Tο εκλογικό αποτέλεσµα είναι ιδιαίτερα αρνητικό και δηµιουργεί δυσµενέστερες συνθήκες για τους µαζικούς αγώνες του κόσµου αλλά και για την πολιτική προσπάθεια (όλων των ρευµάτων) της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Όµως είναι απαραίτητο να θυµόµαστε ότι η πολιτική νίκη της Δεξιάς ήταν µια εκλογική νίκη. Ο Μητσοτάκης στις εκλογές του Μάη και του Ιούνη αντιµετώπισε τη δύναµη του κόσµου µας στο στρεβλό και υπονοµευµένο «γήπεδο» της κάλπης. Αντίθετα, αν εξετάσουµε τις άµεσες «επαφές» της κυβερνητικής πολιτικής µε τη δύναµη του κόσµου στα διαρκή επεισόδια της ταξικής πάλης, θα διαπιστώσουµε ότι οι επιδόσεις του Μητσοτάκη ήταν κατά πολύ χαµηλότερες από την εικόνα «κυριαρχίας» που προέκυψε στις εκλογές του Μάη/Ιούνη. Ακόµα και σε συνθήκες που ήταν αντικειµενικά δύσκολες υπήρξαν σηµαντικές µαζικές αντιστάσεις, σηµειώθηκαν δύσκολες εργατικές νίκες, υπήρξαν πολιτικές «στιγµές» όπου η κυβέρνηση στριµώχτηκε άσχηµα, ενώ το µαζικό ξέσπασµα της οργής του κόσµου µετά τα Τέµπη οδήγησε τον Μητσοτάκη σε αγωνιώδη αναζήτηση αµυντικής διεξόδου. Η δύναµη αυτή δεν προέκυψε από το πουθενά και δεν εξαερώθηκε στο τίποτα. Είναι απολύτως θεµιτή και πολιτικά δικαιολογηµένη η πεποίθηση ότι µπορούµε να τους κόψουµε τη φόρα, ότι παρά τη νίκη τους στις εκλογές θα ηττηθούν σε πολλά και σηµαντικά µέτωπα στους αγώνες.
Όµως αυτή η σωστή διαπίστωση για τις πραγµατικές προοπτικές, δεν επιτρέπεται να λειτουργεί «παρηγορητικά» για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Η έξοδος από το κλίµα που δηµιουργεί η νίκη της Δεξιάς στην κάλπη, προϋποθέτει σοβαρές σχεδιασµένες πρωτοβουλίες της οργανωµένης πολιτικής Αριστεράς.
Από το περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ (δυστυχώς!) δεν µπορούµε να περιµένουµε κάτι ουσιαστικό. Η κατάρρευση της πολιτικής της ηγετικής οµάδας Τσίπρα, δηµιουργεί συνθήκες παρατεταµένου αδιεξόδου. Οι οµάδες, τάσεις και στελέχη που, ως γνωστόν, δεν ταυτίζονται µε τη στρατηγική της ολοκληρωµένης σοσιαλφιλελεύθερης µετάλλαξης, δεν πήραν την ευθύνη να πουν κάποια καθαρά ΟΧΙ, όταν αυτά ήταν απολύτως αναγκαία, ακόµα και όταν ο Τσίπρας τους προκάλεσε βάναυσα. Η µετεκλογική διαχείριση της ήττας και της κοµµατικής κρίσης είναι, κυριολεκτικά, απογοητευτική. Σε αυτήν τη διαδικασία δεν µπορεί να εναποτεθεί καµιά ελπίδα και κανένας «σχεδιασµός» ανασύνταξης. Ο κόσµος του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική εξέλιξή του θα εξακολουθεί να είναι ένα κοµβικό ζήτηµα για τις προοπτικές της Αριστεράς, αλλά αυτό το ζήτηµα πλέον θα κριθεί σε διαδικασίες έξω από την επιρροή και τις αποφάσεις του οργανωµένου κορµού που άφησε πίσω του ο Τσίπρας. Άλλωστε αυτό το φαινόµενο εκδηλώθηκε ήδη «αυθόρµητα» (και µε πρωτοφανείς διαστάσεις) στην κάλπη, όπου παρά τις προκλήσεις Μητσοτάκη, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι προτίµησαν να εκδηλώσουν την απόσυρση της εµπιστοσύνης τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα.
Το κενό στην πολιτική διαχείριση των ελπίδων µαζικών τµηµάτων του κόσµου της εργασίας, που εµφανίζει ανάγλυφα η διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, απευθύνει πιεστικό πολιτικό «ερώτηµα» προς όλους µέσα στην Αριστερά.
Και πρώτα και κύρια στο ΚΚΕ. Η ανθεκτικότητα και η µικρή αύξηση δυνάµεων του ΚΚΕ στην κάλπη ήταν ένα θετικό γεγονός. Οι «οχυρωµένες» κυρίως ιδεολογικές κριτικές προς το ΚΚΕ, όσο «σωστές» κι αν είναι, αποτυγχάνουν να δουν ένα πολιτικό στοιχείο που έχει µια γενικότερη σηµασία. Η ψήφος προς το ΚΚΕ στη µαζική κλίµακα, που ξεπερνά τα όρια της οργανωµένης επιρροής του, ήταν ένα «µήνυµα» εργατικής αγωνιστικότητας. Το ερώτηµα προς την ηγεσία του ΚΚΕ παραµένει: Ήταν η διάσταση αυτού του «µηνύµατος» ικανοποιητική; Θα µπορούσε να είναι (κατά πολύ) µεγαλύτερη; Και η απάντηση συνδέεται άµεσα µε τα ζητήµατα πολιτικής γραµµής και συγκεκριµένης τακτικής µέσα στο κίνηµα. Την εποµένη των Τεµπών, το ΚΚΕ έκανε ολόκληρη καµπάνια (που κορυφώθηκε στην ηµερίδα της ΚΕ και την οµιλία Κουτσούµπα στο ΣΕΦ) για να πείσει έναν ευρύ κινητοποιηµένο κόσµο ότι η προσπάθεια να ανατραπεί η ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ είναι λαθεµένη, παραπέµποντας το ζήτηµα του δηµόσιου ελέγχου στα επαναστατικά-σοσιαλιστικά καθήκοντα. Μόνο που σε αυτά τα καθήκοντα θα φτάσουµε µόνο όταν η εργατική τάξη αποφασίσει να σπάσει τον «τοίχο» του καπιταλισµού. Και στην απόφαση αυτή, όπως µας λέει η ιστορία, οι εργάτες φτάνουν µαζικά µόνο µέσα από τις διαδοχικές εµπειρίες των ζωντανών αγώνων και τα συµπεράσµατα από τις µικρότερες συγκρούσεις τους µε τους καπιταλιστές και το κράτος του, και όχι µέσα από φροντιστήρια και επιµορφωτικά σεµινάρια. Αυτά, το στελεχικό δυναµικό του ΚΚΕ τα γνωρίζει, ίσως καλύτερα από πολλούς. Η απόφασή τους για αυτήν την καµπάνια, δεν ήταν µια «παρεκτροπή» ιδεολογικής καθαρότητας, αλλά µια πολιτική απόφαση να κατεβάσουν την θερµοκρασία µιας αντιπαράθεσης που ωρίµαζε και έπαιρνε απειλητικές διαστάσεις µέσα στην προεκλογική περίοδο. Δεν ήταν η πρώτη φορά (κινητοποιήσεις 2011-13, Δηµοψήφισµα 2015 κ.ά.). Αυτό είναι στην πραγµατικότητα το πολιτικό επίδικο πίσω από το ερώτηµα για τα «ανοίγµατα» που κάνει, ή δεν κάνει, το ΚΚΕ στην κατεύθυνση της ενότητας στη δράση µέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνηµα.
Είναι ανοιχτό το ζήτηµα του αν το ΚΚΕ θα αναλάβει τις πολιτικές ευθύνες που αντιστοιχούν στο οργανωµένο µέγεθός του, ή όχι. Όσο αυτό δεν απαντιέται µε συνεκτικό και πειστικό τρόπο, το ΚΚΕ θα διεκδικεί έναν αυτόκεντρο-δικό του δρόµο ανάπτυξης, αλλά «µε βήµα σαλιγκαριού». Και δεν θα αποτελεί ένα αξιόπιστο σηµείο αναφοράς στις αγωνιώδεις αναζητήσεις ενός κόσµου κατά πολύ πλατύτερου από τη θετική, αλλά περιορισµένη, αύξηση της εκλογικής του δύναµης.
Ο ευρύτερος µετωπικός σχηµατισµός στην άκρα Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είχε µια οριακή άνοδο παραµένοντας στα όρια της µειοψηφικής «καταγραφής» τον Μάη, και µια απότοµη µείωση κατά 50% των ψήφων της 4 εβδοµάδες αργότερα. Ανέδειξε έτσι ότι η πολιτική σχέση της ακόµα και µε αυτό το µειοψηφικό ακροατήριο είναι χαλαρή και εύθραστη. Οι σ. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στηρίζουν τη συγκρότησή τους στον ισχυρισµό ότι διαθέτουν «αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα». Πρόκειται για ανεπιβεβαίωτο και εν πολλοίς υπερφίαλο ισχυρισµό: το πρόγραµµα είναι η συγχώνευση ιδεολογικής κατεύθυνσης, τακτικών πολιτικών στόχων και κινηµατικής δύναµης που τους υπηρετεί. Όταν θα υπάρξει πράγµατι ένα ενεργό αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα δεν θα το διαβάσουµε στο χαρτί, θα το γνωρίζουµε ήδη στην κινηµατική εµπειρία. Ο φετιχισµός των «πλαισίων» που ανταλλάσσονται στις πολεµικές συζητήσεις µεταξύ µας, δεν έχει σχέση µε την αυθεντική προγραµµατική παράδοση των µαζικών κοµµάτων στην ιστορία της (ρεφορµιστικής και επαναστατικής) Αριστεράς. Θα ήταν µικρό το κακό αν αυτή η ποµπώδης αναφορά στο «πρόγραµµα» υπηρετούσε µόνο τους (αυτονόητους) σχεδιασµούς και τις σκοπιµότητες µιας εκλογικής καµπάνιας. Δυστυχώς έχει ξεφύγει και προς την κινηµατική δράση, δίνοντας τη βάση για διασπαστικές κι αδιέξοδες πρακτικές. Όσο οι δυνάµεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακολουθούν αυτό το µονοπάτι, αλλά και την αυτάρεσκη τακτική ότι µόνη λύση είναι «η συσπείρωση στις γραµµές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ», δεν θα µπορούν να συµβάλουν αποτελεσµατικά στα καθήκοντα ανασυγκρότησης. Είµαστε στην προσπάθεια διαµόρφωσης των όρων για ένα πραγµατικό «µέτωπο» της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και όχι στην περίοδο ανάπτυξης ενός προϋπάρχοντος και αυτοανακηρυγµένου µετώπου.
Στην προεκλογική περίοδο, µια σειρά από οργανώσεις (ΔΕΑ, ΑΡΑΝ, Κ-Σχέδιο, Αναµέτρηση, Ξεκίνηµα, Δίκτυο, ΑΠΟ κ.ά.) υποστήριξαν τη γραµµή για ψήφο στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά. Αυτές οι οργανώσεις, χωρίς σεχταριστική απόρριψη άλλων δυνάµεων που έκαναν διαφορετικές επιλογές εκλογικής τακτικής, έχουν σήµερα ειδικά καθήκοντα. Οφείλουν να στηρίξουν την ενότητα στη δράση στο κινηµατικό πεδίο, µε ειδική έµφαση στην πρώτη άµεσα µετεκλογική περίοδο. Και αυτό δεν πρέπει να µείνει στα λόγια, ή ως ευχή και δήλωση καλών προθέσεων. Χρειάζεται συγκεκριµένη πολιτικοοργανωτική δέσµευση που θα µπορεί να στηρίξει σχεδιασµένες κινηµατικές πρωτοβουλίες. Ταυτόχρονα οφείλουµε, σε µια δύσκολη στιγµή, να στηρίξουµε τις διαδικασίες ενός έντιµου και σοβαρού πολιτικού διαλόγου σχετικά µε τη συγκυρία και τα καθήκοντα. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και δεσµεύεται η ΔΕΑ.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά