O εγκλωβισμός στο δίπολο μεταξύ της νεομνημονιακής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και της ακραιφνούς ηγεσίας της ΝΔ, δεν εγκυμονεί τίποτα θετικό για τα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών τάξεων.
Μπαίνουμε στην τελική φάση της δραματικής περιόδου του Μνημονίου 3. Στη φάση κατά την οποία θα κριθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί δύναμης στην «επόμενη μέρα», μετά την τυπική λήξη του «προγράμματος» που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συμφώνησε με την ΕΕ και τους δανειστές τον Αύγουστο του 2015.
Είναι απαραίτητο να υπογραμμίσουμε ότι η λήξη του «προγράμματος», τον Αύγουστο του 2018, δεν σημαίνει λήξη των μνημονίων. Αντίθετα, όλοι οι αντιδραστικοί νόμοι και οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις των μνημονίων 1,2 και 3 θα παραμείνουν σε πλήρη ισχύ, μέχρις ότου ο κόσμος μας βρει τη δύναμη για να τους ανατρέψει. Επίσης, ο Αύγουστος του 2018 δεν σημαίνει κάποιο τέλος της «επιτήρησης»: αντίθετα η ασκούμενη κοινωνικο-οικονομική πολιτική στην Ελλάδα θα παραμείνει υπό την «επιτήρηση» του ESM και των «αγορών», τουλάχιστον ως το… 2060 (όπως ορίζει το Μνημόνιο 3 που υπέγραψε ο Αλ. Τσίπρας).
Είναι, ακόμα, απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι μέχρι τον Αύγουστο του 2018 υπάρχει ακόμα πολλή μνημονιακή δουλειά για να γίνει. Αυτό εννοεί ο Ντάισελμπλουμ όταν χαιρετίζει μεν τη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπογραμμίζει, επίσης, ότι υπάρχει «μεγάλος όγκος μεταρρυθμιστικού έργου» που θα πρέπει να επιβληθεί.
Το επιτελείο του Αλ. Τσίπρα διατυμπανίζει την πρόθεση να ολοκληρώσει γρήγορα την 3η αξιολόγηση, ως προϋπόθεση για το χτίσιμο του δικού του success story. Δεν θα είναι τόσο εύκολη δουλειά. Η κυβέρνηση οφείλει να βρει τρόπο για να επιταχυνθούν οι πλειστηριασμοί, να συρρικνώσει τα επιδόματα που συνδέονται με το μισθό ή τις συντάξεις για να μειώσει τις δαπάνες χρηματοδότησής τους, να «αφομοιώσει» το κοινωνικό σοκ που επιφέρει η περικοπή των νέων συντάξεων με το νόμο Κατρούγκαλου και να αλλάξει το συνδικαλιστικό νόμο, καταργώντας τις προστασίες στα συνδικάτα και τα δικαιώματα για απεργιακή δράση που εμπεριείχε ο ν. 1264. Ίσως τίποτα δεν περιγράφει καλύτερα τον εκφυλισμό της ηγεσίας του
ΣΥΡΙΖΑ από τη δέσμευσή της να κατεδαφίσει την εργατική νομοθεσία που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου, κάτω από την πίεση του κύματος των εργατικών αγώνων της Μεταπολίτευσης.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση οφείλει να πατήσει γκάζι στις ιδιωτικοποιήσεις, φτάνοντας στο «σκληρό πυρήνα» της ιδιωτικοποίησης στο ηλεκτρικό ρεύμα και στο νερό, δηλαδή σε κρίσιμα κοινωνικά αγαθά που καθορίζουν την καθημερινή ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αυτά τα σκληρά στοιχεία της πραγματικής πολιτικής δημιουργούν την τάση της αποσυσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και ενισχύουν τη μείωση της εκλογικής επιρροής του. Αυτά τα στοιχεία θα επιχειρεί να καλύψει το επιτελείο του Τσίπρα, πίσω από το μανδύα του επικοινωνιακού πολέμου, που ήδη έχει ξεκινήσει.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θα επιχειρεί να ισοφαρίσει ένα τμήμα των απωλειών της στις εργατικές και λαϊκές μάζες με κέρδη που υπολογίζει ότι θα έχει από τη βελτίωση των σχέσεών της με τμήματα της κυρίαρχης τάξης και τμήματα των ανώτερων μεσοστρωμάτων. Ο Τσίπρας φιλοτεχνεί την εικόνα ότι, αν και αποδείχθηκε ότι δεν ήταν «κόκκινος γάτος», μπορεί, όμως, να «πιάνει τα ποντίκια»: βαδίζει προς μια πολιτική αναμέτρηση με βασικό τον ισχυρισμό ότι μπόρεσε να επιβάλει ακραία αντικοινωνικά μέτρα, περιορίζοντας τις εργατικές και λαϊκές αντιδράσεις. Η προσπάθεια «εισπήδησης» στα εκλογικά ακροατήρια της Δεξιάς και του σοσιαλφιλελεύθερου κέντρου, αν και είναι η μόνη «δεξαμενή» στην οποία μπορεί να απευθυνθεί με ελπίδες κάποιες αποτελεσματικότητας η νεομνημονιακή συμμαχία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν αποτελεί βάση για ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Γιατί, για παράδειγμα, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στο μπλοκ της κυρίαρχης τάξης μάλλον συνιστούν ναρκοπέδιο παρά πεδίο ευκαιριών για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Που με το ένα χέρι θα μπορεί να μοιράζει «δουλειές» (όπως στα ΜΜΕ, όπως στα φιλέτα του Δημοσίου, όπως στους «κουλοχέρηδες» των VLT’s, όπως στις συμφωνίες για τα εξοπλιστικά κ.ο.κ.), όμως με το άλλο χέρι θα οφείλει να αποκρούει τα χτυπήματα των ανταγωνιστών των μελισσανοσαββίδηδων.
Με τούτα και με εκείνα, η κυβέρνηση πρέπει να πάρει τις αποφάσεις της μέσα στην άνοιξη του 2018. Είτε να πάει μέσα σε αυτόν το χρόνο σε μια εκλογική αναμέτρηση –ελπίζοντας σε μια περιορισμένων διαστάσεων ήττα– είτε να παραμείνει μέχρι τέλους στην καρέκλα της εξουσίας, βαδίζοντας προς μια εκλογική συντριβή. Γιατί το μνημόνιο 3 θέτει ως στόχο πλεόνασμα 3,5% για το 2018, οπότε στο τέλος αυτής της χρονιάς δεν θα υπάρχουν περιθώρια για success story. Γιατί το μνημόνιο 3 ορίζει ότι από την 1.1.2019 ενεργοποιείται ο «κόφτης» του νόμου Κατρούγκαλου για τις καταβαλλόμενες συντάξεις (κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς») και καταργείται το αφορολόγητο εισόδημα (απογειώνοντας τη φορολόγηση των λαϊκών νοικοκυριών).
Σε αυτήν την πορεία η ηγετική ομάδα Τσίπρα έχει ένα ακόμα δυσεπίλυτο πρόβλημα να αντιμετωπίσει: τη διατήρηση της συνοχής του κόμματός της. Στον περιλάλητο επερχόμενο ανασχηματισμό θα αναβαθμιστεί, λέει, η «ομάδα των νέων παιδιών» που –όπως ο Αλ. Τσίπρας– απέδειξαν ότι δεν έχουν ιδιαίτερες αναστολές στην άσκηση της μνημονιακής πολιτικής, αφού δεν χαρακτηρίζονται από «ιδεολογικές αγκυλώσεις». Όμως υπάρχει και η ομάδα των «παλιότερων παιδιών» (δεν είναι τυχαίο ότι στις «διαρροές» του Μαξίμου επανέρχεται η αιχμή κατά «του ΣΥΡΙΖΑ του 4%») που είχε την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να συνδυάσει ομαλά τη μνημονιακή πολιτική με μια κάποια αναφορά στην… Αριστερά, στις ιδέες και στις παραδόσεις της. Οι αιχμές που πρόσφατα διατυπώθηκαν δημοσίως για το μεταναστευτικό, για τους εξοπλισμούς, για κάποιες επιλογές στις ιδιωτικοποιήσεις, δείχνουν ότι η ένταση μεγεθύνεται και στο ενδεχόμενο που θα βαθύνουν τα πολιτικά αδιέξοδα, μπορεί να πάρει πιο απειλητικές διστάσεις.
Στην πραγματικότητα η μοναδική ελπίδα του Αλ. Τσίπρα βασίζεται στα προβλήματα ηγεσίας και συνοχής της ΝΔ. Στα προβλήματα που ήρθαν στην επιφάνεια με την ανάσχεση της πειστικότητας του Κυρ. Μητσοτάκη, με την επανενεργοποίηση του Α. Σαμαρά και τις διαρροές για τις επαφές του Κ. Καραμανλή (όπως τις «κρυφές» διαδοχικές συναντήσεις με τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζ. Πάιατ).
Όμως ο εγκλωβισμός στο δίπολο μεταξύ της νεομνημονιακής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και της ακραιφνούς ηγεσίας της ΝΔ, δεν εγκυμονεί τίποτα θετικό για τα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών τάξεων.
Η πολιτική σύγκρουση για την «επόμενη μέρα» μετά την τυπική λήξη του μνημονίου 3, θα έχει πολλά και διαδοχικά επεισόδια. Μέσα σε αυτά, το κρίσιμο ζητούμενο θα εξακολουθεί να είναι το αν θα διαμορφωθεί μια ριζοσπαστική αριστερή δύναμη αντιπολίτευσης, ικανή να κάνει μαζική πολιτική.
*Αναδημοσίευση από "Εργατική Αριστερά", φ.395 (8/11/2017)