Το Νοέμβρη του 2018 το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα έζησε την αποθέωση της αντίφασης σε ό,τι αφορά τις απεργίες του. Από την 1η μέχρι τις 28 του Νοέμβρη προκηρύχθηκαν απεργίες που είχαν μεγάλες δυνατότητες ως προς τη μαζικότητα, αλλά τελικά κατέληξαν αδύναμες και προβληματικές.
Οι ημερομηνίες (1, 8, 14 και 28 Νοέμβρη), που πήραν δημοσιότητα στο «στενό» χώρο των συνδικαλιστικών οργάνων και δημιούργησαν προβληματισμούς, ακόμα και κόντρες, μέσα στις ταξικές δυνάμεις των εργατικών χώρων, αποτέλεσαν «σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες», την εξέλιξη του οποίου δυσκολεύτηκαν να παρακολουθήσουν ακόμα και τα πολιτικά στελέχη των οργανωμένων χώρων της Αριστεράς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο των εργαζομένων που κλήθηκαν να απεργήσουν, ακόμα κι όσες κι όσοι συμμετείχαν στις απεργίες, ήταν αδύνατο να γνωρίζει το πώς, πότε και ποιοι απεργούσαν κάθε φορά. Ο τρόπος προκήρυξής τους ήταν περίπλοκος και διαφορετικός από το συνηθισμένο. Αυτή είναι η μια μεγάλη αντίφαση, που δίνει υποσχέσεις, μη εκπληρούμενες προς το παρόν.
Για τη δική μας Αριστερά, οι απεργίες του Νοέμβρη, παρά την «ατυχή» τους κατάληξη, έδειξαν ότι η απονομιμοποίηση των μνημονιακών πολιτικών συνεχίζεται απτόητη, η βάση των σωματείων θεωρεί ότι έχει δίκιο και λόγους για συλλογικές διεκδικήσεις, οι ταξικές δυνάμεις έχουν δυνατότητες μεγάλης πίεσης στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες και τους καθεστωτικούς συνδικαλιστές και μπορούν να επιβάλουν απεργιακές κινητοποιήσεις ακόμα και στις πλειοψηφίες των μεγάλων συνδικάτων, που δεν τις θέλουν (π.χ. στο μνημονιακό προεδρείο της ΑΔΕΔΥ και στον υποταγμένο συνδικαλισμό της κλίκας Παναγόπουλου σε ΓΣΕΕ-ΕΚΑ).
Οι μεγάλες ελλείψεις, όμως, που δυστυχώς καθορίζουν πολύ περισσότερο το αρνητικό αποτέλεσμα, είναι η καταρρακωμένη αγωνιστική αυτοπεποίθηση του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των εργαζομένων και η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου από τις ταξικές δυνάμεις της Αριστεράς (σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο).
Οι απεργίες του Νοέμβρη προκηρύχθηκαν υπό την ασφυκτική πίεση της ταξικής Αριστεράς στα σωματεία και τα μεγάλα συνδικάτα, Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες και δημιούργησαν την πιθανότητα να γίνει «σχεδόν Γενική Απεργία» στις 14/11, χωρίς την ηγεσία της ΓΣΕΕ και της Παναγοπουλικής ομάδας.
Αυτό είναι προφανές ότι απειλούσε τον Παναγόπουλο και όλο το συνδικαλιστικό προσωπικό αυτού του τύπου συνδικαλισμού σε ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΕΚΑ και άλλες ομοσπονδίες, που κινδύνευαν από απομόνωση και απώλεια του ρόλου τους στο εργατικό κίνημα.
Από την άλλη, ήταν ικανό να οδηγήσει στη δημιουργία ενός άλλου κέντρου, ταξικού και προσηλωμένου στα συμφέροντα της βάσης των σωματείων, με δυνατότητες μαζικών κινητοποιήσεων, σχετική αυτονομία και αποδέσμευση από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, με αποτελεσματικούς αγώνες, επίδραση στην κεντρική πολιτική σκηνή και αλλαγή ατζέντας, θέτοντας τα προβλήματα των εργαζομένων στο προσκήνιο.
Η περίπτωση της ουσιαστικής περιφρόνησης του Παναγοπουλικού συνδικαλισμού και της οργάνωσης μιας πορείας προς την κατάργηση και αντικατάστασή του, προϋποθέτει συνειδητή επιλογή ενός άλλου δρόμου, που δεν αρκείται στις εύκολες και απλές καταγγελίες, ούτε στην αυτάρεσκη περιχαράκωση στη μια και μοναδική ταξική δύναμη.
Ο δρόμος για την αποδέσμευση από τη συνδικαλιστική και υπονομευτική γραφειοκρατία απαιτεί σεβασμό και επικοινωνία με τους «αληθινούς» εργαζόμενους με τα χίλια προβλήματα, επίγνωση των συσχετισμών και των δυσκολιών και «χώρο» για όλες τις ταξικές δυνάμεις, για να αναγνωρίζουν όλοι τον εαυτό τους και να μην αισθάνεται κανείς ριγμένος.
