Θεσσαλονίκη – Φεβρουάριος 2018
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το εθνικιστικό συλλαλητήριο στο άγαλμα του Αλεξάνδρου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, και το αντίστοιχο που ακολούθησε στην πλατεία Συντάγματος της Αθήνας, λειτουργούν στην κατεύθυνση ισχυροποίησης και ενδυνάμωσης συνολικά του συντηρητικού μπλοκ της ελληνικής κοινωνίας. Ενός πολιτικού συνασπισμού που περιλαμβάνει πρωτίστως τη ΝΔ του σαρωτικού νεοφιλελευθερισμού, δυνάμεις στην κατεύθυνση του παλαιότερου ΛΑΟΣ που κινούνταν σε τροχιά αντίστοιχη των ευρωπαϊκών ακροδεξιών σχηματισμών (λ.χ. γαλλικό Εθνικό Μέτωπο), καθώς εξίσου και την εγκληματική συμμορία της Χρυσής Αυγής που κινείται καθαρά στο πεδίο ενός σύγχρονου νεοναζισμού. Ενός μπλοκ που περιλαμβάνει αντίστοιχα την εκκλησιαστική ιεραρχία σ’ όλο της σχεδόν το εύρος, τις οργανώσεις των αποστράτων αξιωματικών του στρατού και των δυνάμεων αστυνομικής καταστολής, τις πολυποίκιλες εθνικιστικές ακροδεξιές οργανώσεις. Και η ενδυνάμωση αυτή προκύπτει από το σχετικό μέγεθος της συμμετοχής σ’ αυτά τα συλλαλητήρια, παρόλο που η αστική πολιτική γεωστρατηγική στον βαλκανικό χώρο, κάτω από την κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, διεκπεραιώνεται σε κάθε περίπτωση με συνέπεια από τις δύο κύριες δυνάμεις του σύγχρονου πολιτικού διπολισμού, του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ και αντιπολιτευόμενης ΝΔ.
Προς την διεύρυνση των λαϊκών αναφορών του δεξιού μπλοκ;
Όπως και να είναι, αυτός ο συνασπισμός του Μαύρου Μετώπου ενισχύεται πολύμορφα στη σημερινή συγκυρία, χρησιμοποιώντας ως άρμα τον ακροδεξιό εθνικισμό, που αναγορεύει, όπως ολόκληρο το ευρωπαϊκό νεοναζιστικό και συντηρητικό κατεστημένο, ως κυρίαρχο αντίπαλο των «ελλήνων» τους «ξένους», είτε πρόκειται για πρόσφυγες και μετανάστες είτε για «γυφτοσκοπιανούς» κλπ. Μέσα από αυτά τα συλλαλητήρια διευρύνεται, προς ώρας τουλάχιστον, το πεδίο των λαϊκών απευθύνσεων και επιρροής του συντηρητικού και ακροδεξιού συνασπισμού, την ώρα βέβαια που οι τρεις συνιστώσες της ελληνικής δεξιάς (σαρωτικός νεοφιλελευθερισμός, εγκληματικός νεοναζισμός, ακροδεξιός εθνικισμός), όχι μόνον δεν διαχωρίζονται μεταξύ τους, αλλά, όπως συνέβη σε ολόκληρη την μεταπολεμική ελληνική ιστορία, αποτελούν κυριολεκτικά «συγκοινωνούντα δοχεία». Όλες οι κύριες πολιτικές τους κατευθύνσεις βρίσκονται σε παραλληλία ( επιβολή του νόμου και της τάξης, αποψίλωση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, ολοκληρωτική κυριαρχία του κεφαλαίου και της ελεύθερης αγοράς, εθνικιστική αντιμετώπιση των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής κλπ.). Ακόμη και στο ζήτημα του «ευρωσκεπτικισμού» και της αντίθεσης προς την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση, που επικρατεί σε ευρωπαϊκούς ακροδεξιούς σχηματισμούς, στην ελληνική περίπτωση τα τρία ρεύματα της ελληνικής συντηρητικής παράταξης τάσσονται στην πλευρά του «μετώπου του ναι» των κυρίαρχων τάξεων προς τη μνημονιακή πολιτική, που εκπορεύεται από την ελληνική αστική τάξη και την ευρωπαϊκή Ιερή Συμμαχία.
