Η κρίση της ΝΔ του Σαμαρά κάνει την πλειοψηφία των πολιτικών αναλυτών να θεωρεί ως δεδομένη την πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ –αλλά και όλη η Αριστερά στην Ελλάδα– βρίσκεται μπροστά στο κρίσιμο σταυροδρόμι του σκληρού ερωτήματος: τι πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο θα έχει η ανατροπή που σηματοδοτεί η συγκρότηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς;

Οι καθεστωτικές δυνάμεις δεν παρακολουθούν παθητικά αυτήν την πορεία. Αντίθετα επεμβαίνουν δυναμικά: επιχειρούν –κυρίως μέσω των ΜΜΕ– να αποκλείσουν ή να απομακρύνουν το ενδεχόμενο πολιτικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούν να εγκλωβίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα δίχτυ «συμμαχιών» που θα τον ξεδοντιάζει πολιτικά σε κεντροαριστερή κατεύθυνση, επιχειρούν –ταυτόχρονα– να πιέζουν δυνάμεις στο εσωτερικό του, συνιστώντας μια «ρεαλιστική» προγραμματική προσαρμογή στα δεδομένα που θέτουν οι ντόπιες επιχειρήσεις και οι δανειστές. 

Αντιστροφή
Η μακρά περίοδος κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού έχει δημιουργήσει μιαν «αφήγηση» που παρουσιάζεται ως μονόδρομος, ως κοινή λογική, έξω από την οποία υπάρχει μόνον η «περιπέτεια» με σχεδόν σίγουρα τα καταστροφικά αποτελέσματα. Η «αφήγηση» αυτή συνιστά την υποταγή όλων των αποφάσεων της κοινωνίας στο συμφέρον των επιχειρήσεων. Των επιχειρήσεων που –όταν αναπτυχθούν– θα αυξήσουν την απασχόληση, που –όταν απογειώσουν την κερδοφορία τους– θα αυξήσουν τους μισθούς, των επιχειρήσεων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά μιας «αγοράς» που σήμερα μεν κατεδαφίζει το κοινωνικό κράτος, αλλά –αύριο– θα το αντικαταστήσει με ένα καλύτερο: στηριγμένο στην ιδιωτικοποίηση και την εξατομικοποίηση που είναι, τάχα, το αντίδοτο στις πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά του «κρατισμού» που εγκατέστησαν οι κοινωνικοί αγώνες του ’60 και του ’70. Τα αποτελέσματα αυτής της λογικής τα είδαμε με την κρίση που ξέσπασε το 2008, τα βιώνουμε σήμερα με τη μνημονιακή βαρβαρότητα. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί ότι θα καταργήσει τα μνημόνια και σκοπεύει να τηρήσει την υπόσχεσή του. Όμως, με τι θα αντικαταστήσει το μνημονιακό πρόγραμμα;

Πολλοί φίλοι και σύντροφοι, ζυγίζοντας τη φρίκη της κοινωνικής κρίσης, δίνουν την έμφαση στην «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης». Τα μέτρα που εννοούν είναι σοβαρά, είναι σήμερα απαραίτητα, αλλά δεν είναι αρκετά. Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η αναφορά στο «δίχτυ προστασίας των αδυνάμων» ήταν μια σοσιαλδημοκρατική ιδέα της πρώιμης εποχής της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατών (στα συνδικάτα πρωτοεμφανίστηκε την εποχή του Χρ. Πρωτόπαπα). Προέβλεπε την ανοχή στην εξασθένηση των εργατικών δικαιωμάτων και –τάχα σε αντίτιμο– τη θεσμοθέτηση του «διχτυού προστασίας» όσων συναδέλφων μας ξεπέφτουν στην ανέχεια και την εξαθλίωση. Προοδευτικά, τα συγκεκριμένα μέτρα και σ’ αυτό το «δίχτυ» αποδείχθηκε ότι επέφεραν κυρίως την ενίσχυση επιχειρήσεων και όχι των αδυνάμων («εναλλακτικές πολιτικής απασχόλησης»).

Έτσι για την Αριστερά ο στόχος πρέπει να τεθεί ψηλότερα: στην αντιστροφή της νεοφιλελεύθερης κατρακύλας προς την κοινωνική έρημο, στην αποκατάσταση της δυνατότητας της κοινωνικής πλειοψηφίας να πάρει αποφάσεις σε βάρος των συμφερόντων των επιχειρήσεων, αποφάσεις για τους μισθούς και τις συντάξεις, αποφάσεις για μια ρεαλιστική γρήγορη «απορρόφηση» των ανέργων, αποφάσεις για τη σωτηρία των δημόσιων σχολείων και νοσοκομείων κ.ο.κ. 

Στις συνθήκες της μνημονιακής βαρβαρότητας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «ελάχιστο πρόγραμμα» για μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι ένα αντίστροφο μνημόνιο. Μια δέσμη μέτρων που, αυτήν τη φορά, θα ενισχύει αποφασιστικά τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, τους φτωχούς αγρότες και τις λαϊκές δυνάμεις, σε βάρος των ντόπιων καπιταλιστών και των διεθνών δανειστών-συμμάχων τους. Είναι αυτό ρεαλιστικό; Τόσο όσο ήταν για τους αντιπάλους μας η βίαιη επιβολή των αντικοινωνικών μέτρων μετά το 2010. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι δύσκολο, όμως κανείς δεν μας είπε ότι η υπόθεση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς θα είναι μια εύκολη υπόθεση. 

Κάποιοι φίλοι και σύντροφοι αναζητούν μια τακτική που θα κερδίζει χρόνο, που θα επιτρέπει σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς να αναμετρηθεί με τα προβλήματα μέσα σε μια μακρά περίοδο, έχοντας αρχικά κάνει έναν «έντιμο συμβιβασμό» με την κυρίαρχη τάξη και τους διεθνείς θεσμούς, έναν «συμβιβασμό» που θα δίνει περιθώρια για μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους προγραμματισμούς. Δυστυχώς ή ευτυχώς, τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν. Σε κρίσιμους τομείς του «προγράμματος» η οικονομική και κοινωνική κατάσταση είναι τόσο πολωμένη, που ακόμα και οι πρώτες ή προκαταρκτικές αποφάσεις θα είναι διλημματικές. Θα προκαθορίζουν πορεία σύγκρουσης ή υποταγής. Ας δούμε μερικά παραδείγματα. 

Χρέος
Είναι γνωστό ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για τον «τελικό» χειρισμό του χρέους, που θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε, σχηματικά, στο δίλημμα: διαγραφή ή επαναδιαπραγμάτευση; Η συζήτηση αυτή ασφαλώς θα συνεχιστεί.
Όμως το πρώτο που θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η μνημονιακή δέσμευση για την ετήσια καταβολή τόκων και χρεολυσίων προς τους δανειστές της τάξης των 10 δισ. ευρώ ετησίως ως το 2030!

Αν δεχθεί να εκπληρώσει αυτήν τη δέσμευση, τότε οδηγείται στην ανάγκη για διαδοχικά ετήσια δρακόντεια προγράμματα λιτότητας, με πιθανότερο αποτέλεσμα την κατάρρευση ή την ανατροπή. Αν αρνηθεί και προχωρήσει στην αναγκαία μονομερή απόφαση για στάση πληρωμών –με στόχο να διαθέσει τους πόρους αυτούς προς την κοινωνική ανασύνταξη– είναι σαφές ότι θα μπει σε «πολεμικές» σχέσεις με τους δανειστές και τους διεθνείς οργανισμούς. Και ότι για να διατηρήσει τον έλεγχο θα χρειαστεί ενεργοποίηση άλλων πτυχών του προγράμματος, όπως η εθνικοποίηση των τραπεζών, ο έλεγχος στη «μετακίνηση» κεφαλαίων και τελικά, πιθανότατα, το ίδιο το νόμισμα. 

Είναι απολύτως σωστή η άποψη ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι τέτοιες αποφάσεις θα παρθούν μόνο με την έγκριση του λαού (δημοψήφισμα). Όμως τέτοιες αποφάσεις δεν παίρνονται ούτε εύκολα ούτε αυθόρμητα. Προϋποθέτουν σκληρή πολιτική συζήτηση και μάχη και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να αρχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ από τώρα να παλεύει δημόσια την άποψή του. 

Ανεργία
Σε μια χώρα με επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία κοντά στο 30% του εργατικού δυναμικού, είναι απολύτως αδύνατο να υπερασπίσει κανείς τα εργατικά δικαιώματα. 

Αν η «απορρόφηση» της ανεργίας αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς και στην αναμενόμενη ανάπτυξη, τότε θα υποχρεωθούμε να ζήσουμε σε αυτήν την αθλιότητα –στην καλύτερη περίπτωση– για 20-30 ακόμα χρόνια. Καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει σε τέτοιες συνθήκες. 

Στην ιστορία του καπιταλισμού, ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν, πάντα, με παρέμβαση του κράτους, με μαζικά προγράμματα δημόσιων επενδύσεων. Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα υποχρεωθεί να κάνει τις απαραίτητες μαζικές προσλήψεις σε δημόσια σχολεία, νοσοκομεία, δήμους, ταμεία κ.λπ., ενώ θα χρειαστεί να αναθερμάνει τα δημόσια έργα, την έρευνα κ.ο.κ. Κάθε σκέψη για αξιοποίηση της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στο θέμα της ανεργίας (π.χ. με προγράμματα εκ περιτροπής προσωρινής απασχόλησης) θα πρέπει να απορριφθεί ως κοινωνικά άδικη αλλά και ανέφικτη. 

Το ζήτημα των πόρων για τη χρηματοδότηση αυτής της κοινωνικά αναγκαίας παρέμβασης θα πρέπει να απαντηθεί με σαφήνεια. Και, όπως πάντα, τα χρήματα θα πρέπει να αναζητηθούν εκεί που βρίσκονται τα χρήματα. 

Φορολογία
Μια από τις πιο βάρβαρες πτυχές της μνημονιακής πολιτικής είναι η φοροεπιδρομή ενάντια στους εργαζόμενους, στους συνταξιούχους, στις λαϊκές μάζες. 

Η φοροεπιδρομή ενάντια στα ακίνητα είναι διπλά άδικη. Αφενός γιατί, σε μια χώρα με υψηλό πληθωρισμό επί πολλές δεκαετίες, η αγορά κατοικίας ήταν η μόνη διέξοδος για απλή και σχετικά ασφαλή λαϊκή αποταμίευση. Αφετέρου γιατί η αποταμίευση αυτή έχει γίνει –τουλάχιστον από τους εργαζόμενους– από εισόδημα που έχει ήδη φορολογηθεί. Ο ΕΝΦΙΑ αποτελεί αιχμή της τρίτης φάσης της επίθεσης –μετά τους μισθούς-συντάξεις και μετά την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους– με στόχο τη μαζική μεταφορά πλούτου από το κάτω στο πάνω μέρος της κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να τιμήσει τη δέσμευσή του για κατάργηση του «χαρατσιού» σε κάθε μορφή του, σε συνδυασμό με την πραγματικά βαριά φορολόγηση της πραγματικά μεγάλης ακίνητης περιουσίας (που συνήθως δεν δηλώνεται από τους καπιταλιστές ούτε ως κατοικία, ούτε ως χωράφι... αλλά ως «επένδυση» κάποιας offshore...).

Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα με την απογείωση των απολύτως άδικων έμμεσων φόρων (ΦΠΑ) πάνω στα είδη μαζικής λαϊκής κατανάλωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να τιμήσει τη δέσμευσή του για κατάργηση ή δραστική μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, στο πετρέλαιο θέρμανσης κ.ο.κ. 

Στη θέση αυτών των άδικων εσόδων, η κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να διεκδικήσει το «άγιο δισκοπότηρο», το καλά κρυμμένο μυστικό της ελληνικής οικονομίας: να επιβάλει –επιτέλους!– φορολογία στις επιχειρήσεις και στο κεφάλαιο, να τσακίσει τη μεγάλη φοροδιαφυγή και φοροκλοπή, να διεκδικήσει πραγματικά τις εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτή η «πηγή» εσόδων, μαζί με τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τον δραστικό περιορισμό της απίστευτης δαπάνης των εξοπλισμών, πρέπει να είναι η πρώτη βάση για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών αναγκών. 

Μισθοί-συντάξεις
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί για την αποκατάσταση των κατώτερων μισθών και συντάξεων στα προ της κρίσης επίπεδα. Είναι, ίσως, η πιο συγκεκριμένη αιχμή των δεσμεύσεών του. 

Έχει όμως δεσμευτεί και για την αποκατάσταση της ισχύος των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Πρόκειται για ακόμα πιο κρίσιμο θέμα, αφού αφορά την εξέλιξη του πραγματικού μισθού για το σύνολο της εργατικής τάξης. Την ώρα που σε όλη την Ευρώπη πληθαίνουν οι φωνές για αυξήσεις στους μισθούς, μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα οφείλει να δώσει μαχητικά το υπόδειγμα: με ταξική μονομέρεια να στηρίξει την προσπάθεια του εργατικού κινήματος να αποσπάσει από τους εργοδότες ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς. Και αυτό σημαίνει μια σειρά από μέτρα και ιεραρχήσεις που θέλουν προετοιμασία από τώρα. 

Μια επικίνδυνη παγίδα της μνημονιακής πολιτικής, που μπορεί να στραγγαλίσει την κυβέρνηση της Αριστεράς, είναι η καταλήστευση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Οι νόμοι της μνημονιακής εποχής οδηγούν μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια σε συντάξεις της τάξης των 360 ευρώ για όλους τους ασφαλισμένους. Αυτό καμία κυβέρνηση, πολύ περισσότερο μια κυβέρνηση της Αριστεράς, δεν μπορεί να το αντέξει. Η προγραμματική συζήτηση για το ασφαλιστικό οφείλει να έχει ως αφετηρία το ερώτημα πώς είναι δυνατόν –και μάλιστα σχετικά άμεσα– να επανασυγκροτηθούν τα αποθεματικά των ταμείων ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία τους. Και αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει με μέτρα σαν αυτά που έσωσαν τις τράπεζες από τις συνέπειες του PSI. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να τολμήσει να τα επεξεργαστεί και να τα προτείνει δημόσια. 

Προοπτική
Η περιγραφή αυτών των υποχρεώσεων, που θα έλθουν μαζεμένες και άμεσα ως «καυτές πατάτες» στα χέρια της πιθανής κυβέρνησης της Αριστεράς, παρουσιάζει αδρά το πρόβλημα της πολιτικής προοπτικής. 

Μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα της κρίσης δεν θα είναι τελικός σταθμός, δεν θα σηματοδοτεί μια μακρά, αργή και σχετικά σταθερή περίοδο. Θα είναι μεταβατικός σταθμός, όπου θα αρχίζει μια νέα σκληρή πορεία, με ζητούμενο την κλιμάκωση των μαζικών αγώνων και διεκδίκηση τη συνολικότερη κοινωνική απελευθέρωση. 

Δηλαδή, τη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Όπως, άλλωστε, ορίζει και το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ετικέτες