Τι παράσταση από τα κόμματα που απαρτίζουν το σύγχρονο πολιτικό τσίρκο «Μπάρνουμ» [αναφορά σε παλιό αμερικανικό τσίρκο με έμφαση στα «παράξενα» θεάματα] εδώ στην Ιταλία.
Οι διάφοροι τακτικίστικοι ελιγμοί έχουν κυριαρχήσει από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Είναι ένα κακό θέαμα που έχει προκαλέσει και αηδία και σύγχυση σε πολλούς Ιταλούς και Ιταλίδες. Πρόκειται για τη διεστραμμένη αντανάκλαση μιας δραματικής πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης όπου η εργατική τάξη έχει από καιρό χάσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Αυτό ισχύει και στο επίπεδο της ουσιαστικής συνδικαλιστικής δράσης με όρους διεκδίκησης αιτημάτων, και από την άποψη της πολιτικής οργάνωσης, δηλαδή της ύπαρξης μιας εδραιωμένης αριστερής δύναμης ικανής να υπερασπίζεται τα άμεσα και μεσοπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης στη σφαίρα της πολιτικής.
Οι κλόουν χορεύουν στο ρυθμό ενός μόνο αφέντη
Αυτή η κατάσταση αδιεξόδου υπάρχει εδώ και χρόνια, μπροστά σε ένα δραματικό κοινωνικό πλαίσιο αυξανόμενης φτώχειας, όλο και πιο γενικευμένης εργασιακής ανασφάλειας, κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και αβάσταχτης κοινωνικής ανισότητας. Αυτό θα μπορούσε να διαμορφώνει τις συνθήκες για έναν ξεσηκωμό των εργαζομένων, αλλά αντίθετα έχει επιτρέψει στις διάφορες αστικές δυνάμεις να κυριαρχήσουν πλήρως στην πολιτική σκηνή και ακόμα περισσότερο στις εκλογικές μάχες. Οι «τιτάνιες» μιντιακές συγκρούσεις των πολιτικών κομμάτων, οι ελιγμοί του ενός και οι αντι-ελιγμοί του άλλου, οι προβεβλημένες πρωτοβουλίες των διάφορων επικεφαλής και αρχηγών του λεγόμενου κέντρου, γίνονται για να διασφαλίζουν την καθημερινή τους παρουσία στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις και για να «αποδείξουν» ότι είναι οι πιο ικανοί διαχειριστές και υπηρέτες των συμφερόντων των αφεντικών.
Διαμορφώνουν λαϊκές συναινέσεις μέσα από προγράμματα (ή πιο σωστά, προεκλογικά συνθήματα) που είναι συχνά ψεύτικα και παραπλανητικά, αλλά που επίσης συχνά είναι ενδεικτικά του ποια συμφέροντα σκοπεύουν να εκπροσωπήσουν (βλ. τον ενιαίο-κοινό για όλους φορολογικό συντελεστή που προτείνουν Μπερλουσκόνι και Σαλβίνι).
Εν τω μεταξύ, η κοινωνική τάξη που φέρει την ευθύνη για όλη αυτή την καταστροφή, δηλαδή η αστική τάξη -οι καπιταλιστές- παραμένει έξω από την εικόνα, δεν αντιμετωπίζει καμία πρόκληση. Ασφαλώς οι εφημερίδες της δημοσιεύουν υποκριτικά εντιτόριαλ που καταγγέλουν τις αδυναμίες και τα λάθη των κομμάτων της, όπως και τις δυσκολίες συγκρότησης μιας συνεκτικής και αποτελεσματικής πολιτικής ηγεσίας. Αλλά στο φόντο βλέπουμε τα τεράστια κέρδη των μεγάλων εταιρειών, από την Eni στην Enel και την Prysmian Group (καλώδια-αγωγοί και ενέργεια), από την Stellantis στην Brembo, από την Leonardo στη Ferrari, από την Unicredit στην Intesa, όπως και των Ιταλικών Ταχυδρομείων –στο βαθμό που η εφημερίδα Λα Ρεπούμπλικα υποχρεώθηκε να βγει με τίτλο «Μποναμάς κερδών».
Ο κίνδυνος και της αντιδραστικής Δεξιάς και του υφέρποντος φασισμού: Θέτοντας τα λάθος ερωτήματα
Το μέλλον των εργαζόμενων τάξεων απειλείται από τον πολιτικό, κοινωνικό και κυβερνητικό ρόλο της Δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αυτές περιλαμβάνουν αντιδραστικές, ρατσιστικές, ακόμα και φασιστικές δυνάμεις, των οποίων ο συνασπισμός θεωρείται από όλες τις δημοσκοπήσεις ο πιθανότερος νικητής, με ηγεμονικό ρόλο για τους Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια (Αδελφοί της Ιταλίας, με ηγέτιδα την Τζόρτζια Μελόνι).
Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η χώρα είναι μεγάλος: Μια νίκη αυτών των δυνάμεων και μια κυβέρνησή τους δεν μπορεί παρά να φέρει νέες τρομακτικές δυσκολίες για τους εργαζόμενους ανθρώπους, ξεκινώντας από τα πιο αδύναμα τμήματά τους: Μετανάστες, φτωχοί και άνεργοι, γυναίκες.
Δεν υπάρχει περιθώριο υποτίμησης των κινδύνων: η μετεκλογική περίοδος θα είναι σε κάθε περίπτωση διαφορετική και ακόμα πιο δύσκολη κοινωνικά, οικονομικά και θεσμικά, και θα πρέπει να προετοιμαστούμε για τις νέες προκλήσεις.
Μια κυβέρνηση των Φρατέλι, 100 χρόνια μετά την πορεία στη Ρώμη (όταν ο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία), θα απελευθερώσει τις χειρότερες δυναμικές. Περιστατικά όπως αυτό στην Τσιβιτανόβα Μάρτσε (μια ρατσιστική δολοφονία) θα πολλαπλασιαστούν, ενώ κάθε είδους αστυνομικές, φασιστικές και ρατσιστικές καταχρήσεις βίας θα γίνονται ανεκτές και θα θεωρούνται δίκαιες.
Μπροστά σε αυτή την προοπτική, πολλά κορυφαία στελέχη και προσωπικότητες από την ευρύτερη κοινωνία, από την πολιτική και τη διανόηση, ενεργοποιήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες με εκκλήσεις, άρθρα και απίθανες εκλογικές/τεχνικές προτάσεις συμμαχιών με στόχο να αποτραπεί ή να δυσκολέψει μια θριαμβευτική νίκη της Δεξιάς. Κάποιοι ελπίζουν ότι με κάποια κοινωνικά αιτήματα ή με μια μεγαλύτερη έμφαση στην εργατική τάξη και τις φτωχογειτονιές μπορεί να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της σημερινής πολιτικοκοινωνικής συναίνεσης ή να ενεργοποιηθούν τμήματα της κοινωνίας που είναι σήμερα απολύτως παθητικά. Ασφαλώς αυτή η τελευταία πρόταση είναι θετική, εφόσον συνδυαστεί με μια προοπτική που δεν θα είναι μόνο εκλογικίστικη.
