Σ’ ολόκληρο το τελευταίο τετράμηνο της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, και ιδιαίτερα σ’ αυτή την αρχή του 2016, γινόμαστε μάρτυρες μιας κυβερνητικής πολιτικής και ενός πολιτικού λόγου, που παίρνει σταδιακά διαζύγιο από την κοινή λογική φέρνοντας στο νου το «όπου τελειώνει η λογική, αρχίζει ο στρατός», πράγμα που δείχνει την προϊούσα αποσταθεροποίηση και απονομιμοποίηση του μνημονιακά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ.

Στην περίοδο 2010 – 14, όπου εφαρμόστηκαν τα δύο πρώτα μνημόνια από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και μικρότερες σύμμαχες δυνάμεις (ΛΑΟΣ και ΔΗΜΑΡ), τα πράγματα υπάκουαν σε μια καθαρή κοινή λογική, κατανοητή από όλους τους εργαζόμενους : Η κρίση της ελληνικής (καπιταλιστικής) οικονομίας και η υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου χρέους, παράλληλα με την πεισματική επιμονή της ελληνικής αστικής τάξης για την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ, απαιτούσαν μέτρα που έφερναν «αιματοκύλισμα» της εργαζόμενης κοινωνίας.

Αντισταθμιστικά μέτρα με μηδενική αποτελεσματικότητα

Κι’ αυτή η επιχειρηματολογία διατυπώνονταν ανοιχτά, καθαρά και χωρίς περιστροφές : Η ανεργία έπρεπε να παραμείνει υψηλή για την επίτευξη ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, οι τόκοι και τα χρεολύσια του χρέους έπρεπε να πληρώνονται με βάση τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών και οικονομικών οργάνων, οι συντάξεις και οι μισθοί να περικόπτονται για την συρρίκνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αυτή η κυβερνητική πολιτική των μνημονιακών δυνάμεων τοποθετούνταν σταθερά στην αστική όχθη, και επέβαλε απροσχημάτιστα τα συμφέροντα και την λογική της στην αντίπερα όχθη των λαϊκών τάξεων. Δηλαδή οι πολιτικές κυβερνητικές πρακτικές συμβάδιζαν με μια απλή λογική, πλήρως κατανοητή, που δεν έκρυβε τους αστικούς στόχους που υπηρετούσε.

Επόμενο ήταν απέναντι σ’ αυτή την διαυγή αστική πολιτική των μνημονίων, της έντασης της εκμετάλλευσης, και της αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και των τραπεζικών τοκογλυφικών συμφερόντων και σε βάρος του εργαζόμενου λαού, να αναπτυχθεί μια εξίσου καθαρή ριζοσπαστική αντιπολίτευση που έφτασε να συσπειρώσει εκλογικά την πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων σε μια κατεύθυνση κατάργησης των μνημονίων, απαγκίστρωσης από τις αντιλαϊκές ρυθμίσεις της ευρωζώνης, επαναφοράς μισθών και συντάξεων, ρηξικέλευθης αντιμετώπισης της ανεργίας : Αυτό ήταν το ιστορικό νόημα του μηνύματος της εκλογικής νίκης της Αριστεράς του Ιανουαρίου 2015 και της «χαμένης άνοιξης» που επακολούθησε. Μέχρις εδώ τα πράγματα κινούνταν με μια καθαρή λογική σειρά, τόσο από την οπτική της αστικής τάξης όσο και από την οπτική των ριζοσπαστικών λαϊκών δυνάμεων. Μια αντιπαράθεση σαφών ταξικώνσυμφερόντων, με αρχή, μέση και τέλος, με συγκεκριμένα μέτωπα, στόχους και επιδιώξεις.

Ωστόσο με την μνημονιακή μεταστροφή της πλειονότητας του ΣΥΡΙΖΑ στα μέσα του καλοκαιριού του 2015 και την στη συνέχεια ψήφιση του 3ου Μνημονίου από το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές της 20ης- Σεπτεμβρίου – 2015, βρέθηκε αντιμέτωπος με την ανυπέρβλητη αντίφαση : Ενώ ήταν φορέας λαϊκών εργατικών εκπροσωπήσεων και προσδοκιών, οδηγήθηκε να εφαρμόσει μνημονιακά μέτρα (ασφαλιστικά, φορολογικά, ΕΝΦΙΑ, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.), που εκ των πραγμάτων ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των «από κάτω». Προκειμένου να καλύψει αυτή την αγεφύρωτη αντίφαση πρόβαλε ορισμένες «αντισταθμιστικές» πολιτικές, που  θα άμβλυναν τον επώδυνο χαρακτήρα των μνημονιακών μέτρων.

