Το Μέτωπο Ταξικής Ανατροπής (ΜΕΤΑ) γεννήθηκε μέσα στους αγώνες της αντιμνημονιακής περιόδου, από την αγωνιστική συνάντηση δυνάμεων με μεγάλη συνεισφορά στους αγώνες του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Η ίδρυσή του ανταποκρίθηκε στις ανάγκες της εποχής και ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας συγκρότησης ενός αυτόνομου ταξικού πόλου μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, απέναντι στον εργοδοτικό και τον κυβερνητικό συνδικαλισμό και σε σύγκρουση με τα φαινόμενα του παραγοντισμού, της γραφειοκρατίας, του κοινωνικού εταιρισμού και της παραταξιοποίησης.

Βασικά ντοκουμέντα και αναπόσπαστα τμήματα της παρούσας εισήγησης,  θεωρούμε την ιδρυτική του διακήρυξη του Μάρτη του 2014, τις τοποθετήσεις και ανακοινώσεις του για τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τους εργαζόμενους από τότε μέχρι σήμερα και βέβαια το κείμενο για την «Ανασυγκρότηση του ΜΕΤΑ», που δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 2016 και συγκέντρωσε την υποστήριξη εκατοντάδων συνδικαλιστών, αγωνιστών εργαζομένων, ανέργων και συνταξιούχων, καθώς και την εισήγηση και τις αποφάσεις της πανελλαδικής σύσκεψης που έγινε στις 11 Ιούνη του 2016.

Αγωνιζόμαστε για ένα συνδικαλιστικό κίνημα που κρίνει, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του κόσμου της μισθωτής εργασίας, τα κόμματα και τις κυβερνήσεις. Το εργατικό κίνημα χρειάζεται συνδικαλιστές που λογοδοτούν στους εργαζόμενους και όχι στα κόμματά τους. Έχει ανάγκη από πολιτικοποιημένους συνδικαλιστές και συνδικάτα για να μπορούν να γενικεύουν το μερικό και ειδικό.

Η αποστολή των εργατικών συνδικάτων δεν είναι μόνο η υπεράσπιση των καθημερινών προβλημάτων της Εργατικής Τάξης και η διαπραγμάτευση των όρων αμοιβής και εργασίας της, αλλά και η ανάδειξη των αιτιών που τα δημιουργούν και η συμβολή τους στον αγώνα για την κοινωνική της απελευθέρωση και την ανάδειξή της από «Τάξη καθ’ εαυτήν» σε «Τάξη δι’ εαυτήν», δηλαδή σε τάξη  για τον εαυτό της.

  1. Η ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 2010 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Η μνημονιακή περίοδος σημάδεψε την πορεία της χώρας μας. Οι αγώνες της περιόδου 2010-2012, η μεγάλη συμμετοχή στις πανεργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις και η «εμφάνιση» του κινήματος των πλατειών ανέτρεψαν το μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό της χώρας μας. Ισχυρά κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού περιθωριοποιήθηκαν και νέες δυνάμεις της Αριστεράς και του αντιμνημονιακού κινήματος ήρθαν στο προσκήνιο.

Ωστόσο μετά το 2012 υποχώρησε η μαζική συμμετοχή στους αγώνες των εργαζομένων. Δημιουργήθηκε, αλλά και καλλιεργήθηκε από διάφορους κύκλους, κλίμα  ανάθεσης και αναμονής της πολιτικής λύσης, μέσω των εκλογών, στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Έτσι φτάσαμε στις εκλογές το Γενάρη του 2015 και στην ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από το ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η ηγετική του ομάδα, ως να ήταν έτοιμη από καιρό, οδήγησε με την τακτική της διακυβέρνησης του πρώτου εξαμήνου, στην ψήφιση του 3ου μνημονίου και στην πλήρη και ανοιχτή μετάλλαξη του ίδιου, σε ένα κόμμα της αστικής πολιτικής διαχείρισης και της εφαρμογής ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου προγράμματος που σχεδίασαν η Ε/Ε και το ντόπιο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε βαθιά απογοήτευση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η ελπίδα και η αντίσταση των εργαζομένων στην οργανωμένη επίθεση του κεφαλαίου έδωσε τη θέση της στην απογοήτευση και την αμηχανία, που όμως ενυπάρχει με ένα γενικευμένο κλίμα οργής και θυμού απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και τα αντιλαϊκά μέτρα που εφαρμόζονται. Η απογοήτευση αυτή οδήγησε στο «δεν γίνεται τίποτα», στο «όλοι το ίδιο είναι» και στο συμπέρασμα ότι οι αντίπαλοί μας είναι πανίσχυροι. Οι αγώνες της περιόδου από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 μέχρι σήμερα παρουσιάζουν  υποχώρηση και κυρίως μικρή συμμετοχή και μειωμένο αγωνιστικό φρόνημα.

Τα σημάδια ανάκαμψης του κινήματος, που φάνηκαν  στην πανεργατική απεργία του Νοέμβρη του 2015, των κινητοποιήσεων των αγροτών και μικρομεσαίων ελεύθερων επαγγελματιών και επιστημονικών κλάδων του πρώτου διμήνου του 2016, με αποκορύφωμα την πανεργατική απεργία στις 4 Φλεβάρη, δεν είχαν συνέχεια (με ευθύνη και του ΠΑΜΕ), με αποτέλεσμα να μην αλλάζει η γενική εικόνα, πολύ περισσότερο που αυτές στηρίχτηκαν κυρίως στη πρωτοφανή κινητικότητα που ανέδειξαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιστήμονες, αλλά και οι αγρότες, στρώματα που όμως διακρίνονται για την αστάθειά τους όταν δεν συμπορεύονται σε ένα κοινό μέτωπο με την ηγεμονία της Εργατικής Τάξης, η οποία δυστυχώς δεν έδωσε το δικό της τόνο σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις.

Αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης ήταν η υποτονική αντίδραση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην απεργιακή-αγωνιστική αντιμετώπιση των δύο κύριων νομοθετημάτων – πυλώνων του 3ου Μνημονίου – του νομοσχεδίου δηλ. για την κοινωνική ασφάλιση και το φορολογικό.

Η κατάσταση αυτή που έχει δυστυχώς αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά μετά το 2012, σηματοδοτεί μια καταφανή χρεοκοπία των κύριων μορφών έκφρασης του εργατικού κινήματος, όπως τις γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, δηλ. του εργοδοτικού-κυβερνητικού-συναινετικού συνδικαλισμού  από τη μια και του «ταξικού» σεχταριστικού και καιροσκοπικού-οπορτουνιστικού από την άλλη.

Αυτό βέβαια οφείλεται και στην αρνητική επίδραση που ασκούν, η μικρή συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα,  η μεγάλη ανεργία και η ελαστική και εκ περιτροπής εργασία, η χαμηλή συμμετοχή στη δράση των συνδικάτων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα και η διεύρυνση των εργολαβιών, των ενοικιαζόμενων εργαζόμενων και των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίζεται επίσης και ο αρνητικός συσχετισμός μέσα στα συνδικάτα, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της ΓΣΕΕ, όπου παρά τις ανατροπές που συντελέστηκαν στα επτά μνημονιακά χρόνια, δεν επήλθε καμιά αλλαγή στους συσχετισμούς στην ηγεσία της.

Αυτή η πραγματικότητα δείχνει ότι ο τρόπος και οι διαδικασίες ανάδειξης της ηγεσίας στη ΓΣΕΕ γίνεται με όρους γενικευμένης νοθείας και με σωματεία σφραγίδες. Και για το λόγο αυτό, οι ταξικές δυνάμεις πρέπει να δουν σοβαρά τους τρόπους απαλλαγής της εργατικής τάξης απ’ αυτή την ηγεσία, που δε θέλει και δεν μπορεί να υπερασπίζει τα δικαιώματά της.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να σημειώσουμε ότι από το 2010 είχαμε το κλείσιμο εκατοντάδων εργοστασίων και επιχειρήσεων, τον τριπλασιασμό της ανεργίας και την εκτίναξη της αδήλωτης και ελαστικής εργασίας, εξελίξεις που συνιστούν τη σημαντικότερη νίκη του ελληνικού καπιταλισμού επί της εργατικής τάξης, εφόσον μεταφέρει το κοινωνικό κόστος της κρίσης στους εργαζόμενους, με την μαζική καταστροφή ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων.

Η κατάσταση αυτή επιτάχυνε την πορεία συρρίκνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος, αφού η ανεργία και η «μαύρη» εργασία εξουδετέρωσαν ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης και επέδρασαν παραλυτικά στον κόσμο της ενεργού μισθωτής εργασίας.

2. ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, παρά την κρίση, τα μνημόνια και τις πολιτικές ανακατατάξεις, διατήρησαν τις δυνάμεις τους και δεν ακολούθησαν τη μοίρα των κομμάτων τους και ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ.

Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις μας σχετικά με τον γραφειοκρατικό και νόθο τρόπο ανάδειξης της ηγεσίας στο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και μια αλήθεια, ότι δηλ. η ανατροπή των συσχετισμών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν βρίσκεται πάντα σε μια ευθεία αντιστοίχιση με τις πολιτικές ανακατατάξεις.

Χρειάζεται ειδική και επίπονη προσπάθεια μέσα στους χώρους δουλειάς και η ανάδειξη ικανών, δραστήριων και αγωνιστών εργαζομένων για να τους εκπροσωπήσουν. Εύκολα κάποιος εργαζόμενος, σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης, μετατοπίζεται πολιτικά και εκλογικά, δύσκολα όμως μετακινείται συνδικαλιστικά. Και αυτό είτε γιατί δεν του δίνεται η δυνατότητα, αφού δεν υπάρχει αντίστοιχο συνδικαλιστικό σχήμα, είτε και όπου υπάρχει, κρίνοντας τη συνέπεια, την αξιοπιστία και την ανιδιοτέλεια, πολλές φορές δεν τις βρίσκει.

Η κατάσταση και η επίδραση των πολιτικών εξελίξεων δεν ήταν ίδιες γι’ αυτές τις παρατάξεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Εξηγείται βέβαια αυτό και από τις διαδικασίες ανάδειξής τους. Στο δημόσιο γίνεται από πραγματικούς εργαζόμενους και υπαρκτά σωματεία, ενώ στη ΓΣΕΕ, στην πλειονότητά της από σωματεία σφραγίδες, νόθες διαδικασίες και «ανύπαρκτους» εργαζόμενους.  Έτσι στο επίπεδο πχ της ΑΔΕΔΥ υπήρξαν ανακατατάξεις. Διασπάστηκε η ΠΑΣΚΕ και η εναπομείνασα (ΠΑΣΚΕ) αποδυναμώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Υπήρξαν προβλήματα στην ΔΑΚΕ και ενισχύθηκαν δυνάμεις που είχαν αριστερό, αντιμνημονιακό και προοδευτικό προσανατολισμό.

Η δυνατότητα διαμόρφωσης λοιπόν ενός κοινού προγράμματος παρέμβασης στο συνδικαλιστικό κίνημα, απ’ αυτές τις δυνάμεις, ενόψει του συνεδρίου της ΑΔΕΔΥ, τον Νοέμβριο του 2016, θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα και να αποτελέσει τη θρυαλλίδα ανακατατάξεων γενικότερα στο συνδικαλιστικό κίνημα με στόχο τη συγκρότηση ενός συνδικαλιστικού πόλου που θα συμβάλει στην ανασυγκρότηση, και στην ανάκτηση της αξιοπιστίας του, σε συντονισμένους και νικηφόρους εργατικούς αγώνες την επόμενη περίοδο.

Πρέπει να ομολογήσουμε όμως ότι η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, λειτούργησε ως ο ορός για να κρατηθούν στη ζωή αυτές οι δυνάμεις, που κατέρρεαν και σήμερα μας κουνούν το δάκτυλο της δήθεν δικιά τους επιβεβαίωσης!

Ένα όμως είναι σίγουρο: Στη μνημονιακή περίοδο κατέρρευσε ο τύπος συνδικαλισμού των τελευταίων 25 χρόνων και αποκαλύφθηκε στα μάτια της κοινωνίας και των εργαζομένων ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Ο ρεφορμισμός, ο κοινωνικός εταιρισμός, ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός δεν μπορούν πλέον να πείσουν και δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι σκληρή και απαιτούνται βαθιές ριζοσπαστικές και προοδευτικές τομές στην κοινωνία, στην οικονομία, στους θεσμούς και στη διεθνή θέση της χώρας μας, που μόνο νέες δυνάμεις σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο μπορούν να φέρουν σε πέρας και αυτό θα είναι το ζητούμενο της επόμενης περιόδου.

Απ’ την άλλη μεριά το ΠΑΜΕ έχει σοβαρές ευθύνες για την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος διότι ασκείται σε μια στενή κομματική πρακτική για τα συνδικάτα, τα οποία αφυδατώνει από κάθε εσωτερική συλλογική διαδικασία και δημοκρατική λειτουργία, τα χρησιμοποιεί ως μηχανισμούς και ικανοποιείται από κάποιες κομματικές «παρελάσεις» στις απεργίες ή στα συλλαλητήρια, όταν έχει την αριθμητική υπεροχή σε σχέση με τις αντίστοιχες κινητοποιήσεις των συνδικάτων.

Η εμπειρία όλης της μνημονιακής περιόδου, αλλά και η στάση του σήμερα έδειξαν ότι το ΠΑΜΕ αποτελεί μια ακίνδυνη συστημική δύναμη. Έτσι τόσο το ίδιο όσο και ο πολιτικός του φορέας, εισπράττουν πολλές φορές τα εύσημα από το αστικό πολιτικό κατεστημένο της χώρας μας για τη σταθερότητά του, την πειθαρχία στα μπλοκ του και την ήρεμη διεξαγωγή των κινητοποιήσεων.

Στο πλαίσιο αυτό και ενώ από τη μια καταγγέλλει το σύστημα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, απ’ την άλλη στην καθημερινή του δράση μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα διακρίνεται από μια ρεφορμιστική αντίληψη. Λειτουργεί διασπαστικά, παροπλίζει και χειραγωγεί την αστείρευτη δύναμη της Εργατικής Τάξης να σφυρηλατήσει την ενότητά της, την αλληλεγγύη και τους αγώνες της. Αποφεύγει την πολιτικοποίηση των αγώνων και των αιτημάτων των εργαζομένων και τη σύνδεση τους με την πάλη για την απαλλαγή της χώρας μας από τα μνημόνια, τη σύγκρουση, ρήξη και έξοδο από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, την εθνικοποίηση και τον εργατικό-κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών κλπ.

Θέλει να διατηρεί δυνάμεις για να συντηρείται, όπως εξάλλου κάνει και ο πολιτικός φορέας (ΚΚΕ) στον οποίο πρόσκειται, αλλά δεν θέλει ανατροπές και ανακατατάξεις τέτοιες που θα έθεταν το θέμα της πολιτικής ανατροπής, πράγμα απαραίτητο σήμερα για να δοθούν ουσιαστικές λύσεις στα προβλήματα των εργαζομένων.

Οι Αριστερές Κινήσεις-Συσπειρώσεις δεν έχουν ενιαία αντίληψη και στρατηγική και πολλές φορές κινούνται από τη μια με έναν τοπικό ή κλαδικό κινηματικό συντεχνιασμό και από την άλλη, σε κεντρικό κυρίως επίπεδο, από έναν έντονο βολονταρισμό, χωρίς να παίρνουν υπόψη τις δυσκολίες. Οι εσωτερικές τους αντιθέσεις ακυρώνουν προσπάθειες κοινής δράσης, ενώ πολλές φορές οι προτάσεις συνεργασίας που κάνουν χρησιμοποιούνται ως άλλοθι ή διακρίνονται από έναν μικρομεγαλισμό, χωρίς το σεβασμό των διαφορετικών απόψεων και της ισοτιμίας.

Ωστόσο μαζί τους, αλλά και με άλλες αγωνιστικές αντιμνημονιακές δυνάμεις, που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ και την ΠΑΣΚΕ απ’ την αρχή ακόμα της μνημονιακής περιόδου, αναζητήσαμε και πετύχαμε σε κάποιες περιόδους έναν αγωνιστικό συντονισμό και κοινή δράση, ιδιαίτερα στο χώρο του δημοσίου. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να επιμείνουμε πιο αποφασιστικά ώστε να επηρεάσουμε τα πράγματα την επόμενη περίοδο ευρύτερα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Στόχος πρέπει να είναι η συγκρότηση ενός κέντρου αγώνα των συνδικάτων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που θα αναλάβει, σε συντονισμό με τα άλλα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται απ’ τα μνημόνια, την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, την άρση των διαχωρισμών και της διάσπασης των εργαζομένων και των συνδικάτων τους και την οργάνωση της εργατικής και κοινωνικής αντεπίθεσης απέναντι στην λαίλαπα και τον οδοστρωτήρα των μνημονίων στη χώρα μας.

3. ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΉ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ

ΣΗΜΕΡΑ

Το διάστημα από την ίδρυση του ΜΕΤΑ, τον Μάρτη του 2014, μέχρι σήμερα θα μπορούσαμε σχηματικά να το χωρίσουμε σε δύο περιόδους. Η πρώτη αφορά το διάστημα μέχρι τις εκλογές του Γενάρη του 2015, και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας και η άλλη από τότε μέχρι σήμερα, με το μεσοδιάστημα του δημοψηφίσματος στις 5 Ιούλη 2015 και την πλήρη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και παράδοσή του στους δανειστές, πράγμα που αποτυπώθηκε στις εκλογές στις 20 Σεπτέμβρη του 2015.

Η πρώτη περίοδος σημαδεύτηκε από την κάμψη των μαζικών εργατικών και λαϊκών αγώνων και τη μετάθεση των ελπίδων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εργαζομένων, στο κεντρικό πολιτικό/κοινοβουλευτικό πεδίο, σχέδιο που εντέχνως καλλιεργούσε όλο το μνημονιακό πολιτικό κατεστημένο και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, για να δυσκολεύει και να αναβάλει την ανάπτυξη των εργατικών διεκδικήσεων.

Παρόλα αυτά η παράταξή μας εργάστηκε στην κατεύθυνση της διατήρησης ενός αγωνιστικού κλίματος μέσα στους χώρους δουλειάς και της αναστροφής του κλίματος αναμονής, γιατί βασική μας αντίληψη ήταν και παραμένει ότι χωρίς την ενεργή συμμετοχή-αυτενέργεια και κινητοποίηση των εργαζομένων δεν μπορεί καμία αλλαγή να συντελεστεί. Αντίθετα ευνοούνται οι δυνάμεις αυτές που φοβούνται τις ριζικές – ριζοσπαστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

Σημείο αναφοράς για το ΜΕΤΑ και μία από τις νίκες του συνδικαλιστικού κινήματος στη μνημονιακή περίοδο, αποτέλεσε η υιοθέτηση της πρότασής του για την προκήρυξη της απεργίας - αποχής απ’ την αξιολόγηση, που είχε ως αποτέλεσμα την έμπρακτη ακύρωση της αξιολόγησης «Μητσοτάκη». Η κινητοποίηση αυτή έγινε με όρους μαζικής και συλλογικά οργανωμένης ανυπακοής, αφού συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, οι οποίοι ψήφισαν σε μαζικές Γεν. Συνελεύσεις και αρνήθηκαν να υπογράψουν τα έντυπα της αξιολόγησης, είχε μεγάλη χρονική διάρκεια, που μόνο μ’ αυτή τη μορφή μπορούσε να εξασφαλιστεί και έδειξε ότι η επιλογή της μορφής πάλης και η αποδοχή της από το σύνολο των εργαζομένων αποτελούν βασικά στοιχεία της έκβασης μιας κινητοποίησης και ενός αγώνα.

Στη δεύτερη περίοδο, αυτό που κατά κοινή ομολογία διέκρινε το ΜΕΤΑ, ήταν η συνεπής του στάση απέναντι στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν. Έκρινε τη νέα κυβέρνηση από τη σκοπιά των θέσεων του εργατικού κινήματος και σε μια προσπάθεια οργάνωσης της παρέμβασης από τα κάτω με στόχο το εργατικό και το λαϊκό κίνημα να βάλουν τη σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις και να ωθήσουν τα πράγματα στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με την τρόικα και της προώθησης ριζικών αλλαγών, κάτι βέβαια που δεν έγινε.

Το ΜΕΤΑ ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με τη νέα κυβέρνηση μετά τη συμφωνία στις 20 Φλεβάρη και σε οριστική ρήξη μετά την προδοσία του «ΟΧΙ» του ελληνικού λαού στις 5 του Ιούλη του 2015. Δεν ανέχτηκε να υπάρχουν στις γραμμές του συνδικαλιστές που άλλα έλεγαν χθες και άλλα πράττουν σήμερα, γιατί η αξιοπιστία αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανάκτησης της ηθικής υπεροχής του συνδικαλιστικού κινήματος απέναντι στους εργαζόμενους και την κοινωνία.

Η πίστη μας σ’ αυτές τις αρχές και αξίες οδήγησε στην πρωτοβουλία που πήραν εκατοντάδες συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, για την ανασυγκρότηση του ΜΕΤΑ και την απαλλαγή του από τα «βαρίδια» του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, μιας και οι δυνάμεις αυτές είχαν επιλέξει, με τη στάση και την πρακτική τους, να «θολώνουν» την εικόνα της παράταξης και να αλλοιώσουν τον ταξικό, αγωνιστικό αντιμνημονιακό της προσανατολισμό για να μην δημιουργούνται προβλήματα στην άσκηση της αντεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Και ενώ θα μπορούσε να υπάρξει πλήρης απομόνωση όσων συνδικαλιστών δεν έκριναν τις εξελίξεις και την κυβερνητική πολιτική με βάση τις θέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος και της παράταξης μας, η στάση και οι αυταπάτες κάποιων συντρόφων, αλλά και από μια λάθος θεώρηση των πραγμάτων που έκαναν, έδωσαν το «φιλί ζωής» στις δυνάμεις του νέου μνημονιακού κυβερνητικού συνδικαλισμού. Έτσι στελέχη του αναδείχθηκαν στις διοικήσεις μεγάλων εργατικών κέντρων και στη ΓΣΕΕ.

Ωστόσο, η στάση μας η οποία διακρίνεται από ταξική συνέπεια και πίστη στις ιδρυτικές αρχές και αξίες της παράταξής μας σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι είμαστε οπαδοί της «καθαρότητας» ή μιας στενής κομματικής παράταξης. Όπως πολύ σωστά αναφέρεται στο κείμενο για την ανασυγκρότηση του ΜΕΤΑ (Απρίλης 2016) ότι «…Σταθερή μας επιδίωξη, όπως επανειλημμένα  έχουμε διακηρύξει δεν είναι η συγκρότηση μιας παράταξης που θα έχει αναφορά σε κάποια πολιτική δύναμη. Οι συνδικαλιστικές και πολιτικές μας αναφορές είναι στις αξίες, στα οράματα και στις ιδέες του εργατικού κινήματος που δεν περιορίζονται στα όρια κάποιου πολιτικού κόμματος.

Για την ένταξη ή τη συνεργασία με το ΜΕΤΑ δεν ζητείται πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ή κομματικής επιλογής και ένταξης. Μοναδική προϋπόθεση  είναι η συμφωνία με τις βασικές του αρχές και θέσεις, κυρίως η αγωνιστική και ανιδιοτελής δράση για τα συμφέροντα των εργαζομένων, η ταξική θεώρηση των πραγμάτων και η αντίθεση σε κάθε εργοδοτικό, κυβερνητικό ή κομματικό συνδικαλισμό.

Στο ΜΕΤΑ έχουν λοιπόν θέση όλοι όσοι υπερασπίζονται σταθερά και με πάθος αυτές τις αρχές και αξίες και δεν κάνουν εκπτώσεις σ' αυτές…».

4.ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Πιστεύουμε ότι και σήμερα επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι στη μνημονιακή περίοδο, το μνημονιακό καθεστώς και όλες οι κυβερνήσεις του μέχρι σήμερα, δεν μπορούν ούτε και θέλουν να ικανοποιήσουν ακόμη και επιμέρους αιτήματα των εργαζομένων. Όλες οι εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις είναι υπό αμφισβήτηση, αφού για οποιοδήποτε θέμα απαιτείται η έγκριση των δανειστών. Εξάλλου είναι γνωστό και έχει συνομολογηθεί με το 3ο μνημόνιο ότι καμία νομοθετική ρύθμιση δεν προωθείται στη βουλή, χωρίς προηγουμένως να έχει την έγκρισή τους.

Τα μνημόνια δεν συνιστούν απλώς κάποιο σύνολο αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων. Αντιπροσωπεύουν ένα καινούργιο πολιτικό καθεστώς, που υπονομεύει την εθνική ανεξαρτησία και καταλύει κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας. Είναι ένα καθεστώς μακροπρόθεσμης αιχμαλωσίας της χώρας και βίαιης υποδούλωσης τη κοινωνίας. Ένα καθεστώς που με μοχλό το χρέος, μετατρέπει τον τόπο σε οιονεί προτεκτοράτο των πιστωτών και του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Και ενώ ο λαός υποφέρει, οι νέοι μεταναστεύουν, τα όνειρα γίνονται γκρίζα, το φάντασμα του φόβου και της ανασφάλειας για το αύριο έχει στοιχείωσει τη ζωή μας, βλέπουμε να συγκεντρώνεται ο πλούτος και η εξουσία σε όλο και λιγότερα χέρια και να διευρύνονται οι ταξικές και κοινωνικές ανισότητες σε βάρος των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Οι παραγωγοί δηλ. του πλούτου στερούνται των βασικών αγαθών για την επιβίωσή τους.

Το περίφημο «παράλληλο πρόγραμμα» της κυβέρνησης είναι μια φενάκη, ένα ιδεολόγημα και μια απάτη. Αποτελεί στην καλύτερη των περιπτώσεων την αναγκαστική προνοιακή πολιτική που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις της πλήρους φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που παίρνει τα χαρακτηριστικά της ανθρωπιστικής κρίσης.

Η εργατική τάξη και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να συμβιβαστούν με τη φτώχεια και την εξαθλίωση και να ικανοποιούν μερικώς τις ανάγκες τους, σε μια περίοδο μάλιστα που διευρύνονται οι κοινωνικές ανάγκες και αντικειμενικά μεγαλώνουν οι δυνατότητες ικανοποίησής τους.

Επίσης δεν μπορούν οι εργαζόμενοι να εναποθέσουν τις ελπίδες στην επικαλούμενη ανάπτυξη που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, γιατί και η όποια ανάπτυξη που μπορεί να προέλθει μετά το τέλος της οικονομικής καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας, εάν αυτή γίνει από τις ίδιες δυνάμεις που μας έφεραν ως εδώ, θα είναι μια ανάπτυξη σε βάρος του κόσμου της εργασίας, δηλ. θα δουλεύει ο κόσμος για ένα κομμάτι ψωμί και χωρίς δικαιώματα, προσωπική και οικογενειακή ζωή.

Παρά τις δυσκολίες όμως που παρουσιάζονται στο επίπεδο των κοινωνικών αντιστάσεων και της συμμετοχής των εργαζομένων, τα προβλήματα όχι μόνο συνεχίζουν να ταλαιπωρούν τις εργατικές και λαϊκές οικογένειες, αλλά οξύνονται και θα οξυνθούν ακόμη περισσότερο την επόμενη περίοδο μιας και όλα τα αντιλαϊκά και αντιασφαλιστικά μέτρα που ψηφίστηκαν πριν  από το καλοκαίρι βρίσκονται στη φάση της εφαρμογής τους.

Τώρα οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι βιώνουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα και καταρρίπτεται η προπαγάνδα της κυβέρνησης που έλεγε πως δεν θα γίνει καμία μείωση σε μισθούς και συντάξεις.

Οι αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών, η υπερφορολόγηση των πολιτών, η κατάργηση του ΕΚΑΣ και η μείωση των συντάξεων περιόρισαν δραματικά τα λαϊκά εισοδήματα. Οι ιδιωτικοποιήσεις και η εκποίηση του δημόσιου πλούτου της χώρας (λιμάνια, αεροδρόμια, ΔΕΚΟ, δημόσιες εκτάσεις κτλ) προκαλούν τα αισθήματα του λαού μας και στερούν την κοινωνία από βασικά εργαλεία για τον παραγωγικό της μετασχηματισμό της οικονομίας, την μελλοντική της ανάκαμψη και την αναδιανομή του παραγόμενου σε όφελος του λαού.

Παράλληλα, τα φορολογικά και ασφαλιστικά μέτρα που συνομολογήθηκαν με το 3ο μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015 και υλοποιούνται με τους αντίστοιχους νόμους που ψηφίστηκαν το προηγούμενο διάστημα, θα οδηγήσουν στο κλείσιμο και άλλων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στην καταστροφή και βίαιη προλεταριοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων μικρών και μεσαίων ελεύθερων επαγγελματιών, επιστημόνων  και αγροτών.

Αυτόν τον κίνδυνο διείδαν αυτά στρώματα και γι’ αυτό το λόγο πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις στις αρχές του 2016.

Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να συντονίσει τη δράση του μαζί τους ώστε να οργανωθούν την επόμενη περίοδο αποτελεσματικοί και νικηφόροι αγώνες απέναντι στο μνημονιακό καθεστώς.

Ταυτόχρονα, ετοιμάζονται για το Φθινόπωρο νέες ανατροπές στα εργασιακά και στα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Θα έχουν ως αιχμές την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και τη μείωση της αποζημίωσης απόλυσης, την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, την περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού με την αφαίρεση των επιδομάτων που τον συνοδεύουν, τη διεύρυνση και γενίκευση της ελαστικοποίησης και της εκ περιτροπής εργασίας. Επίσης, δρομολογείται η κατάργηση της ενιαίας σχέσης εργασίας και της σταθερής απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, στον οποίο θα προωθηθεί και θα επισημοποιηθεί και η τυπική του συρρίκνωση, μέσω της αξιολόγησης των δομών και υπηρεσιών, κάτι που ήταν μνημονιακή υποχρέωση από το μεσοπρόθεσμο του 2011 και το οποίο οι αγώνες των εργαζομένων δεν επέτρεψαν, μέχρι τώρα, να εφαρμοσθεί.

Στο πλαίσιο αυτό, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και κυρίως ο παροπλισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, μετά την «αφαίρεση» του δικαιώματος της συλλογικής διαπραγμάτευσης των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, με την ακύρωση ουσιαστικά του απεργιακού δικαιώματος και της επαναφοράς της ανταπεργίας των εργοδοτών, θα είναι ένα από τα κρίσιμα ζητήματα της επόμενης περιόδου.

5.ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ

ΕΝΤΟΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ ΚΑΙ ΕΕ

Η περίοδος όμως αυτή, όπως βέβαια και όλη η μνημονιακή, ήταν ιδιαίτερα διδακτική για τους εργαζόμενους και τον ελληνικό λαό σε σχέση και με το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άποψη ότι μπορούν να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις εντός της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Η ΕΕ δεν είναι μια δημοκρατική, ισότιμη και αλληλέγγυα ένωση των ευρωπαϊκών λαών, αλλά μια υπερεθνική ένωση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, των καπιταλιστών και του μονοπωλιακού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Στόχος της είναι η υπεράσπιση και η διασφάλιση των συμφερόντων τους, η «αλληλέγγυα» και ταξικά μονομερής αντιμετώπιση των λαών των επιμέρους χωρών, όταν εμφανιστεί κάπου ο αδύνατος κρίκος που μπορεί να σπάσει την καπιταλιστική αλυσίδα της ευρωενωσιακής «φυλακής».

Κατά συνέπεια, το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να προβάλλει την ανάγκη της άμεσης εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη στην προοπτική της εξόδου από την ΕΕ και την αποδέσμευσή της απ’ όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, γιατί κανένα πρόγραμμα προοδευτικής φιλολαϊκής ανάπτυξης στη χώρα μας δεν μπορεί να υπάρξει, όσο η χώρα μας κινείται στην τροχιά των μνημονίων και της εξάρτησης και δεν διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία για να ασκήσει μια ανεξάρτητη πορεία.

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη, από μόνη της, δεν αποτελεί πανάκεια. Άγρια εκμετάλλευση μπορεί να υπάρχει και με το ευρώ και με τη δραχμή, αν η έξοδος αυτή δεν συνοδεύεται από ένα  μακρόπνοο πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης ενός διαφορετικού μοντέλου παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης το οποίο θα καλύπτει τις κοινωνικές ανάγκες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Ο παραγωγικός μετασχηματισμός δεν εξαντλείται στην οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων αλλά περιλαμβάνει, τις μορφές ιδιοκτησίας, το μοντέλο οργάνωσης της εργασίας & της διοίκησης των επιχειρήσεων και το θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων."

Επιπλέον ο αγώνας για την επαναφορά και διεύρυνση των εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων που αφαιρέθηκαν τα επτά μνημονιακά χρόνια, συνδέεται με την πάλη για την κατάργηση των μνημονίων, την ακύρωση της λιτότητας, τη διακοπή της αποπληρωμής του χρέους και τη διαγραφή του, την ευρεία σεισάχθεια στα ιδιωτικά χρέη, την εθνικοποίηση και τον εργατικό-κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών, την ανάκτηση του ελέγχου των δημοσίων εσόδων, την ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων, την επανάκτηση από το Δημόσιο και ανασυγκρότηση των δημόσιων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων.

Ο αγώνας αυτός βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι υποτιμάμε τα επιμέρους αιτημάτων, που συσπειρώνουν ευρύτερες δυνάμεις εργαζομένων. Από την άλλη, δεν πρέπει να καλλιεργούνται αυταπάτες στους εργαζόμενους ότι μπορούν στο πλαίσιο της μνημονιακής πολιτικής να επιλυθούν ουσιαστικά και ξεχωριστά τα προβλήματά τους.

Χρειάζεται λοιπόν σύνδεση των επιμέρους συνδικαλιστικών αιτημάτων με τα γενικότερα πολιτικά, με στόχο την ενεργοποίηση και κινητοποίηση του συνόλου της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των ανέργων και όχι μόνο της πρωτοπορίας της που κινητοποιείται σ’ όλες τις περιόδους και υπό οποιασδήποτε συνθήκες.

Έτσι το επόμενη διάστημα - σε επίπεδο αιτημάτων - το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να περάσει, από μια αμυντική σε μια επιθετική γραμμή και να μην αγωνίζεται για τη διάσωση κάποιων κατακτήσεων που έχουν απομείνει, αλλά να διεκδικήσει την επαναφορά των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την αύξηση των αποδοχών του.

6.ΑΜΕΣΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΠΑΛΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

1.Την άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στο ύψος των 751€, την εφαρμογής των ΣΣΕ, του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας.

2. Τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας σ’ όλους τους ανέργους, και για όσο είναι άνεργοι, στο 80% του κατώτατου μισθού (600,8€), πράγμα που θα έθετε τέρμα σε μια γενικευμένη κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης, θα μείωνε την πίεση που ασκείται για την παραπέρα συρρίκνωση των δικαιωμάτων και των αμοιβών των ενεργών εργαζομένων, θα έκανε τη διεκδίκησή του και δικιά τους υπόθεση και θα έβαζε στην αγωνιστική αρένα και τους ανέργους για την υπογραφή της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).

3. Την επαναλειτουργία επιχειρήσεων που έκλεισαν από τους ίδιους τους εργαζόμενους με αυτοδιαχείριση και συνεταιριστικά σχήματα, με τη συμμετοχή και άλλων παραγωγικών φορέων και συνεταιρισμών και τη διεκδίκηση από την πολιτεία της θεσμοθέτησης του κατάλληλου νομικού πλαισίου και την διευκόλυνση της τραπεζικής ρευστότητάς τους.

4. Την προώθηση ενός προγράμματος μαζικών προσλήψεων μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη όλων των αναγκών στα νοσοκομεία, την εκπαίδευση, την αυτοδιοίκηση, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και σ’ όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες.

Διεκδικούμε άμεσα τη μετατροπή όλων των ατομικών συμβάσεων σε αορίστου χρόνου των εργαζομένων στις υπηρεσίες καθαριότητας των δημοσίων υπηρεσιών, των νοσοκομείων και των ΟΤΑ, καθώς και των συμβάσεων όλων των υπηρεσιών που ανανεώνονται κάθε χρόνο, στο πλαίσιο υλοποίησης προγραμμάτων που εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες σ’ όλους τους φορείς του Δημοσίου.

5. Την άμεση εφαρμογή της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και του επταμισάωρου χωρίς μείωση των αποδοχών στην προοπτική του επτάωρου και του 35ωρου για να αντιμετωπιστεί η μάστιγα της ανεργίας και για να μην κερδίζουν μόνο οι καπιταλιστές και το κράτος από την γενικευμένη εφαρμογή των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής σ’ όλη την αλυσίδα της παραγωγικής δραστηριότητας.

6. Τη σταδιακή επαναφορά των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων στην προ μνημονίων εποχή, με την ανάλογη αύξηση του βασικού εισαγωγικού μισθού, καθώς και την άμεση επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού και όλων των απωλειών των συντάξεων μέχρι 1.500€.

7. Τη ρύθμιση όλων των δανείων που έχουν πάρει οι εργαζόμενοι και σήμερα αποπληρώνονται, είτε με τους ίδιους ετεροβαρείς όρους σύναψής τους, είτε αδυνατούν να εξυπηρετήσουν και κινδυνεύουν να χάσουν την περιουσία τους. Διεκδικούμε ρυθμίσεις που θα μειώνουν τα επιτόκια αποπληρωμής τους και κατά περίπτωση θα «κουρεύουν», θα διαγράφουν ή θα ρυθμίζουν τον τρόπο αποπληρωμής τους, παίρνοντας υπόψη τους μισθούς των εργαζομένων, όταν επισυνάφθηκαν αυτά τα δάνεια και τους σημερινούς, αν βρίσκονται οι εργαζόμενοι στην ανεργία, την αξία τότε των ακινήτων και τη σημερινή και μια σειρά άλλους παράγοντες κοινωνικούς, οικογενειακούς και οικονομικούς.

8. Την κατάργηση της ενοικιαζόμενης εργασίας, της μερικής απασχόλησης και της ελαστικής και εκ της περιτροπής εργασίας και την κάλυψη όλων των παγίων και διαρκών αναγκών, σ’ όλους τους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με προσωπικό μόνιμης, σταθερούς και πλήρους απασχόλησης. Την κατάργηση των εργολαβιών και της εκχώρησης αρμοδιοτήτων σε ιδιώτες σ’ όλο το δημόσιο τα ΝΠΔΔ, τα νοσοκομεία και τους ΟΤΑ.

9. Το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, καθώς και της εκχώρησης δημόσιων και κοινωνικών υπηρεσιών στους ιδιώτες.

Η άμεση διεκδίκηση των παραπάνω δεν είναι εξωπραγματική. Φαντάζει έτσι μόνο για όσους κινούνται στο πλαίσιο των μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ενώ είναι πολύ ρεαλιστική στο πλαίσιο μιας πολιτικής που θα στηρίζεται στο λαό και στους εργαζόμενους, θα προτάσσει τα συμφέροντά τους και όχι την εξυπηρέτηση των δανειστών, θα επιλέγει τη σωτηρία του λαού και την αξιοπρέπεια της χώρας και όχι τη διάσωση του ευρώ, της ευρωζώνης και των χρεοκοπημένων ιδιωτικών επιχειρήσεων και τραπεζών.

7.ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Το αποτελεσματικό εργαλείο για την αγωνιστική διεκδίκηση ενός τέτοιου πλαισίου αιτημάτων δεν μπορεί να είναι οι απαξιωμένες ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος σ’ όλα τα επίπεδα και κύρια σε τριτοβάθμιο επίπεδο με πρώτη την πλειοψηφία των ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ στη ΓΣΕΕ.

Το μεγάλο ερώτημα είναι τι κάνουμε, αφού και ο άλλος συνδικαλιστικός πυλώνας, το ΠΑΜΕ, δεν κινείται σε μια διαφορετική τροχιά για την υπέρβαση αυτής της κατάστασης.

Μέχρι στιγμής ως ΜΕΤΑ έχουμε πει ότι «…Οι δυνάμεις του πρέπει να είναι σε μετωπική και ανειρήνευτη σύγκρουση μ' αυτές τις αντιλήψεις, νοοτροπίες και πρακτικές αυτής (ΓΣΕΕ) της συμβιβασμένης και  γραφειοκρατικής ηγεσίας του εργατικού κινήματος και με στραμμένο το βλέμμα τους έξω τα συνδικαλιστικά γραφεία, να απευθυνθούν στο σύνολο της εργατικής τάξης και κυρίως σ’ αυτό το τμήμα που είναι άνεργο, ελαστικά εργαζόμενο, χωρίς ΣΣΕ και με μισθούς πείνας, που δεν εξασφαλίζει καν την αναπαραγωγή του...» και ότι «… Οι απόψεις ότι η ΓΣΕΕ πχ μπορεί να αλλάξει από τα μέσα, περιορίζουν τη δράση μας στον στενά συνδικαλισμένο κόσμο και χάνουν από τον ορίζοντα τη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης που είναι ασυνδικάλιστη, που βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα και που δυστυχώς θεωρεί αυτή τη συνδικαλιστική ηγεσία όχι μόνο άχρηστη, αλλά και επικίνδυνη…».

«…Για το λόγο αυτό σήμερα, σε διάκριση με τον εργοδοτικό, κυβερνητικό και κομματικό συνδικαλισμό, είναι απολύτως αναγκαία, η συγκρότηση ενός ευρύτερου αγωνιστικού-ταξικού μετώπου με πρωτοβάθμια σωματεία, ταξικές ομοσπονδίες, αγωνιστές εργαζόμενους και συνδικαλιστές:

-Που θα παλέψει για να αποκαταστήσει το κύρος των συνδικάτων.

-Που θα ηγηθεί του αγώνα για την ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε ιδιωτικό και δημόσιο.

-Που θα αγωνιστεί για την άρση του διαχωρισμού και κατακερματισμού του και τη συγκρότηση ενιαίων και ισχυρών συνδικάτων που θα εκπροσωπούν όλους τους εργαζόμενους - ιδιωτικού και δημόσιου - Έλληνες και μετανάστες και τους άνεργους.

-Που θα συντονίσει την πάλη του με τους μικρούς και μεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες και επιστήμονες που προλεταριοποιούνται, τους αγρότες, κτηνοτρόφους, αλιείς, που καταστρέφονται, ώστε να μπει ένα τέλος στα βάσανα του ελληνικού λαού, στην παραγωγική παρακμή και στην επιτροπεία της χώρας μας…».

Ταυτόχρονα πρέπει σοβαρά να επανεξετάσουμε συνολικά το πλαίσιο δράσης και διαπραγμάτευσης των συνδικάτων, που διαμορφώθηκε την μεταπολεμική περίοδο στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και στη χώρα μας. Το μεγάλο κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του παραχώρησαν μια γωνιά του «κήπου» τους στους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους, που αφορούσαν κυρίως στο θέμα των όρων αμοιβής και εργασίας. Τα απέκοψαν έτσι από τα κρίσιμα ζητήματα του εργατικού ελέγχου επί της παραγωγικής διαδικασίας και του παραγωγικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της, αναγνωρίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα στο κεφάλαιο να οργανώνει και διευθύνει την παραγωγή.

Αν μπορέσουμε να δώσουμε πειστική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, από τώρα μέχρι τη 2η πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΜΕΤΑ, μέσα από τις συζητήσεις και τον προβληματισμό που πρέπει να αναπτυχθεί σε τοπικό-νομαρχιακό και κλαδικό επίπεδο θα καθορίσουμε και τον βηματισμό για την υλοποίησή τους. Θα είναι η μεγάλη μας επιτυχία και μια μεγάλη συμβολή στους εργαζόμενους και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, γιατί αυτό που υπάρχει πεθαίνει και δεν μπορεί να είναι χρήσιμο στις σημερινές συνθήκες.

Για το σκοπό αυτό τείνουμε το χέρι στους συντρόφους και συναγωνιστές, που βρισκόμαστε στο ίδιο  στρατόπεδο και πολεμάμε από τα ίδια χαρακώματα, που αντιπαλεύουμε τον εργοδοτικό και νεομνημονιακό - κυβερνητικό συνδικαλισμό και για διάφορους λόγους είχαν τις επιφυλάξεις τους με την πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση του ΜΕΤΑ. Καλούμε επίσης συνδικαλιστικές συλλογικότητες και αγωνιστές συνδικαλιστές, που κινούμαστε παράλληλα, βρισκόμαστε μαζί στους αγώνες, ακόμα και σε κοινά ψηφοδέλτια, σε αρχαιρεσίες συνδικάτων, που έχουν προοδευτικό αντιμνημονιακό προσανατολισμό και κινούνται στο χώρο της ευρύτερης συνδικαλιστικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στόχος μας είναι η διαμόρφωση ενός αυτόνομου, αγωνιστικού, ταξικού πόλου μέσα στο σκ που θα πρωταγωνιστήσει στην ανασυγκρότησή του και θα συμβάλλει στην ανασύνταξη και στην αντεπίθεσή του. Μόναδική εγγύηση για ουσιαστικές αλλαγές είναι οι ενωτικοι αγώνες, οι μεγαλες κοινωνικές συμμαχίες όπου θα κυριαρχούν οι πολιτικές αξίες και η ηθική του εργατικού κινήματος, με αμοιβαία κατανόηση και σεβασμό με σχέσεις ανοιχτές και ειλικρινείς και αλληλέγγυες.

Αθήνα Σεπτέμβρης  2016 

Ετικέτες