Καθώς το νέο έτος ξεκινά και μαζί η διαδικασία παρασκευής και χορήγησης των εμβολίων, η συζήτηση για τις εξελίξεις της οικονομίας στην Ελλάδα και διεθνώς έχει ανοίξει.

Σε γενικές γραμμές δείχνει να επικρατεί μια αρκετά συγκρατημένη -και οπωσδήποτε όχι ανέφελη - αισιοδοξία ως προς τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και αν δεν λείπουν οι πιο «ενθουσιώδεις» αναλύσεις, (πχ η MorganStanley εκτίμησε την ύφεση το 2020 στο 3,5% και αναμένει πως η παγκόσμια οικονομία θα καταγράψει αύξηση της τάξης του 6,4%), ο κυρίαρχος τόνος είναι διαφορετικός. Το ΔΝΤ και πολύ περισσότερο η Παγκόσμια Τράπεζα αποτιμούν ως πολύ πιο βαθιά της συρρίκνωση των οικονομιών, υπολογίζοντας ύφεση 4,9% και 7% αντίστοιχα για το 2020. Το ΔΝΤ αναμένει επίσης σταδιακή ανάκαμψη της τάξης του 5,4% για το 2021,η οποία δεν θα είναι ισοκατανεμημένη, ενώ περιμένει ότι  ο ρόλος της Κίνας θα ενισχυθεί έτι περαιτέρω. Όλα αυτά πάντα υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει νέο κύμα πανδημίας και επιστροφή στα lockdown. Κατ’ αντιστοιχία στην Ελλάδα όπου καταγράφηκε ύφεση 10,5%, το ΙΟΒΕ διαμόρφωσε ένα αισιόδοξο σενάριο για ανάπτυξη της τάξης του 4,5% για το 2021 (σαφώς χαμηλότερα από τις αντίστοιχες κυβερνητικές προβλέψεις), αλλά και ένα εναλλακτικό το οποίο υπολόγιζε επιπλέον ύφεση της τάξης του 2,5% - 4%.

Ακόμα και αν επιβεβαιωθούν τα θετικά σενάρια ως προς την ανάπτυξη και ακόμα και αν η αντιμετώπιση της πανδημίας εξελιχθεί ομαλά, τα προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος κάθε άλλο παρά θα έχουν εκλείψει. Τα υφεσιακά μεγέθη που διαμορφώθηκαν εντός του 2020 «συγκρατήθηκαν» σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις κολοσσιαίες ενισχύσεις που προσφέρθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες σε ιδιωτικές τράπεζες και επιχειρήσεις.. Σύμφωνα με στοιχείατου ΔΝΤ και άλλων οργανισμών, αυτή η πρωτοφανής δημοσιονομική χαλάρωση εκτόξευσε το ήδη υψηλό παγκόσμιο χρέος στο 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ και είναι εκείνη η οποία εξηγεί την ανοδική πορεία των χρηματιστηρίων την ώρα που η οικονομία βυθιζόταν. Αυτές οι ενισχύσεις απέτρεψαν μια πολλαπλασίως μεγαλύτερη κατάρρευση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα υπάρξει προσαρμογή δεν είναι καθόλου δεδομένος και ακόμα και στα πλέον επίσημα έντυπα γίνεται λόγος για τον κίνδυνο μιας «πανδημίας χρέους».

Η αύξηση του χρέους λόγω των ενισχύσεων υπήρξε διεθνές φαινόμενο αλλά, αρκετά αναμενόμενα, ούτε αυτή υπήρξε ισοκατανεμημένη μεταξύ των διαφόρων κρατών: κατηγοριοποιώντας σχετικά, οι ανεπτυγμένες οικονομίες προχώρησαν σε ενισχύσεις που κατά μέσο όρο αντιστοιχούσαν στο 20% του ΑΕΠ τους, οι μεσαίου μεγέθους αναπτυσσόμενες οικονομίες σε αντίστοιχες ύψους 6%-7% και οι πιο φτωχές σε ενισχύσεις ύψους μόλις 2%, με τους πολίτες ειδικά αυτών των χωρών να απειλούνται με πρωτόγνωρη αύξηση της απόλυτης φτώχειας. Συνολικά, τουλάχιστον 6 χώρες έχουν οδηγηθεί σε αδυναμία αποπληρωμής χρεών και χρεοκοπίες/αναδιαρθρώσεις, ενώ τον περασμένο Απρίλη συγκροτήθηκε η πρωτοβουλία για την αναστολή των χρεών των φτωχότερων χωρών (DSSI). Η τελευταία όμως δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, καθώς τυχόν διαγραφή χρεών θα μεταφραζόταν άμεσα ως πρόβλημα στα οικονομικά στοιχεία των δανειστριών χωρών, ενώ επίσης αφορά μόνο κράτη και διεθνείς οργανισμούς καθώς οι ιδιώτες εξακολουθούν να αξιώνουν τα οφειλόμενα. Η συσσώρευση του χρέους όμως αποτελεί πρόβλημα και για τις πιο ισχυρές οικονομίες και σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει σε δυσθεώρητα μεγέθη. Οι Financial Times ανέφεραν  πως δεν είναι απίθανο να υπάρξουν φαινόμενα αδυναμίας άντλησης χρηματοδότησης ακόμα και σε χώρες των G20 μέσα στην επόμενη διετία, δημιουργώντας επιπλέον ανακατατάξεις και αλλαγές συσχετισμών δύναμης.

