Μια μικρή συμβολή στη συζήτηση που άνοιξε μέσα στην Αριστερά για το ζήτημα της Ουκρανίας.

Η εξελισσόμενη κατάσταση στην Ουκρανία, καθώς και οι αντικρουόμενες απόψεις γι’ αυτή μέσα στο αριστερό κίνημα αντικατοπτρίζουν ακριβώς τη θολούρα, τη σύγχυση και το κομφούζιο που έχει παρουσιαστεί στον σημερινό κόσμο τα τελευταία χρόνια με την προσωρινή επικράτηση νεοφιλελεύθερων απόψεων και πρακτικών, εξέλιξη που με τη σειρά της έχει επηρεάσει σημαντικά τη σύγχρονη σκέψη.

Είναι δύσκολο με αυτή την έννοια για κάποιον να πάρει μια απόλυτη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου από τους εμπολέμους στην περιοχή, είναι ωστόσο απαραίτητο να προσεγγίζουμε διαλεκτικά τα πράγματα και να προσπαθούμε να βρούμε την άκρη του κουβαριού, στο βαθμό βεβαίως που τα θεωρητικά εφόδια και τα στοιχεία που διαθέτουμε μας δίνουν αυτή η δυνατότητα.

 ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

Τα γεγονότα της πλατείας Ελευθερίας από τα οποία ξεκίνησε η σημερινή σύγκρουση ήρθαν ως αποτέλεσμα μιας έντονης δυσαρέσκειας από μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού εξ αιτίας της 25χρονης διεφθαρμένης διακυβέρνησης κομμάτων που γεννήθηκαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, φιλορωσικών κυρίως, με μόνη ενδιάμεση εξαίρεση τη φιλοδυτική Τιμοσένκο, η οποία -ουδόλως διαφέροντας των προκατόχων της- βρέθηκε κάποια στιγμή στη φυλακή για κατάχρηση.

Οι Ουκρανοί φασίστες που πήραν θάρρος μετά τα γεγονότα της πλατείας Ελευθερίας και την κατάρρευση της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, άρχισαν πογκρόμ ενάντια σε κομμουνιστές, συνδικαλιστές, αριστερούς και κάθε προοδευτικό άνθρωπο που βρισκόταν απέναντί τους.

Αποκορύφωμα αυτής της πρακτικής υπήρξε ο εμπρησμός των γραφείων των συνδικάτων στην Οδησσό και ο φρικτός θάνατος αριστερών συνδικαλιστών μέσα στο κτίριο της ένωσής τους, αλλά και έξω από αυτό, καθώς όσους πηδούσαν από τα παράθυρα για να γλιτώσουν από τη φωτιά, τους εκτελούσαν επί τόπου στα πεζοδρόμια.

Αυτές οι ενέργειες καθώς και το μιλιταριστικό κλίμα που άρχισε να διαμορφώνεται στη χώρα με την εισδοχή των φασιστών και των υπόλοιπων ακροδεξιών και εθνικιστών καθαρμάτων στο προσκήνιο, θορύβησαν τους ρωσόφωνους πληθυσμούς της Ανατολικής Ουκρανίας, ανάμεσα στους οποίους άρχισαν να αναπτύσσονται αποσχιστικές τάσεις. Πρώτα η Κριμαία –που αποτελούσε ναυτική βάση της Ρωσίας κατέχοντας σημαντική στρατηγική θέση στην περιοχή, με τους ρωσόφωνους να αποτελούν ισχυρή πλειοψηφία και με τη συνδρομή και ουσιαστική βοήθεια βεβαίως της ρωσικής κυβέρνησης που επιθυμούσε διακαώς να την περιλάβει στη δικαιοδοσία της– αποσχίστηκε και προσχώρησε στη Ρωσία έπειτα από δημοψήφισμα που προκηρύχτηκε εκεί.

Κατόπιν οι υπόλοιπες ρωσόφωνες στην πλειοψηφία τους περιοχές του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ ξεσηκώθηκαν και αυτές με τη σειρά τους ζητώντας επίσης δημοψηφίσματα απόσχισης, πράγμα το οποίο αφενός δεν βρήκε την ανάλογη με την περιοχή της Κριμαίας ανταπόκριση από τη «μαμά Ρωσία» και αφετέρου δεν μπορούσε βεβαίως να ανεχτεί η νεοσύστατη ακροδεξιά κυβέρνηση που είχε εν τω μεταξύ εκδιώξει πραξικοπηματικά τον φιλορώσο πρόεδρο Γιανουκόβιτς, αλλά ούτε και οι δυτικοί σύμμαχοί της. Η κυβέρνηση του Κιέβου αντέδρασε άμεσα, στέλνοντας φασιστικά τάγματα εφόδου και στρατιωτικά σώματα στην περιοχή.

Αυτό οδήγησε από την άλλη μεριά σε μια άμεση αντίδραση του ντόπιου πληθυσμού, που στην προσπάθεια διαφύλαξης της ίδιας της ζωής και των κεκτημένων του, οργανώθηκε σε ελάχιστο χρόνο στρατιωτικά, χρησιμοποιώντας ό,τι μέσον διέθετε. Η σθεναρή άμυνα που αντέταξαν οι κάτοικοι των περιοχών αυτών απέναντι στους Ουκρανούς εισβολείς πολεμώντας για να σώσουν τα σπίτια και τις οικογένειές τους, σε παράλληλη σχέση με το χαμηλό ηθικό που διέθεταν οι άντρες των ουκρανικών δυνάμεων οι οποίοι δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι τις διαταγές που έπαιρναν να σκοτώνουν αυτούς με τους οποίους μέχρι χτες ζούσαν μαζί ειρηνικά, έκανε τη σύγκρουση να γείρει προς τη μεριά των αμυνόμενων ρωσόφωνων.

Η εξέλιξη αυτή υποχρέωσε τον ηγέτη της Ρωσίας Πούτιν, που αρχικά δίσταζε να βοηθήσει ενεργά τους κατοίκους των περιοχών αυτών για να μη δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο, να μην παραμείνει άλλο αμέτοχος. Άρχισε να εμπλέκεται ενεργά στέλνοντας βαρύ και ελαφρύ οπλισμό καθώς και ειδικά στρατιωτικά τμήματα με παραλλαγή και χωρίς διακριτικά στην αρχή. Κύριος στόχος του ήταν να πετύχει μια ειρήνη με τους δικούς του όρους, δίχως να φέρει σε δύσκολη θέση τους Δυτικούς αλλά και χωρίς να μεταφέρει τη σύγκρουση στο εσωτερικό της επικράτειάς του, στην οποία επίσης υποβόσκουν διαφόρων ειδών εθνοτισμοί και φονταμενταλισμοί, έτοιμοι να ξυπνήσουν ανά πάσα στιγμή.

Αργότερα και όσο επεκτεινόταν η σύγκρουση, άρχισε να στέλνει φανερά πλέον στην περιοχή φασιστικά τμήματα Σέρβων Τσέτνικς οι οποίοι στον πόλεμο είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς, ειδικά αντιδραστικά σώματα Ιπποτών του Αγίου Γεωργίου (γνωστών από την εποχή ακόμη της Οκτωβριανής Επανάστασης τα οποία φαίνεται ότι αναβίωσαν πάλι), να παραιτεί αξιωματικούς όπως τον επικεφαλής των δυνάμεων του Ντονέτσκ, όπου υπήρξαν και οι μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες, για να διορίσει κάποιον της δικής του επιλογής και γενικώς να αναμειγνύεται ανοιχτά και απροκάλυπτα στη σύγκρουση, όχι όμως στη βάση των συμφερόντων των κατοίκων της περιοχής αλλά των κανόνων που επέβαλλε η εξωτερική πολιτική του και της επιθυμίας του να παραμείνει το στάτους κβο στην Ανατολική Ουκρανία, αφού δεν είναι έτοιμος ούτε να τη διεκδικήσει ούτε να στηρίξει την αυτονομία της.

Οι κινήσεις αυτές και το γεγονός ότι οι θρησκευτικές λιτανείες και οι αυτοκρατορικοί αετοί μπλέχτηκαν με τα σφυροδρέπανα και τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά σύμβολα του προηγούμενου καθεστώτος σε ένα κοινό πόλεμο, δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα για όποιον θεωρεί ότι δεν πρέπει να κρατηθεί στάση «ίσων αποστάσεων» ανάμεσα στους Ουκρανούς φασίστες και τους υπόλοιπους, πολύ δε περισσότερο επειδή είναι γνωστή η στήριξη και η ανοχή του Πούτιν σε πολυάριθμες φασιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις που έχουν εξαπλωθεί σε όλη τη Ρωσία.

Ήταν ο πρώτος μάλιστα που έσπευσε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών που διεξήχθηκαν στην Ουκρανία, αφού αρχικά πέτυχε κάποιο είδος ειρήνης στην περιοχή χωρίς παρ’ όλα αυτά να έχει υπάρξει ολική κατάπαυση του πυρός από τα βαρέα όπλα, τα οποία συνήθως σημαδεύουν τους άοπλους κατοίκους των επαρχιακών περιοχών.

 ΟΙ ΟΥΚΡΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Το βασικό στοιχείο για τις συγκεκριμένες εκλογές είναι ότι δεν υπήρξε ούτε «βαριά ήττα των φιλοπόλεμων δυνάμεων» ούτε «συντριπτική νίκη των φιλειρηνικών δυνάμεων». Αποτύπωσαν απλά μια συνέχεια του προηγούμενου πολιτικού σκηνικού με κάποιες εσωτερικές ανακατατάξεις και μια σχετική περιθωριοποίηση των φασιστικών ταγμάτων εφόδου, που αποτελούσαν πλέον «κόκκινο πανί» για όλους, εντός και εκτός της χώρας.

Είναι χαρακτηριστικό κατ’ αρχήν ότι ψήφισε μόνο το 51% του ουκρανικού πληθυσμού, ο υπόλοιπος (ο μισός δηλαδή), απείχε, δείχνοντας ότι δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη στις σημερινές πολιτικές δυνάμεις.

Μια άλλη ιδιαιτερότητα υπήρξε η μετακίνηση μεγάλου αριθμού υποψηφίων από το ένα κόμμα στο άλλο. Έτσι κατόρθωσαν και εκλέχθηκαν κάποιοι φασίστες που είχαν κατέβει με το κόμμα του Γιάτσενιουκ. Την ίδια ώρα όλο το κομματικό επιτελείο της Τιμοσένκο «μετακόμισε» στο κόμμα του Γιάτσενιουκ(!). Οι συνεχείς μετακινήσεις πολιτευτών από το ένα κόμμα στο άλλο κατόπιν εντολών των ολιγαρχών της χώρας που τους ελέγχουν απόλυτα (πρόσφατα είχαν μετακινηθεί οι περισσότεροι βουλευτές του Γιανουκόβιτς στο «αντίπαλο» κόμμα του Γιάτσενιουκ), καταδεικνύουν τη ρευστότητα και πολιτική αστειότητα του πολιτικού συστήματος που έχει στηθεί στην Ουκρανία καθώς και την αισθητή έλλειψη ενός πραγματικού κόμματος των εργαζομένων το οποίο δεν συμμετέχει σε τέτοιου είδους παιγνίδια.

Μετά και τα παραπάνω, τα αποτελέσματα έχουν ως εξής:

Πρώτο το Λαϊκό Μέτωπο του Γιάτσενιουκ με 22% και κάτι, με δεύτερο το Μπλοκ Ποροσένκο με 21% και κάτι (παρ΄ όλα αυτά εκλέγει περισσότερους βουλευτές «λόγω ειδικού εκλογικού συστήματος»). Τρίτο το κόμμα Αυτάρκεια (δεξιό-εθνικιστικό) με 11%. Το κόμμα του πρώην προέδρου Γιανουκόβιτς πήρε 9,5%. Το κόμμα Μητέρα Πατρίδα της Τιμοσένκο συνετρίβη με ποσοστό μόλις 5,7%. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ευρισκόμενο σε καταδίωξη και ημιπαρανομία δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή. Τα φασιστικά κόμματα δεν μπήκαν τελικά στη Βουλή.

Ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και πρόεδρος της χώρας Ποροσένκο πλασσάρεται τώρα σαν υπέρμαχος της ειρήνης, στην πραγματικότητα όμως «ποιούσε την νήσσαν» καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και μόνο όταν άρχισαν οι ήττες των ουκρανικών εκστρατευτικών σωμάτων άρχισαν να αναδεικνύονται τα «φιλειρηνικά» του αισθήματα.

Στην πραγματικότητα προσπαθεί να αποφύγει τα χειρότερα και επιθυμεί μια «αξιοπρεπή ειρήνη» που θα του επιτρέψει να ισορροπήσει τα οικονομικά του και να διαπραγματευτεί με τον Πούτιν την τιμή του φυσικού αερίου που προμηθεύεται από τη Ρωσία –και το οποίο κινδυνεύει να κοπεί τελείως αν συνεχιστεί η σύγκρουση. Γι’ αυτό και είναι σε στενή διαβούλευση μαζί του, ενώ ο τελευταίος όπως είπαμε έσπευσε να αναγνωρίσει πρώτος και καλύτερος το αποτέλεσμα των ουκρανικών εκλογών.

 ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;

Οι αριστερές μαρξιστικές ιδέες βιώνουν τα τελευταία χρόνια μια υποχώρηση και μια έντονη περιθωριοποίηση από τη συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της κοινωνίας. Αυτό επιτρέπει να παρουσιάζονται αλλοπρόσαλλα πολιτικά φαινόμενα παντού με την ανάδειξη φασιστικών μορφωμάτων, γραφικών πολιτικών προσωπικοτήτων, στρατιωτικών και φονταμενταλιστικών ηγεσιών και διάφορων άλλων που αδυνατούν να βγάλουν την κοινωνία από τα αδιέξοδα που την έχει ρίξει ο παγκόσμιος καπιταλισμός, παρότι ο τελευταίος διέρχεται σήμερα την πιο βαθιά μεταπολεμική κρίση του.

Με αυτή την έννοια είναι δύσκολο πολλές φορές να πάρεις το μέρος του ενός ή του άλλου αντιμαχόμενου, από τη στιγμή μάλιστα που είναι γνωστό ότι κανείς από αυτούς δεν διαθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο που να δίνει προοπτική οριστικής διεξόδου από το πρόβλημα.

Σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, ακόμη κι αν νικήσουν οι ρωσόφωνοι των ανατολικών εδαφών που τώρα διεξάγουν ένα δίκαιο αμυντικό πόλεμο, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα φερθούν στον ουκρανικό πληθυσμό που μειοψηφεί στις περιοχές τους με σεβασμό στα δικαιώματά του. Είναι πολύ πιθανό απλώς να αλλάξουν οι ρόλοι και οι καταπιεζόμενοι να βρεθούν καταπιεστές. Ακόμη κι αν βρεθεί κάποιο είδος προσωρινής ειρήνης, οι διαφορές και οι παλιές έχθρες θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες να βγουν στην επιφάνεια μέσα σε αυτό το ασταθές πολιτικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί στην Ουκρανία.

Μόνη λύση συνεπώς γι’ αυτή τη «βαλκανοποιημένη» χώρα με τους διαφορετικούς πληθυσμούς στο έδαφος της είναι η δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας των λαών της, απαλλαγμένης από τις σταλινικές διαστρεβλώσεις του παρελθόντος, η οποία θα εξαλείψει τους λόγους μιας νέας αντιπαράθεσης στην περιοχή και όπου όλοι οι λαοί που κατοικούν εκεί θα είναι ισότιμοι, χωρίς οι εθνοτικές, θρησκευτικές και άλλου είδους διαφορές να αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης.

Αυτή είναι η μοναδική διέξοδος στο πρόβλημα και αυτό είναι που πρέπει να προπαγανδίζει συνεχώς η Αριστερά, ακόμη κι αν οι συνθήκες είναι αντίξοες ή οι συγκεκριμένες προτάσεις βρίσκονται κόντρα στο επίσημο ρεύμα, είτε ακόμη αν δεν φαίνονται άμεσα εφαρμόσιμες ή δεν γίνονται άμεσα κατανοητές από τα πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Δυστυχώς οι έτοιμες λύσεις μας τελείωσαν.

Ετικέτες