Είναι γνωστό ότι ο σχεδιασμός του επιτελείου του Μητσοτάκη ήταν να καταφύγει, μόλις μια «χαλάρωση» της πανδημίας θα το επέτρεπε, σε εκλογές με στόχο μια καταγραφή άνετης πολιτικής υπεροχής της ΝΔ.
Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα να ξεπεραστεί το «εμπόδιο» της απλής αναλογικής, με την άμεση καταφυγή σε νέες κάλπες, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και το σχηματισμό μιας καινούργιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ. Με ορίζοντα μια πρόσθετη τετραετία, όπου θα κυριαρχεί η δυνατότητα διανομής των κονδυλίων των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, αλλά και οι ευκολότερες συνθήκες της χιλιοτραγουδισμένης «ανάκαμψης», η οποία μάλιστα αναμένεται να πάρει, τάχα, εκρηκτικές διαστάσεις (σενάριο «ριμπάουντ», μετά τη βύθιση στα χαμηλά του 2020).
Αυτό το σενάριο είχε και έχει μια βασική προϋπόθεση: ότι η ΝΔ όχι απλώς παραμένει πρώτο κόμμα, αλλά ότι παραμένει πρώτο κόμμα με τη δυνατότητα να συγκεντρώνει σε επαναληπτικές εκλογές ποσοστό σχηματισμού αυτοδυναμίας. Που σημαίνει ότι οι απώλειες επιρροής του κόμματος του Μητσοτάκη πρέπει να περιοριστούν σε ένα επίπεδο αποδεκτής και αφομοιώσιμης «φθοράς», γιατί αν το ξεπεράσουν ακυρώνουν όλο το πολιτικό σχέδιο και ανοίγουν τελείως διαφορετικές αναζητήσεις ως προς τις πολιτικές/κυβερνητικές προοπτικές.
Στο τελευταίο χρονικό διάστημα, αυτή η πορεία αρχίζει να μοιάζει με ακροβασία πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, που μάλιστα τραντάζεται από σημαντικά γεγονότα και από ακόμα πιο σημαντικές σκοτεινές προοπτικές.
Το δείχνουν ήδη οι «ποιοτικές» μετρήσεις σε όλες τις συστημικές δημοσκοπήσεις.
Η πανδημία βρίσκεται στο πιο επικίνδυνο σημείο του «μεσοδιαστήματος» αντιμετώπισης του τρίτου κύματος. Που χτυπά πλέον τις πυκνοκατοικημένες περιοχές όπως η Αττική, αλλά και όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας, οδηγώντας τα δημόσια νοσοκομεία σε υπερφόρτωση και σε συνθήκες «πολεμικής ιατρικής». Αυτό οδηγεί στη δυσφορία ενός μεγάλου τμήματος ανθρώπων, που καταγράφεται ως «κριτική από αριστερά». Είναι η οργή όσων κατανοούν ότι ο Μητσοτάκης άφησε τα νοσοκομεία και τους νοσηλευτικούς χωρίς την αναγκαία ενίσχυση και ότι η δογματική προσήλωση της ΝΔ στην άρνηση της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων ισοδυναμεί με πολλαπλασιασμό του κινδύνου για το κοινωνικό σύνολο. Όμως η πολιτική της ΝΔ πιέζεται και από τμήματα της προνομιακής εκλογικής βάσης της: πέρα από την εύλογη γενική κόπωση της κοινωνίας από το παρατεταμένο lockdown, η διαβόητη «μεσαία τάξη» αρχίζει να πιέζει για «να ανοίξουν οι δουλειές» παρόλο τον αυξημένο υγειονομικό κίνδυνο. Αυτό τροφοδοτεί τις υποσχέσεις των κυβερνητικών για σύντομο «άνοιγμα» του εμπορίου, της εστίασης, των μετακινήσεων, ακόμα και των κατώτερων βαθμίδων του αθλητισμού, ενώ είναι γνωστό ότι δεν έχει γίνει τίποτα που να προετοιμάζει αυτό το άνοιγμα με στοιχειώδη ασφάλεια. Αν η πανδημία εξελιχθεί (όπως προειδοποιούν οι επιδημιολόγοι) αρνητικά, αν οι σκληρές εμπειρίες από τα νοσοκομεία γενικευτούν, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως σφυρί σε βάρος της γενικής κυβερνητικής επιρροής. Πάντως ήδη οι πλειοψηφικές «θετικές γνώμες» σχετικά με το χειρισμό της πανδημίας είναι παρελθόν. Ειδικά στις δυναμικές παραγωγικές ηλικίες (από 17 ως 44) οι αρνητικές γνώμες σχετικά με την υγεία είναι πλειοψηφικές κατά 55%, ενώ στους νεότερους (17 ως 34) εκτοξεύονται στο 66%.
Στη (φιλοκυβερνητική) μέτρηση της Metron Analysis, η γενική αξιολόγηση της κυβέρνησης εμφανίζεται συνολικά αντεστραμμένη: οι θετικές γνώμες από 63% (το Σεπτέμβρη του ’20) βυθίζονται στο 40% (Μάρτης του ’21), ενώ οι αρνητικές γνώμες από το 25% εκτινάσσονται, στο ίδιο διάστημα, στο 53%...
Χειρότερα είναι τα πράγματα για την κυβέρνηση στο νεολαιίστικο κομμάτι του πληθυσμού. Οι δημοσκοπήσεις εντοπίζουν ένα τεράστιο ποσοστό (κοντά στο 70%!) στις ηλικίες 17-34 χρονών, που επικρότησε τις αντιστάσεις στην κυβερνητική πολιτική, χαρακτηρίζοντας «θετικά και δικαιολογημένα» γεγονότα τις διαδηλώσεις όπως της Νέας Σμύρνης ή της αντίστασης στα πανεπιστήμια.
Είναι μια καινούργια κατάσταση, τελείως διαφορετική από την ανάλογη του 2020 και κυρίως του 2019.
Φεύγοντας από τις στατιστικές και επιστρέφοντας στην πολιτική συζήτηση και πρόβλεψη των εξελίξεων, τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα.
Το οικονομικό «ριμπάουντ» όχι μόνο δεν είναι δεδομένο, αλλά για όποιον σκέφτεται σοβαρά είναι απίθανο. Ακόμα και χωρίς να συμβεί κάποιο «εμβληματικό» αρνητικό γεγονός, το άθροισμα του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους που υπολογίζεται κοντά στο 360% του ΑΕΠ, οδηγεί πιθανότατα σε ένα νέο γενικευμένο «μνημόνιο 4» και μια νέα αυστηρή «επιτήρηση», παρά σε ένα νέο ανθόσπαρτο «ενάρετο κύκλο».
Στα ελληνοτουρκικά, οι διεθνείς εξελίξεις αλλά και οι ντόπιες καθεστωτικές κινήσεις, δείχνουν ότι έρχεται η ώρα για ουσιαστικές, αλλά και «δύσκολες» αποφάσεις. Για τις οποίες το σύνολο του πολιτικού δυναμικού, αλλά ακόμα και το κόμμα της Δεξιάς, δεν είναι έτοιμα και όλα δείχνουν ότι θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα συνοχής.
Η μελέτη του Σ. Ρομπόλη αναδεικνύει μια εφιαλτική προοπτική, με ανεργία στο 29% στα τέλη του 2021. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο νεοφιλελεύθερος αντιμεταρρυθμιστικός οίστρος του Χατζηδάκη (με νομοσχέδια για το ασφαλιστικό, τις εργασιακές σχέσεις, τα συνδικάτα κ.ά.) μπορεί να προκαλέσει ανάφλεξη. Ακόμα και «αποστασιοποιημένα» στελέχη της Δεξιάς καλούν με την αρθρογραφία τους τις ηγεσίες των κομμάτων να συνυπολογίζουν πλέον στις προβλέψεις τους τον παράγοντα «κοινωνική έκρηξη».
Στο περιβάλλον του Μητσοτάκη αντιδρούν με πληρωμένα δημοσιεύματα που λειτουργούν ως ενέσεις αισιοδοξίας. Κυρίως όμως στηρίζονται στη διαπίστωση ότι οι απώλειες της ΝΔ δεν μετακομίζουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι δημοσκοπικά ακριβές. Αλλά είναι μικρή παρηγοριά. Γιατί η ηγεσία της ΝΔ οφείλει να συγκεντρώνει επιρροή πολιτικής αυτοδυναμίας. Αλλιώς θα ανοίξουν σταδιακά τα σενάρια κυβερνήσεων «ειδικού σκοπού’ ή «έκτακτης ανάγκης», ή «ευρύτερων συνεργασιών» κ.ο.κ., όπου ο ρόλος του Μητσοτάκη δεν θα είναι πλέον εγγυημένος. Η «ιταλοποίηση» δεν αφορά υποχρεωτικά μόνο την Αριστερά, μπορεί να αφορά και τη Δεξιά (όπως δείχνει άλλωστε και η γειτονική χώρα). Είναι ενδεικτικό ότι στο χώρο της δεξιάς παραφιλολογίας πληθαίνουν οι αναφορές στον Κ. Καραμανλή και στον Αντ. Σαμαρά, αλλά και οι «υπενθυμίσεις» για τον εφεδρικό μεταβατικό ρόλο που μπορούν να παίξουν –αν καταστεί αναγκαίο– στελέχη όπως ο Β. Μεϊμαράκης, ο Δ. Αβραμόπουλος κ.ά Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν απίθανα, αλλά η ιστορία των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων δείχνει ότι «δεν έχουν αδιέξοδα». Οι συνθήκες της πολιτικής ηγεμονίας του Μητσοτάκη είναι παρούσες, αλλά η πραγματικότητα τις διαβρώνει και η συγκυρία έχει πολλούς «επιταχυντές» που μπορούν πραγματικά να την κάνουν κομμάτια και θρύψαλλα.
Το στοίχημα είναι αν αυτό θα γίνει από τα αριστερά, δηλαδή αν θα συνδυαστεί με κατακτήσεις για τον κόσμο της εργασίας και της νεολαίας που θα βελτιώνουν το σημερινό άθλιο συσχετισμό. Σε αυτό θα πρέπει να συγκεντρώσουν την προσοχή τους οι κινηματικές και πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, χωρίς να ξεχνούν ότι πέρα από τα δικά μας προβλήματα, παραμένουν πάντα σημαντικά και τα προβλήματα των αντιπάλων μας.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά