Παρουσίαση της ομιλίας του Ταουφίκ Χαντάντ, αμερικανοπαλαιστίνιου ακαδημαϊκού και ακτιβιστή, στην σχετική εκδήλωση στην Πολυχώρο «Κομμούνα» στις 13 Ιούλη.
Μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για το Παλαιστινιακό είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν όσοι βρέθηκαν στον Πολυχώρο Κομμούνα στην εκδήλωση με ομιλητή τον Αμερικανοπαλαιστίνιο ακαδημαϊκό και ακτιβιστή Ταουφίκ Χαντάντ.
Ξεκίνησε αναφέροντας την αποδιοργάνωση του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, αποδίδοντάς το σε δύο αιτίες: η πρώτη αφορά τη γενικότερη κατάσταση της Αριστεράς, και η δεύτερη την κρίση στο ίδιο το παλαιστινιακό κίνημα, μετά την ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο, την ήττα της δεύτερης Ιντιφάντα και τη διάσπαση μεταξύ Φατάχ-Χαμάς και αντίστοιχα Δυτικής Όχθης-Γάζας. Όπως είπε, αφήνει τον πρώτο παράγοντα στη δική μας συζήτηση, και εστίασε στο δεύτερο.
Περιέγραψε τη σημερινή κατάσταση ως «μία από τις χειρότερες μετά το 1948», που όμως παράγει νέες πολιτικές εξελίξεις και δυναμικές που πρέπει να εντοπίσουμε και να αξιοποιήσουμε.
Ξεκίνησε με τα «άσχημα νέα», περιγράφοντας τις τρεις μεγάλες νίκες του σιωνισμού: Μετράμε 70 χρόνια από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, 51 χρόνια από την κατάκτηση των υπόλοιπων παλαιστινιακών εδαφών και 25 χρόνια από τη διαδικασία του Όσλο.
Χαρακτήρισε την ίδρυση του Ισραήλ το 1948 ως έργο του δυτικού ιμπεριαλισμού και του σιωνιστικού εθνικισμού. Οι ιμπεριαλιστές απέκτησαν έναν αφοσιωμένο σύμμαχο σε μια περιοχή με ελάχιστους «σίγουρους» συμμάχους, σε μια περιοχή κρίσιμη γεωστρατηγικά αλλά και οικονομικά (60% των αποθεμάτων πετρελαίου διεθνώς). Οι σιωνιστές, υλοποιώντας το σχέδιό τους με την ίδρυση του κράτους, κατήγαγαν μια μεγάλη νίκη ενάντια στην εναλλακτική στρατηγική που υπήρχε για την επίλυση του εβραϊκού ζητήματος – αυτήν του αγώνα για ισότητα, δημοκρατία, σοσιαλισμό. Για να το πετύχει αυτό απαιτήθηκε ένα σχέδιο εθνοκάθαρσης. Πριν από το 1948, οι Εβραίοι στην Παλαιστίνη ήταν το 1/3 του πληθυσμού και κατείχαν το 7% των εδαφών. Για να ανατραπεί αυτή η πραγματικότητα, οι σιωνιστικές πολιτοφυλακές κατέστρεψαν 530 χωριά και ξερίζωσαν τα 2/3 του παλαιστινιακού πληθυσμού, δηλαδή 750.000 ανθρώπους.
Το 1967, με τον νικηφόρο πόλεμο κατέλαβαν το υπόλοιπο 22% της ιστορικής Παλαιστίνης. Σύμφωνα με τον Ταουφίκ, το 1967 με μια έννοια υπήρξε σημαντικότερο και από το 1948 για τον σιωνισμό και για τον ιμπεριαλισμό. Τα εδάφη που κατακτήθηκαν στη Δυτική Όχθη έχουν κρίσιμα στρατηγικά υψώματα, μεγάλα αποθέματα νερού αλλά και ιστορικά σημεία που έχουν σημαντικό συμβολισμό για τη σιωνιστική μυθολογία. Με τον πόλεμο του 1967, το Ισραήλ επιβεβαίωσε την εγκαθίδρυση ενός στρατιωτικά «υπερασπίσιμου» κράτους και ολοκλήρωσε τη σιωνιστική μυθολογία περί «οριστικής επιστροφής των Εβραίων στη γη του Ισραήλ». Ήταν ένας προσχεδιασμένος στόχος, γνωστός στον δυτικό ιμπεριαλισμό. Πριν καν ξεσπάσει, στελέχη της διακυβέρνησης Τζόνσον ρώτησαν τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ «πόσο θα κρατήσει ο πόλεμος;» για να πάρουν την απάντηση «μια βδομάδα». Ακολούθησε ο «Πόλεμος των 6 Ημερών»...
Όμως οι νίκες του Ισραήλ έφεραν μαζί τους και αντιφάσεις. Οι πρόσφυγες του 1948 παρέμειναν σε απόσταση «1 ώρας οδήγησης» από τις εστίες από τις οποίες είχαν ξεριζωθεί. Ο Μπεν Γκουριόν πίστευε ότι η λύση σε αυτό θα έρθει όταν «οι γέροι θα πεθάνουν και οι νέοι θα ξεχάσουν», όμως αυτό δεν συνέβη στον παλαιστινιακό προσφυγικό πληθυσμό.
Το 1967 ο πόλεμος δεν είχε εξίσου μεγάλο αριθμό προσφύγων και το Ισραήλ βρέθηκε να κατέχει περιοχές στις οποίες ζούσαν πάνω από 1 εκατομμύριο Παλαιστίνιοι.
Αυτό δημιούργησε την ιστορική αντίφαση του αυτοαποκαλούμενου «εβραϊκού δημοκρατικού κράτους». Αν παραχωρήσει δικαιώματα στους Παλαιστίνιους, παύει να είναι «εβραϊκό». Αν τους κρατήσει σε συνθήκες καταπίεσης, παύει να είναι «δημοκρατικό». Η λύση της ολοκλήρωσης της εθνοκάθαρσης, την οποία οι σιωνιστές ηγέτες πάντοτε ονειρεύονται, έχει μια σειρά από εμπόδια. Η εναλλακτική λύση ήταν να διαμορφωθούν περιοχές «παλαιστινιακής αυτοκυβέρνησης» μέσα στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη, για να απομονωθεί ο παλαιστινιακός πληθυσμός μέσα σε αυτά τα «γκέτο», ενώ το Ισραήλ θα διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο (μετακίνησης, ηλεκτρισμού, νερού, πόρων, καλλιεργήσιμων εδαφών κ.ο.κ.). Για να υλοποιηθεί αυτή η λύση χρειάζονταν όμως Παλαιστίνιους συνεργάτες, και γι’ αυτό ο Ταουφίκ χαρακτήρισε το Όσλο ως την «τρίτη μεγάλη νίκη του Ισραήλ».
Το Όσλο ήταν η προσπάθεια ενός θριαμβευτή σιωνισμού και μιας τότε ισχυρής ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων να διευθετήσουν το ζήτημα. Να απεγκλωβίσουν το Ισραήλ από το «δίλημμα» που του δημιούργησε η κατάκτηση του 1967, το οποίο έγινε ακόμα πιο οξύ με το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα.
Ο απολογισμός που έκανε για το Όσλο ήταν κόλαφος. Μετά το 1993, οι δυτικοί «δωρητές» (κυρίως η ΕΕ) ξόδεψαν 30 δισ. δολάρια σε «βοήθεια» η οποία πήγε στην οικοδόμηση των συνθηκών απαρτχάιντ και στη διαμόρφωση της Παλαιστινιακής Αρχής ως «εγγυητή της ασφάλειας του Ισραήλ» και ως διαχειριστή των παλαιστινιακών περιοχών ώστε να «ελαφρύνει» το Ισραήλ από το βάρος, το κόστος, τον κίνδυνο της απευθείας διακυβέρνησής τους.
Όπως είπε, η «ειρηνευτική διαδικασία» δεν έχει στόχο την «ειρήνη», αλλά τη «διαδικασία». Μέσα από τη διαιώνισή της, το Ισραήλ κερδίζει χρόνο για να συνεχίζει τον εποικισμό του, για να αναδομηθεί η παλαιστινιακή κοινωνία (αντικαθιστώντας την κύρια αντίθεση παλαιστινιακού εθνικισμού-σιωνισμού με ενδοπαλαιστινιακές διαμάχες), για να μετατραπεί η PLO σε «συνεργάτη» (με επιτυχίες και αποτυχίες σε αυτόν το στόχο), ενώ θα συντρίβεται κάθε αντίσταση, είτε κοινωνική είτε στρατιωτική.
Οι αριθμοί που παρέθεσε ήταν αποκαλυπτικοί. «Επί ειρήνης» δολοφονήθηκαν 10.000 Παλαιστίνιοι. «Επί ειρήνης» φυλακίστηκαν 100.000 Παλαιστίνιοι. Το 40% των Παλαιστινίων αντρών έχει περάσει από ισραηλινή φυλακή. «Επί ειρήνης» τριπλασιάστηκαν οι εποικισμοί στη Δυτική Όχθη. Τα εδάφη όπου ζουν Παλαιστίνιοι έχουν πλέον κατακερματιστεί σε 70 ασύνδετες μεταξύ τους «νησίδες», όλες περικυκλωμένες είτε από εποίκους είτε από στρατιωτικές βάσεις.
Η Γάζα αποτελεί τη μεγαλύτερη από αυτές τις «νησίδες», ενώ αποτελεί τη συμπύκνωση όλων των αντιθέσεων. Τα 3/4 του πληθυσμού της είναι πρόσφυγες. Το 80% είναι απολύτως εξαρτημένο από τρόφιμα του ΟΗΕ για την καθημερινή επιβίωσή του, όλο το νερό είναι μολυσμένο, έχει την υψηλότερη ανεργία παγκοσμίως. Χαρακτηρίζεται ακόμα και από αξιωματούχους του ΟΗΕ ως περιοχή όπου «είναι αδύνατο να ζήσει κανείς». Χαρακτηρίστηκε ως «υπαίθρια φυλακή» ακόμα και από τον πρώην Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον. Είναι όλοι αυτοί οι παράγοντες που κάνουν ανέφικτο να σταθεί μια «δωσιλογική» κυβέρνηση στη Γάζα και άρα την κάνουν μόνιμο «πρόβλημα» για το οποίο κανείς δεν έχει λύση.
Παρά την αποθάρρυνση που προκαλούν όλες αυτές οι καταστροφές, υπάρχουν λόγοι να ελπίζουμε, με σημαντικότερη την εμφάνιση νέων κινημάτων αντίστασης στην Παλαιστίνη. Κάνοντας αναφορά στις διαδοχικές εμφανίσεις μαχητικών πολιτικών ρευμάτων («οι κομουνιστές, οι αριστεροί εθνικιστές, οι ισλαμιστές εθνικιστές»), εξήγησε ότι «οι συνθήκες δημιουργούν αυτά τα κινήματα, και όχι τα κινήματα αυτές τις συνθήκες».
Η λαϊκή εξέγερση που εξελίσσεται στη Γάζα με τις διαδηλώσεις που ξεκίνησαν στις 30 Μάρτη και συνεχίζονται μέχρι σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τρίτη Ιντιφάντα», αλλά στη Γάζα αυτήν τη φορά. Σύμφωνα με τον Ταουφίκ, αυτός ο ξεσηκωμός είναι η απάντηση του λαού της Γάζας στις αποτυχίες όλων των «παικτών» να δώσουν μια λύση:
-Την αποτυχία του ΟΗΕ, που υποτίθεται προστατεύει τους Παλαιστίνιους, αλλά στην πράξη «διαχειρίζεται» την καθημερινότητα της πολιορκίας.
-Την αποτυχία των αραβικών κρατών που κάποτε δήλωναν ότι υποστηρίζουν την Παλαιστίνη, αλλά τώρα είναι συνένοχοι στην πολιορκία.
-Την αποτυχία της παλαιστινιακής ηγεσίας να οδηγήσει σε νίκες.
Η μεν PLO θέλησε να αξιοποιήσει την «ειρηνευτική διαδικασία», επιχειρώντας να ενσωματωθεί στην περιφερειακή καθεστηκυία τάξη και όχι να την αμφισβητήσει.
Η δε Χαμάς επίσης δεν επιδιώκει την αμφισβήτηση της περιφερειακής καθεστηκυίας τάξης, αλλά έχει επιλέξει την ένοπλη αντίσταση. Είναι αναγκαίο να στηρίζουμε το δικαίωμα των Παλαιστινίων να αντιστέκονται, και με τα όπλα, αλλά οφείλουμε να παραδεχτούμε τις μεγάλες προκλήσεις και δυσκολίες που έχει η επιλογή της ένοπλης πάλης στη σημερινή κατάσταση, όσον αφορά την ασυμμετρία στρατιωτικής ισχύος αλλά και τον διεθνή συσχετισμό δύναμης. Οφείλουμε επίσης να θυμόμαστε ότι ο παλαιστινιακός αγώνας είναι καταρχήν πολιτικός.
Για να νικήσει ο παλαιστινιακός αγώνας οφείλει να αμφισβητήσει την «υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» και τοπικά, και περιφερειακά και διεθνώς, καθώς αυτή διαιωνίζει ή νομιμοποιεί την καταπίεση του παλαιστινιακού λαού. Γι’ αυτό και η ήττα του Ισραήλ περνάει από το χτίσιμο κινημάτων αντίστασης και τοπικά, και περιφερειακά, και διεθνώς – κινήματα που για να νικήσουν το Ισραήλ οφείλουν να αμφισβητήσουν «από τα κάτω» συνολικά τον ιμπεριαλισμό και συνεπώς τον καπιταλισμό.
Απευθυνόμενος ειδικά στους «αγωνιστές στην Ελλάδα», μίλησε για μια «σημαντική ιστορική ευκαιρία να δράσετε». Η ελληνική αστική τάξη και το κράτος της ξοδεύουν τα χρήματα των φορολογουμένων για να υποστηρίζουν το ισραηλινό απαρτχάιντ. Η ελληνική κυβέρνηση υπογραφεί συμφωνίες για το φυσικό αέριο, αλλά και για τεχνολογίες καταστολής που αφού «δοκιμαστούν» στη Γάζα θα χρησιμοποιηθούν και στους δρόμους της Αθήνας. Η συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με το Ισραήλ είναι άνευ προηγούμενου. Με αυτά υπόψη, μας κάλεσε να χτίσουμε ένα κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, αλλά και να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία να χτίσουμε μια ισχυρότερη Αριστερά, μέσα από την δράση σε αυτό το «ευρύτερο» δημοκρατικό κίνημα αλληλεγγύης.
Οι στόχοι αυτού του κινήματος είναι καθαροί:
-Το Ισραήλ πρέπει να μποϊκοταριστεί, να αντιμετωπιστεί ως κράτος-παρίας, όπως συνέβη με το ρατσιστικό κράτος της Νότιας Αφρικής.
-Όλες οι επενδύσεις πρέπει να αποσυρθούν από το Ισραήλ, να πάψει η οικονομική συνεργασία με την κατοχή και το απαρτχάιντ.
-Στο Ισραήλ πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις για τα εγκλήματά του, για να πάψει να αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμα κανονικό κράτος.
-Οι ηγέτες του πρέπει να συλληφθούν και να δικαστούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
-Το ρατσιστικό του σύστημα πρέπει να αποδομηθεί ολόκληρο.
-Η Παλαιστίνη πρέπει να αποαποικιοποιηθεί.
Μόνο έτσι θα μπορέσει να σταματήσει η αιματοχυσία. Γι’ αυτά θα αγωνιστεί το κίνημα στην Παλαιστίνη, αλλά θα χρειαστεί και τους διεθνείς συμμάχους του στα κινήματα διεθνώς. Στην Ελλάδα, όπως είπε, «κάθε πτυχή, κάθε όψη ελληνοϊσραηλινής συνεργασίας πρέπει να αποκαλύπτεται και να δέχεται επίθεση».
Αντλώντας έμπνευση από το θάρρος που δείχνουν οι Παλαιστίνιοι, μας κάλεσε να χτίσουμε ένα αντιρατσιστικό-αντισιωνιστικό-αντιιμπεριαλιστικό-αντιισλαμοφοβικό κίνημα. Με «εργαλείο» αυτήν τη δράση, θα έχουμε την ευκαιρία να ανασυγκροτήσουμε τη διεθνή Αριστερά, αλλά και να συμβάλουμε στην ανασυγκρότηση και του ίδιου του παλαιστινιακού κινήματος.
Ακολούθησαν αρκετές σημαντικές ερωτήσεις που έδωσαν τη δυνατότητα στον Ταουφίκ να επεκταθεί και σε μια σειρά ενδιαφέροντα ζητήματα.
Για τη χρησιμότητα της αντι-ισλαμοφοβίας στο κίνημα αλληλεγγύης:
Ισχυρίστηκε ότι η ισλαμοφοβία είναι η σύγχρονη εκδοχή της παλιάς ιμπεριαλιστικής τακτικής και της προσέγγισης του Ισραήλ να χωρίζουν τον κόσμο «σε τρομοκράτες και μη τρομοκράτες, σε βάρβαρους και πολιτισμένους». Δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να μας διασπάσουν με αυτόν τον τρόπο. Διαφωνούμε ως σοσιαλιστές με την πολιτική των θρησκευτικών κινημάτων, αλλά αναγνωρίζουμε το ρόλο που παίζουν στην Παλαιστίνη και αλλού (στο ζήτημα της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, ακόμα και σε αγώνες για δημοκρατικά δικαιώματα). Αυτές οι δυνάμεις αποτελούν τμήμα του κινήματος στην Παλαιστίνη και «νομιμοποιημένο» τμήμα του κινήματος.
Για τις ευθύνες του σταλινισμού στο Παλαιστινιακό:
Ξεκίνησε από τη σπουδή που έδειξε η ΕΣΣΔ να αναγνωρίσει πρώτη το Ισραήλ, σε έναν αγώνα δρόμου με τις ΗΠΑ για το ποιος θα το κάνει σύμμαχο. Φυσικά αυτή η στάση άλλαξε τη δεκαετία του ’60, όταν φάνηκε πια οριστικά ότι το Ισραήλ ανήκει στο δυτικό στρατόπεδο. Αλλά και τότε, η σταλινική πολιτική αφορούσε πρωτίστως τις ανάγκες της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής: υποστήριξη στη Φατάχ, όχι επαναστάσεις στον αραβικό κόσμο, αποδοχή του ΟΗΕ ως μεσολαβητή. Τα σταλινικά/σταλινογενή κόμματα διεθνώς αποδέχονται άκριτα τη στρατηγική της PLO, φτάνοντας στην αποδοχή και του Όσλο.
Όμως η PLO έχει πάψει να είναι δημοκρατική οργάνωση. Ενώ και οι αριστερές παλαιστινιακές δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτήν λειτουργούν πλέον ως «νομιμόφρων αντιπολίτευση» στην ηγεσία της.
Αυτή η ηγεσία, που είναι της Φατάχ, διεξάγει έναν πολιτικό αγώνα, αλλά με όρους άρχουσας τάξης. Αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ, δεν θέλει το ξέσπασμα λαϊκών κινητοποιήσεων και επιχειρεί ενεργά να «αποκινητοποιεί» τον παλαιστινιακό πληθυσμό. Δεν αμφισβητεί το Ισραήλ ή τις μοναρχίες και τις δικτατορίες στον αραβικό κόσμο. Θέλει να διατηρηθεί στην ηγεσία των Παλαιστινίων, να διαχειρίζεται τη ροή των χρημάτων από τη Δύση και να αποφεύγει τη σύγκρουση με το Ισραήλ.
Υπάρχει λογική πίσω από αυτό: Η Φατάχ πιστεύει ότι με τα όπλα κέρδισε την αναγνώριση, αλλά πλήρωσε και το τίμημα της ένοπλης πάλης. Άρα αποφεύγει πλέον κάθε σύγκρουση με το Ισραήλ. Από το Όσλο και μετά, αποφάσισε να διεξάγει τον «μακροχρόνιο δημογραφικό αγώνα». Δηλαδή ότι αρκεί να παραμείνουμε μέσα στην Παλαιστίνη, διατηρώντας την παλαιστινιακή ταυτότητα – και αυτό αρκεί για να γίνουμε πλειοψηφία και άρα να εκδηλωθεί η αντίφαση του σιωνιστικού σχεδίου για «εβραϊκό κράτος».
Άρα έχει λογική η στρατηγική. Αλλά είναι λάθος στρατηγική, γιατί δεν κάνει τίποτα για να αντιμετωπίσει το status quo που στηρίζει το Ισραήλ – δεν αμφισβητεί τον δυτικό ιμπεριαλισμό, δεν αμφισβητεί τον εβραϊκό χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι είναι σήμερα όντως μια οριακή πλειοψηφία στην ιστορική Παλαιστίνη, αλλά αυτό δεν αρκεί. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η παθητική στρατηγική αποθαρρύνει και τους Παλαιστίνιους και τους αλληλέγγυους από τη δράση. Ενώ το Ισραήλ ακολουθεί ενεργητική στρατηγική: κάνει εποικισμούς σήμερα, για να μπορεί να εκτοπίσει Παλαιστίνιους αύριο.
Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα άλλωστε αναδείχτηκε η Χαμάς ως εναλλακτική.
Ο σταλινισμός υποστήριξε αυτήν την παθητική αντίληψη – ότι κάποιοι ισχυροί ηγέτες, ή ο ΟΗΕ, ή περιφερειακές κυβερνήσεις θα δώσουν τη λύση. Αυτή η στρατηγική ξεχνά ότι το Ισραήλ δεν είναι Νότια Αφρική. Η Μέση Ανατολή δεν είναι Ν. Αφρική. Όλες οι μεγάλες δυνάμεις νοιάζονται και έχουν συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Και άρα το Ισραήλ έχει πανίσχυρους δεσμούς με τη Δύση, ενώ πιο διακριτικά βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις συνεργασίας και με την Κίνα.
Για το κίνημα στο Ισραήλ:
Υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες αλληλεγγύης στους Παλαιστίνιους. Όλες τους είναι πολύ μικρές. Οι περισσότερες είναι ρεφορμιστικές (δηλαδή μετριοπαθείς και ως προς τη ριζική αμφισβήτηση του σιωνιστικού σχεδίου). Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφοροι μεμονωμένοι αγωνιστές που ως άτομα είναι πολύ καλοί ριζοσπάστες. Αλλά υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που κάνουν την εργατική τάξη του Ισραήλ να μην αποτελεί τη βάση για το χτίσιμο ενός κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Η πλειοψηφία της έχει κάτι να κερδίσει από το εποικιστικό σχέδιο και άρα είναι δύσκολο να χτίσουμε συμμαχία μαζί της. Είναι πραγματικά σπουδαίο που υπάρχουν άνθρωποι στο Ισραήλ που στηρίζουν τους Παλαιστίνιους (ανθρωπιστικά, κάποιοι ακόμα και πολιτικά) και αποκαλύπτουν τα εγκλήματα του σιωνισμού.
Αλλά έχοντας περιορισμένο ανθρώπινο δυναμικό στη διάθεσή μας, και με δεδομένο το χαρακτήρα της εργατικής τάξης του Ισραήλ, είναι προτιμότερο να δώσουμε την έμφαση και την ενέργειά μας στο χτίσιμο κινημάτων αλληλεγγύης στα κράτη της Δύσης. Για δύο επιπλέον λόγους: α) Είναι οι ΗΠΑ και η ΕΕ αυτές που καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. β) Στα δυτικά κράτη, η απόσταση/αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική των «από πάνω» και τις διαθέσεις των «από κάτω», όσον αφορά το Παλαιστινιακό είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στο Ισραήλ, όπου το εποικιστικό σχέδιο λειτουργεί πιο «ενοποιητικά».
Για την Τουρκία: Η νέα αστική τάξη της Τουρκίας, αφού δέχτηκε την περιφρόνηση και την απόρριψη των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, στράφηκε προς τη Μέση Ανατολή, τα παλιά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να ασκήσει εκεί πολιτική. Οι Παλαιστίνιοι αποβλέπουν στη στήριξη της Τουρκίας, λόγω της απομόνωσής τους, ενώ η ειδικά η Χαμάς έχει πολιτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς με το τουρκικό κυβερνητικό κόμμα, και κλείνει τα μάτια ακόμα και όταν το τουρκικό κράτος δολοφονεί, π.χ. μουσουλμάνους Κούρδους.
Η Τουρκία και το Ιράν υπήρξαν παραδοσιακοί σύμμαχοι του Ισραήλ. Αυτή ήταν η στρατηγική του, την εποχή που η βασική του σύγκρουση γινόταν με τον αραβικό εθνικισμό και άρα συμμαχούσε με τα κράτη που βρίσκονταν στην «περιφέρεια» του αραβικού κόσμου. Αυτή η κατάσταση έχει άλλαξε πλέον, άρα δεν ενοχλεί ιδιαίτερα το Ισραήλ η απώλεια αυτών των συμμάχων.
Αυτό που κάνει η Τουρκία είναι να παρεμβαίνει για να καλύψει το κενό που άφησε η κρίση του αραβικού εθνικισμού, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της. Από τη μεριά της η Χαμάς, δείχνει να κάνει τα ίδια λάθη με τη Φατάχ (δηλαδή την πρόσδεση σε κυβερνήσεις-υποστηρικτές).
Η φημολογία για την «οριστική λύση»:
Υπάρχουν πολλές φήμες (για «επιστροφή στο 1950», με τη Γάζα π.χ. να περνάει στην Αίγυπτο). Δεν αξίζει να τις σχολιάσουμε. Αλλά όντως το πρόβλημα της Γάζας είναι κομβικό. Όπως μου είπε ανώτατος αξιωματούχος του ΟΗΕ, και η Μητέρα Τερέζα να ήταν πολιτική ηγεσία στη Γάζα, μέσα σε 1-2 χρόνια θα ξανάρχιζαν οι εκτοξεύσεις ρουκετών προς το Ισραήλ. Υπάρχει ως σκέψη κυρίως στις ΗΠΑ. Να πουν στους Παλαιστίνιους της Γάζας ότι «η επιστροφή των προσφύγων αποκλείεται, το Ισραήλ δεν πρόκειται να σας δώσει τη γη σας, άρα δεχτείτε γη από τους Αιγύπτιους», αξιοποιώντας τη Χερσόνησο του Σινά.
Σε επίπεδο φημών, υπάρχει και η «Συμφωνία του Αιώνα» που διαφημίζει τόσο καιρό ο Τραμπ. Δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα ούτε γι’ αυτήν, αλλά μπορώ να κάνω εκτίμηση για το τι θα σημαίνει:
Δεν θα έχει τίποτα που να μπορούν να το αποδεχτούν οι Παλαιστίνιοι. Όπως συνέβη και με το Καμπ Ντέιβιντ, ώστε όταν υποχρεωθεί να την απορρίψει ακόμα και ο Αμπάς, το Ισραήλ να μπορέσει να πει «δεν έχω πλέον συνομιλητές για την ειρήνη». Αυτό δεν σημαίνει ότι η εμφάνιση μιας «λύσης» θα είναι αδιάφορη. Γιατί μετά την απόρριψή της, το Ισραήλ θα βρει ευκαιρία να προχωρήσει μονομερώς στο επόμενο στάδιο του σχεδίου του. Αυτό μάλλον αφορά την οριστική προσάρτηση της Περιοχής C, δηλαδή του 60% της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης. Οι παλαιστινιακές «νησίδες» θα παραμείνουν και το Ισραήλ θα προσαρτήσει και επίσημα στην κατοχή του τη «μεγάλη θάλασσα». Και οι ΗΠΑ θα το στηρίξουν. Όπως έκαναν με την Ιερουσαλήμ.
Γιατί δεν τα έχουν καταφέρει οι Παλαιστίνιοι που έχουν δεχτεί τόση αλληλεγγύη:
Το Ισραήλ είναι κρίσιμο για το παγκόσμιο στάτους κβο, δεν είναι όπως η Νότια Αφρική. Η αμερικανική κυβέρνηση δήλωνε ότι τα 3 δισ. που δίνει στο Ισραήλ ετησίως είναι ψίχουλα μπροστά στα 125 δισ. που θα χρειάζονταν αν αναλάμβανε η ίδια να κάνει από μόνη της «τις δουλειές» που αναλαμβάνει το Ισραήλ για λογαριασμό της. Οπότε, όταν πολεμάμε το Ισραήλ πολεμάμε και τον δυτικό ιμπεριαλισμό, και το διεθνή καπιταλισμό, και τις λάθος ιδέες του σταλινισμού. Είναι ένας τεράστιος αγώνας. Γι’ αυτό και υπογράμμισα τη στρατηγική των κινημάτων «από τα κάτω» ως την πιο σημαντική. Γιατί δεν θα υπάρξει εύκολη μαγική λύση ούτε για την Αριστερά ούτε για την Παλαιστίνη. Αλλά πρέπει να έχουμε ελπίδα ότι οι «από κάτω» αν αγωνιστούμε οργανωμένα μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Και αυτό δεν μας το θυμίζει μόνο το 1917. Αλλά και η πάλη για τη Νότια Αφρική. Ο Ρίγκαν στήριζε το απαρτχάιντ. Η Θάτσερ στήριζε το απαρτχάιντ. Ο Τσίπρας στηρίζει τον Νετανιάχου. Όμως, επί απαρτχάιντ, όλα άλλαξαν όταν ανέλαβαν δράση οι εργάτες, όταν οι λιμενεργάτες του Όκλαντ αποφάσισαν ότι δεν θα εξυπηρετούν πλέον πλοία που εμπορεύονται με τη Νότια Αφρική. Οι «από κάτω» μπορούμε λοιπόν, αν οργανωθούμε, να αλλάξουμε τον κόσμο. Αλλά χρειαζόμαστε υπομονή, πολιτική τακτική, «επιμόρφωση», συσσώρευση εμπειριών και δυνάμεων.
Να χρησιμοποιήσουμε όλες τις νέες τεχνολογίες που δημιούργησε ο καπιταλισμός αλλά διευκολύνουν την επικοινωνία και την οργάνωσή μας, γνωρίζοντας όμως ότι σε τελική ανάλυση θα χρειαστούμε τα «παλιά εργαλεία» για να νικήσουμε.