Στις 19/2/2016, ο Υπ. Υγείας Ανδρέας Ξανθός με περηφάνια υποστήριζε στην Ολομέλεια της Βουλής ότι το υπό ψήφιση νομοσχέδιο του Υπ. Υγείας διέπεται από τις αρχές της Αριστεράς «της καθολικότητας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της προτεραιότητας των κοινωνικών αγαθών και της κοινωνικής αναδιανομής».
Στην ίδια τροχιά, ο Αν. Υπουργός Υγείας Π. Πολάκης τόνιζε διαρκώς στην ομιλία του την «αξιακή διαφορά» της «αριστερής» κυβέρνησης με όσους/ες κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ νομοθετεί για την «ανακούφιση» των αδύναμων.
Κατά πόσο όμως, ο Υπουργός Υγείας και ο Αναπληρωτής Υπ. Υγείας μπορούν να επαίρονται, όταν μια μέρα πριν τη συζήτηση του νομοσχέδιου [18/2/2016], δημοσιεύθηκε υπουργική απόφαση [ΦΕΚ 372, τ.Β’] που αυξάνει τη συμμετοχή των ασφαλισμένων στις διαγνωστικές εξετάσεις, αμφισβητώντας σε βάθος την επικοινωνιακή ρητορική περί «κοινωνικής αναδιανομής και σεβασμού»;
Τα υπερκέρδη των ιδιωτών με την αγοραστική συνδρομή του ΕΟΠΥΥ
Στις 22/12/2015 υπεγράφη από τον Υπ. Υγείας Α. Ξανθό Υπουργική Απόφαση [ΦΕΚ 2816, τ.Β’] μειώνοντας την τιμή αποζημίωσης του ΕΟΠΥΥ προς τους ιδιώτες για τις πιο δαπανηρές διαγνωστικές εξετάσεις. Με δελτίο τύπου το Υπ. Υγείας ανέφερε ότι «η απόφαση αυτή ελήφθη υπό την πίεση της εκπλήρωσης όλων των προαπαιτούμενων για την εκταμίευση της δόσης […] απόρροια της Υ.Α. θα είναι μια σημαντική επιβάρυνση στο χώρο των διαγνωστικών εργαστηρίων κυρίως στα μισά και τα μικρά», ενώ για τους/τις ασφαλισμένους/ες με την «προφάνεια» που χαρακτηρίζει το εν λόγω Υπουργείο διατυπώθηκε ότι «από τη ρύθμιση αυτή μειώνεται η οικονομική επιβάρυνση των ασφαλισμένων σε ποσοστό αντίστοιχο με τη μείωση στις τιμές των εξετάσεων».
Ως προς το σκέλος της «επιβάρυνσης» των μεσαίων και μικρών εργαστηρίων, η έκθεση του Π.Ο.Υ., που κατατέθηκε στις 26/5/2015 προς την πολιτική ηγεσία του Υπ. Υγείας αναδεικνύει με βάση τον παρακάτω πίνακα, το δυναμικό πεδίο τιμολόγησης των εξετάσεων καθώς και το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων:
Σύμφωνα, με τα παραπάνω στοιχεία, η γενική εξέταση αίματος σε 4 διαγνωστικά εργαστήρια έχει μέσο όρο χονδρικής τιμής 1,7 ευρώ, ενώ ο ΕΟΠΥΥ την αγόραζε έναντι 2,4 ευρώ και επιβάρυνε τον/η ασφαλισμένο/η με επιπλέον συμμετοχή 0,5 ευρώ, έτσι ώστε να αποδίδεται στον ιδιώτη 2,9 ευρώ. Αντίστοιχα αποτυπώνεται στον πίνακα η κερδοφορία των ιδιωτών και σε άλλες διαγνωστικές εξετάσεις, όταν ο μέσος όρος χονδρικής τιμής είναι πολύ χαμηλότερος από την αγοραστική τιμή του ΕΟΠΥΥ. Το οξύμωρο είναι ότι ενώ ο ΕΟΠΥΥ έχει έναν περιορισμένο ποσό για την αποζημίωση διαγνωστικών εξετάσεων [302 εκ], αγοράζει από τους ιδιώτες παρόχους πολύ ακριβά κάποιες διαγνωστικές εξετάσεις, επιβαρύνοντας παράλληλα τον/η ασφαλισμένο/η προκειμένου να διατηρήσει την κερδοφορία των ιδιωτικών φορέων Π.Φ.Υ.
Αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων μέσω μιας λογιστικής αυθαιρεσίας
Αν και στις 22/12/2015, ο Α. Ξανθός υπέγραψε να μειωθούν μεσοσταθμικά 52 εξετάσεις κατά 43% και όχι καθεμιά ξεχωριστά και κατά 9% άλλες εξετάσεις, η συμμετοχή των ασφαλισμένων δεν μειώθηκε αισθητά. Παρόλα αυτά, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί των ιδιωτών και η ενδοτικότητα της πολιτικής ηγεσίας του Υπ. Υγείας, επενέργησαν καθοριστικά στο να αλλάξει προς όφελος των επιχειρηματιών η απόφαση, προκειμένου να διατηρηθούν τα κέρδη τους μέσω μια άλλης οδού. Στις 18/2/2015 [ΦΕΚ 372, τ.Β’] ο Π. Πολάκης με απόφασή του [ΦΕΚ 372, τ.Β’] άλλαξε τον τρόπο υπολογισμού της συμμετοχής των ασφαλισμένων στις διαγνωστικές εξετάσεις, αφού το 15% της συμμετοχής των ασφαλισμένων δεν θα υπολογίζεται πλέον επί της ασφαλιστικής τιμής αλλά επί του κρατικού τιμολογίου.[1]
Αυτή η πρακτική αυθαίρετης επιβάρυνσης των ασφαλισμένων, δεν είναι επινόηση του Αν. Υπουργού [ισχύει ήδη από το 2013 με απόφαση ΔΣ ΕΟΠΥΥ ΑΔΑ:ΒΕΙΚΟΞ7Μ-Η4Ω], απλά ο συγκεκριμένος συνεχίζει το έργο των προκατόχων του, κατά παράβαση, του ά. 8 του κανονισμού του ΕΟΠΥΥ [ΦΕΚ 3054/τ.Β’], ο οποίος αναφέρει ότι για παρακλινικές εξετάσεις «ο Οργανισμός αποζημιώνει τους συμβεβλημένους παρόχους υγείας με το ποσό που προβλέπεται κάθε φορά από το κρατικό τιμολόγιο, ή την ασφαλιστική αποζημίωση […] με ποσοστό συμμετοχής των ασφαλισμένων [άμεσα και έμμεσα] 15%». Δηλαδή, αν επιλέξει ο Οργανισμός να αποζημιώνει βάσει ασφαλιστικής τιμής, τότε το 15% συμμετοχής των ασφαλισμένων αναφέρεται ως υποσύνολο σε αυτή την τιμή. Με την απόφαση του Π. Πολάκη τελείως αντιφατικά, οι ιδιώτες θα αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ με βάση την ασφαλιστική τιμή που έχει δοθεί ανά εξέταση και είναι χαμηλότερη, ενώ οι ασφαλισμένοι συμμετέχουν με 15% επί της τιμής του κρατικού τιμολογίου που είναι ακριβότερη. Δηλαδή, ενώ η γενική εξέταση αίματος μειώθηκε στα 1,99 ευρώ/ασφ.τιμή, η συμμετοχή των ασφαλισμένων δεν θα υπολογιστεί στο 15%, δηλ. 0,30 ευρώ, αλλά βάσει κρατικού τιμολογίου που κοστίζει 2,88. Άρα η συμμετοχή του θα αυξηθεί από 0,30 σε 0,43 ευρώ και ο ιδιώτης δεν θα λάβει τελικό ποσό 1,99, αλλά 1,69 από τον ΕΟΠΥΥ+0,43 από τον/την ασφαλισμένο/η, δηλαδή 2,12 ευρώ.
Επιπλέον, ένα παράδειγμα που ισχύει μέχρι και σήμερα και αποτυπώνει εύγλωττα την αυθαιρεσία που θα επεκταθεί και για τις διαγνωστικές εξετάσεις είναι αυτό που μας προσφέρει ο ΕΟΠΥΥ σε έγγραφό του από το 2013 [ΑΔΑ: ΒΕΥΙΟΞ7Μ-ΗΞΕ]:
Από αυτό συνάγεται ότι ενώ η συμμετοχή του/της ασφαλισμένους/ης [15%] έπρεπε να υπολογιστεί στα 180 ευρώ [27 ευρώ, το 15%], υπολογίζεται αυθαίρετα στην τιμή του κρατικού τιμολογίου [236,95, δηλ. 35,54]. Βάσει αυτού του αυθαίρετου υπολογισμού το κέρδος του ιδιώτη δεν θα είναι 180 ευρώ, αλλά 188, 34 ευρώ.
Η έννοια της «συμμετοχής» ως συστατικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης λογικής
Οι «συμμετοχές» στις διαγνωστικές εξετάσεις [σε φάρμακα, θεραπεία κοκ] καθώς και οι λογιστικές αυθαιρεσίες που ευνοούν την ιδιωτική επιχειρηματικότητα είναι συστατικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής στον τομέα της παροχής βιοϊατρικής φροντίδας. Με πρόσχημα την «κρίση» και την περικοπή δαπανών, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη προτάσσει ότι το κίνητρο και η αρμοδιότητα να διαχειριστούν την υγειονομική τους περίθαλψη εναπόκειται πλέον στους ίδιους/ες τους/τις ασθενείς, ενώ η «αγορά» αφήνεται να αυτό-ρυθμίσει τα κέρδη της μέσω ορατών και «αόρατων» επιβαρύνσεων από τους/τις ασθενείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που ισχύει μέχρι και σήμερα είναι όταν το 2012 μειώθηκαν οι ακτινοθεραπευτικές πράξεις, επινοήθηκε εκ μέρους του ΕΟΠΥΥ-Υπ. Υγείας η καταβολή της «ιατρικής αμοιβής» από τους/τις ασθενείς στους ιδιώτες, το ύψος της οποίας ποτέ δεν προσδιορίσθηκε. Σημασία είχε για το Υπ. Υγείας/τρόικα ότι «εξορθολογίστηκαν» οι τιμές, την ίδια στιγμή που οι επιχειρηματίες μέσω των «συμμετοχών»/ιατρικών αμοιβών κάλυπταν τη διαφορά.[2]
Όμως για να καλυφθεί η διαφορά, η «συμμετοχή», ως πολιτική έννοια προϋποθέτει έναν προβληματικό διαχωρισμό μεταξύ του ασφαλιστικού φορέα [πχ ΕΟΠΥΥ] και των ασφαλισμένων. Σε αυτό το σχήμα οι ασφαλισμένοι/ες αποσυνδέονται από τον φορέα που χρηματοδοτούν [εισφορές ασφαλισμένων και κρατικός προϋπολογισμός/άμεση κ έμμεση φορολογία], και αναπαρίστανται ως «καταναλωτές» υπηρεσιών υγείας που πρέπει να συμβάλλουν επιπρόσθετα στη δαπάνη. Απέναντι στο ερώτημα «πώς μπορεί να γίνει διαφορετικά λόγω των συνθηκών», η απάντηση είναι απλή και στέκεται πολιτικά στον αντίποδα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του ΣΥΡΙΖΑ: κατάργηση κάθε είδους επιβάρυνσης/«συμμετοχής» που αναιρεί την καθολική και ισότιμη πρόσβαση. Αυτό σημαίνει ότι η ασφαλιστική τιμή ή το κρατικό τιμολόγιο οφείλει να είναι το συνολικό ποσό αποζημίωσης του ΕΟΠΥΥ [100%] προς τους παρόχους και όχι ένας μέρος αυτής [85%] που θα το συμπληρώσει επιπρόσθετα με τις ήδη καταβαλλόμενες εισφορές του ο/η ασφαλισμένος/η. Όταν για παράδειγμα μια γενική εξέταση αίματος κοστίζει περίπου 0,30 ευρώ στους ιδιώτες, ο ΕΟΠΥΥ ως αναπόσπαστο μέρος των ασφαλισμένων και όχι ως εξωτερικός φορέας, οφείλει να αποζημιώσει συνολικά τον πάροχο με ασφαλιστική τιμή 1,99 ευρώ, με δυνατότητα περαιτέρω μείωσής αυτής της τιμής, προσφέροντας ανταποδοτικά και ισότιμα πρόσβαση.
Αυτή η πρόταση, όμως δεν μπορεί να είναι παρά μια προσωρινή λύση για τη μη περαιτέρω εμπορευματοποίηση της υγείας. Η πολιτική στόχευση οφείλει να θέτει ως προτεραιότητα την αποσύνδεση ασφάλισης με παροχές υγείας και την εξάλειψη κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας. Αντί, λοιπόν, το «αριστερό» Υπουργείο Υγείας να εργάζεται πάνω σε όλα τα παραπάνω σύμφωνα με τις «αρχές της Αριστεράς», καταλήγει στο να αναπαράγει τα ίδια νεοφιλελεύθερα σχήματα με επίκεντρο τη διατήρηση κερδών της «αγοράς», χωρίς καμία «αξιακή διαφορά» με τους προηγούμενους.
[1] Η ασφαλιστική τιμή, είναι η τιμή βάσει της οποίας το ΔΣ του ΕΟΠΥΥ αποφασίζει να αποζημιώσει τους ιδιώτες και σύμφωνα με το ά. 8 του κανονισμού του οργανισμού, αυτή δεν μπορεί να ξεπερνά το αντίστοιχο ποσό που προβλέπεται κάθε φορά από το κρατικό τιμολόγιο.
[2] Για την ανάλυση του ζητήματος βλ. Διδακτορική Διατριβή, Σαμικού Ερασμία: «Η Γραφειοκρατικοποίηση του Πόνου: Το Παράδειγμα μιας Δημόσιας Υπηρεσίας στην Ελλάδα», Ιούνιος 2014.
*Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας