Μετά την αναστολή της ηρωικής απεργίας διαρκείας των σιδηροδρομικών

Στα μέσα προς τέλη Γενάρη, οι γενικές συνελεύσεις των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους αποφάσισαν η μία μετά την άλλη την αναστολή της απεργίας διαρκείας. Πήρε έτσι τέλος μια απεργία που υπήρξε υποδειγματική ως προς τη δημοκρατική της οργάνωση, την ενότητα των απεργών και τη μαχητικότητά της, που ηρωικά άντεξε επί ενάμιση μήνα, ως η πιο μακροχρόνια κλαδική απεργία στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας.

Η συγκινητική μαζική ανταπόκριση στις εκκλήσεις για στήριξη των απεργιακών ταμείων δεν αρκούσε για να αντιμετωπίσει την οικονομική εξάντληση των απεργών, που βρίσκονταν σε κινητοποίηση από τις 5 Δεκέμβρη. Αλλά το οικονομικό βάρος ήρθε να προστεθεί και στη «μοναξιά» των σιδηροδρομικών (τουλάχιστον όσον αφορά την καθημερινά ανανεούμενη απεργία διαρκείας).

Οι σιδηροδρομικοί δεν μπήκαν σε αυτή την παρατεταμένη δράση, πιστεύοντας ότι έτσι θα κερδίσουν. Λειτούργησαν συνειδητά ως «πρωτοπορία» –με την κυριολεκτική «στρατιωτική» έννοια του όρου– ως το απόσπασμα που βγαίνει στην πρώτη γραμμή της μάχης, για να υποστηρίξει με τη δράση του την προέλαση του υπόλοιπου στρατεύματος.

Η παράταση της απεργίας τους είχε ως στόχο να δώσει χρόνο στους υπόλοιπους κλάδους να πράξουν το ίδιο. Στις μέρες γενικών απεργιών («πανεθνικές μέρες δράσεις»), που κατέβαζαν εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους, η έκκληση ήταν πάντα ίδια: «δεν μπορούμε να κερδίσουμε, αν όλοι αυτοί που απεργούν σήμερα, επιστρέψουν αύριο στη δουλειά τους, τους χρειαζόμαστε και αύριο». Αυτό το στοίχημα δεν κερδήθηκε σε αυτές τις πρώτες εβδομάδες της αντιπαράθεσης, οπότε οι σιδηροδρομικοί έκαναν μια υποχώρηση, αν και εξακολουθούν να ανταποκρίνονται μαζικά στα «κεντρικά» απεργιακά καλέσματα των γενικών συνομοσπονδιών.   

Αν και χάθηκε αυτή η ευκαιρία που δημιουργούσε η δράση ενός καθοριστικού κλάδου, το μέτωπο της αντιπαράθεσης με τον Μακρόν παραμένει ενεργό. Τα συνδικάτα, που στέκονται ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, δηλώνουν ότι ο αγώνας συνεχίζεται, ενώ ούτε οι ίδιοι οι σιδηροδρομικοί δεν δηλώνουν «ηττημένοι». Αυτό αντανακλάται και έμπρακτα. Η «διασυνδικαλιστική» συνεχίζει να οργανώνει πανεθνικές μέρες δράσης (24 Γενάρη, 29 Γενάρη, 6 Φλεβάρη) και η ανταπόκριση των εργαζομένων συνεχίζει να είναι μαζική. 

Στο μεταξύ διαφαίνονται δυνατότητες να «πάρουν τη σημαία του αγώνα» άλλοι κλάδοι ή κοινωνικές δυνάμεις από τα χέρια των εργαζομένων σε μετρό και τρένα. Η αστική αρθρογραφία ήδη σχολιάζει ότι «με τα τρένα να λειτουργούν, τα φώτα πέφτουν στην ενέργεια». Η κυβέρνηση ήδη εξαπολύει σε αυτόν τον κλάδο τις πιο χυδαίες επιθέσεις της («εξτρεμιστές» κ.ο.κ.).

Οι εργαζόμενοι στην ενέργεια βρίσκονταν κι αυτοί σε παρατεταμένη κινητοποίηση –αλλά όχι σε γενικευμένη καθημερινή βάση κι όχι με «πλήρη ένταση» (συνειδητά δεν είχε «μπλοκαριστεί» συνολικά η λειτουργία). Με την υποχώρηση των σιδηροδρομικών, φαίνεται ότι αρχίζουν μια –εξαιρετικά στοχευμένη– κλιμάκωση: Κόβουν το ρεύμα σε επιχειρήσεις, βυθίζουν στο σκοτάδι εκδηλώσεις με καλεσμένους υπουργούς, αποκαθιστούν την πλήρη ηλεκτροδότηση φτωχών νοικοκυριών, που βρίσκονται σε «καθεστώς περιορισμένης πρόσβασης» λόγω χρεών, βυθίζουν στο σκοτάδι αστυνομικά τμήματα ως αντίποινα σε συλλήψεις απεργών.

Αυτή η δράση έχει προκαλέσει τη μήνη του Μακρόν και των απολογητών του, γιατί υπενθυμίζει μια μεγάλη αλήθεια, με την οποία καταλήγει η ανακοίνωση «ανάληψης ευθύνης» εκ μέρους των απεργών: «Εμείς δουλεύουμε, εμείς παράγουμε, εμείς αποφασίζουμε. Αντίσταση». Εκτός εργατικού κινήματος, είναι κρίσιμης σημασίας το γεγονός ότι έληξε η περίοδος των διακοπών σε σχολεία και σχολές: Στις 29 Γενάρη, λύκεια και πανεπιστήμια έκλεισαν για τη συμμετοχή στη συνδικαλιστική κινητοποίηση, όπου υπήρξε σημαντική συμμετοχή της νεολαίας. Το κάλεσμα για τις 6 Φλεβάρη απέκτησε κάποιες νέες υπογραφές στο πλευρό των εργατικών συνομοσπονδιών –αυτές των μεγαλύτερων φοιτητικών ενώσεων. Με κάποιες απεργίες-μποϊκοτάζ να έχουν ήδη αρχίσει σε κάποια λύκεια και πανεπιστήμια, μένει να φανεί αν η γαλλική νεολαία θα δείξει και πάλι το ιδιαίτερο αντανακλαστικό της να ρίχνεται με θέρμη στη μάχη, για να δώσει μια επιπλέον ώθηση, όταν βλέπει ότι ο εκάστοτε πρόεδρος αντιμετωπίζει μια σοβαρή πρόκληση από το εργατικό κίνημα.

Η αναζήτηση νέων «μπροστάρηδων» δεν συμβαίνει σε κενό. Η κοινωνική οργή παραμένει διάχυτη. Περιστασιακά, αποσπασματικά, μερικά, μια σειρά κλάδοι βρίσκονται σε αναβρασμό. Εργαζόμενοι σε διυλιστήρια και σε λιμάνια, εκπαιδευτικοί, νοσηλευτικό προσωπικό, δικηγόροι, και σε κάποιες περιπτώσεις κομμάτια του ιδιωτικού τομέα (πχ σούπερ μάρκετ) συμμετέχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο κίνημα. Μια συμβολική δράση των δικηγόρων, όπου πέταξαν τις ρόμπες τους μπροστά σε υπουργό, βρίσκει ταχύτατα μιμητές με νοσοκομειακούς να πετάνε τις στολές τους, εκπαιδευτικούς να πετάνε βαλίτσες και τετράδια κ.ο.κ.

Παράλληλα, το απεργιακό κίνημα εξακολουθεί να κρατά ζωντανό το εξεγερτικό «πνεύμα» των Κίτρινων Γιλέκων: Οι υπουργοί δεν τολμούν να κυκλοφορήσουν, το Λούβρο ή η Εθνική Βιβλιοθήκη αποκλείονται, μπλόκα υψώνονται σε δρόμους ή σιδηροδρομικές γραμμές, δημοτικά συμβούλια διακόπτονται από καταληψίες. Οι μακρονικοί δήμαρχοι φέτος δεν έκοψαν βασιλόπιτες –ένας που τόλμησε, τράπηκε σε φυγή από δεκάδες απεργούς. Ένα κτίριο περιφερειακής διοίκησης είδε την είσοδό του χτισμένη με τούβλα κι ένα αστυνομικό τμήμα είδε την είσοδό του φραγμένη από δεμάτια άχυρα. Τα γραφεία των βουλευτών του Μακρόν έχουν γίνει στόχος των διαδηλωτών. Ο ίδιος ο Μακρόν τράπηκε σε φυγή, όταν επιχείρησε να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση. 

Αξίζει να σημειωθεί και το ευρύτερο κοινωνικό κλίμα. Η απόρριψη της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης παραμένει πλειοψηφική –και διευρύνεται, όσο περνά ο καιρός. Η υποστήριξη στις απεργίες (παρ’ όλες τις δυσκολίες) παραμένει πλειοψηφική. Αυτά τα γενικά ποσοστά (γύρω στο 60%) αυξάνονται πολύ περισσότερο στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Τέλος, εντυπωσιάζει το 70% που δηλώνει βέβαιο ότι οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν για αρκετό καιρό ακόμα. 

Ο Μακρόν έχει υποστεί μια πρώτη πολιτική ήττα, σε σχέση με τον αρχικό του σχεδιασμό. Επιχείρησε να πείσει ότι «βάζει τέλος στα συνταξιοδοτικά προνόμια» για να απομονώσει κοινωνικά τα συνδικάτα.  Υπολόγιζε ότι θα μπορούσε να τους καταφέρει ένα άμεσο συντριπτικό χτύπημα και ήθελε να χτίσει το προφίλ του «ατσαλάκωτου» για να κερδίσει την ολόθερμη στήριξη της άρχουσας τάξης.    

Απέτυχε προπαγανδιστικά –καθώς το περιεχόμενο της συνταξιοδοτικής του μεταρρύθμισης γίνεται όλο και πιο γνωστό και όλο και πιο απεχθές, ενώ ο αγώνας των συνδικάτων κερδίζει λαϊκή υποστήριξη. Ανακάλυψε ότι τα συνδικάτα έχουν ακόμα σθένος να οργανώσουν αντίσταση και βρέθηκε να είναι ο πρόεδρος της χώρας που αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη απεργιακή αναταραχή στην Ευρώπη εδώ και 2 μήνες, κοστίζοντας πολλά εκατομμύρια ευρώ στους εργοδότες. Για να αποφύγει τη γενίκευση του κινήματος, έχει υποχρεωθεί σε ελιγμούς και παραχωρήσεις (ηλικιακές εξαιρέσεις, κλαδικές εξαιρέσεις κ.ο.κ.) που μπορεί να μην αναιρούν τη μεγάλη ζημιά που θα υποστούν όλοι οι εργαζόμενοι από το νέο συνταξιοδοτικό, αλλά κάνουν ζημιά στο αλαζονικό προφίλ του «ατσαλάκωτου», που, τάχα, θα έβαζε τέλος στην «εποχή της διαπραγμάτευσης».

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει (και από τα πάνω) αντανακλώνται στο βούλευμα του Συμβουλίου του Κράτους, το ανώτατο συμβουλευτικό σώμα που γνωμοδοτεί επί των προτεινόμενων νόμων, το οποίο επικρίνει ένα «κακοσχεδιασμένο νομοσχέδιο», «με αμφιλεγόμενες οικονομικές προβλέψεις» για το οποίο «δεν είχε επαρκή χρόνο μελέτης». 

Η επόμενη δοκιμασία αφορά την έναρξη του διαλόγου με τα συνδικάτα όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδότησης. Η αναστολή της αύξησης από τα 62 στα 64 ήταν το «τυράκι» που αναζητούσε η μετριοπαθής CFDT για να αποσυρθεί από το κίνημα. Ήταν ένα μέτρο απολύτως ενδεικτικό για την αλαζονεία του Μακρόν –που ήθελε να αποστερήσει και τις πιο συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες ακόμα και από το δικαίωμα «να διαπραγματεύονται το βάρος της αλυσίδας». Για να διαρραγεί το απεργιακό μέτωπο, αποδέχτηκε την επιστροφή στην παραδοσιακή μέθοδο του «κοινωνικού διαλόγου». Αλλά ο «κοινωνικός διάλογος» θα είναι η ώρα της αλήθειας: Αποκλείοντας κάθε αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, η συζήτηση για την «αναζήτηση ισοδύναμων μέτρων» θα αποκαλύψει πικρά μέτρα και είτε η CFDT θα τα αποδεχτεί (ενώ ήδη αντιμετωπίζει την οργή τμήματος της βάση της για την ως τώρα στάση της) είτε θα υποχρεωθεί εκ νέου να ξαναμπεί στο κίνημα για να διασώσει τη φήμη της και την επιρροή της. 

Σε αυτό το φόντο, το νομοσχέδιο εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο και μπαίνει στη Βουλή προς συζήτηση μέσα στο Φλεβάρη. Είναι μια διαδικασία που έχει χρόνο μπροστά της, ενώ η Αριστερά επιχειρεί να την παρατείνει ακόμα περισσότερο. Οι βουλευτές της Ανυπότακτης Γαλλίας έχουν καταθέσει πάνω από 5.000(!) τροπολογίες, όλες με την πανομοιότυπη εισαγωγή «Διαφωνούμε με όλη τη μεταρρύθμιση και κάθε άρθρο της…». Το γαλλικό νομοθετικό σύστημα προβλέπει διαδικασίες «ξεκαθαρίσματος» προτεινόμενων τροπολογιών, που θα φτάσουν σε συζήτηση, αλλά αυτή η προσπάθεια «μποϊκοτάζ» (όπως καταγγέλλεται από τον εξοργισμένο αστικό Τύπο) είναι ενδεικτική της κατάστασης. 

Υπάρχει χρόνος για ανασύνταξη του απεργιακού κινήματος, μετά το πισωγύρισμα της υποχώρησης των σιδηροδρομικών, αλλά πρέπει να αξιοποιηθεί για τη διεύρυνσή του. Η κοινωνική διαθεσιμότητα υπάρχει καταρχήν. Πολλοί τηλε-σχολιαστές αναρωτιούνται για την επιμονή εκατοντάδων χιλιάδων «45αρηδων», που εξαιρούνται από τη μεταρρύθμιση, να διαδηλώνουν. Όπως είπαν οι χορεύτριες της Όπερας του Παρισιού (που εξαιρέθηκαν): «δεν θέλουμε να είμαστε η γενιά που θυσίασε την επόμενη».

Αυτό το πνεύμα γενίκευσε ο Μελανσόν, δηλώνοντας σε μια απεργιακή συγκέντρωση ότι «Αυτός ο αγώνας αφορά την κοινωνία στην οποία θέλουμε να ζούμε: αν θα είναι ο καθένας για τον εαυτό του ή αν θα είμαστε όλοι μαζί για όλους». Στην ανάγκη να εκφραστεί αυτό το πνεύμα μαζικά αναφέρθηκε ο Ολιβιέ Μπεζανσενό, προτείνοντας η επόμενη μέρα δράσης να αφορά μια πανεθνική «κάθοδο στο Παρίσι» απεργών από κάθε γωνιά της χώρας.    

Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση, έχει ήδη σημασία το ότι η μεταρρύθμιση-«ναυαρχίδα» του Μακρόν δεν ήταν ο αστραπιαίος «κοινωνικός θρίαμβος», στον οποίο υπολόγιζε. Ο Μακρόν βγαίνει με βαριά τραύματα. Ωστόσο, η τελική έκβαση θα έχει ασφαλώς σημασία. Το γαλλικό εργατικό κίνημα έχει καταφέρει ήδη να μετατρέψει μια πιθανή του νίκη σε «πύρρειο». Αλλά η «πύρρειος νίκη» του ενός, παραμένει ήττα του άλλου. Η έλλειψη προετοιμασίας (από το Σεπτέμβρη ή και νωρίτερα) σε μια σειρά κλάδους βάρυνε στην καθυστέρηση να πειστούν και να κινητοποιηθούν άλλοι κρίσιμοι κλάδοι (ενέργεια, αυτοκινητοβιομηχανίες, χημικές βιομηχανίες, δημόσιο), όταν οι σιδηροδρομικοί έβαζαν το ζήτημα μιας γενίκευσης της απεργίας διαρκείας επιτακτικά. Είναι ζητούμενο, αν αυτό μπορεί να γίνει κατορθωτό σήμερα –ειδικά καθώς όλη η έκρηξη αυτενέργειας που υποστηρίζει τις περισσότερες μαχητικές δράσεις, που περιγράψαμε παραπάνω, δεν έχει ακόμα αποκτήσει το «κύρος» να αμφισβητήσει την υπαρκτή συνδικαλιστική ηγεσία ως προς την έναρξη και τη λήξη των απεργιών. Όσο κουραστική κι αν γίνεται η διαρκής επανάληψη της ίδιας έκκλησης πολλών Γάλλων αγωνιστών από τις 5 Δεκέμβρη μέχρι σήμερα, παραμένει επιτακτική και το κλειδί: η απεργία πρέπει να γενικευτεί και να γίνει διαρκής…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες