της αστυνομικής βαρβαρότητας ήταν 75 τραυματίες και περισσότερες από 140 συλλήψεις, ενώ μια «αύρα» διαμέλισε μια γυναίκα, την Αναστασία Τσιβίκα.
Την επόμενη μέρα τα ΜΜΕ μιλούσαν για προβοκάτορες και προσχεδιασμένα έκτροπα. Η κοινοβουλευτική Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ. και ΕΔΑ) και το ΠΑΣΟΚ καταδίκασαν τα «έκτροπα» ως έργο «προβοκατόρων», βάζοντας όρια στην αντιπαράθεση με το μεταπολιτευτικό καθεστώς.
Οι εργατικοί και συνδικαλιστικοί αγώνες συνεχίστηκαν τα επόμενα 6 χρόνια παρά την καταστολή. Αποτέλεσμα όλων αυτών των αγώνων ήταν η ανατροπή της Δεξιάς το 1981. Το ΠΑΣΟΚ κατάργησε τη διοίκηση της ΓΣΕΕ και δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο για να ενταχθούν σε αυτή οι αποκλεισμένες ομοσπονδίες. Παράλληλα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διαχείριση του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1982 ψήφισε τον νόμο 1264/82 για τα «Συνδικαλιστικά δικαιώματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες». Προφανώς ο νόμος αυτός αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα σε σχέση με τον 330, αλλά και εδώ υπάρχουν προβλήματα. Ψευδεπίγραφα στο άρθρο 12 για το σύστημα εκλογών προσδιορίζει την απλή αναλογική, ενώ στην περιγραφή του πώς γίνονται οι διαδικασίες την μετατρέπει σε ενισχυμένη αναλογική. Όσες έδρες δεν διατίθενται στην πρώτη κατανομή, διατίθενται μεταξύ των παρατάξεων που έχουν πάρει έδρα από την πρώτη κατανομή, αν έχουν το 1/3 του μέτρου. Με αυτό τον τρόπο ενισχύει τις μεγάλες παρατάξεις σε βάρος των μικρών.
Ακολούθησε την επόμενη χρονιά η ψήφιση του νόμου 1365/83 με τον βαρύγδουπο τίτλο: «Κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα και κοινής ωφέλειας». Σε αυτό το νόμο έδωσε μειοψηφική συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων στην Αντιπροσωπευτική Συνέλευση Κοινωνικού Ελέγχου και την ίδια στιγμή με το άρθρο 4 έθεσε περιορισμό στο δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές.
Ο νόμος 1264/82, παρά τα προβλήματά του, ήταν αποτέλεσμα του μαζικού μαχητικού απεργιακού κύματος της μεταπολίτευσης, τα καύσιμα του οποίου άντεξαν 35 χρόνια. Η κυβέρνηση της πρώτης φοράς «Αριστερά», αντί να φέρει ένα καλύτερο πλαίσιο για το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, ψήφισε, ευθυγραμμιζόμενη με τις ανάγκες της κυρίαρχης τάξης, νόμο που εμποδίζει ακόμη περισσότερο το δικαίωμα στην απεργία και τη συνδικαλιστική δράση.
Αν κάτι μπορεί να μας πει η μικρή αυτή ιστορική αναδρομή είναι ότι και αυτοί οι περιορισμοί θα καταργηθούν από το μαζικό ενωτικό αγώνα των εργαζομένων.
*μέλος της ΕΕ του ΜΕΤΑ