Πολύ περισσότερο όμως, το συσσωρευμένο χρέος δεν είναι μόνο κρατικό αλλά και εταιρικό και έχει διαμορφωθεί σε μια συγκυρία όπου τα επιτόκια  διατηρούνταν σκόπιμα χαμηλά από τις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα αποτελέσματα της προηγούμενης κρίσης. Ο φθηνός δανεισμός είχε οδηγήσει στην εμφάνιση των λεγόμενων «εταιρειών ζόμπι», οι οποίες επιβίωναν χάρη σε αυτόν αδυνατώντας να καλύψουν τους οφειλόμενους τόκους. Κατά αντιστοιχία με τα κρατικά,  τα εταιρικά χρέη βρίσκονται επίσης σε πρωτοφανώς υψηλά επίπεδα διεθνώς και το να δίνονται δυσανάλογα πολλές κρατικές ενισχύσεις σε ισχυρότερες και γενικότερα μη πληγείσες επιχειρήσεις είναι επίσης διεθνές φαινόμενο, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ. Υπό αυτή την έννοια, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους όπως οι μεταφορές, ο πολιτισμός και η εστίαση βρίσκονται στην πλέον δύσκολη θέση και απειλούνται με μαζικά λουκέτα, ειδικά όταν θα διακοπούν τα μέτρα οικονομικής στήριξης. Φυσικά επίσης, εφόσον υπάρξει κάποια στιγμή άνοδος των επιτοκίων αυτή θα φέρει προ της χρεοκοπίας χιλιάδες επιχειρήσεις. 

Ακόμα όμως και αν δεν υπάρξει κύμα κλεισιμάτων, η συσσώρευση του εταιρικού χρέους αποτελεί τροχοπέδη στην επιλογή των εταιριών να επενδύσουν, η οποία με την σειρά της θέτει όρια στα επίπεδα της ανάπτυξης που μπορεί να επιτευχθεί. Οι θεωρίες που έκαναν λόγο ή έστω υποννοούσαν «rebound» και εξέλιξη των οικονομιών τύπου V(όπου το λατινικό γράμμα προσομοιάζει στην πτώση και την επάνοδο της οικονομίας στο προ lockdown επίπεδο) αγνοούν τα ανωτέρω. Αγνοούν επίσης το γεγονός ότι η αύξηση των αποταμιεύσεων που πραγματοποιήθηκε λόγω διακοπής της λειτουργίας της οικονομίας δεν αφορα τα λαϊκά στρώματα, τα οποία θα έχουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση όταν οι αγορές ξανανοίξουν. Δεν ήταν όμως το μέσο νοικοκυριό που συσσώρευσε χρήματα (τα στοιχεία κάνουν λόγω αντιθέτως για αύξηση του χρέους τους), αλλά τα ανώτερα στρώματα. Συνεπώς το άνοιγμα και ο εμβολιασμός δεν θα μεταφραστούν σε επιστροφή στην κατανάλωση και τις επενδύσεις και άμεση ανάκτηση του χαμένου εδάφους.

Για την αντιμετώπιση αυτής της πραγματικότητας καταγράφονται αρκετά σενάρια, κανένα εκ των οποίων δεν είναι ευοίωνο για τις ζωές των μεγάλων κοινωνικών πλειοψηφιών. Όπως σημειώνει ο μαρξιστής οικονομολόγος Michael Roberts παραπέμποντας σε συστημικούς αναλυτές, η εκτόξευση του χρέους αποτελεί «τον ελέφαντα στο δωμάτιο». Είτε μέσω σκληρών πολιτικών λιτότητας, είτε μέσω απορρυθμίσεων της εργασιακής και γενικότερα κοινωνικής νομοθεσίας, είτε μέσω ελεγχόμενων διακανονισμών «καλού» και «κακού» χρέους, η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα των εργαζόμενων τάξεων αναμένεται να είναι πολύ σφοδρή. Η όποια προστασία προσφέρθηκε ήταν μερική και σε τελική ανάλυση υπέρ των επιχειρήσεων, ενώ το κόστος θα επιχειρηθεί να μεταφερθεί εξ ολοκλήρου σε εμάς. Μπροστά στο ξεδίπλωμα αυτών των πολιτικών και υπό την απειλή μιας νέας οικονομικής επιδείνωσης, η πολιτική προετοιμασία των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων αντίστασης είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά, που κυκλοφόρησε στις 6 Γενάρη 2021

Ετικέτες