Ωστόσο όλες αυτές οι προτάσεις είτε τίθενται με κακό τρόπο είτε δεν είναι καθόλου ρεαλιστικές. Πάνω από όλα, είναι λανθασμένες γιατί οι συγγραφείς τους δεν θέλουν να εντοπίσουν και να κατανοήσουν τους λόγους που δημιούργησαν τη διάχυτη ηγεμονία των αντιδραστικών ιδεολογιών στην κοινωνία, την αποθάρρυνση και τη μνησικακία που σπρώχνει τους ανθρώπους προς την ακροδεξιά. Πραγματικά, διαβάζοντας αρκετές από τις ομιλίες τους, αναρωτιέται κανείς: Πού ήταν όλοι αυτοί την προηγούμενη περίοδο; Γιατί δεν κούνησαν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι ενάντια στις πολιτικές λιτότητας; Όσοι άσκησαν μικρότερη ή μεγαλύτερη κριτική σε αυτές, γιατί συνέχισαν να υποστηρίζουν αυτούς που τις διαχειρίζονταν; Γιατί πίστεψαν στον Ντράγκι (πρωθυπουργός από το Φλεβάρη του 2021 ως τον Ιούλη του 2022) και ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να βλέπουν στο πρόσωπο αυτού του κορυφαίου υπηρέτη των αφεντικών, έναν θαυματουργό αντιμετώπισης της Ιταλικής κρίσης; Πώς μπορούμε να διανοηθούμε ότι οι ίδιοι άνθρωποι που επί 20 χρόνια σφυροκοπούν το Σύνταγμα του 1948 με διάφορους τρόπους, καταφέρνοντας να διαβρώσουν θεμελιώδη τμήματά του, μπορούν να το υπερασπιστούν; Πώς μπορούν αυτοί να υπερασπιστούν τα δημοκρατικά δικαιώματα που το Σύνταγμα εξακολουθεί εν μέρει να κατοχυρώνει;
Αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να εφαρμοστεί η θανάσιμη και διχαστική πολιτική του Ντράγκι για «διαφοροποιημένη αυτονομία» των επαρχιών, που θα αυξήσει την κοινωνική ανισότητα και θα μειώσει τους κρατικούς πόρους στις φτωχότερες περιοχές. Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, οι δημοκρατικές πτυχές του Συντάγματος δεν εκπροσωπούνται ιδιαίτερα στο υπάρχον εκλογικό τοπίο. Αυτά τα πολιτικά στελέχη δεν υπερασπίζονται πραγματικά τις κοινωνικά προοδευτικές προβλέψεις του κειμένου του Συντάγματος, οι οποίες έρχονταν σε αντίφαση με τις κοινωνικές και οικονομικές αντιμεταρρυθμίσεις των τελευταίων 30 χρόνων.
Πώς μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι ένα τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα, όπως είναι η μαζική υποστήριξη στην ακροδεξιά, μπορεί να αντιμετωπιστεί με εκλογικά τρικ, με συμμαχίες με αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους που θεωρούν το σύνταγμα του 1948 ακατάλληλο για τις ανάγκες του παγκόσμιου ανταγωνισμού;
Κάποιος οφείλει να εξηγήσει γιατί οι Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια, που είχαν πάρει μόνο 4% στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2018, 6,5% στις ευρωεκλογές του 2019 και κινούνταν γύρω από το 10% όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Ντράγκι, βρέθηκαν στο 23%, επιστρατεύοντας μια περίτεχνη αν και προσχηματική πολιτική αντιπολίτευσης. Φτάσαμε στο σημείο που η ηγέτιδά τους, η Μελόνι, παρουσιάζεται στους πάντες ως η επόμενη πρωθυπουργός! Μιλάμε για ένα κόμμα που έχει ως σύμβολο σε αυτές τις εκλογές τη φλόγα του φασισμού πάνω από το φέρετρο του Μουσολίνι!
Μάλλον οι πολιτικές της κυβέρνησης Ντράγκι -που υποστηρίχθηκαν από όλα τα μεγάλα κόμματα εκτός από τους Φρατέλι- δεν ήταν τόσο καλές, εφόσον νέα τμήματα της κοινωνίας κοιτάνε προς την ακροδεξιά αναζητώντας μια εναλλακτική που δεν είναι μόνο ψευδής, αλλά και πολύ επικίνδυνη για το μέλλον της χώρας.
Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους οφείλουν να κάνουν μια προσπάθεια να κατανοήσουν ότι η σημερινή επιτυχία των αντιδραστικών και φασιστικών οργανώσεων δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από το πολιτικό κενό στα αριστερά, αλλά και από την υποταγή των γραφειοκρατιών των μεγάλων συνδικάτων στο κεφάλαιο.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν προσπάθησαν καν να υπερασπιστούν σοβαρά τις συνθήκες ζωής και δουλειάς των εργαζόμενων τάξεων, αρκούμενες να παραμένουν στο «τραπέζι των διαπραγματεύσεων», αρνούμενες να οικοδομήσουν σοβαρά και συστηματικά τις συγκρούσεις και τους κοινωνικούς αγώνες γύρω από εναλλακτικούς ταξικούς στόχους. Αυτό θα ήταν το καλύτερο αντίδοτο στην προπαγάνδα των δεξιών και των φασιστών.
Χωρίς αγώνες, η Μελόνι κερδίζει
Εν τη απουσία ταξικών αγώνων, η συνείδηση των μαζών διαμορφώνεται αναπόφευκτα από την ιδεολογική και μιντιακή προπαγάνδα. Μόνο η συμμετοχή, η εμπειρία του αγώνα, η συζήτηση πάνω σε εναλλακτικά προγράμματα και πλατφόρμες διαμορφώνουν την ταξική συνείδηση, την κατανόηση της θέσης που έχει κάποια/ος στην κοινωνία, την πολιτική, δημοκρατική, συλλογική και σοσιαλιστική συνείδηση. Είναι μέσα από όλα αυτά που αναδύεται η θέληση και η ανάγκη οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας. Αυτά δίνουν ώθηση στις κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις που αναλαμβάνουν αυτό το καθήκον. Μέσα από αυτή τη διαδικασία οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ποιοι είναι οι ψεύτικοι φίλοι και ασφαλώς ποιοι είναι οι εχθροί.
Οι αντιδραστικοί και οι φασίστες αποκτούν πραγματικές ευκαιρίες και δυνατότητες όταν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες:
-Αποδέχονται τη λογική του καπιταλιστικού ανταγωνιστικού, δηλαδή και του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων.
-Κάνουν ελάχιστα ή και τίποτα για να αποτρέψουν την συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση της Φορνέρο ή τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις του Ρέντσι.[Πρόκειται για εμβληματικές επιθέσεις που είχαν τη στήριξη της κεντροαριστεράς]
-Παραμελούν να καταγγείλουν τα αβάσταχτα επίπεδα εκμετάλλευσης από τους εργοδότες στην ύπαιθρο και στα logistics [αποθήκες, διανομές], όπου η εργοδοτική και η κρατική καταστολή ενώνουν τις δυνάμεις τους για να χτυπήσουν τους εργατικούς αγώνες. [Μάλλον όχι τυχαία, αναφορά σε κλάδους με σημαντική παρουσία μεταναστών εργατών που έχουν δώσει επίσης σκληρούς αγώνες].
Η μάχη ενάντια στη Δεξιά πρέπει να δοθεί με μεγάλη δύναμη κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά δεν πρέπει να διεξαχθεί μόνο από την άποψη της διεκδίκησης ψήφων, αλλά πάνω από όλα με την προσπάθεια να ενεργοποιηθεί η σύγκλιση και ο ξεσηκωμός των εκμεταλλευόμενων γύρω από ένα διαφορετικό ταξικό πρόγραμμα.
Οι καπιταλιστές, ακόμα κι αν θα προτιμούσαν μια νέα κυβέρνηση Ντράγκι, δεν θα έχουν κάποια δυσκολία να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις του αντιδραστικού συνασπισμού ενάντια στους εργάτες και τις εργάτριες.
Αλλά ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναδεικνύουμε και ποιοι είναι οι ψεύτικοι φίλοι, αυτοί που λίγο-πολύ δηλώνουν ότι είναι στην Αριστερά, αλλά που δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά μια από τις πολιτικές εκφράσεις της άρχουσας τάξης.
Αν δεν μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια πολιτική προσπάθεια υποστήριξης των αγώνων θα χάσουμε διπλά, γιατί το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι πολύ κακό και θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο να αντέξουμε τις συνέπειες μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης ή μιας νέας τεχνοκρατικής, αυταρχικής κυβέρνησης, άμεσης έκφρασης των αφεντικών.
Η ανοικοδόμηση μιας γερά ριζωμένης, αυθεντικής αντικαπιταλιστικής αριστερής δύναμης μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από μια επανεκκίνηση των κινητοποιήσεων και μια βαθιά ριζοσπαστική αλλαγή στις πολιτικές που επικρατούν στα συνδικάτα. Χρειάζεται να ανοικοδομήσουμε συνδικάτα που θα κάνουν τη δουλειά τους: Την οργάνωση αγώνων, την συνδικαλιστική ένταξη και την ενότητα όλων των εργαζομένων, αυτών με λιγότερο ή περισσότερο σταθερές θέσεις εργασίας, αυτών με επισφαλείς θέσεις εργασίας και εκείνων που δεν είχαν ποτέ δουλειά ή που έχασαν τη δουλειά που είχαν.
Κάποιες σκέψεις για την Ατλαντική και Ευρωπαϊστική στρατηγική του Δημοκρατικού Κόμματος και του Λέτα
Έχουμε ήδη γράψει για τον ρόλο του Δημοκρατικού Κόμματος (PD), ενός κόμματος που για χρόνια, μέσα από τις μεταμορφώσεις του παλιού DC (Χριστιανοδημοκράτες) και του PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), προωθήθηκε ως ο πιο αυθεντικός, λογικός και –φυσικά– «δημοκρατικός» διαχειριστής των πολιτικών και οικονομικών επιλογών της ιταλικής μεγαλοαστικής τάξης αλλά και συνολικά της ευρωπαϊκής, όπως εκφράζεται μέσω από το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για αυτούς τους λόγους το PD υπήρξε ο πιο αφοσιωμένος υποστηρικτής της κυβέρνησης Ντράγκι και των πολιτικών της. Για αυτούς τους λόγους είναι επίσης το πλέον «ευρωπαϊστικό» κόμμα. Όχι με την έννοια του ενδιαφέροντος για τα συμφέροντα των εργατικών τάξεων όλης της ηπείρου, αλλά από τη σκοπιά της υπεράσπισης του καπιταλιστικού (και ιμπεριαλιστικού) σχεδίου της Ευρώπης.
Επίσης σήμερα είναι το πιο φιλοαμερικανικό ρεύμα, με την έννοια της σύγκλισης με το ΝΑΤΟ και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Κάποιοι μπορεί να εκπλαγούν που το PD είναι ο πιο θερμός υποστηρικτής της ιταλικής συμμετοχής στον πόλεμο στην Ουκρανία και της μαζικής αύξησης των στρατιωτικών δαπανών της Ιταλίας, αλλά υπάρχει μια συνέπεια σε αυτές τις αρνητικές επιλογές.
Αντίστοιχα υπάρχει συνέπεια και στις εκλογικές τακτικές επιλογές που έχει κάνει. Η στενά εκλογική λογική την οποία ενισχύει το υπάρχον εκλογικό σύστημα, θα ωθούσε κανονικά τον [επικεφαλής του PD] Λέτα και τους συνεργάτες του στο να επιδιώξουν μια συμμαχία με το Κ5Α (Κίνημα 5 Αστέρων), το οποίο διατηρεί μια υποστήριξη του 10% στις δημοσκοπήσεις. Κάτι τέτοιο θα του επέτρεπε να είναι ανταγωνιστικό σε πολλές μονοεδρικές περιφέρειες, περιορίζοντας τις επιτυχίες της ακροδεξιάς.
Αλλά για την ηγετική ομάδα του PD, η συμμαχία με τον Κόντε (ηγέτη του Κ5Α) ο οποίος αναζητεί ψήφους παίρνοντας αποστάσεις από τις πολιτικές Ντράγκι και δίνοντας έμφαση σε κάποια κοινωνικά προοδευτικά αιτήματα -αν και διατυπωμένα με ένα διαταξικό τρόπο- θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνη. Επικίνδυνη και αντιφατική, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά τι είδους πολιτικές θα απαιτήσει η αστική τάξη μπροστά στα «σύννεφα που πυκνώνουν», για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Ντράγκι.
Από την άλλη, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα στη συμμαχία με τους Πράσινους και την SI (Ιταλική Αριστερά, μικρός δορυφόρος του PD). Είναι κόμματα χρήσιμα στο να προσθέσουν στον λεγόμενο «ευρύ συνασπισμό» μια πινελιά κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά των οποίων τα όρια και η προδιάθεση να παραμένουν μέσα στην αυλή του PD είναι δεδομένα και γνωστά.
Ήταν θεμελιώδες, από τη σκοπιά του PD, να βρεθεί επίσης κάποια συμμαχία από το λεγόμενο κέντρο, με την «ελπίδα» να ανακτηθούν ψήφοι της Δεξιάς. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να υπάρχει ένας πολύ μετριοπαθής σύμμαχος, η ύπαρξη του οποίου θα δικαιολογεί την ευθυγράμμιση με τις καπιταλιστικές προτεραιότητες και την εγκατάλειψη των μετριοπαθών κοινωνικών και πολιτικών αιτημάτων που προωθούνται κατά την προεκλογική περίοδο, σαν αυτά που εμφανίζονται στις διαφημιστικές αφίσες.
Πρόκειται για επιλογές που ανταποκρίνονται στην αστική φύση του PD, η οποία έχει εκφραστεί με συνέπεια στις πιο ευαίσθητες πολιτικές μεταβάσεις, από την ηγεσία Βελτρόνι στο νέο-σχηματισμένο Δημοκρατικό Κόμμα (PD) το 2008, έπειτα στην υποστήριξη της κυβέρνησης του τεχνοκράτη Μόντι, στις κυβερνήσεις του Λέτα και του Ρέντσι, και τέλος στην απόφαση να σπάσουν τη συμμαχία με τον Κόντε και το Κ5Α, υπό την πίεση του Ιταλού Προέδρου Ματαρέλα, προκειμένου να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Ο γάμος του Λέτα με το κέντρο του Καλέντα ήταν μια πραγματική φάρσα. Κράτησε μόνο 5 μέρες. [Ο Καλέντα είναι επικεφαλής του κεντρώου κόμματος «Azione», το οποίο λίγες μέρες μετά τη συμφωνία PD, αποχώρησε και τελικά συνασπίστηκε με το «μακρονικό» κομματίδιο του Ματέο Ρέντσι «Italia Viva»]. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα του επέτρεπε να ανταγωνιστεί στα σοβαρά με την Δεξιά, ακόμα κι αν υιοθετούσε ένα ολοκληρωτικά φιλο-επιχειρηματικό πρόγραμμα.
Οι ιστορικές ασάφειες ενός Κ5Α που αναζητά την αναγέννηση της τύχης του
Λίγα λόγια για το Κ5Α. Είναι καλό να θυμόμαστε ότι ήταν το κόμμα που παρέμεινε περισσότερο από όλα σε κυβερνητικές θέσεις κατά την θητεία της απερχόμενης Βουλής και ακόμα και σήμερα παραμένει στην κυβέρνηση Ντράγκι: Οι υπουργοί του δεν παραιτήθηκαν. Τα εν μέρει θετικά μέτρα που εφάρμοσε μπορούν να μετρηθούν από 2 δάχτυλα, ενώ η λίστα των αρνητικών είναι πολύ μεγάλη. Μιλάμε για τις πολιτικές που δημιούργησαν και παρόξυναν την κοινωνική κρίση στην οποία έχουμε βυθιστεί. Θα ήταν σοβαρό λάθος να ταυτίσουμε την αποσπασματική και διστακτική «μη-συμμετοχή» στην ψηφοφορία εμπιστοσύνης της Γερουσίας στον Ντράγκι, με την επιλογή ανοίγματος ενός νέου δρόμου αντιπολίτευσης κι «αγώνα», όπως θέλουν να «πιστεύουν» ή να «αυταπατώνται» κάποιοι στην Αριστερά.
Η Unione Popolare (Λαϊκή Ενότητα)
Ένα εναλλακτικό κοινωνικό και δημοκρατικό πρόγραμμα, συνδυασμένο με την επιθυμία να ανοικοδομηθούν οι αγώνες των καταπιεσμένων, θέλουν να υπερασπιστούν και να παρουσιάσουν σε αυτές τις εκλογές οι δυνάμεις που ενώθηκαν στο ψηφοδέλτιο της Λαϊκής Ενότητας (Unione Popolare).
Πρόκειται για την Potere al Popolo (Εξουσία στο Λαό), τη Rifondazione Comunista (Κομμουνιστική Επανίδρυση), τους βουλευτές του ManifestA (μια διάσπαση 4 βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα του Κ5Α) και το Κίνημα DeMa του Ντε Ματζίστρις (δυο φορές εκλεγμένος δήμαρχος Νάπολης).
Η δημιουργία αυτού του ψηφοδελτίου χαρακτηρίστηκε από κάποιους περιορισμούς, με πρώτη την ανικανότητα ή απροθυμία να ανοιχτεί σε ένα μεγαλύτερο αριθμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Υπήρξαν κάποιες τακτικές ασάφειες, οι οποίες όμως είχαν σοβαρές πολιτικές συνέπειες, όπως η επιδίωξη διαμόρφωσης ενός πολιτικού πόλου με το Κ5Α, μια δομικά διαταξική δύναμη. Υπήρξε επίσης η επιλογή να μπει στο σύμβολο του ψηφοδελτίου και ένα όνομα προσώπου [ο τίτλος είναι «Λαϊκή Ενότητα - με τον Ντε Ματζίστρις»], που παρουσιάστηκε ως μια εκλογική τακτική που εξασφαλίζει μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα, αλλά που είναι μια επιλογή η οποία έχει πάντα τον κίνδυνο να συμβάλει στην προσωποποίηση της πολιτικής την οποία επιθυμεί το κυρίαρχο σύστημα. Τέλος, έχει διακηρύξει ότι φιλοδοξεί να γίνει δύναμη διακυβέρνησης και ότι είναι πρόθυμη να διαμορφώσει συμμαχίες στο μέλλον, πράγματα που μόνο ασάφεια και σύγχυση τρέφουν ως προς την κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει.
Σε ό,τι μας αφορά, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαίο να την υποστηρίξουμε και να επιδιώξουμε -στο μέτρο του εφικτού- την κοινή προσπάθεια για την οικοδόμηση μιας πολιτικής εναλλακτικής, η οποία πρέπει πάντα να έχει έναν καθαρό ταξικό προσανατολισμό. Θέλαμε εδώ να υπενθυμίσουμε την κριτική μας άποψη για αυτόν το σχηματισμό, όπως την είχαμε διατυπώσει και τις προηγούμενες εβδομάδες. Ωστόσο αυτή δεν μας εμποδίζει να δώσουμε εκλογική στήριξη στο ψηφοδέλτιό του. Πρόκειται πραγματικά για το μοναδικό ψηφοδέλτιο που έχει μια εναλλακτική προοπτική σε σχέση με το υπάρχον κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο. Σε αντίθεση με τα ψηφοδέλτια της Ιταλικής Αριστεράς και των Πρασίνων, τα οποία έχουν υποταχθεί πλήρως στο PD, στο βαθμό που καταπίνουν χωρίς κανένα πρόβλημα το πρόγραμμα του Κοταρέλι (υπεύθυνος για περικοπές στις δημόσιες δαπάνες), μια φυσική συνέχεια του προγράμματος του Ντράγκι.
Δεν είναι σύμπτωση ότι υπάρχει μιντιακή σιωπή για την Unione Popolare μέχρι τώρα. Καλύτερα να μην μιλάμε για αυτήν, καλύτερα να μην συγκεντρώσει τις αναγκαίες υπογραφές για να συμμετέχει στις εκλογές. Πραγματικά, η Unione Popolare έχει την ανάγκη -σε αντίθεση με όλους τους άλλους σχηματισμούς, μικρούς ή μεγάλους- να συγκεντρώσει αρκετές δεκάδες χιλιάδες υπογραφές σε πολύ λίγες μέρες. Αυτό οφείλεται στην πολιτικά αλλά και συνταγματικά αμφιλεγόμενη πρακτική των Ματαρέλα και Ντράγκι, που οργάνωσαν τόσο σύντομα τις εκλογές. Το έπραξαν σε περίοδο διακοπών, όταν υπάρχουν αυτοί που μπορούν να κινηθούν άνετα λόγω των μιντιακών εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους και οι άλλοι, οι δυνάμεις της Αριστεράς, που πρέπει να δράσουν από τα κάτω σε μια χρονική περίοδο που τα εργοστάσια και οι χώροι δουλειάς είναι κλειστά για τις ιερές διακοπές των εργατών-τριών. Είναι μια απόπειρα να γίνει εξαιρετικά δύσκολη η άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Είναι υπόθεση όλων μας να εγγυηθούμε αυτό το στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα τις ερχόμενες μέρες καλώντας τους ανθρώπους να υπογράψουν για τα ψηφοδέλτια της Unione Popolare [Τελικά η UP κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις αναγκαίες υπογραφές για να συμμετέχει στις εκλογές].