Ο Μητσοτάκης και οι προοπτικές του

Η ηγετική ομάδα της ΝΔ πόνταρε ότι η συμφωνία για τα ενεργειακά και τους στρατιωτικούς άξονες (βλ. Θα τους επιτρέψουμε να κάνουν την περιοχή ενεργειακό και στρατιωτικό «υπομόχλιο» των ΗΠΑ;) θα της έδινε τις δυνατότητες μιας πολιτικής και δημοσκοπικής αντεπίθεσης, που θα βοηθούσε τον Μητσοτάκη να ελέγξει πιο σταθερά τις εξελίξεις μέχρι τις (όποτε…) επόμενες εκλογές, και να έχει αρκετές ελπίδες ανανέωσης της κυριαρχίας του. 

Οι ελπίδες αυτές αποδείχθηκαν αβάσιμες και κράτησαν λίγες μόνο ημέρες.

Η σκληρή πραγματικότητα

Τα σκάνδαλα της εποχής Μητσοτάκη παραμένουν για την κυβέρνηση μια αγιάτρευτη πληγή, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις. 

Στη διερεύνηση της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ (πριν ακόμα κληθούν να απαντήσουν οι υπουργοί) έρχεται στη δημοσιότητα μια κατάσταση όπου γαλάζιοι πολιτικάντηδες, για να εξηγήσουν την αιφνίδια διόγκωση των εισοδημάτων τους, καταθέτουν επισήμως ότι κέρδισαν στο τζόγο τόσες φορές που παραβιάζεται κάθε στατιστικό προηγούμενο. 

Παρότι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει βαριές δημοσκοπικές συνέπειες, η συνέχεια της διερεύνησης του σκανδάλου με τις υποκλοπές μπορεί να κρύβει πιο άμεσους πολιτικούς κινδύνους. Γιατί σταδιακά έρχεται στην επιφάνεια η άμεση σύνδεση των επίσημων κρατικών κατασκοπευτικών μηχανισμών με τους ανεπίσημους, με τις ισραηλινοελληνικές «επιχειρήσεις» που διακινούν τα παράνομα κατασκοπευτικά λογισμικά τύπου Predator κ.ά. Έρχεται επίσης στην επιφάνεια το γεγονός ότι κυβερνητικά-πολιτικά στελέχη λειτούργησαν στην πράξη και λειτουργούν κατά τη διερεύνηση ως κοινοί «αχυράνθρωποι» εταιριών όπως η Krikel του σκοτεινού Γ. Λαβράνου. Και παρόλο που το σύστημα Μητσοτάκη είχε φροντίσει να «περιφρουρήσει» την αντίστοιχη Εξεταστική, υπενθυμίζεται ότι μεταξύ των στόχων των παρακολουθήσεων-υποκλοπών βρίσκονταν και ορισμένοι μεγαλόσχημοι «ολιγάρχες». Και αυτοί, ως γνωστόν, δεν συγχωρούν…

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει μπροστά της την πιο δύσκολη από τις «υποθέσεις» της, τη δικαστική διερεύνηση του εγκλήματος στα Τέμπη. 

Όμως τα σκάνδαλα είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. 

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απάντησή της στην ακρίβεια έχει ως κέντρο μια κάποια «ενίσχυση του εισοδήματος των πολιτών», αλλά μέσω κυρίως μιας πολιτικής «φορομειώσεων». Πρόκειται για την πολιτική που αποφέρει μεγάλα οφέλη στην κυρίαρχη τάξη, με τη μείωση της φορολόγησης επί των κερδών, των μερισμάτων, του συσσωρευμένου μεγάλου πλούτου κ.ο.κ. Όμως για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία αυτή η πολιτική δεν είναι καν «μηδενικού αποτελέσματος»: στις μέρες που έρχονται, οι απλοί άνθρωποι θα κληθούν να πληρώσουν τους αυξημένους φόρους εισοδήματος, τις δόσεις ΕΝΦΙΑ, τα τέλη κυκλοφορίας, ενώ η διατήρηση του ΦΠΑ στα κορυφαία ευρωπαϊκά επίπεδα τσακίζει κόκκαλα στις τιμές των ειδών μαζικής κατανάλωσης. Σε αυτές τις πραγματικές συνθήκες φοροεπιδρομής, η κυβερνητική υπόσχεση για απάντηση στην ακρίβεια μέσω των «φορομειώσεων» θα έχει ως αποτέλεσμα περισσότερο την οργή και την αγανάκτηση, παρά τον πολιτικό αποπροσανατολισμό. 

Σε αυτό το υπόβαθρο η Νίκη Κεραμέως ανακοίνωσε με πολλές τυμπανοκρουσίες τη συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Είναι γνωστό ότι, υπό κανονικές συνθήκες, οι ΣΣΕ είναι ένα όπλο του εργατικού κινήματος για την απάντηση στη λιτότητα. Όμως η 15ετής διαρκής κρίση, η ώθηση ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης στον κατώτατο μισθό, η διόγκωση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η αποδυνάμωση των συνδικάτων κ.ά., περιγράφουν συνθήκες κάθε άλλο παρά «κανονικές». 

Μέσα σε αυτές, η θεσμική δυνατότητα για ΣΣΕ, μπορεί να αποδειχθεί μια κυνική εικονική δυνατότητα. Σήμερα, το 63% των μισθωτών έχουν ωθηθεί σε μισθούς μικρότερους των 1.000 ευρώ. Αντίθετα, το 2024 τα εισοδήματα από κέρδη ξεπέρασαν τα συνολικά εισοδήματα από την εργασία κατά 37 δισ. ευρώ, «πετυχαίνοντας» μια αύξηση κατά 63% σε σύγκριση με τη διαφορά εισοδημάτων κερδών/εργασίας το 2019. Όταν ακόμα και εφημερίδες όπως η «Καθημερινή» κάνουν λόγο για αποτελέσματα «μιας αλαζονικής, κυνικά ταξικής πολιτικής», γίνεται καθαρό ότι μόνο η πάλη από τα κάτω για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις μπορεί να είναι η κατάλληλη απάντηση στην κυβερνητική πολιτική. 

Σε αυτόν τον «ξερό» κοινωνικό κάμπο, το ασφαλιστικό μπορεί να ανάψει μεγάλες φωτιές. Οι προαναγγελίες πρέπει να λειτουργήσουν ως καμπάνες συναγερμού: έρχεται μια νέα «συνολική» αντιμεταρρύθμιση. Με επίκληση το δημογραφικό, καθίσταται, λέει, αναγκαία και επείγουσα μια νέα αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και μια νέα μείωση των «εγγυημένων» συντάξεων του δημόσιου συστήματος. Όλοι αυτοί οι «σοφοί» των αντιασφαλιστικών μέτρων, «ξεχνούν» τώρα τις συνέπειες της διαρκούς μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και κυρίως της ληστείας των αποθεματικών των Ταμείων, είτε με πρόσχημα τη χρηματοδότηση του χρέους, είτε με στόχο την ενίσχυση των ιδιωτικοποιήσεων μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών. Και σπεύδουν να δείξουν ως «λύση» (Στουρνάρας) την ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, με τη δημιουργία των ιδιωτικών «πολύ-επαγγελματικών» επενδυτικών Ταμείων. Είναι μια κατεύθυνση με ανεπίστρεπτες συνέπειες που, αν επιβληθεί, θα ισοδυναμεί με κοινωνικό έγκλημα. 

Ο Μητσοτάκης κοκορεύεται ότι επιτυγχάνει και ότι θα ενισχύσει μια πορεία αύξησης των επενδύσεων. Μόνο που αυτή αφορά -αποκλειστικά!- τις πιθανότητες απόσπασης αυξημένης κερδοφορίας. Η αδιαφορία για το δημόσιο συμφέρον -ακόμα και από τη σκοπιά μιας αστικής στρατηγικής στο σύνολό της…- είναι κυριολεκτικά σοκαριστική. Την ώρα που ακούγονται μεγαλόπνοα σχέδια για ενεργειακούς «διαδρόμους», για διασυνδέσεις κλπ, το σιδηροδρομικό δίκτυο δεν φτάνει ούτε στην… Αλεξανδρούπολη, ενώ με όρους επάρκειας και ασφάλειας δεν φτάνει ούτε στη Θεσσαλονίκη! Ο προαστιακός σιδηρόδρομος έχει καταρρεύσει και οι εργαζόμενοι στα τρένα προειδοποιούν, όλο και συχνότερα, για τον κίνδυνο για «νέα Τέμπη». Η πρόσφατη συζήτηση που έβαλε περιοχές της χώρας -μεταξύ τους και την Αττική!- σε κόκκινο συναγερμό σχετικά με την υδροδότηση, δεν ήταν μια (καθυστερημένη έστω) απόδειξη αυτογνωσίας, αλλά μια προαναγγελία επιτάχυνσης της στρατηγικής των ιδιωτικοποιήσεων στον κρίσιμο τομέα της ύδρευσης, αλλά και η δημιουργία των προσχημάτων για να διατίθενται στο εξής οι όποιοι πόροι προστασίας της ύδρευσης με τη μέθοδο των «απ’ ευθείας αναθέσεων». Αδιαφορώντας, επί της ουσίας, για τον μεγάλο κοινωνικό κίνδυνο που ολοφάνερα έρχεται. 

Όλα αυτά μαζί έχουν άμεση σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες της κυβέρνησης στη θεματολογία που επέλεξε για την αντεπίθεσή της: τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. 

Κινούμενη άμμος

Την επομένη της υπογραφής της «ενεργειακής» συμφωνίας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, το διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι έχει πάρει φωτιά. 

Η κραυγαλέα «σιωπή» της Ρωσίας και της Κίνας σχετικά με τη γενοκτονία στη Γάζα και το σχετικό «ειρηνευτικό» σχέδιο Τραμπ, η διμερής διαπραγμάτευση μεταξύ Τραμπ και Πούτιν για το μέλλον της Ουκρανίας και οι εξαιρετικά προσεκτικές «κινήσεις» στις αμερικανοκινεζικές σχέσεις, περιγράφουν τις τάσεις μιας νέας γεωπολιτικής «μοιρασιάς» του κόσμου, σχεδόν μιας «νέας Γιάλτας», χωρίς όμως τα στοιχεία της σταθερότητας και της αυτοπειθαρχίας που χαρακτήριζαν τη μεταπολεμική εποχή. Μέσα σε αυτήν την κινούμενη άμμο, ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπορεί να έχει μεγάλες δυσκολίες. 

Αν επιβληθεί μια οδυνηρή (κυρίως για τους Ουκρανούς) «ειρήνευση» στην Ουκρανία, με βάση τα σχέδια διαμελισμού της από τους Τραμπ-Πούτιν, τότε οι μεγαλεπήβολοι σχεδιασμοί για τον «κάθετο διάδρομο» και για την Ελλάδα-κόμβο διακίνησης του αμερικανικού LNG, μπορεί να αποδειχθούν «περιορισμένου χρόνου» ή και μετέωροι. 

Αν οι σχέσεις μεταξύ Τραμπ και ευρωηγεσιών επιδεινωθούν, ο Μητσοτάκης που επέλεξε τη «στρατηγική» αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, την ώρα που οι οικονομικές σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού παραμένουν «ευρωκεντρικές» μπορεί να αντιμετωπίσει την τύχη όποιου επιχειρεί να πατάει σε δύο βάρκες. 

Αν ο Ερντογάν πετύχει να εξομαλύνει τις σχέσεις του με τους ευρωατλαντιστές, όλη η ελληνική στρατηγική των εξοπλισμών και των «αξόνων» στην Ανατολική Μεσόγειο, θα βρεθεί εκτός συγκυρίας. Και η κυβέρνηση που με δυσκολία κράτησε μέσα στην ελληνική Δεξιά τη γραμμή για «ήρεμα νερά στο Αιγαίο», θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις για μια ευρύτερη «συνεννόηση» με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Και ο κατάλογος αυτών των πιθανών πολιτικών διλλημάτων θα μπορούσε να επεκταθεί επί μακρόν. 

Για την ώρα, αυτά χτυπούν την πόρτα της κυβέρνησης με τρόπο περίπου γελοίο. 

Πρωτοκλασάτοι υπουργοί διαγκωνίζονται για να αποδείξουν ποιος είναι «πιο κοντά» στην Κίμπερλι Γκιλφόιλ. Ο Παπασταύρου, επικεφαλής των «ενεργειακών» πρωτοβουλιών, θυμίζοντας ότι είναι από τα πιο «αμερικανοτραφή» παιδιά της ΝΔ. Ο Κικίλιας, στέλνοντας κάποιες πρώτες προειδοποιήσεις προς την Cosco ότι «αλλάζουν τα πράγματα» σχετικά με τις προοπτικές του Πειραιά. Ο Θοδωρικάκος, θυμίζοντας ότι οι αποφάσεις σχετικά με το μέλλον του λιμανιού της Ελευσίνας θα παρθούν, κυρίως, από το δικό του υπουργείο…

Παρά την κρίση της αντιπολίτευσης, ο Μητσοτάκης όλα αυτά μαζί θα δυσκολευτεί για να τα «μαζέψει». Πολύ περισσότερο όταν οι δημοσκοπήσεις, αλλά και η κοινή πολιτική πείρα, δείχνουν τη διαρκή φθορά του ίδιου και του κόμματός του. 

Στις τελευταίες εβδομάδες, η ηγεσία της ΝΔ ισχυρίστηκε ότι επιστρέφει σε στρατηγική «μονής κάλπης». Ότι θα πάει στις εκλογές, υπό την ηγεσία του Κυρ. Μητσοτάκη, και θα τις κερδίσει με «σκορ» που θα δίνει ξανά αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ. Πρόκειται για μετατροπή των επιθυμιών σε πολιτική προοπτική. Που δεν έχει καμιά πιθανότητα να γίνει πραγματικότητα. Οι πικρές εμπειρίες του κόσμου από την εξαετία Μητσοτάκη έχουν κάνει τη στρατηγική αυτοδυναμίας της ΝΔ πολιτικά νεκρή. 

Στους μήνες που έρχονται, ο ελληνικός καπιταλισμός θα αντιμετωπίσει μια σοβαρή πολιτική κρίση, με επίδικο την «κυβερνησιμότητα». 

Οι υποψήφιες εναλλακτικές ηγεσίες μέσα στη Δεξιά, οι προοπτικές του Ν. Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ, οι φιλοδοξίες του Τσίπρα για κεντροαριστερή «ανασύνθεση», τα θερμαινόμενα σενάρια για πιθανή κυβέρνηση τύπου Παπαδήμου με κάποιον «ισχυρότερο» του Τασούλα Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ.ά., θα κριθούν όλα γύρω από αυτό το κεντρικό ερώτημα. 

Από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών, το ίδιο ερώτημα «μεταφράζεται» στο πώς θα αντιμετωπίσει τις εξελίξεις η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, και κυρίως το εάν και κατά πόσο θα μπορέσει να μετατρέψει τις επερχόμενες πολιτικές δυσκολίες των αντιπάλων μας σε σαφείς και συγκεκριμένες κατακτήσεις όσων ζουν από τη δουλειά. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες