Οι γαλλικές εκλογές αναζωπύρωσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την πολιτική συζήτηση. Πολύ περισσότερο που τα αποτελέσματά τους τροφοδοτούν όλες τις σύγχρονες πολιτικές αντιφάσεις μέσα στην δίνη της ευρωπαϊκής κρίσης, αναμορφώνοντας το γαλλικό πολιτικό σκηνικό.

Από την σκοπιά της Αριστεράς η επίδοση του Μελανσόν ξανανοίγει την συζήτηση για τις δυνατότητες μαζικής αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής μέσα στην περίοδο, καθώς συγκέντρωσε σχεδόν 20%, διπλασιάζοντας την επίδοσή του το 2012, σε μια γραμμή, αντινεοφιλελεύθερη και ριζοσπαστική με ανοιχτή την προοπτική της ρήξης με την ευρωζώνη χωρίς ωστόσο να ξεκινά από την προϋπόθεση της εξόδου.

Σήμερα, στη συζήτηση κυριαρχεί το δίλλημα του β γύρου. Βέβαια το ζήτημα τίθεται διαφορετικά στην γαλλική αριστερά υπό την πίεση της συγκεκριμένης απόφασης και διαφορετικά στην συζήτηση που διεξάγεται στην ελληνική ριζοσπαστική αριστερά, όπου προβάλλονται όλες οι εγχώριες αντιφάσεις, εμπειρίες και καταστάσεις τις οποίες δυστυχώς καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό η απογοήτευση, η ηττοπάθεια και ο σεχταρισμός.

Η πρώτη δήλωση του Μελανσόν («ούτε – ούτε») επιδοκιμάστηκε έντονα και ευρύτατα στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς - αν εξαιρέσουμε το ΚΚΕ το οποίο με συνέπεια στην γραμμή του βαθιού πεσιμισμού και της ηττοπάθειας δεν είδε τίποτα αξιόλογο και θετικό στην επίδοση του Μελανσόν και βέβαια τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος με διάφορους ελιγμούς (στήριξη Μελανσόν την τελευταία ώρα και υποδοχή της νίκης του Μακρόν από την πρώτη στιγμή) προσπαθεί να στηρίξει το αφήγημα της «αριστερής κυβέρνησης» που «ατύχησε» και  υλοποιεί σκληρά νεοφιλελεύθερα μνημόνια.

Όμως το γαλλικό «ούτε – ούτε» δεν είναι στην πραγματικότητα ουδέτερο. Εξάλλου στην πολιτική η «ουδετερότητα» είναι στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλλον «θεωρητικό σχήμα», ιδιαίτερα δε σε τέτοιου είδους διλλήματα όπου το πλαίσιο είναι αυστηρά  καθορισμένο (δεν επιτρέπει «αναπλαισίωση»). Το πιο σαφές «ούτε – ούτε» εκφράζεται από το σύνθημα του γαλλικού κινήματος και της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας «Ni Patrie, Ni Lepen, Ni Patron, Ni Macron (Ούτε Πατρίδα, Ούτε Λεπέν, Ούτε αφεντικό, Ούτε Μακρόν)» το οποίο όμως αποτελεί περισσότερο προπαγανδιστική αντικαπιταλιστική, ιδεολογικοπολιτική δήλωση παρά πολιτική – εκλογική τακτική. Η τακτική του Μελανσόν επίσης δεν είναι ουδέτερη. Στην «διαβούλευση» με τους οπαδούς του έθεσε τρεις ενδεχόμενες επιλογές: την αποχή, το λευκό και τον Μακρόν. Η σφοδρή επίθεση που δέχεται από τον γαλλικό (και όχι μόνο) αστισμό δεν αφορά στην δήθεν ασαφή στάση του έναντι της Λεπέν αλλά στην προσπάθειά του να μην ταυτιστεί με το νεοφιλελεύθερο συρφετό την ώρα που επιδιώκει να ξεκαθαρίσει την απόλυτη αντίθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς από τους φασίστες. Τα συστημικά μέσα επιχειρούν να πουν ότι η μη στήριξή του στον Μακρόν αφήνει περιθώρια για Λεπέν και ενώ η τελευταία επιχειρεί να προσελκύσει τους ψηφοφόρους του λέγοντας ότι πάρα τις διαφορές τους είναι και οι δυο ενάντια στο σύστημα και τα οικονομικά τους προγράμματα μοιάζουν. Αντίστοιχα με τον Μελανσόν και ο Πουτού, υποψήφιος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος, ο οποίος, πέρα από την ενδεχόμενη κριτική για την επιλογή του κόμματος να μην συνταχτεί προεκλογικά σε ευρύτερη ενότητα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο υποτίμησης του φασιστικού κινδύνου και καλεί σε μετεκλογική ενότητα της Αριστεράς και άμεσα σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις.

Απ’ την άλλη η σπουδή του γαλλικού ΚΚ να σπεύσει να δώσει γραμμή Μακρόν δεν αφορά μόνο στον αντιφασισμό του αλλά στην προσκόλλησή του στην κεντροαριστερή στρατηγική, την οποία έχει καταπιέσει στην περίοδο της συμμαχίας του με τον Μελανσόν.    

Στην ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά η σχετική συζήτηση, χωρίς τον πρακτικό εκβιασμό της επιλογής, αφορά στο ζήτημα της μαζικής ριζοσπαστικής, αριστερής πολιτικής. Η άποψη που απορρίπτει κάθε μεταβατική λογική και ανάγει σεχταριστικά την μαζική πολιτική στην ώρα της … εφόδου (ΚΚΕ και όχι μόνο) δεν πιέζεται από τέτοια διλλήματα. Ξεκινά από την «καθαρότητα» και φτάνει στην μαζική… αντιπολιτική αντικαθιστώντας την πολιτική με την προπαγάνδα (όχι όμως και στην κατάργηση της μικροπολιτικής η οποία είναι πάντα παρούσα).

 Απ’ την άλλη, η άποψη που αντιλαμβάνεται την μαζική πολιτική και την μεταβατικότητα κυρίως ή μόνο ως εκλογικό στόχο βλέπει το άμεσα προφανές, δηλαδή την πάλη ενάντια στους δανειστές, την Γερμανία και το ευρώ. Αλλά και γενικότερα απόψεις οι οποίες βασίζονται στην ανάδειξη της διαχωριστικής μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικών κρατών στοχοποιούν κατά προτεραιότητα ή και αποκλειστικότητα τον Μακρόν, ως τον εκλεκτό του ευρωπαϊκού απαράτ - κάτι που είναι ασφαλώς αλήθεια, υποτιμώντας τους νεοφασίστες και σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρώντας τους μικρότερο κακό καθώς αποτελούν τουλάχιστον προπαγανδιστικά ευρωσκεπτικιστές. Σ’ αυτές τις εκδοχές το exit είναι σημαντικότερο από το ιδεολογικοπολιτικό πρόσημό του. Βλέπουμε μάλιστα στις μέρες μας τοποθετήσεις, όπως πρόσφατο άρθρο δήθεν έγκριτου αναλυτή σε έντυπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, όπου η γραμμές αυτές απογειώνονται μέσα από θεωρίες συνομωσίας, όπου οι πάντες και τα πάντα, λαός, κίνημα, ψηφοφόροι, κόμματα και ψηφοδέλτια της Αριστεράς είναι όλοι ακούσια υποχείρια ενός γερμανικού σχεδίου που εν πολλοίς οικοδόμησε την επιλογή και τη νίκη του Μακρόν κάτι που δεν θα συνέβαινε εάν έβγαινε η Λεπέν! Εύκολες και ατεκμηρίωτες ή/και ιστορικά ηττημένες προπαγανδιστικές «θεωρητικοποιήσεις» για τη «νέα τάξη», την δήθεν ευρωπαϊκή ή/και παγκόσμια «διακυβέρνηση», την αναβίωση των «προτεκτοράτων» και των «αποικιών», της «κατοχής» κ.ο.κ  εν τέλει εμπειρικά αποδεικνύεται πως δεν αποδίδουν καν την αναμενόμενη κοινωνική ανταπόκριση, όταν εκφέρονται από την Αριστερά.

Μαζική, αντικαπιταλιστική πολιτική και αντιφασιστική πάλη

Όμως η αριστερή, ριζοσπαστική, μαζική γραμμή – δυνατότητα η οποία αναδεικνύεται για πολλοστή φορά, τώρα στην Γαλλία – και πολύ περισσότερο η διακηρυγμένα αντικαπιταλιστική, δεν μπορεί να είναι ούτε σεχταριστική και στείρα προπαγανδιστική, ούτε να μιμείται την «ρεάλ πολιτίκ» (μόνιμα αστικό προνόμιο), ούτε βέβαια να περνά στον χώρο των θεωριών συνομωσίας που αν μη τι άλλο φέρουν ως πρώτο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό την απαξίωση κάθε δυνατότητας ανατροπής απ’ τα κάτω.

Η μεταβατική αντίληψη δεν σχετίζεται με κανένα σχέδιο σταθεροποίησης και καμιά προσδοκία κοινοβουλευτικής/ κυβερνητικής λύσης μακρού χρόνου. Τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει. Η Βενεζουέλα αποτελεί το πιο ταιριαστό σύγχρονο παράδειγμα. Η μεταβατική αντίληψη και το πρόγραμμα αποτελούν μέθοδο συγκέντρωσης δύναμης και πολιτικού και ιδεολογικού εξοπλισμού του ίδιου του σύγχρονου προλεταριάτου και της δρώσας κοινωνίας ώστε να αποκτά διαρκώς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα η ίδια η αυτενέργειά του.

Μάλιστα στην εποχή της «αποϊδεολογικοποίησης», ιδιαίτερα στους κόλπους της νεολαίας, η ανοικοδόμηση της «μνήμης του κινήματος» σε μαζική κλίμακα αποτελεί την κεντρική πρόκληση για την οικοδόμηση των υποκειμενικών όρων της αντικαπιταλιστικής ανατροπής σε μια εποχή βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης όπου η επικαιρότητα του Σοσιαλισμού και οι αντικειμενικά ώριμες συνθήκες αναδεικνύονται διαρκώς.

Το ζήτημα του φασισμού (του ρατσισμού και του πολέμου) βρίσκεται στο επίκεντρο. Μετά τις εμπειρίες του 20ου αιώνα δεν υπάρχει κανέναν περιθώριο για την υποτίμηση της πιο σκληρής και βάρβαρης καπιταλιστικής διαχείρισης, λύσης για την διάσωση και διαιώνιση της αστικής κυριαρχίας, που έχει προκύψει πολλάκις όταν η βαθιά κρίση αποσταθεροποιεί το σύστημα, εκθέτει και αποδομεί τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και βγάζει στο προσκήνιο επιθετικά τις δυνάμεις των «από κάτω» να διεκδικούν το «αδύνατο», την ανατροπή έως και την «έφοδο στους ουρανούς».

Πολιτικές αντιμετωπίσεις που με ευκολία ταυτίζουν κάθε είδους σκληρή, ταξική πολιτική των «από πάνω» με τον φασισμό και τις χούντες είναι επιπόλαιες και στο βάθος διακατέχονται από ηττοπαθή υποτίμηση του ίδιου του κοινωνικού υποκειμένου. Η «ευλογία» του μακρού χρονικού διαστήματος ειρήνης και σχετικά εύρυθμης λειτουργίας της (αστικής) δημοκρατίας και βέβαια η ιδεολογική ήττα του ’89, έχουν αδυνατίσει την συλλογική μνήμη για το μέγεθος της αστικής βαρβαρότητας όταν νοιώσει πραγματικά απειλούμενη.

Καθήκον και υποχρέωση της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι η οικοδόμηση κριτηρίων στο κοινωνικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται και επηρεάζει και βέβαια στα μέλη της. 

Η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά αντιπαρατίθεται με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική εδώ και δεκαετίες και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή της διάσταση. Η κρίση εξάλλου, τα μνημόνια και η σκληρή λιτότητα έχουν αποδομήσει στα μάτια του κοινωνικού ακροατηρίου όλα τα επιχειρήματα της πάλαι ποτέ μίας και μοναδικής, δεσπόζουσας στρατηγικής διχάζοντας πλέον και το αστικό στρατόπεδο (παγκοσμιοποίηση/ νεοφιλελευθερισμός – εθνικισμός/ προστατευτισμός). Η πρόκληση βρίσκεται στο να προτείνει εναλλακτική λύση και προοπτική με μαζική κοινωνική απεύθυνση και ανταπόκριση, ριζοσπαστική, ρηξιακή και ανατρεπτική του σημερινού καθεστώτος – εν προκειμένω στην Ευρώπη, που να διαχωρίζεται με απόλυτο τρόπο από τον εθνικισμό και την ακροδεξιά.

Το περιστατικό στο γαλλικό εργοστάσιο με τους εργάτες να γυρίζουν την πλάτη στον Μακρόν αλλά ταυτόχρονα να αποθεώνουν την Λεπέν αποτελεί «εικονογράφιση»
της πρόκλησης. Εξάλλου επειδή ακριβώς τα κοινωνικά ακροατήρια της ριζοσπαστικής αριστεράς διεκδικούνται και από την ακροδεξιά επιχειρείται από τις συστημικές δυνάμεις η γνωστή προσέγγιση της «θεωρίας των άκρων» η οποία στοχεύει και χτυπάει την αριστερά και βέβαια από πίσω (όχι φανερά μέχρι την τελευταία στιγμή) κάνει πλάτες στης ακροδεξιά.

Οι κάθε είδους Μακρόν – υπηρέτες της σκληρής νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της λιτότητας οδηγούν στην πραγματικότητα στις κάθε είδους Λεπέν και αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που πρέπει να αποκαλυφθεί στα μάτια της κοινωνίας. Κάτι τέτοιο όμως έχει ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις:

Α) την οικοδόμηση πολιτικών αντικαπιταλιστικών συλλογικοτήτων και οργανώσεων αντί για την αναζήτηση εύκολων τρόπων εκλογικής προσέλκυσης είτε με τον δήθεν «χαρισματικό» και επικοινωνιακά «αγώγιμο» ηγέτη, είτε με τις όψιμα πολυδιαφημισμένες στον χώρο της Αριστεράς θεωρίες για τον αριστερό λαϊκισμό, θεωρίες ρεφορμισμού, υποκατάστασης και εν τέλει ήττας του κινήματος και της αντικαπιταλιστικής, σοσιαλιστικής στρατηγικής,

Β) την επιλογή της ανάδειξης με κάθε τρόπο και ευκαιρία της ταξικής διαχωριστικής που η ίδια η κρίση εντείνει παρά την συσκότισή της μέσω εργαλείων δανεισμένων από την αστική εργαλειοθήκη όπως η εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας (της αγοράς), η προτεραιότητα της ανάπτυξης, ο ρόλος του νομίσματος, η προσδοκία της «εθνικής λύσης» στον 21ο αιώνα… και,

Γ) την ανάληψη της ευθύνης μέσα από επιλογές μαζικής ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής πολιτικής, βασισμένης στην ενιομετωπική αντίληψη, στην μεταβατική προσέγγιση και πρόγραμμα, με εμπιστοσύνη στην «κοινωνική ζήτηση» που ολοένα και συχνότερα αναδεικνύεται μέσα στην κρίση, στην αυτενέργεια των μαζών και πάνω απ’ όλα στην επικαιρότητα του Σοσιαλισμού.

Στις τρέχουσες συνθήκες στην Ελλάδα, όπου το πλήγμα από την ήττα της ριζοσπαστικής δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ και την απογοήτευση που σκόρπισε παράγει σεχταρισμό και ηττοπάθεια στους κόλπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς και παθητική αμηχανία στο μαζικό κίνημα, το πρώτο βήμα είναι αναμφισβήτητα η επιμονή στις πλατιές, μετωπικές επιλογές εξοπλισμένη με υπομονή και προσήλωση στην εξέλιξη της ταξικής πάλης. Η Γαλλία δείχνει, για άλλη μια φορά τα όρια του ιστορικού, κρισιακού πλαισίου και δεν αφήνει περιθώρια υποτίμησης ούτε για τις διακυμάνσεις της συστημικής αστάθειας που συνοδεύονται από την κλιμάκωση της βαρβαρότητας και την απειλή του φασισμού και του πολέμου ούτε για τις ενδεχόμενες κοινωνικές εκρήξεις αλλά και ούτε για το πολιτικό κενό που εμφανίζεται ως πρόκληση για την σύγχρονη, μαζική, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά που χρειαζόμαστε.