Έτσι επιστρατεύτηκε αρχικά η προώθηση του «παράλληλου προγράμματος», το οποίο όμως και αν ακόμη εφαρμοστεί, δεν θα έχει καμία επίπτωση στους όρους διαβίωσης των λαϊκών τάξεων. Κι’ αυτό γιατί η δημιουργία κέντρων αποτέφρωσης νεκρών ή η εγκαθίδρυση συστήματος ηλεκτρονικής διασύνδεσης δημοτολογίων και ληξιαρχείων, ή η επαναφορά των δημοτικών αστυνομικών από τα σωφρονιστικά ιδρύματα στους δήμους, ουδόλως αμβλύνουν τα μνημονιακά μέτρα λιτότητας, περικοπών και φορολογικών επιβαρύνσεων.

Ταυτόχρονα προωθείται η «κοινωνική οικονομία» με την καθιέρωση μιας δημοκρατικότητας, συνεργατικότητας και αυτοδιαχείρισης σε εργοστάσια που έχουν κλείσει και έχουν εγκαταλειφθεί από τους καπιταλιστές – ιδιοκτήτες τους, τη στιγμή που στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων των επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί, το κεφάλαιο συνεχίζει να παραμένει ιδιοκτήτης των μηχανημάτων, των γηπέδων κλπ. Μια τέτοια λογική δεν μπορεί να έχει παρά απειροελάχιστη επίδραση στην ανάταξη της οικονομικής δραστηριότητας παραγωγικών μονάδων.

Τέλος επιδιώκεται μέσα από τους σχεδιασμούς του νέου αναπτυξιακού νόμου η αναθέρμανση της παραγωγικής δραστηριότητας, με μέτρα όμως αποκλειστικά απαλλαγής των καπιταλιστικών επιχειρήσεων από κάθε μορφή φορολόγησης των επενδύσεων και των κερδών, κρατικής επιδότησης για την δημιουργία βραχύβιων και προσωρινών θέσεων εργασίας, προς αποκλειστικό όφελος της εργοδοσίας, η οποία σε τελική ανάλυση δεν αναλαμβάνει κανένα επιχειρηματικό ρίσκο. Και σ’ αυτή την περίπτωση οι επιπτώσεις αυτής της αναπτυξιακής πολιτικής στην αντιμετώπιση της μαζικής ανεργίας είναι μηδαμινή.

Εφόσον λοιπόν αυτές οι δέσμες μέτρων δεν αντιμετωπίζουν την κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης, ανεργίας, δημοσιονομικών περιορισμών κλπ., εκείνο που παραμένει είναι η γυμνή μνημονιακή πολιτική που εν ψυχρώ επιχειρεί να αποψιλώσει παραπέρα του ασφαλιστικά δικαιώματα και να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την φορολογική αφαίμαξη των μικροαστικών τάξεων. Άρα, αφού φεύγει πλέον και το «φύλο συκής» του παράλληλου προγράμματος, της κοινωνικής οικονομίας και του αναπτυξιακού νόμου, χρειάζεται να επιστρατευθεί πλέον η ίδια η διαστρέβλωση της λογικής, η κακοποίηση του πολιτικού λόγου, προκειμένου να συγκαλυφθούν και να νομιμοποιηθούν τα μνημονιακή μέτρα και να δοθεί ένας μανδύας φαντασιακής λαϊκότητας, και μάλιστα με ταξικό πρόσημο.

Κακοποίηση της λογικής, διαστρέβλωση της αλήθειας

1) Μια πρώτη και μέγιστη κακοποίηση της κοινής λογικής από την κυβερνητική προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ αφορά στην τρέχουσα μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ο κυβερνητικός λόγος, επειδή ακριβώς θέλει να εμφανιστεί φιλολαϊκός, προκειμένου να διατηρήσει τις εκλογικές του εκπροσωπήσεις, ισχυρίζεται ότι οι συντάξεις έχουν ήδη υποστεί έντεκα κατά σειρά μειώσεις από το 1ο και 2ο μνημόνια, και ότι η κυβερνητική πρόθεση είναι να μην μειωθούν για μια καινούρια φορά, τόσο οι κύριες όσο και οι επικουρικές. Εντούτοις αναφορικά με τις επικουρικές συντάξεις, ενώ διατυμπανίζει ότι καταργείται η «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος», καθιερώνεται ο «κανόνας βιωσιμότητας», που είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με διαφορετική ονομασία, και οδηγεί στην σταδιακή εξαέρωση των ταμείων επικουρικής ασφάλισης.

Κυρίως όμως σε ό,τι αφορά τις κύριες συντάξεις εμφανίζεται ως «κόκκινη γραμμή» η αποτροπή της μείωσής τους, ενώ το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει δώσει επίσημα στη δημοσιότητα τους νέους πίνακες επανυπολογισμού όλων των συντάξεων (νέων και παλιών), στη βάση του διαχωρισμού εθνικής κατώτατης σύνταξης 384 ευρώ και προστιθέμενου αναλογικού τμήματος (με βάση τον χρόνο ασφάλισης και τις εισφορές), από όπου προκύπτει μια άνευ προηγουμένου μείωση των ήδη καταβαλλομένων συντάξεων. Παίρνοντας την περίπτωση ενός εργαζόμενου με καταληκτικό μισθό 2.000 ευρώ το 2010 και 30 έτη ασφάλισης (με τον συνυπολογισμό δώρων και επιδομάτων αδείας, δηλαδή 13ου και 14ου μισθού), η σύνταξη που νόμιμα πήρε πριν την απαρχή εφαρμογής των μνημονίων ανέρχονταν στα 1.600 ευρώ (συνυπολογίζοντας τον 13ο και 14ο μισθό). Με τις αλλεπάλληλες μειώσεις που επιβλήθηκαν στην πενταετία 2010 – 15, η σύνταξη αυτή κατέληξε στο επίπεδο των 1.100 ευρώ, δηλαδή υπέστη μια σημαντική μείωση. Αυτή η σύνταξη που έχει απομείνει υπολογίζεται πλέον με τον νέο τρόπο υπολογισμού στα 800 ευρώ, δηλαδή κατακρεουργείται ακόμη μία φορά.

Ποιά είναι η λογική ανακολουθία, το περίσσευμα υποκρισίας και η διαστρέβλωση της λογικής : Ότι διακηρύσσεται ότι δεν θα μειωθούν περαιτέρω οι συντάξεις με την σημερινή ασφαλιστική μεταρρύθμιση, αλλά θα υιοθετηθεί νέος τρόπος υπολογισμού τους (με βάση το μέσο όροαποδοχών όλου του εργάσιμου βίου και χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης), που οδηγεί, με βάση τους επίσημους κυβερνητικούς πίνακες των νέων συντάξεων, σε νέα ισχυρή μείωση των ήδη μειωμένων από τα προηγούμενα μνημόνια συντάξεων. Μ’ άλλες λέξεις η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να εκφέρει έναν φιλολαϊκό λόγο που όμως δεν μπορεί να αποκρύψει την ίδια την ομολογημένη πραγματικότητα, παραποιεί τον πιο στοιχειώδη ορθό λόγο, και δηλητηριάζει τη συνείδηση των λαϊκών τάξεων με μια απροσμέτρητη άλογη τοξικότητα.

2) Φυσικά η μεγαλύτερη διαστρέβλωση της αλήθειας αφορά στην ίδια την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την αντιστροφή του λαϊκού 62% του «όχι» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, και της προσχώρησης στη λογική του αστικού 38% του «ναι». Η συμφωνία της 13ης Ιουλίου της Συνόδου Κορυφής και η ψήφιση του 3ου μνημονίου της 14ης Αυγούστου αντιπροσωπεύουν αυτό τον πεντακάθαρο μετασχηματισμό. Παρόλα αυτά η ίδια η κυβερνητική προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να θεωρεί την σημερινή μνημονιακή της πρακτική ως σύμφωνη με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, τη στιγμή που αυτό επικύρωνε την πλειοψηφική αντίθεση στα μνημόνια της Ευρωζώνης – Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η κυβέρνηση ήρθε μέσα σε μία εβδομάδα να τα υιοθετήσει πανηγυρικά. Πώς οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, όπου κατίσχυσε ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να θεωρούνται ότι βρίσκονται στην ίδια τροχιά, όταν η εκλογική νίκη του της 25ης Ιανουαρίου που έγινε στη βάση του αντιμνημονιακού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, κατέληξε μέσα σε ένα εξάμηνο στην πλήρη του αναίρεση, στην ήττα του, και που οι προπαγανδιστές της κυβερνητικής πολιτικής απορούν γιατί δυνάμεις όπως η Λαϊκή Ενότητα συνεχίζουν να υπερασπίζονται ένα πρόγραμμα που έχει ηττηθεί, πράγμα που δείχνει κατ’ αυτή την άποψη ότι στερούνται πολιτικής αντίληψης ; Και σ’ αυτή την περίπτωση «βαφτίζεται το ψάρι κρέας» και παραποιείται η στοιχειώδης λογική, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ και τις αντιλαϊκές ρυθμίσεις και μέτρα έχει δεσμευτεί να επιβάλλει, αλλά και να θεωρεί ότι έτσι πράττοντας εκφράζει τα εργατικά και κοινωνικά συμφέροντα.

3) Σε μια άλλη περίπτωση πρόκειται για τις σχέσεις της κυβερνητικής πολιτικής με τις κινητοποιήσεις του εργατικού λαϊκού κινήματος, όπως η πρόσφατη πανελλαδική απεργία για την προάσπιση της κοινωνικής ασφάλισης. Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να εμφανίζεται μεταξύ σφύρας και άκμονος, ανάμεσα στις απαιτήσεις του διεθνούς κουαρτέτου από τη μια πλευρά και των λαϊκών κινητοποιήσεων από την άλλη πλευρά, και έρχεται να πάρει την πλευρά της πανεργατικής απεργίας. Ωστόσο αυτές οι κινητοποιήσεις έχουν στο στόχαστρό τους τα κυβερνητικά σχέδια της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι ασκούν πιέσεις στο διεθνές λόμπυ των δανειστών, πράγμα που στερείται κάθε λογικής. Αυτή η αποψίλωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν είναι εγγεγραμμένη στις επιταγές του 3ου μνημονίου που ψήφισε και εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς στη βάση των υπαγορεύσεων των ευρωπαϊκών πολιτικών και νομισματικών οργάνων ; Και ποιος είναι ο ρόλος μιας τέτοιας κυβέρνησης : Του διαμεσολαβητή μεταξύ του ελληνικού λαϊκού κινήματος και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ; Δηλαδή ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας που εφαρμόζει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, προκειμένου να καλλιεργήσει ένα φιλολαϊκό προφίλ απεκδύεται τον ρόλο της κυβέρνησης και εμφανίζεται συμμέτοχος του απεργιακού κινήματος. Αυτή η προσχηματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ στον ίδιο του τον εαυτό, που γίνεται για λόγους διατήρησης της όποιας λαϊκής του νομιμοποίησης, κακοποιεί και την πιο απλή λογική, επιφέροντας αφάνταστη σύγχυση στις λαϊκές συνειδήσεις.

4) Ακόμη παραπέρα, η κυβέρνηση εμφανίζεται υποκριτικά να πάσχει από έναν διχασμό μεταξύ του «θέλω» και του «πράττω», φτάνοντας στα όρια του ορθού λόγου : Από τη μια πλευρά η κυβέρνηση δηλώνει ότι είναι αντίθετη με την εφαρμογή των όρων του 3ου μνημονίου που η ίδια ψήφισε τον Αύγουστο 2015. Έτσι χύνει κροκοδείλια δάκρυα για την ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών αεροδρομίων ή του Οργανισμού Λιμένα Πειραιά, και εμφανίζεται ως «εξαναγκασμένη» να το κάνει. Από την άλλη πλευρά, προχωρεί χωρίς κανέναν δισταγμό και ολιγωρία στην «υλοποίηση των συμφωνηθέντων», ανεξαρτήτως των συνεπειών που έχουν αυτές της οι ενέργειες, όπως στην προκειμένη περίπτωση την εκχώρηση του συνόλου του δημόσιου κοινωφελή τομέα της οικονομίας στο ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο. Και αυτή η στάση «αντίθεσης» αλλά υποταγής καλλιεργείται προκειμένου να πειστούν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση έχει αγαθές και προοδευτικές διαθέσεις, δεν την αφήνουν όμως ν’ αγιάσει, οι κυρίαρχοι αστικοί κύκλοι των ευρωπαϊκών θεσμών. Και σ’ αυτή την περίπτωση η λογική εμφανίζεται να αναιρείται από το άλογο και η υποκρισία να γίνεται κανόνας κυβερνητικής συμπεριφοράς. Μοιάζει έτσι η κυβερνητική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ ως την «πόρνη που σέβεται», δηλαδή την γυναίκα που εκδίδεται και παραχωρεί το σώμα της στην χρηματοπιστωτική τοκογλυφία και στις ορέξεις της αστικής τάξης, ενώ η ψυχή της παραμένει προσηλωμένη με σεβασμό στις αξίες της Αριστεράς (κοινωνική δικαιοσύνη, εργατικές ελευθερίες, ασφαλιστικά δικαιώματα κλπ.)…

Μια πολιτική δύναμη, και μάλιστα που έλκει την καταγωγή της από την Αριστερά, δεν μπορεί να σταθεί στην διακυβέρνηση της χώρας, παρά διατηρώντας τη λαϊκή συναίνεση στην εφαρμογή της. Όταν όμως επιστρατεύει οργανικά την παραποίηση της λογικής και την κακοποίηση της αλήθειας, δεν μπορεί να σταθεί επί μακρόν, ως αντίθετη στην κοινή λογική και στην ειλικρίνεια, και είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να χάσει τη λαϊκή της νομιμοποίηση, όπως πλέον συμβαίνει με τις καθολικές κινητοποιήσεις μισθωτών εργαζομένων, συνταξιούχων, μικροαστικών στρωμάτων της διανοητικής και της χειρωνακτικής εργασίας. Μόνον μια δικτατορική εξουσία μπορεί να λειτουργήσει με την αντικατάσταση της λογικής με το παράλογο και με την επιστράτευση του ψεύδους στην θέση της αλήθειας…