«Μα το να αλλάξουμε τον Στουρνάρα δεν γίνεται, γιατί έχει την κάλυψη της ΕΚΤ. Αν το κάναμε, δεν θα ήταν απλώς μονομερής ενέργεια. Θα ήταν επαναστατική ενέργεια».

Τα τελευταία 15-20 χρόνια οι θεωρητικοί της επαναστατικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς –και όχι μόνον αυτοί– τόνιζαν ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει σε ένα τέτοιο στάδιο ανάπτυξης, στο οποίο η διατήρηση των κερδών μπορεί να επιτευχθεί μόνον με ακραία συμπίεση του εργατικού εισοδήματος. Δηλαδή με διατήρηση χαμηλών μισθών (ή με μείωση μισθών), με διατήρηση υψηλής ανεργίας, αλλά και με συντριβή του κοινωνικού κράτους. 

Οι παγκόσμιοι πόλεμοι μπόρεσαν δυο φορές να καταστρέψουν τεράστιο όγκο κεφαλαίου, δίνοντας τη δυνατότητα στο καπιταλιστικό «κοντέρ» της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους να «μηδενίσει», δηλαδή να ξεκινήσει και πάλι να τρέχει με τους ρυθμούς που έτρεχε πριν συσσωρευθεί τόσο πολύ κεφάλαιο. Όμως οι παγκόσμιοι πόλεμοι έχουν (ευτυχώς) εγκαταλειφθεί ως διέξοδος, τουλάχιστον προσώρας, καθώς η καταστροφική δύναμη των πυρηνικών μπορεί να οδηγήσει σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες –και όχι απλώς σε «μηδενισμό» του κοντέρ εντός του καπιταλισμού.

Προειδοποιούσαν τότε αυτοί οι θεωρητικοί ότι μέσα σε τέτοιες συνθήκες, οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, δηλαδή οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν απλώς να πετύχουν φιλολαϊκές-φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις εντός του καπιταλισμού, χωρίς να τον αμφισβητήσουν ως σύστημα, θα έχουν όλο και λιγότερο χώρο δράσης. Κι αυτό επειδή οι άρχουσες τάξεις όχι μόνον δεν ήταν διατεθειμένες να παραχωρήσουν ούτε ψίχουλο, αλλά ήθελαν να πάρουν πίσω κι ό,τι είχαν αναγκαστεί να παραχωρήσουν στις περιόδους του οικονομικού «μπουμ». Η πρώτη και πιο μεγάλη μεταρρυθμιστική (δηλαδή ρεφορμιστική) δύναμη που γνώρισε αυτό το αδιέξοδο ήταν η σοσιαλδημοκρατία. Όμως ρεφορμισμός χωρίς την καρδιά του, χωρίς φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις δηλαδή, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ως τέτοιος για πολύ. Κι έτσι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που μέχρι τότε πατούσαν σε δύο βάρκες, υποχρεώθηκαν να διαλέξουν. Και διάλεξαν, όπως αναμενόταν εξαιτίας των πολλών οικονομικών δεσμών τους, το στρατόπεδο της άρχουσας τάξης. Η πολιτική που ακολούθησαν οι Εργατικοί στην Αγγλία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στη Γερμανία, τα Σοσιαλιστικά Κόμματα στη Γαλλία και την Ισπανία, το Δημοκρατικό Κόμμα στην Ιταλία, αλλά και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες αυτής της επιλογής. Μιας επιλογής που έκανε πλέον αυτά τα κόμματα να μη διαφέρουν διόλου από τα άλλα αστικά κόμματα. Έτσι μπόρεσαν να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά πολύ άνετα τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία και στην Ελλάδα, ασκώντας βέβαια όχι μια ενδιάμεση πολιτική, αλλά μια ακραία δεξιά πολιτική. Βέβαια σε πολλές περιπτώσεις αυτή η ταύτιση οδήγησε ή θα οδηγήσει στον αφανισμό τους, αφού έπαψαν να είναι χρήσιμα και στους «από τα κάτω» και στους «από τα πάνω». 

Μνημόνιο

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ντόπια άρχουσα τάξη, με αφορμή το χρέος, συνδιοργάνωσε μαζί με τους δανειστές μια ακραία προσπάθεια συντριβής των λαϊκών-εργατικών κατακτήσεων, προσπάθεια που κωδικά ονομάζουμε μνημόνιο. Αυτή η ακραία πολιτική έχει ορίζοντα εφαρμογής ολόκληρη την Ευρώπη, γι’ αυτό έχει σημασία γι’ αυτούς να πετύχει το πρώτο πείραμα. Βέβαια, η πολιτική αυτή έχει παράπλευρες απώλειες. Έτσι επλήγησαν κάπως και τμήματα της άρχουσας τάξης, ενώ ταυτόχρονα συνετρίβη το κύριο μεταρρυθμιστικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα υπάρχει ο κίνδυνος ανόδου ακραιφνών φασιστικών κομμάτων στις κυβερνήσεις μιας σειράς χωρών. Όμως αυτά δεν απασχολούν ιδιαίτερα τους καπιταλιστές. Εκείνο που τους απασχολεί είναι η διατήρηση του συστήματος και η διατήρηση και επέκταση των κερδών. Οι ναζί δεν είναι εχθροί τους. Εχθροί τους είναι όσοι αμφισβητούν τα δύο προηγούμενα στοιχεία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένα πετυχημένο πολιτικό μέτωπο αντίστασης στο μνημόνιο. Στις γραμμές του συντάσσονταν ωστόσο σχεδόν όλες οι εκδοχές της Αριστεράς: δημοκράτες, ρεφορμιστές σοσιαλδημοκρατικού τύπου, ρεφορμιστές ευρωκομουνιστικού τύπου, κεντριστικές δυνάμεις, ριζοσπαστικές δυνάμεις με αναφορές είτε στο σταλινισμό είτε στο μαοϊσμό, επαναστατικές δυνάμεις με αναφορές στο λενινισμό και τον τροτσκισμό. 

Η πολιτική άποψη με την οποία κινήθηκε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια εκδοχή μεταρρυθμισμού εντός του καπιταλισμού. Και επειδή στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει η ένταξη στη νεοφιλελεύθερη ΕΕ και στο σύστημα του ευρώ, το «εντός του καπιταλισμού» σήμαινε εντός της νεοφιλελεύθερης ΕΕ και του συστήματος του ευρώ. Οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες στόχευε και στοχεύει η στρατηγική αυτή, αν εφαρμόζονταν, θα ήταν ασφαλώς τεράστια ανακούφιση για τις λαϊκές μάζες. Δεν είναι «ψίχουλα» όπως λέει το ΚΚΕ και άλλες δυνάμεις, αλλά πρωτοφανής αναστροφή της λιτότητας (και του αντιδημοκρατικού αυταρχισμού που αυτή συνεπάγεται) για τα δεδομένα του μεγαλύτερου μέρους του καπιταλιστικού κόσμου. 

Όμως η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι ο αντίπαλος δεν είναι διατεθειμένος να διαπραγματευθεί και το παραμικρό. Η κυβέρνηση ανακαλύπτει ότι στην εσωτερική πολιτική δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτε χωρίς την έγκριση της τρόικας που τώρα έγινε κουαρτέτο (τρόικα+ESM). Ακόμη και το κουτσουρεμένο κατά 5/6 νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση θεωρήθηκε από τον Σόιμπλε ως μονομερής ενέργεια. 

Και δυστυχώς όχι μόνον αυτό. Σε μια πολύ πρόσφατη συνεδρίαση της ΟΜ του ΣΥΡΙΖΑ όπου ανήκω, ένας σύντροφος μου παραπονέθηκε επειδή στην τοποθέτησή μου ζητούσα την άμεση αλλαγή των διοικήσεων των τραπεζών. Ο σύντροφος μου είπε το εξής: «Μα το να αλλάξουμε τον Στουρνάρα δεν γίνεται, γιατί έχει την κάλυψη της ΕΚΤ. Αν το κάναμε, δεν θα ήταν απλώς μονομερής ενέργεια. Θα ήταν επαναστατική ενέργεια». 

Είχε δίκιο. Ακόμη και η παραμικρή μεταρρύθμιση μέσα στο σημερινό σύστημα, πολύ περισσότερο η αντικατάσταση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος από κάποιο πρόσωπο που δεν θα έχει σχέση με το βαθύ τραπεζικό κράτος, συνιστά επαναστατική ενέργεια. Το ίδιο επαναστατική ενέργεια μπορεί να αποτελεί και η απόκτηση του ελέγχου όλων των συστημικών τραπεζών, η απόκτηση του ελέγχου του συστήματος Δικαιοσύνης, το δωρεάν ρεύμα σε όλους όσοι πραγματικά το χρειάζονται, η φορολόγηση του πραγματικού πλούτου, πιθανόν ακόμη και η κατάργηση των 5 ευρώ στα νοσοκομεία, η κατοχύρωση των 751 ευρώ και γενικά το μεγαλύτερο μέρος των εξαγγελιών της ΔΕΘ. Όλα αυτά θεωρούνται αιτία πολέμου για τους δανειστές και για την ντόπια άρχουσα τάξη. 

Σταυροδρόμι

Η ηγεσία του κόμματος και η κυβέρνηση διαπιστώνουν αυτό που διαπίστωσαν οι κλασικοί μεταρρυθμιστές που αναφέραμε παραπάνω: Οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις που οραματίστηκε αποδεικνύεται ότι με τους σύγχρονους όρους αποτελούν επαναστατικές αλλαγές. Συνεπώς πρέπει να αποφασίσει. Αν επιμείνει σε αυτές, θα αναγκαστεί να έρθει σε ρήξη τόσο με τους δανειστές όσο και με τους ντόπιους συμμάχους τους. Αν την κάνει εγκαίρως και με δική της επιλογή, θα έχει τη στήριξη της πλειονότητας του λαού, αρκεί να απευθυνθεί σε αυτόν και να τη ζητήσει. Θα έχει επίσης τη στήριξη εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη –και όχι μόνον. Μόνον τότε θα έχει αξία ο χρόνος που υποτίθεται ότι κερδήθηκε με τις συμφωνίες στα Eurogroup, ώστε να έρθει πιο κοντά και η νίκη άλλων ριζοσπαστικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Όλα αυτά δεν θα σημαίνουν ότι θα έχει γίνει κάποια επανάσταση. Θα σημάνουν όμως ένα, για πρώτη φορά, ρεαλιστικό προσκλητήριο γι’ αυτήν.

Αν η κυβέρνηση δεν επιμείνει στην ταξική καρδιά του προγράμματος της ΔΕΘ, μεταθέτοντας αυτή την καρδιά στο αόριστο μέλλον ή –ακόμη χειρότερα– εγκαταλείποντάς την οριστικά, τότε ακόμη κι αν κερδήθηκε κάποιος χρόνος, θα είναι άνευ σημασίας αφού η απογοήτευση θα υπονομεύσει την προοπτική νίκης των άλλων ριζοσπαστικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Αν μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετάσχει σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, θα έχει χάσει και τη μεταρρυθμιστική του καρδιά. Όπως διαπίστωσαν με πολύ οδυνηρό τρόπο τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΔΗΜΑΡ, αυτό το σύστημα δεν δέχεται φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, ούτε καν μικρές διορθώσεις μέσα από τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας. Γκρίζα ζώνη δεν υπάρχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ή θα προχωρήσει σε μονομερείς, δηλαδή σε επαναστατικές ενέργειες ή θα αυτοχειριαστεί. 

Ετικέτες