Βρίσκοντας τον προσανατολισμό μας σε ένα νέο τοπίο

Εισαγωγή

Έχουν περάσει εφτά μήνες από τότε που η Τερέζα Μέι προκήρυξε εκλογές με στόχο να αυξήσει την πλειοψηφία του κόμματός της και η «Daily Mail» κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο «Διαλύστε τους σαμποτέρ». Εκείνη η άνοιξη μοιάζει βγαλμένη από έναν άλλο κόσμο, όσον αφορά την κοινοβουλευτική πολιτική σκηνή. Έπειτα από τα καταστροφικά εκλογικά αποτελέσματα της Μέι, οι Συντηρητικοί απέχουν πολύ από την ανάκαμψη: έχουν παγιδευτεί στη δίνη του κυκλώνα, σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο εδώ και δεκαετίες, μια καταστροφή για την οποία δεν έχουν κάποια λύση. Η κυβέρνηση των Συντηρητικών είναι τόσο ακραία διχασμένη και αναποτελεσματική, ώστε κομμάτια της άρχουσας τάξης κάνουν βήματα που κανείς δεν θα φανταζόταν τον Απρίλιο – όχι μόνο αρχίζουν να συμβιβάζονται με την ιδέα μιας μελλοντικής κυβέρνησης Κόρμπιν, αλλά φαίνεται να την προτιμούν από αυτήν της Μέι. Η Αριστερά πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται πώς να απαντήσει σε αυτήν τη σημαντική μετατόπιση της πολικής κατάστασης.

Η «τέλεια καταιγίδα» των Συντηρητικών

Κάθε μέρα προκύπτει και ένα καινούργιο καυτό θέμα για την κυβέρνηση των Συντηρητικών. Στον «Observer» της 19ης Νοεμβρίου αποκαλύφθηκε ότι το μισό εκλογικό σώμα πιστεύει πως ο Μπόρις Τζόνσον δεν κάνει για υπουργός Εξωτερικών, ενώ πριν από το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο Φιλ Χάμοντ δήλωνε στον Άντριου Μαρ του BBC ότι δεν υπάρχουν άνεργοι στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου η Μέι έχασε δύο μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Οι έρευνες συνεχίζονται σχετικά με την «ακραία πορνογραφία» στον υπολογιστή του Ντέμιεν Γκριν, που ήταν ουσιαστικά ο «Νο 2» της κυβέρνησης. Λίγο πριν από την κατάθεση του φθινοπωρινού προϋπολογισμού [ΣτΜ: το λεγόμενο Autumn Statement. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο προϋπολογισμός κατατίθεται την άνοιξη και επικαιροποιείται το φθινόπωρο] οι Συντηρητικοί προέτρεπαν τον Χάμοντ να κάνει τολμηρές κινήσεις για να αποκατασταθεί η δημοτικότητα του κόμματος – αλλά οι κινήσεις του σχετικά με τα τέλη χαρτοσήμου, την προετοιμασία του Brexit και το NΗS (Εθνικό Σύστημα Υγείας) δεν αρκούν για να σταματήσουν τα πυρά που δέχεται από κάθε κατεύθυνση μέσα σε ένα βαθιά διχασμένο κόμμα. Άλλωστε, έχει περάσει μόλις μία εβδομάδα απ’ όταν διέρρευσε ότι ο Τζόνσον και ο Γκόουβ έστειλαν επιστολή στη Μέι ζητώντας πιο σκληρό Brexit – μια όχι και τόσο καλυμμένη επίθεση στον Χάμοντ.

Φαίνεται ξεκάθαρα ότι η Μέι είναι ακατάλληλη για πρωθυπουργός, αλλά αν αποχωρήσει τώρα, θα ακολουθήσουν εσωκομματικές εκλογές οι οποίες θα αποκαλύψουν ακόμα περισσότερο το διχασμό στο κόμμα της και θα τον μεγεθύνουν. Η κυβέρνησή της έχει χάσει εφτά ψηφοφορίες στη Βουλή των Κοινοτήτων μόνο τους δύο τελευταίους μήνες – η Θάτσερ είχε χάσει τέσσερις φορές σε έντεκα χρόνια και ο Μπλερ τέσσερις φορές σε δέκα χρόνια.

Το μόνο πλησιέστερο με το οποίο θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί η κατάσταση είναι η κυβέρνηση των Συντηρητικών επί Τζον Μέιτζορ, ο οποίος είχε διαδεχτεί τη Θάτσερ το 1990. Αμέσως μετά τη νίκη του στις βουλευτικές εκλογές το 1992, ο Μέιτζορ υπέστη δύο μεγάλα πλήγματα. Τη Μαύρη Τετάρτη, όταν η κυβέρνηση ξόδεψε δισεκατομμύρια σε μια μάταιη προσπάθεια να κρατήσει τη λίρα στο μηχανισμό ισοτιμιών (Exchange Rate Mechanism), τον προάγγελο του ευρώ. Επίσης, τεράστιες διαμαρτυρίες που ξέσπασαν ως απάντηση στην απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει τα περισσότερα βρετανικά ανθρακωρυχεία. Η φήμη των Συντηρητικών για την ικανότητά τους να διαχειρίζονται την οικονομία καταστράφηκε, όπως και η δημοτικότητά τους, ωστόσο η κυβέρνηση Μέιτζορ επιβίωσε –αν και διχασμένη στο ζήτημα της Ευρώπης και κλονισμένη από σεξουαλικά σκάνδαλα– μέχρι την άνοιξη του 1997, που ο Μπλερ πέτυχε μια σαρωτική νίκη για τους Εργατικούς.

Θα μπορούσε η Μέι να συνεχίσει στην κυβέρνηση με παρόμοιο τρόπο, ελπίζοντας ότι θα βελτιωθούν κάπως τα πράγματα; Η αλήθεια είναι ότι έχουν συμβεί τόσο πολλά αναπάντεχα γεγονότα τους τελευταίους μήνες, που αν κάποιος θέλει να προβλέψει το μέλλον πρέπει να το κάνει με μεγάλη προσοχή. Ωστόσο, είναι δύσκολο να τη φανταστούμε να συνεχίζει να ηγείται μιας νεκροζώντανης κυβέρνησης-ζόμπι μέχρι το 2022, γιατί η κατάστασή της είναι χειρότερη από του Μέιτζορ για δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος είναι το Brexit. Δεκαοχτώ μήνες από το δημοψήφισμα και πάνω από έξι μήνες από τότε που η Μέι ενεργοποίησε το Άρθρο 50, δεν έχουν υπάρξει σημαντικές εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις της Βρετανίας με την ΕΕ. Με την αβεβαιότητα για το μέλλον τους στο Λονδίνο να πλανάται, οι τράπεζες προετοιμάζονται να φύγουν: η Goldman Sachs νοίκιασε οχτώ ορόφους σε ένα νέο συγκρότημα γραφείων στη Φρανκφούρτη, σε μια περιοχή όπου η πολύ αυξημένη ζήτηση οδηγεί τις τιμές ενοικίασης γραφείων σε ιστορικά ρεκόρ. Η Τράπεζα της Αγγλίας δηλώνει ότι μια μεταβατική συμφωνία με την ΕΕ που θα αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν μπορεί να καθυστερήσει πολύ μετά τα Χριστούγεννα. Οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αντιστοιχούν στο 7% της βρετανικής οικονομίας και απασχολούν ένα εκατομμύριο ανθρώπους, οπότε η Μέι επιβάλλεται να λύσει το ζήτημα.

Ωστόσο, οι Συντηρητικοί πρέπει να ικανοποιήσουν αντικρουόμενα αιτήματα. Οι περισσότεροι Βρετανοί βιομήχανοι ήταν ενάντια στο Brexit εξαρχής, και θα προτιμούσαν μια εκδοχή με τις λιγότερες δυνατές αλλαγές, όπως και μια μακρά μεταβατική περίοδο που θα μεταθέτει τις όποιες αλλαγές στο μέλλον. Ωστόσο, πολλοί από τους ψηφοφόρους των Συντηρητικών είναι νοσταλγοί εθνικιστές σαν αυτούς του UKIP, ένθερμοι υποστηρικτές του Brexit που πιστεύουν ότι θα μεταμορφώσει τη Βρετανία, και αντίθετοι σε όποια προσπάθεια καθυστέρησης ή συμβιβασμού. Ακόμα κι αν οι Συντηρητικοί ήταν ενωμένοι, η διαπραγμάτευση με μια εχθρική ΕΕ θα ήταν από μόνη της δύσκολη – ωστόσο, τα διαφορετικά συμφέροντα αυτών των δύο ομάδων, τα οποία αντανακλώνται στο διχασμό στους Συντηρητικούς βουλευτές, κάνουν αδύνατη τη χάραξη συνεπούς στρατηγικής από την πλευρά της Μέι. Με το υπουργικό συμβούλιο διχασμένο ανάμεσα στον Χάμοντ από τη μια και τον Τζόνσον από την άλλη, δεν διαφαίνεται το πώς οι Συντηρητικοί θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το Brexit επιτυχημένα.

Ο δεύτερος λόγος που κάνει δύσκολο το σενάριο να εξαντλήσει η Μέι τη θητεία της είναι η λιτότητα. Ο Τζορτζ Όσμπορν, ανακοινώνοντας τον πρώτο προϋπολογισμό του 2010, προέβλεπε ότι ο προϋπολογισμός θα είχε ισοσκελιστεί και η λιτότητα θα τελείωνε το 2015. Ωστόσο, δύο χρόνια μετά από αυτή την προθεσμία, η λιτότητα φαίνεται ότι θα συνεχίζεται επ’ άπειρον. Πραγματικά, οι ζωές των περισσότερων ανθρώπων έχουν χειροτερέψει σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο εδώ και δεκαετίες. Παρ’ όλες τις επιθέσεις της Θάτσερ στην εργατική τάξη, οι μισθοί επί πρωθυπουργίας της συνέχιζαν να αυξάνονται, όπως έκαναν σχεδόν κάθε χρόνο από το 1975 μέχρι το 2009. Το πραγματικό ωρομίσθιο –μετά και τον υπολογισμό του πληθωρισμού– σχεδόν διπλασιάστηκε αυτή την περίοδο.

Ωστόσο, μετά το 2009 το ωρομίσθιο πρώτα έπεσε και έπειτα έμεινε σταθερό, αλλά ποτέ δεν επέστρεψε στην αυξητική τάση που χαρακτήριζε τα προηγούμενα 35 χρόνια. Αποδεικνύεται σε έρευνα ότι την τελευταία δεκαετία παρατηρείται η μικρότερη αύξηση μισθών που έχει υπάρξει τα τελευταία 200 χρόνια. Αυτή η παρακμή είναι ένας κομβικός παράγοντας πίσω από τις διαφορετικές πολιτικές τύχες της Θάτσερ και της Μέι. Όταν η Θάτσερ ισχυριζόταν ότι ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός θα οδηγούσε στην ευημερία της εργατικής τάξης, οι μέτριες αλλά σταθερές αυξήσεις των μισθών έπειθαν αρκετούς ανθρώπους ότι –σε αυτό τουλάχιστον– είχε δίκιο. Είτε με τις μισθολογικές αυξήσεις, είτε με μικρά έκτακτα κέρδη από την αγορά και επαναπώληση μετοχών των δημοσίων υπηρεσιών, είτε με την υπερηφάνεια της ιδιόκτητης κατοικίας, αγοράζοντας το σπίτι που παλιότερα σου παραχωρούσε ο δήμος, η Θάτσερ μπορούσε να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό της ότι ο καπιταλισμός θα βελτίωνε τις ζωές τον ανθρώπων. Η Μέι δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, και αυτή η οικονομική βάση ήταν βασική αιτία της εκλογικής της καταστροφής, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι –ειδικότερα οι νέοι, βασανισμένοι από τα φοιτητικά δάνεια και αδυνατώντας να αγοράσουν σπίτι– στράφηκαν στον Κόρμπιν.

Η άρχουσα τάξη βλέπει πιο θερμά τον Κόρμπιν

Ο Κόρμπιν εκμεταλλεύτηκε επιτυχώς τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα των Συντηρητικών και πέτυχε να αυξήσει σημαντικά την εκλογική επιρροή των Εργατικών τον Ιούνιο. Η εκλογή του ως ηγέτη των Εργατικών, η προεκλογική του εκστρατεία και η επιτυχία της είναι πολύ θετικές εξελίξεις. Βάζουν τέλος σε μια περίοδο που ξεκινά από την εκλογή του Κάμερον ως ηγέτη των Συντηρητικών το 2005 και κατά κάποιον τρόπο εκτείνεται ακόμα πιο πίσω – στην εκλογή του Μπλερ στην ηγεσία των Εργατικών το 1994. Σε όλη αυτή την περίοδο υπήρχε μεγάλος βαθμός συναίνεσης ανάμεσα σε όλα τα κόμματα της βουλής. Ήταν κοινά αποδεκτό ότι οι αγορές φέρνουν ευημερία, ότι η κρατική παρεμβατικότητα στην οικονομία πρέπει να περιοριστεί μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, και ότι ο ρόλος της Βρετανίας ως μικρού συμμάχου των ΗΠΑ θα πρέπει να δηλώνεται ξεκάθαρα μέσα από τη συμμετοχή σε όλους τους αμερικανικούς πολέμους, όσο παράλογοι κι αν είναι. Αν και οι προτάσεις του προεκλογικού προγράμματος των Εργατικών ήταν μετριοπαθείς ρεφορμιστικές –αν κριθούν σε ιστορική κλίμακα–, η επιτυχία του Κόρμπιν σημαίνει το τέλος αυτών των δεκαετιών συναίνεσης. Η πολιτική επιστρέφει, και πράγματι ο σοσιαλισμός συζητιέται πλέον ως μία από τις εναλλακτικές.

Ωστόσο, η εκλογική επιτυχία του Κόρμπιν έχει και πιο αντιφατικές επιπτώσεις, τόσο μέσα στους Εργατικούς όσο και στη σχέση των Εργατικών με την άρχουσα τάξη. Στο εσωτερικό των Εργατικών, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της ηγεσίας Κόρμπιν, πολλοί βουλευτές και δημοτικοί σύμβουλοι βρίσκονταν σε διαρκή ανοιχτή εξέγερση εναντίον του. Διαφωνούσαν με τις πολιτικές του θέσεις – αλλά η διαφωνία τους συνδεόταν άρρηκτα με την εκτίμησή τους ότι θα τους οδηγήσει σε βέβαιη εκλογική καταστροφή. Έτσι, τον αντιλαμβάνονταν ως εμπόδιο και στο να αλλάξουν την κοινωνία μέσα από τη βουλευτική τους παρέμβαση και στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία ως βουλευτών.

Τώρα που ο Κόρμπιν διαφαίνεται ως πιθανός νικητής στις εθνικές εκλογές, γίνεται δυνατό να βρεθεί περισσότερο κοινό έδαφος ανάμεσα σε αυτόν και όσους είναι δεξιότερά του. Σε αυτό το κοινό έδαφος βρίσκουμε π.χ. τον σκιώδη υπουργό Brexit, Κέιρ Στάρμερ, ένα ενθουσιώδη υποστηρικτή του «μαλακού» Brexit, το οποίο προτιμούν και οι επιχειρηματίες. Ή τη σκιώδη υπουργό Εξωτερικών Έμιλι Θόρνμπερι, μια ευχάριστη ως προσωπικότητα πολιτικό, η οποία όμως την προηγούμενη βδομάδα ήταν καλεσμένη της ομάδας Εργατικοί Φίλοι του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, και η οποία δήλωσε ότι ο Κόρμπιν υποστηρίζει τη λύση δύο κρατών στο Παλαιστινιακό ζήτημα και ότι είναι, με αυτή την έννοια, σιωνιστής.

Αν ένας λόγος που ο Κόρμπιν συνεργάζεται με τέτοιους ανθρώπους είναι η έλλειψη αρκετών αριστερών βουλευτών στους Εργατικούς προκειμένου να σχηματίσει με αυτούς σκιώδη κυβέρνηση, ένας άλλος είναι ότι σε όλη τη διάρκεια της θητείας του επιδιώκει να διαμορφώσει έναν «κοινό τόπο», να ενισχύσει την ενότητα του κόμματός του και να μειώσει την απομόνωσή του – μια στρατηγική που ξεκινάει από τότε που εκλέχθηκε ηγέτης των Εργατικών και είχε αποφασίσει ότι ο Χίλαρι Μπεν θα συνέχιζε να είναι σκιώδης υπουργός Εξωτερικών.

Ωστόσο, ακόμα πιο εντυπωσιακό από την ανάπτυξη κοινού εδάφους ανάμεσα στον Κόρμπιν και διάφορους βουλευτές των Εργατικών είναι το ότι υπάρχουν θετικές φωνές για μια κυβέρνηση Κόρμπιν - ΜακΝτόνελ από μέλη της βρετανικής άρχουσας τάξης. Σε ένα αξιοσημείωτο άρθρο του «Observer» το προηγούμενο Σαββατοκύριακο περιγράφεται η θετική υποδοχή που είχε η ομιλία του Κόρμπιν στο συνέδριο του CBI [ΣτΜ: ο βρετανικός ΣΕΒ] και υποστηρίζεται ότι, με τους Συντηρητικούς σε χάος, η σκιώδης κυβέρνηση των Εργατικών φαίνεται όλο και πιο πολύ να αποτελεί «πόλο σταθερότητας και τη βάση για μια κυβέρνηση σε αναμονή» στα μάτια αρκετών βιομηχάνων. Η δυνατότητα των Εργατικών να διαμορφώσουν συνεκτική στρατηγική για ένα ήπιο Brexit αναφέρεται ως κομβικό σημείο αυτής της θετικής αντιμετώπισης.

Ενώ οι βιομήχανοι βλέπουν όλο και πιο θετικά τους Εργατικούς, ο Κόρμπιν ολοκλήρωσε την ομιλία του λέγοντας ότι «εκτιμώ την καθημερινή σχέση που έχουμε με το CBI, όπως κάνει και ο Τζον ΜακΝτόνελ και άλλοι στην ομάδα μου. Και αναμένω να συνεργαστούμε στο μέλλον, όποτε κι αν έρθουν οι βουλευτικές εκλογές και βγούμε, ελπίζω, στην κυβέρνηση». Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι τα λόγια αυτά είναι δημόσια ρητορική και δεν αντανακλούν τις ίδιες τις απόψεις του Κόρμπιν. Ωστόσο, αρχίζει να διαμορφώνεται μια αντίληψη περί ταύτισης συμφερόντων –σίγουρα μερική και αντικρουόμενη, αλλά πραγματική– ανάμεσα στον Κόρμπιν, τους βουλευτές του Εργατικού Κόμματος στα δεξιά του (ίσως ακόμα και σκληροπυρηνικούς μπλερικούς) και τη βρετανική άρχουσα τάξη.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το να διαμορφώνεται κάποιο έδαφος συνεννόησης δεν είναι καλό; Σε τελική ανάλυση, μια μελλοντική κυβέρνηση Κόρμπιν θα είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει/συνδιαλέγεται καθημερινά και με τους Εργατικούς βουλευτές και με το CBI. Δεν θα ήταν καλύτερο ο Κόρμπιν και ο ΜακΝτόνελ να μην αντιμετωπίσουν την απόλυτη εχθρότητα όταν θα επιχειρήσουν να φορολογήσουν τους πλούσιους και να επανεθνικοποιήσουν τους σιδηροδρόμους για παράδειγμα; Δεν θα ήταν αυτό καλύτερο από τις ασταμάτητες επιθέσεις που σημάδεψαν την περίοδο από την εκλογή του Κόρμπιν ως ηγέτη των Εργατικών μέχρι τις εκλογές του 2017;

Ποια στρατηγική για την Αριστερά;

Το πρόβλημα με το να υιοθετήσει ο Κόρμπιν μια τέτοια στρατηγική που θα «ανταποκρίνεται» στην «εποικοδομητική» προσέγγιση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Εργατικών ή του CBI έγκειται στο ποιος έχει τη δύναμη σε μια τέτοια de facto συμμαχία. Δέκα μέρες μετά τις εκλογές, ο Κόρμπιν δήλωσε ότι οι Εργατικοί θα παραμείνουν σε «κατάσταση διαρκούς καμπάνιας». Αν εννοούσε το να συνεχιστούν και μετά τις εκλογές ο ενθουσιασμός και η συμμετοχή που χαρακτήρισαν την προεκλογική εκστρατεία, κάτι τέτοιο ήταν εξαρχής απίθανο να συμβεί: σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία σαν τη δική μας, ο βασικός τρόπος εμπλοκής των μαζών στην πολιτική είναι μέσα από τα εκλογικά παραβάν. Παρ’ όλα αυτά, οι Συντηρητικοί βρίσκονται σε κρίση και οι πολιτικές τους πλήττουν βάναυσα τον κόσμο – όπως στην περίπτωση της Ιλέιν Μοράλ, η οποία βρέθηκε νεκρή στο παγωμένο σπίτι της, φορώντας το παλτό και το κασκόλ της, γιατί δεν είχε χρήματα για θέρμανση. Υπάρχει και η ανάγκη και η ευκαιρία να πέσει η κυβέρνηση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αν ο Κόρμπιν έβγαινε έξω από τα συνηθισμένα όρια της εκλογοκεντρικής πολιτικής –οργανώνοντας συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που θα δήλωναν ότι οι Συντηρητικοί είναι ανίκανοι να κυβερνήσουν και έχουν χάσει τη λαϊκή νομιμοποίηση– θα μπορούσε να βρεθεί επικεφαλής ενός κινήματος που θα ενεργοποιούσε εκατομμύρια ανθρώπους, θα έκανε πραγματικά τη χώρα ακυβέρνητη και θα ανέτρεπε τους Συντηρητικούς.

Όσο πιο πολύ πάει προς μια τέτοια κατεύθυνση, του να γίνει πρωθυπουργός με αυτό τον τρόπο, ως επικεφαλής ενός λαϊκού κινήματος, τόσο πιο πολύ θα ισχυροποιήσει τη θέση του. Όσο πιο πολύ υποστηρίζεται από μια εκτεταμένη λαϊκή κινητοποίηση στην οποία θα εμπλέκονται όσο το δυνατόν περισσότερες ομάδες ανθρώπων, τόσο πιο ριζωμένη θα είναι η κυβέρνησή του και τόσο πιο πιθανό το να πραγματοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες υποστηρίζει.

Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση –το να δημιουργηθούν δίκτυα που να μπορούν να οργανώσουν μαζικές κινητοποιήσεις– φαίνεται ότι αποτελεί ολοένα και μικρότερη προτεραιότητα στην ατζέντα του Κόρμπιν και των γύρω του. Αντίθετα, η στρατηγική των Εργατικών είναι πολύ περισσότερο συμβατικά εκλογική – περιμένοντας τους Συντηρητικούς να εξαντληθούν και να καταρρεύσουν από μόνοι τους, ώστε η μόνη εναλλακτική να είναι η εξουσία να περάσει στους Εργατικούς. Για παράδειγμα, ο Σάιμον Χάνα, συγγραφέας ενός βιβλίου για την ιστορία της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών που θα εκδοθεί την άνοιξη, υπογράμμισε ότι ο τρόπος που το Μomentum περιγράφει τους στόχους του έχει αλλάξει τους τελευταίους δεκαοχτώ μήνες. Τον Ιούλιο του 2016, η διακήρυξή τους με τίτλο «Τι θέλει να κάνει το Μomentum;» έγραφε:

«Να οργανώσει δομές σε κάθε πόλη και χωριό για να διασφαλίσει την εκλογή ενός αριστερού Εργατικού Κόμματος σε όλα τα επίπεδα, και να δημιουργήσει ένα μαζικό κίνημα για πραγματικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς...».

Στην πιο πρόσφατη εκδοχή, οι συγκεκριμένες αναφορές σε ένα μαζικό κίνημα και μια κοινωνική αλλαγή αντικαθίστανται από τη δέσμευση:

«Να οργανωθούμε μέσα στις κοινότητες ανά τη χώρα για να προωθήσουμε το φιλόδοξο σχέδιο των Εργατικών για τη Βρετανία και να διασφαλίσουμε μια κυβέρνηση Εργατικών...».

Αυτή η εστίαση στον εκλογικισμό συνάδει και με την πρακτική του Μomentum – αυτό που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή από τις δράσεις του ήταν η εκλογική του καμπάνια και ειδικότερα η καινοτόμα αξιοποίηση των social media.

Αν η αριστερή πτέρυγα των Εργατικών δεν εστιάζει στο χτίσιμο ενός μαζικού κινήματος έξω από το κόμμα τους, φαίνεται επίσης ότι υπάρχει και έλλειψη οργάνωσης για το συντονισμό των αριστερών φωνών μέσα στις κομματικές δομές των Εργατικών, και για να συζητηθούν οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο Κόρμπιν ως πρωθυπουργός. Αν και το Μomentum παρουσιάζεται στα ΜΜΕ ως κομβικός οργανωτικός παράγοντας της «κορμπινικής» Αριστεράς, η έλλειψη δημοκρατίας που το χαρακτηρίζει έχει κάνει πολλούς ακτιβιστές να κρατούν κριτική στάση απέναντί του. Η εντύπωση που έχει ο εξωτερικός παρατηρητής του κόμματος είναι ότι υπάρχει ένα συνονθύλευμα από δίκτυα και ομάδες διαλόγου. Όμως υπάρχουν λίγες δομές –όπως συζητήσεις στο Διαδίκτυο, περιοδικά/ιστοσελίδες ή πανεθνικές οργανώσεις– όπου οι υποστηρικτές του Κόρμπιν στο Εργατικό Κόμμα να μπορούν να συζητήσουν τις προτεραιότητές τους και τα θεμελιώδη στρατηγικά ζητήματα, όπως αυτά που άνοιξε ο Τζον ΜακΝτόνελ στο Συνέδριο των Εργατικών – «Τι θα γίνει όταν ή αν μας επιτεθούν; Τι θα γίνει αν υπάρξει επίθεση στη λίρα και υποτίμησή της;».

Αυτή η έλλειψη συζήτησης σχετικά με τη στρατηγική μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε μια κυβέρνηση Κόρμπιν, η οποία πλέον είναι πολύ πιθανό να προκύψει μέσα στους επόμενους μήνες. Εκατομμύρια άνθρωποι επενδύουν τις ελπίδες τους στον Κόρμπιν, και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι έχει την πρόθεση να κάνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, ενώ κομμάτια της αστικής τάξης ίσως θεωρούν ότι μια συμφωνία με τον Κόρμπιν είναι τίμημα που αξίζει να πληρώσουν, την ίδια ώρα θα παλέψουν με νύχια και με δόντια για τους όρους της συμφωνίας αυτής. Και παράλληλα θα υπάρχουν άλλα κομμάτια της ίδιας τάξης, καθώς και τα δεξιά ΜΜΕ, που θα είναι εντελώς αντίθετα με μια τέτοια συμφωνία. Οπότε αναμένουμε ότι ο Κόρμπιν θα έχει να αντιμετωπίσει επιθέσεις από την πρώτη μέρα.

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να αναπτύξουμε στρατηγικές για εκείνη τη στιγμή. Οι οργανωμένες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι μικρές, τόσο μέσα όσο και έξω από τους Εργατικούς. Μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για να αναπτύξουμε δίκτυα που να μπορούν και να στηρίξουν μια κυβέρνηση Κόρμπιν αλλά και να την ελέγχουν αν αρχίσει να υποχωρεί στις τεράστιες πιέσεις που θα αντιμετωπίσει; Μπορούμε να εργαστούμε περισσότερο για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημερινή πολιτική κατάσταση και να συζητήσουμε το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να την αντιμετωπίσουμε; Πάνω απ’ όλα, μπορούμε να ενισχύσουμε την ενεργή συμμετοχή των δυνάμεων που στηρίζουν τον Κόρμπιν σε κινητοποιήσεις ή συζητήσεις, ώστε να εμπλέκονται περισσότερο ενεργά και να μην περιμένουν παθητικά να έρθουν οι αλλαγές από τα πάνω; Αυτά είναι τα νέα ζωτικής σημασίας καθήκοντα που μπαίνουν για όλους μας ύστερα από εφτά μήνες που άλλαξαν το πολιτικό πεδίο στη Βρετανία.

*O Colin Wilson είναι μέλος του RS21 στην Αγγλία. Το άρθρο γράφτηκε το Νοέμβρη του 2017.

Ετικέτες