Σε ολόκληρη την προηγούμενη τριετία, αλλά και σε ολόκληρη την τελευταία μνημονιακή επταετία, η ΝΔ ως κύριος πολιτικός σχηματισμός της δεξιάς, έκφραζε κλασικά τις δυνάμεις της αστικής τάξης καθώς και την πλειονότητα των μικροαστικών τάξεων (ελευθεροεπαγγελματικών και μισθωτών, παλιών και νέων, της πόλης και του χωριού), στα πλαίσια μιας αστικής συμμαχίας που είχε σχετική σταθερότητα και λειτουργικότητα. Εντούτοις εξ αιτίας του άκρατου νεοφιλελευθερισμού της και της εφαρμογής του δευτέρου μνημονίου (αρχές 2012 – αρχές 2015), αδυνατούσε να προσεγγίσει σοβαρά τα λαϊκά εργατικά στρώματα (πλειονότητα εργατικής τάξης, συνταξιούχων, νεολαίας, ανέργων), γιατί ο σαρωτικός της νεοφιλελευθερισμός (απαλλαγή επιχειρήσεων από φορολογία, αποδεκατισμός δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών κ.ά.) λειτουργούσε άκρως απωθητικά για τις λαϊκές τάξεις. Ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ ο πολιτικός σχηματισμός, που στη βάση της αντιμνημονιακής του ρητορικής, της ενωτικής αριστερής απεύθυνσης και της θέσης του ζητήματος της κυβερνητικής εξουσίας της Αριστεράς, συσπείρωνε και έκφραζε τις κοινωνικές δυνάμεις των «από κάτω».
Πώς άλλαξαν λοιπόν τα πράγματα και πήραν εντελώς άλλη πορεία στην σημερινή περίοδο, όπου ο δεξιός συνασπισμός εμφανίζεται να διευρύνει, με όρους εθνικιστικούς και συντηρητικούς, το λαϊκό του ακροατήριο ; Η αφετηρία αυτής της εξέλιξης τοποθετείται προφανώς στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού κατέκτησε την σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την κυβέρνηση, αποποιήθηκε τον εαυτό του, ακύρωσε κάθε είδους πολιτική του δέσμευση, απεμπόλησε το συνεδριακό του πρόγραμμα, και παραδόθηκε αμαχητί στην αγκαλιά της αντίπαλης αστικής πολιτικής των μνημονιακών μεταλλάξεων, των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, της εξυπηρέτησης του ευρωπαϊκού τοκογλυφικού κεφαλαίου. Εξουδετερώνοντας και παραλύοντας τις εργατικές αντιδράσεις στην μνημονιακή του μεταστροφή, κατορθώνοντας να ψηφίσει και να υλοποιήσει το τρίτο μνημόνιο, αφού σταθεροποίησε και νομιμοποίησε τα δύο προηγούμενα, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής της εθνικής αστικής στρατηγικής του ελληνικού καπιταλισμού στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και των βαλκανικών χωρών. Λειτούργησε έτσι ως ο ισχυρός βραχίονας του ελληνικού αστισμού, του αμερικανικού ιμπέριουμ και της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, σε ολόκληρο τον ζωτικό χώρο της Βαλκανικής Χερσονήσου και της Μέσης Ανατολής.
Ο κυβερνητικός τρόπος αντιμετώπισης του «μακεδονικού» ζητήματος είναι προϊόν αφενός του ρόλου που ο ελληνικός καπιταλισμός προορίζει για τον εαυτό του (γέφυρα νατοϊκής και ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης του νότου των Βαλκανίων), και του ρόλου που διεκπεραιώνει εντός της κυρίαρχης ιμπεριαλιστικής αλυσίδας με το τρίγωνο Ελλάδας (της πειθήνιας συμμόρφωσης στις μνημονιακές υπαγορεύσεις) – Ισραήλ (κράτους τρομοκράτη και παλαιστινιακής καταστολής της Μέσης Ανατολής) – Αιγύπτου (αντεπανάστασης έναντι της εξέγερσης της Πλατείας Ταχρίρ). Ο σημερινός ελληνικός καπιταλισμός, όπως διαχειρίζεται ο νεοφιλελεύθερος ΣΥΡΙΖΑ την κυβερνητική του πολιτική, υπόκειται προφανώς σε παραμέτρους ηγεμονίας του ευρωπαϊκού και αμερικανικού τόξου, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να λειτουργήσει ο ίδιος με όρους κυριαρχικούς στους γειτονικούς γεωγραφικούς χώρους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε στο «χαϊδεμένο παιδί» των ελλήνων αστών επιχειρηματιών, των ευρωπαϊκών οικονομικών μηχανισμών, της αμερικανικής διοίκησης και μάλιστα στην πιο ακροδεξιά εκδοχή της.
Η δεξιά μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει το δρόμο στη Δεξιά
Μπορεί λοιπόν ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ να κατάφερε στην τελευταία τριετία να αναδειχθεί στον αποτελεσματικό εκπρόσωπο και διεκπεραιωτή της αστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής, αυτό όμως οδήγησε στην κατακόρυφη αποψίλωση της όποιας σημαντικής κοινωνικής του απήχησης και της αντίστοιχης εκλογικής του επιρροής. Ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών τάξεων που είχαν επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ, έχουν παροπλιστεί, κυριολεκτικά αδρανοποιήθηκανστο κινηματικό επίπεδο, αποστασιοποιήθηκαν, και βρέθηκαν στο «κενό πολιτικής εκπροσώπησης». Αυτό το «κενό» στο πεδίο του λαϊκού παράγοντα επιχειρεί σήμερα να καλύψει ο εθνικισμός και συντηρητισμός, στοχοποιώντας ως αντιπάλους τους «ξένους» στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπιστούν με την δέουσα σκληρότητα και καταστολή (πρόσφυγες, σκοπιανοί κλπ.), δίνοντας μια εξαιρετικά «στρεβλή» διέξοδο, και προφανώς θέτοντας στο απυρόβλητο τη συνεχιζόμενη άτεγκτη μνημονιακή πολιτική, επιδιώκοντας μάλιστα να την καταστήσει ακόμη δριμύτερη.
Είναι η ίδια η νεοφιλελεύθερα μεταλλαγμένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησε τους όρους βλάστησης και επέκτασης του ακροδεξιού εθνικιστικού συντηρητισμού, ο οποίος από μόνος του δεν θα μπορούσε ποτέ να αναδειχθεί στο προσκήνιο με τον τρόπο που προβάλλει σήμερα. Για να πάρουμε για πολλοστή φορά το κλασικό παράδειγμα των μέσων της δεκαετίας του 1940, ήταν ο «ευνουχισμός» του εαμικού κινήματος από την ίδια την Αριστερά με την οικειοθελή παράδοση του αντάρτικου οπλισμού και της διάλυσης του λαϊκού στρατού στους εθνικούς δωσιλόγους και αστούς ριψάσπιδες, που άνοιξε την κερκόπορτα στις ταγματασφαλίτικες εγκληματικές συμμορίες που εκτελούσαν, φυλάκιζαν, καταδίκαζαν σε θάνατο, εξόριζαν κάθε δημοκρατικό, αριστερό αγωνιστή. Όταν οι λαϊκές δυνάμεις αντιστρατεύονται την αστική πολιτική, παίρνουν το όπλο στο χέρι (=οργανώνουν πανεργατικές απεργίες), αναδεικνύουν την Αριστερά σε πλειοψηφική πολιτική δύναμη, και εσύ έρχεσαι να τις «ευνουχίσεις», επόμενο είναι τότε ότι θα εμφανιστούν επιθετικά τα τάγματα εφόδου της ακροδεξιάς, του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, των εγκληματικών χρυσαυγίτικων συμμοριών κλπ. Ποιος λοιπόν επώασε αυτό το «αυγό του φιδιού» αν όχι ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μάλιστα με ένα κρεσέντο υποκρισίας εμφανίζεται να βάλει κατά του νεοναζιστικού εθνικισμού ;
Μ’ αυτή την έννοια δεν μπορεί να έχει καμιά βασιμότητα η επιχείρηση που ξεδιπλώνει η σημερινή κυβέρνηση για την συσπείρωση του «δημοκρατικού και αριστερού κόσμου» απέναντι σ’ αυτό το Μαύρο Μέτωπο που έχει σηκώσει κεφάλι, γιατί η ίδια αφόπλισε το λαϊκό εργατικό κίνημα, η ίδια έχει στρεβλώσει τις λαϊκές συνειδήσεις, η ίδια στράφηκε ολομέτωπα απέναντι στα εργατικά συμφέροντα και ελευθερίες. Όταν εσύ έχεις τη δυνατότητα να αντιμετωπίσεις την λαϊκή εξαθλίωση που έχουν προκαλέσει οι μνημονιακές πολιτικές και η καπιταλιστική κρίση, οι ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και οι ευρωπαϊκοί αστικοί καταναγκασμοί, όταν έχεις την λαϊκή πλειοψηφία και της γυρνάς την πλάτη, λόγω της μικροαστικής εκσυγχρονιστικής σου υπόστασης, όταν εμποδίζεις την ανάπτυξη της συγχώνευσης ριζοσπαστισμού και λαϊκών τάξεων, όταν αποτρέπεις τη δυνατότητα της γόνιμης συνεύρεσης εργατικής τάξης και αντικαπιταλισμού, τότε το μόνο που επιτυγχάνεις είναι να δώσεις έδαφος για πρακτικές «διανοητικών - ψυχολογικώνφαντασιώσεων» στο πεδίο του εθνικισμού και του εθνικού μεγαλείου.Γιατί προφανώς η απάλειψη του ονόματος της «Μακεδονίας» δεν θα φέρει την αποκατάσταση των μισθών, την επαναφορά των συντάξεων, την απασχόληση των ανέργων, τις συμβάσεις αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης, την απαλλαγή από τον φορολογικό βραχνά κ.ά.
Απ’ αυτή την άποψη πρωταρχική είναι η αναγκαιότητα για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να κινηθούν στο πεδίο της κυρίαρχης αντιπαλότητας στην συνεχιζόμενη εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών της λιτότητας, της συρρίκνωσης των ελευθεριών, της ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων και της δημόσιας ιδιοκτησίας, της μαζικής ώθησης της νεολαίας στη μετανάστευση κλπ. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπισθεί το σημερινό δίπολο του αστικού ανταγωνισμού μεταξύ της κοσμοπολίτικης νεοφιλελεύθερης Κεντροαριστεράς και της σαρωτικής νεοσυντηρητικής εθνικιστικής Δεξιάς. Η μονοδιάστατη επικέντρωση στην αντιπαλότητα στον εθνικισμό ως τον «κύριο εχθρό», που υποστηρίζεται από ορισμένες δυνάμεις που θέλουν να τοποθετούνται στη Ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία θέτει σε τρίτη μοίρα την αντίθεση στην εφαρμοζόμενη μνημονιακή λαίλαπα, είναι αβάσιμη και αναποτελεσματική για να αποτρέψει λαϊκές δυνάμεις από την προσάρτηση σε νοσηρές «φαντασιακές στρεβλώσεις», και σε κάθε περίπτωση είναι ενσωματώσιμη στην κυρίαρχη κυβερνητική πολιτική. Και από την άλλη πλευρά αριστερές δυνάμεις που επιχειρούν να ανακαλύψουν την «κρυμμένη λαϊκή δυναμική» των εθνικιστικών συλλαλητηρίων, προφανέστατα και παίρνουν οριστικό διαζύγιο από το ριζοσπαστικό και εργατικό κίνημα, γιατί η υπόκλιση στον εθνικισμό, μέσα μάλιστα σε ένα πλαίσιο ακροδεξιού χαρακτήρα, κάθε άλλο παρά οδηγείστην ανάδειξη και διεκδίκηση ικανοποίησης των ζωτικών κοινωνικών αναγκών.
Αριστερό λαϊκό κίνημα απέναντι στα φαλκιδευμένα διλήμματα
Με βάση τις προκλήσεις της σημερινής συγκυρίας ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί, είτε υπάρξει προσφυγή στην διαδικασία του δημοψηφίσματος, είτε σε μία εκλογική κοινοβουλευτική αναμέτρηση, να εμφανίσει το πλασματικό και φαλκιδευμένο δίλημμα ανάμεσα σε μια δημοκρατική και αντί – εθνικιστική (πάντοτε βέβαια νεοφιλελεύθερη) Κεντροαριστερά που περιλαμβάνει τον ίδιο και το Κίνημα Αλλαγής, και σε μια σκληρή, συντηρητική, εθνικιστική Δεξιά της ΝΔ, προκειμένου να εγκλωβίσει έναν ορισμένο δημοκρατικό, προοδευτικό και αριστερό κόσμο του εκλογικού του ακροατηρίου του 2015 που έχει αποστασιοποιηθεί. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι τα πράγματα γιατί οι μικροαστοί εκσυγχρονιστές τεχνοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λιγότερο πρόθυμοι υπηρέτες της αστικής πολιτικής από ό,τι οι άμεσοι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου (το αντίθετο μάλιστα), δεν είναι περισσότερο «δημοκρατικοί» σε σχέση με τους «αυταρχικούς» εκπροσώπους του συντηρητικού κατεστημένου :
Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 (βουλευτικές και δημοψήφισμα) ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που παραβίασε ευθέως και ανοιχτά τη λαϊκή δημοκρατική εντολή για την κατάργηση των μνημονίων (κι’ αυτός τα διατήρησε και υλοποίησε και ένα καινούριο μνημόνιο), ενώ η ΝΔ ήταν πιστή και καθαρή στην πολιτική που εξήγγειλε για την συνέχιση και ένταση των μνημονιακών πολιτικών.
Στις εξαγγελίες για την διεύρυνση της δημοκρατίας και των λαϊκών ελευθεριών, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που οπισθοχώρησε ολοταχώς, ψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο, τους εφαρμοστικούς νόμους και τα νομοθετικά μέτρα των αξιολογήσεων με την διαδικασία του κατεπείγοντος, χωρίς κανέναν διάλογο με τις λαϊκές δυνάμεις που τον είχαν αναδείξει στην διακυβέρνηση, μιμούμενος ακριβώς τις ίδιες αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που υποστήριζε τον πλήρη διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, και στη συνέχεια προχώρησε σε ατελεύτητες γονυκλισίες προς την εκκλησιαστική ιεραρχία, τη στιγμή που η ΝΔ, με ειλικρινή και φανερό τρόπο, σε καμία περίπτωση, ούτε προεκλογικά ούτε μετεκλογικά, δεν αμφισβήτησε την στενή σύμφυση κράτους και εκκλησίας.
Δεν ήταν παρά ο ΣΥΡΙΖΑ που δεσμεύτηκε για την αποκατάσταση των μισθών και των συλλογικών συμβάσεων, την αποκατάσταση της οκτάωρης εργασίας και των συμβάσεων αορίστου χρόνου, κι’ ήταν αυτός που ουδόλως ανταποκρίθηκε σ’ αυτές τις εξαγγελίες, ενώ η αντιδραστική Δεξιά διακήρυσσε σε όλους τους τόνους και σε κάθε περίπτωση την περικοπή μισθών , την μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων, την συνεχή μείωση των συντάξεων.
Ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που επαγγέλονταν την «κάθαρση» του τηλεοπτικού τοπίου και την αποκατάσταση των όρων της δημοκρατικής και κοινωνικής πληροφόρησης του τύπου, τη στιγμή που η ΝΔ υποστήριζε ανοιχτά και χωρίς περιστροφές την ιδιωτική ιδιοκτησία των τηλεοπτικών σταθμών, εφημερίδων κλπ., και ήταν αυτός ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που νομιμοποιεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης, παραδίνοντάς την βορρά σε επιχειρηματίες της υποτιθέμενης «διαπλοκής», κι’ αυτή τη φορά με νόμιμη «άδεια», δηλαδή νομιμοποιώντας την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του μεγάλου κεφαλαίου στους μηχανισμούς ενημέρωσης, γνώσης και ψυχαγωγίας.
Μ’ άλλες λέξεις ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πάλαι ποτέ κόμμα των «δημοκρατικών δικαιωμάτων», το οποίο «εξετράπη» μεν (βεβαίως παρά την θέλησή του…) προς την «αναγκαστική» (τι να κάνουμε άλλωστε…) μνημονιακή νεοφιλελεύθερη πολιτική, ωστόσο όμως κρατάει έναν «πυρήνα δημοκρατισμού» που το διαχωρίζει από την αυταρχική, εθνικιστική και ρατσιστική Δεξιά. Η προσχώρησή του στην αστική πολιτική της καπιταλιστικής ανασύνταξης και ανάπτυξης, στους σχεδιασμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής συμμαχίας, στα προγράμματα επιβολής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, έχουν ρίξει στα αζήτητα αυτό τον δημοκρατισμό, γιατί ακριβώς η υλοποίηση της μνημονιακής πολιτικής προϋποθέτει και επιβάλλει τον εξοβελισμό της δημοκρατίας, όχι μόνον της άμεσης αλλά και αυτής τούτης της αστικής κοινοβουλευτικής. Γι’ αυτό και η θέση των λαϊκών, ριζοσπαστικών, αριστερών δυνάμεων δεν μπορεί να βρίσκεται παρά σε ολομέτωπη αντιπαλότητα και με τις δύο δυνάμεις του αστικού διπολισμού, ΝΔ (+ακροδεξιά εντός και εκτός της) και ΣΥΡΙΖΑ (+παραφθαρμένα Ποτάμι και ΔΗΣΥ).