Στην Αθήνα θα μπορείς να κάνεις μεγάλο περίπατο μόνο αν είσαι τουρίστας ή επισκέπτης. Αν είσαι πελάτης και όχι πολίτης.

Αντίθετα αν είσαι φτωχός, άνεργος, εργαζόμενος, απολυμένος, συνταξιούχος, πρόσφυγας, μαθητής, φοιτητής ή μέλος κάποιου κινήματος διεκδίκησης, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ. Πάρα πολύ. Το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση τη Δευτέρα στη βουλή περιορίζει σε τέτοιο βαθμό το δικαίωμα του συνέρχεσθαι που στην ουσία το καταργεί.

Δεν μας προξενεί εντύπωση η σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να βάλει φρένο στην κοινωνική κίνηση. Γνωρίζοντας τη συστημική κρίση που εμφανίζεται στο προσκήνιο, επιδιώκει να θωρακίσει το αστικό κράτος από κάθε παραφωνία. Τα νέα κινήματα αλληλεγγύης και διεκδίκησης που εμφανίζονται παγκόσμια στο φόντο ενός συστήματος που εκμεταλλεύεται, φτωχοποιεί και δολοφονεί την εργατική τάξη αποτελούν σίγουρα ένα σήμα κινδύνου. Και όταν αυτός ο κίνδυνος έχει ξεδιπλωθεί στον ισχυρότερο καπιταλισμό του πλανήτη, τότε οι υπόλοιποι προλαμβάνουν για να μην έχουν τα ίδια. Γιατί πίσω από την οργή για τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόιντ, υπήρχε και η οργή για ένα σύστημα που έχει ξεχασμένους τους Φλόιντ αυτής της γης.

Εντύπωση, λοιπόν, δεν προκαλεί η κατεύθυνση των νέων μέτρων περιορισμού των διαδηλώσεων αλλά η έκτασή τους. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει πρωτοφανή μέτρα ακόμη με όρους αστικής δημοκρατίας. Κωδικά προβλέπει: υποχρεωτική λήψη άδειας από την αστυνομία για κάθε διαδήλωση και συγκέντρωση, ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα για κάθε αυθόρμητη διαδήλωση, απόλυτη ελευθερία της αστυνομίας να διαλύει κατά το δοκούν κάθε συνάθροιση με τα πιο βίαια μέσα και ορισμό «προσώπου-οργανωτή» συνάθροισης αστικά υπεύθυνου για κάθε φθορά ή καταστροφή. Όχι δεν είναι κάποια φάρσα. Όντως το χουντικής προέλευσης νομοσχέδιο της κυβέρνησης περιλαμβάνει τα παραπάνω μέτρα, τα οποία πέρα από αυταρχικά είναι και παντελώς παράλογα.

Με λίγα λόγια το δικαίωμα στη διαδήλωση τελεί υπό την αίρεση της αστυνομικής έγκρισης. Δηλαδή, αν οι αξιωματικοί της αστυνομίας θεωρούν ότι ο συνάδελφός τους Κορκονέας δε δολοφόνησε το Γρηγορόπουλο αλλά η σφαίρα εξοστρακίστηκε, τότε δεν έχουμε το δικαίωμα οι υπόλοιποι να εκφράσουμε συλλογικά την οργή μας. Αν οι ίδιοι θεωρούν ότι οι συνάδελφοί τους δεν κοίταζαν τους Χρυσαυγίτες να μαχαιρώνουν τον Παύλο Φύσσα, αλλά έκαναν ό,τι μπορούσαν, τότε δεν μπορούμε να διαδηλώσουμε γι’ αυτό. Αν πάλι δεν είδαν αστυνομικές μπότες να κλωτσούν τον Ζακ στο κοσμηματοπωλείο αλλά «ένα πρεζάκι να κλέβει», τότε και πάλι πρέπει να το βουλώσουμε. Δεν είναι κάποια ακραία παραδείγματα. Είναι η κανονικότητα στην Ελλάδα της αστυνομικής αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας.

Επίσης, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, δεν υπάρχει το δικαίωμα στο αυθόρμητο. Αν ένας άνθρωπος έχει δολοφονηθεί για παράδειγμα από κρατικό όργανο, εμείς θα πρέπει να πάρουμε άδεια από το κρατικό όργανο για να αντιδράσουμε σε αυτό. Διαφορετικά τελούμε ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα. Με όποιες ιστορικές συσχετίσεις μπορεί να κάνει ο καθένας ακούγοντας τη λέξη ιδιώνυμο. Μόνο που η κοινωνική διαμαρτυρία δεν είναι μια σύμβαση ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες. Είναι μια συλλογική κίνηση και έκφραση που εναντιώνεται σε πτυχές του υπάρχοντος και το αμφισβητεί. Αν αυτή η αμφισβήτηση εξαρτάται από τη βούληση του εξουσιάζοντος, τότε ο εξουσιάζων απλά δεν αμφισβητείται.

Και αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την απόλυτη ελευθερία της αστυνομίας να διαλύει όποια συνάθροιση δεν της είναι αρεστή, ακόμη και με τα πιο βίαια μέσα. Καλά αυτό γινόταν ούτως ή άλλως μόνο που τώρα θεσμοθετείται. Η αστυνομική αλητεία λαμβάνει νομοθετική υπόσταση και έτσι όλοι αυτοί που πετάνε δακρυγόνα μέσα σε μπλοκ, που δέρνουν φωτορεπόρτερ, που τραμπουκίζουν περαστικούς, που χτυπούν ανελέητα φοιτητές, που πνίγουν στα χημικά τους εργαζόμενους και που συλλαμβάνουν αδιακρίτως όποιον διαμαρτύρεται, θα έχουν το ελεύθερο να ξετυλίγουν τις αρετές τους και με τη βούλα του νόμου. Η αστυνομία μπορεί να απαγορεύει ή να παρίσταται στις διαδηλώσεις «αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» ή «αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Και ποιος το κρίνει αυτό; Μα φυσικά η αστυνομία. Η κοινωνικοοικονομική ζωή, λοιπόν, δεν απειλείται από τα μέτρα λιτότητας, φτωχοποίησης και εξαθλίωσης της κοινωνίας αλλά από όσους αντιδρούν σε αυτή.  

Το πιο παράλογο, όμως, μέτρο είναι αυτό που απαιτεί να ορίζεται ένα φυσικό πρόσωπο ως διοργανωτής της διαδήλωσης και αστικά υπεύθυνος για όποια φθορά προκύψει σε αυτήν. Αφενός να πούμε ότι η διαδήλωση δεν είναι πάρτυ γενεθλίων αλλά συλλογική κίνηση. Αφετέρου να τονίσουμε ότι δε διοργανώνεται από έναν αλλά από πολλούς. Το ξέρουμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πάρει διαζύγιο με τη συλλογική διαμαρτυρία αλλά αυτό αγγίζει τα όρια του γελοίου. Γελοίου ακόμη και με όρους κοινής λογικής, από τη στιγμή που ένα άτομο δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει χιλιάδες άλλους που διαδηλώνουν. Εκτός αν η κυβέρνηση ονειρεύεται μια κοινωνία μικρών αυτόκλητων μπάτσων. Για να το τραβήξουμε και πάλι από τα μαλλιά, σε αντίστροφο επίπεδο, ο Χρυσοχοϊδης θα πρέπει να πληρώνει από την τσέπη του κάθε φορά που κάποιος μπάτσος υπερβαίνει τα καθήκοντά του και σαπίζει στο ξύλο διαδηλωτές προκαλώντας τους βλάβες. Σωστά;

Απέναντι σε αυτό το κυβερνητικό έκτρωμα καλούμαστε όλοι να αντιδράσουμε συλλογικά. Να υπερασπιστούμε το δικαίωμά μας να διαδηλώνουμε και να παλεύουμε. Είναι ένα δικαίωμα που κερδήθηκε με αγώνες και αίμα και θα το υπερασπιστούμε ξανά. Οργανώσεις της Αριστεράς ήδη έχουν αποφασίσει Κινητοποίηση- Ημέρα Δράσης για την ελευθερία στη διαδήλωση το Σάββατο 4/7 στις 12.00 στην πλατεία Κάνιγγος. Απέναντι στις πολιτικές που τσακίζουν τις ζωές μας βγαίναμε, βγαίνουμε και θα βγαίνουμε μαζικά στο δρόμο. Γιατί έτσι καταργούνται οι αδικίες και έτσι προχωρούν οι κοινωνίες. Όσο κι αν δεν τους αρέσει…