Οι απεργίες στις 14 και στις 28/11 έδειξαν ότι ούτε η ΑΔΕΔΥ, ούτε η ΓΣΕΕ μπορούν μόνες τους να προκαλέσουν έμπνευση και συμμετοχή των εργαζομένων. Οι χωρίς μαζικότητα συγκεντρώσεις τους το έδειξαν περισσότερο από άλλες φορές. Οι ηγεσίες τους καθόλου δεν στενοχωριούνται γι’ αυτό και δεν σκοπεύουν να κάνουν το παραμικρό για να το ξεπεράσουν. Το αντίθετο μάλιστα. Θα προσπαθήσουν να το μονιμοποιήσουν, προκηρύσσοντας ξεχωριστές «αγωνιστικές» κινητοποιήσεις, προκαλώντας μιζέρια κι απέχθεια, ώσπου να ξεχαστεί το όπλο της μαζικής απεργίας.
Στο οριακό σημείο που έχει φτάσει το εργατικό κίνημα, η συνδικαλιστική και πολιτική Αριστερά καλείται να πάρει και να εφαρμόσει κρίσιμες αποφάσεις.
Γράφει ο «Ριζοσπάστης» για τις 28/11: «Επιβεβαιώνονται οι μεγάλες δυνατότητες που ανοίγει η δουλειά “από τα κάτω”». Κι αυτό το αιτιολογούν από τη μεγαλύτερη συμμετοχή που είχε το ΠΑΜΕ στη συγκέντρωσή του στις 28 Νοέμβρη, σε σχέση με τη ΓΣΕΕ. Η σύγκριση με τη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ στις 28/11 είναι πολύ εύκολη όμως! Δεν χρησιμεύει σε κάτι αυτή η προσέγγιση.
Γράφουν επίσης οι σύντροφοι και συντρόφισσες του «Πριν» ότι σε απεργίες όπως στις 28/11, η συμμετοχή δια της καταγγελίας είναι μονόδρομος κι εξαγγέλλουν συλλαλητήριο για το Γενάρη.
Για τη δική μας Αριστερά είναι προφανές ότι καμιά πολιτική-συνδικαλιστική δύναμη, όσο ταξική και συνεπής κι αν είναι, αν δεν συμπεριλάβει στα σχέδιά της και τον κόσμο της δουλειάς που δεν θεωρεί απαραίτητη την ένταξή του σε στενούς σχηματισμούς (όπως το ΠΑΜΕ, ή το συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων) για να βγει και να διεκδικήσει με συλλογικούς αγώνες, τότε δεν θα συγκεντρώσει κανέναν πέρα από τις δικές της δυνάμεις και δεν θα προσφέρει τίποτα στην ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος. Ο απογοητευμένος κόσμος των εργαζομένων δεν μπορεί να «εκβιάζεται» από τις φίλιες δυνάμεις, για να τοποθετηθεί πριν βγει στο δρόμο και να διαλέξει ανάμεσα σε «παρόμοια πράγματα». Αν κάτι είναι μονόδρομος, είναι η συνεργασία των ταξικών συλλογικοτήτων.
Οι αποφάσεις για απεργία στις 8/11, που επέβαλλαν την απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 14/11 και την προκήρυξη της απεργίας στις 28/11 από τη ΓΣΕΕ, αλλά και η απεργία των σωματείων βάσης της 1ης Νοέμβρη, οι παρατεταμένες καταλήψεις στον ΕΦΚΑ και οι συνεχείς μικρότερες κινητοποιήσεις, ακόμα και οι δικαστικές διεκδικήσεις σε επιμέρους χώρους, δείχνουν το υπόβαθρο που εξακολουθεί να παραμένει σε αναμονή.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ταυτίζεται πλέον με την Αριστερά στο μυαλό των χιλιάδων εργαζομένων στη χώρα μας. Η σχέση έχει διαρραγεί. Επίσης δεν έχουν ξεχαστεί οι αντεργατικές πολιτικές της ΝΔ και του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ. Αναζητείται και θα είναι καλοδεχούμενη κάθε δύναμη που θα καταγραφεί ξεκάθαρα ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και θα φροντίσει να τα στηρίξει εμπράκτως.
Η «άτυπη» συνεργασία της Αριστεράς έθεσε ημερολογιακά τις απεργίες και ανάγκασε τις πλειοψηφίες στα συνδικάτα να τις προκηρύξουν. Αλλά δεν τις μαζικοποίησε. Αυτή είναι η άλλη μεγάλη αντίφαση. Το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς σταμάτησε στο πρώτο βήμα και αποσύρθηκε από το καθήκον να συνενώσει δυνάμεις και να αρπάξει την ευκαιρία για σύγκρουση με τις ηγεσίες σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, για τη χάραξη ενός άλλου δρόμου.
Τα μικρά βήματα που έγιναν με τις κοινές συσκέψεις που κάλεσε η ΕΜΔΥΔΑΣ για τις 14 και 28/11, σε συνέχεια του απεργιακού μπλοκ στις 30 Μάη ενάντια στην «Κοινωνική Συμμαχία» των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, βάζουν έναν άλλο τρόπο αντιμετώπισης της κρίσιμης κατάστασης και φιλοδοξούν να παίξουν το ρόλο του καταλύτη το επόμενο διάστημα, φέρνοντας κοντά ταξικά σωματεία, σχήματα και αγωνίστριες-αγωνιστές που ανθίστανται στο σεχταρισμό και την ηττοπάθεια, προωθώντας την κοινή δράση.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά