Με τους εθνικούς ανταγωνισμούς και τα επιχειρηματικά κέρδη των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών να έχουν τινάξει στον αέρα κάθε προγραμματισμό για τον μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει την ίδια εγκληματική πολιτική διαχείρισης της πανδημίας.

Δέκα μήνες μετά το πρώτο κύμα και ενώ αρκετές εκτιμήσεις επιστημόνων κάνουν λόγο για ένα επερχόμενο τρίτο κύμα, η πολυδιαφημισμένη επιχείρηση «ελευθερία» χάρη στα εμβόλια, αποδείχτηκε φιάσκο. Η ΕΕ αφού υπέγραψε λεόντειες συμφωνίες προς όφελος των φαρμακευτικών εταιριών και τις χρηματοδότησε προκαταβολικά με δισ. ευρώ, σήμερα ψάχνει ακόμα τον τελικό αριθμό εμβολίων που θα πάρει από την Astrazeneca. Ακόμα μια «επιτυχία» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Αναπόφευκτα, ανάλογες ελλείψεις εμβολίων και καθυστερήσεις στις παραδόσεις, παρατηρούνται και στην Ελλάδα. 

Στην καλύτερη περίπτωση, αν πιστέψουμε την κυβερνητική αριθμητική (που αλλάζει ανάλογα τη μέρα και τον αξιωματούχο που κάνει τη δήλωση), μέχρι και τον Μάϊο θα έχουν εμβολιαστεί μόνο οι άνω των 70 ετών, οι υγειονομικοί και κάποιες ευάλωτες ομάδες. Γύρω στο 20% του πληθυσμού δηλαδή. Σύμφωνα με το politico η Ελλάδα, με τον σημερινό ρυθμό εμβολιασμού, θα φτάσει το διαβόητο 70% που απαιτεί το «τείχος ανοσίας» τον Φεβρουάριο του 2024. 

Το χειρότερο βέβαια είναι ότι η κυβέρνηση αναστέλλει τη λειτουργία των περισσότερων Κέντρων Υγείας, τα οποία μετατρέπει σε εμβολιαστικά κέντρα, με ότι αυτό σημαίνει για την ΠΦΥ. Την ίδια ώρα, η μετατροπή του ΕΣΥ σε σύστημα σχεδόν μιας νόσου, απειλεί τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων που νοσούν από άλλες σοβαρές ασθένειες. 

Για προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών ούτε λόγος φυσικά. Τον ιό θα νικήσουν τα κλομπ των χιλιάδων αστυνομικών που θα προσληφθούν για να υπηρετήσουν το δόγμα «νόμος και τάξη» του Χρυσοχοΐδη. Και έτσι η Ελλάδα θα παραμείνει τελευταία στην Ευρώπη, σε αναλογία γιατρών ανά εκατό χιλιάδες ανθρώπους (34), αλλά δεύτερη σε αναλογία αστυνομικών ανά εκατό χιλιάδες ανθρώπους (500). Συγχρόνως, κάθε πρόταση για επίταξη του ιδιωτικού τομέα Υγείας, στο άκουσμά της και μόνο, φέρνει ανατριχίλα στους θαυμαστές της σχολής του Σικάγο που μας κυβερνούν. 

Η κυβέρνηση είναι εμφανές ότι έχει χάσει τον έλεγχο και μέσα στο αδιέξοδό της, αδυνατεί να προστατέψει τη δημόσια υγεία. Η καραμέλα της «ατομικής ευθύνης» πείθει πλέον ελάχιστους. Τα πρόστιμα και οι απαγορεύσεις καταντούν γελοία όταν αφορούν περίπατο με τζιν ή βόλτες στο βουνό με αυτοκίνητο. Όταν η ελευθερία του επιχειρείν και της μετακίνησης αποκλειστικά για δουλειά ή κατανάλωση είναι η μόνη αποδεκτή ελευθερία, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πείσεις την κοινωνία ότι η αναστολή των δημοκρατικών ελευθεριών, προστατεύει από «κορονο-διαδηλώσεις». Αντίθετα, ο καταιγισμός αντιδραστικών νομοθετημάτων στο κοινοβούλιο, αποκαλύπτει τις πραγματικές προθέσεις της Δεξιάς.  

Τα σχολεία άνοιξαν, όπως ακριβώς έκλεισαν, χωρίς κανένα μέτρο προστασίας. Στα ΜΜΜ δεν υπάρχει καμία βελτίωση στον συνωστισμό, αναμένοντας ακόμα τα 300 λεωφορεία μέσω leasing(!) που έχουν ανακοινωθεί από το περασμένο φθινόπωρο. Δύο εβδομάδες με ανοιχτά μαγαζιά αρκούσαν για μια νέα αύξηση των κρουσμάτων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, βιομηχανίες, πολυκαταστήματα κλπ., παραμένουν εστίες μετάδοσης και πεδίο εργοδοτικής αυθαιρεσίας, χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους και τήρηση των υγειονομικών μέτρων. Το τοπικό lockdown στην Δ. Αττική είναι ενδεικτικό για το τι συμβαίνει στους μαζικούς χώρους δουλειάς.

Ενώ μετράμε χιλιάδες νεκρούς από τις επιπτώσεις του covid, το φάσμα μιας παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, προκαλεί πρόσθετους κινδύνους για τον κόσμο μας. Το έλλειμμα 18,5 δισ. του 2020 και η πρόβλεψη για θηριώδη ύφεση 10,4% το πρώτο τρίμηνο του 2021, έχει πανικοβάλει τα κυβερνητικά επιτελεία. 

Στον φετινό προϋπολογισμό προβλέπονται 7,5 δισ. ευρώ ως έκτακτα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και των επιπτώσεών της. Αυτό το ποσό είναι ζήτημα αν θα υπάρχει στο τέλος του πρώτου τριμήνου. Η αναστολή συμβάσεων μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές έχουν κόστος περίπου 1 δισ. ευρώ τον μήνα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, αν συνεχιστεί το lockdown, στο πρώτο τρίμηνο του έτους θα χρειαστούν παρεμβάσεις ύψους 6,5 δισ. ευρώ, σχεδόν όλο το κονδύλι που έχει υπολογιστεί για ολόκληρο το έτος. Η καταφυγή για δανεισμό στις «φιλεύσπλαχνες» αγορές ώστε να ενισχυθούν τα δημόσια ταμεία, απλά μεταθέτει το πρόβλημα στο κρατικό χρέος (εν τω μεταξύ μόνο μέσα στο έτος πρέπει να πληρωθούν τοκοχρεολύσια ύψους 11,5 δισ. ευρώ). Μόνο μέσα στην πανδημία το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε κατά 20 δισ. ευρώ. Τα  χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης βρίσκονται ακόμα στο δρόμο, με μια πρώτη προκαταβολή ύψους 2,6 δισ. ευρώ από την ΕΕ να αναμένεται το καλοκαίρι, αν δεν αλλάξει βέβαια κάτι στο εύθραυστο ευρωπαζάρι. 

Αργά ή γρήγορα, το κλείσιμο της στρόφιγγας των μέτρων ενίσχυσης της εργοδοσίας, αυτονόητα θα οδηγήσει σε λουκέτα και εκτίναξη των απολύσεων. Μια τέτοια συνθήκη, όταν οι εργαζόμενοι χτυπιούνται ήδη από την ανεργία, τις αναστολές συμβάσεων, την ένταση της εκμετάλλευσης και ταυτόχρονα πιέζονται από τις ανελαστικές υποχρεώσεις της καθημερινής ζωής, είναι βέβαιο ότι μεγαλώνει την αγωνία για την επόμενη μέρα και δημιουργεί ένα εκρηκτικό κλίμα. 

Η κόπωση από τους διαρκείς περιορισμούς, η αναποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων σε υγειονομικό και οικονομικό επίπεδο (με εξαίρεση τις γενναίες παροχές προς το κεφάλαιο) και η χρεοκοπία των προβλέψεων ότι σύντομα η κατάσταση θα βελτιωθεί, ενισχύει την δυσπιστία και τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Η προσεκτική ανάγνωση των δημοσκοπήσεων δείχνει ότι διαδικασία πολιτικής φθοράς της κυβέρνησης έχει εκκινήσει. Τα φαινόμενα πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, οι αντιδράσεις στην Ολλανδία κ.α., προειδοποιούν ότι η εμπειρία της πανδημίας δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο και το εγχώριο πολιτικό σκηνικό. 

Το πρώτο αναγκαίο βήμα εξόδου από το καθεστώς «ασφυξίας» που οικοδομούν οι κρατούντες, δεν είναι άλλο από την κλιμάκωση και τον συντονισμό των κινητοποιήσεων που διεκδικούν λεφτά για τις κοινωνικές ανάγκες, για τα νοσοκομεία και τα σχολεία. Για την πραγματική στήριξη του εργατικού εισοδήματος και των ανέργων. Για αποτελεσματικά μέτρα προστασίας από τον covid εδώ και τώρα. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες