Είναι πλέον κοινή διαπίστωση στις περισσότερες αναλύσεις, αλλά και σαφής ένδειξη των σφυγμομετρήσεων της κοινής γνώμης ότι έχει επέλθει, και συνεχίζει να πραγματοποιείται μια αποψίλωση της εκλογικής εμβέλειας του μνημονιακού κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, με εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για υποδιπλασιασμό των επιδόσεων του 2015 (15% - 20%).

Και από την άλλη πλευρά εκτιμάται ότι η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ βρίσκεται σε επίπεδα περίπου του 25% - 30%, λίγο ως πολύ δηλαδή των εκλογικών της επιδόσεων του 2012 και του 2015. Αυτές οι διαπιστώσεις, με δεδομένη την εκτίμηση που διατυπώνεται από πολλές πλευρές, για το ενδεχόμενο προκήρυξης εκλογών την άνοιξη του 2017, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, με το υπάρχον εκλογικό σύστημα της παροχής του μπόνους στο πρώτο κόμμα, η συντηρητική δεξιά οδεύει προς την κατάκτηση της διακυβέρνησης της χώρας, χρησιμοποιώντας ενδεχομένως και τα σχετικά δορυφορικά προς αυτήν πολιτικά σχήματα.

Οι τροποποιήσεις των εκλογικών συσχετισμών

          Πώς διαμορφώθηκαν αυτοί οι πολιτικοί συσχετισμοί στην τελευταία διετία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ; Η παραφθορά του ιδίου, ως κόμματος του μικροαστικού εκσυγχρονισμού και λαϊκής εργατικής έκφρασης, και ως εκ τούτου της αστικής και μνημονιακής πολιτικής, προήλθε από την αναίρεση του στοιχειακού σοσιαλδημοκρατικού του προγράμματος (αποκατάσταση βασικού μισθού και αμοιβών συλλογικών συμβάσεων, δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων πραγματικών θέσεων απασχόλησης, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, προστασία των συντάξεων κλπ.). Μάλιστα η υιοθέτηση και εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, που τον μετατόπισαν στην αντίπερα ταξική ώθηση, διεύρυνε ακόμη περισσότερο την λαϊκή δυσαρέσκεια, προσθέτοντας και τα μικροαστικά στρώματα των ελεύθερων επαγγελματιών. Κατά συνέπεια αποσύρεται πλέον το μισό περίπου εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ από την εκλογική του υποστήριξη, χωρίς ωστόσο αυτό να έχει οδηγήσει ούτε σε μια έξαρση της κινηματικής δράσης, ούτε και σε εμφανή στροφή προς άλλες πολιτικές κατευθύνσεις.

          Απεναντίας η ΝΔ εμφανίζεται ως πρώτο κόμμα στις εκλογικές προτιμήσεις, όχι γιατί εκφράζει μια λαϊκή συσπειρωτική δυναμική, ούτε γιατί ενσωματώνει στην πολιτική της αιτήματα των λαϊκών τάξεων, και χωρίς να αυξάνει σε απόλυτα μεγέθη την εκλογική της απήχηση. Απλά η ΝΔ, ως ο κλασικός σχηματισμός της ισχυρής συμμαχίας αστικής τάξης και μικρομεσαίων στρωμάτων (παραδοσιακών και νέων, της πόλης και της υπαίθρου), συνεχίζει να παραμένει ο άτεγκτος υποστηρικτής της αστικής κυριαρχίας και των κοινωνικών συμφερόντων των «από πάνω». Με τέτοιες ιστορικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις, η συντηρητική παράταξη ξεκινά κάθε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση με μια ισχυρή και δεδομένη εκλογική αφετηρία, που δεν χρειάζεται να την κατακτήσει, αλλά υφίσταται λόγω της ταξικής της φύσης. Και αυτό θα ισχύσει επί μακρόν, ακόμη και στην περίπτωση δρομολόγησης μιας σοσιαλιστικής ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας.

          Βεβαίως η αποψίλωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν φτάνει μέχρι του επιπέδου της εκλογικής του καταβαράθρωσης, όπως συνέβη με το ΠΑΣΟΚ, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον. Σε μακροπρόθεσμη βάση ο ΣΥΡΙΖΑ, με την αναίρεση των ριζοσπαστικών και αντιμνημονιακών του επιδιώξεων, προφανώς και θα επανέλθει στα προ του 2012 επίπεδα, εφόσον ούτε την κοινωνική συμμαχία αστικής και μικροαστικών τάξεων εκπροσωπεί, ούτε με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας ή της ανεργίας, διατηρεί, και ούτε ποτέ είχε, σχέσεις οργανικών εκπροσωπήσεων. Από την άλλη πλευρά οι δυνάμεις της Αριστεράς αθροιστικά (ΚΚΕ + Λαϊκή Ενότητα + Πλεύση Ελευθερίας + Ανταρσύα) δεν καταγράφουν μια λαϊκή δυναμική τέτοια που να μπορεί να ξεπεράσει το ιστορικό όριο του 10%, παρόλη την χρεοκοπία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιπες μικρότερες δυνάμεις του αστικού πολιτικού φάσματος δεν εμφανίζουν παρά μία στασιμότητα την οποία δεν φαίνονται σε θέση να υπερβούν.

          Προκύπτει έτσι ένα πολιτικό, αλλά και κοινωνικό, κενό εκπροσώπησης ενός εξαιρετικά σημαντικού  μέρους των λαϊκών τάξεων, που έχει αποστασιοποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν στρέφεται όμως ούτε προς τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ, αλλά ούτε και προς τους σχηματισμούς του ελληνικού αριστερού κινήματος. Πρόκειται για τον άγνωστο «χ», που καταγράφεται ως αναποφασιστικότητα των εκλογέων, τάση προς την αποχή, ροπή προς το λευκό κλπ. Προφανώς έναν ορισμένο ρόλο θα διαδραματίσει το στήσιμο ενός σκηνικού κάθετου διπολικού ανταγωνισμού μεταξύ του ακραίου συντηρητισμού και της κεντροαριστερής «άμυνας» (αντίστοιχα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), το οποίο θα επιχειρεί να συγκρατήσει ένα μέρος του εκλογικού ακροατηρίου της σημερινής μνημονιακής κυβέρνησης, ωστόσο αυτό θα έχει σχετικά περιορισμένες επιπτώσεις. Η σταθεροποίηση αυτών των τάσεων λειτουργεί προς όφελος της δεξιάς παράταξης, συγκρατεί σε κάποιο επίπεδο την εμβέλεια του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αφήνει στάσιμες τις επιδόσεις των υπολοίπων πολιτικών σχηματισμών, αριστερών και αστικών.

Οι τεκτονικές πολιτικές μετατοπίσεις

          Το κρίσιμο ερώτημα που μας τίθεται, στο ισχυρό ενδεχόμενο πρόωρης εκλογικής αναμέτρησης, είναι το πώς αντιμετωπίζουμε, ως Αριστερά (αντιμνημονιακή, αντικαπιταλιστική κλπ.) την πρόκληση της κάλυψης αυτού του κενού, που είναι και ο μόνος τρόπος για την αλλαγή του κοινωνικού συσχετισμού των δυνάμεων, και δρομολόγησης διαφορετικών διαδικασιών στην πορεία εξέλιξης των πραγμάτων. Και πρώτα από όλα χρειάζεται να απαντήσουμε στο μείζον ζήτημα του γιατί οι αριστερές δυνάμεις παραμένουν σε στασιμότητα, παρόλο που έχουν επισυμβεί τεκτονικές αλλαγές οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα τα τελευταία χρόνια. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να κάνει το άλμα από το 4,5% στο 36,5%, σε δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, και παρόλη την υιοθέτηση της μνημονιακής πολιτικής, και οι ίδιες οι δυνάμεις της αριστερής του αντιπολίτευσης, δεν κατορθώσαμε να εκφράσουμε ένα μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών δυνάμεων που ήταν στραμμένες εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ ;

          Η μεγάλη μεταστροφή που σημειώθηκε στην περίοδο 2010 – 12 στην κοινωνική βάση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας προς τα «αριστερά» αντιμετωπίστηκε εντελώς άγονα από τους δύο κομμουνιστικούς φορείς του ΚΚΕ και της Ανταρσύα, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να συνδεθούν και να εκφράσουν ένα μέρος τουλάχιστον αυτής της πολιτικής μετατόπισης. Οι εγγενείς ανεπάρκειες του ΚΚΕ, η αντικατάσταση της τακτικής από την στρατηγική ιδεοληψία, ο αυτοεγκλωβισμός στην υποκειμενική καθαρότητα, ο απομονωτισμός έναντι των άλλων αριστερών δυνάμεων, όχι μόνον δεν διεύρυναν την επιρροή του, αλλά την οδήγησαν σε σαφή μείωση μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων Μαίου και Ιουνίου 2012. Ο επαναστατικός διακηρυκτισμός, από την άλλη πλευρά, της Ανταρσύα, η απουσία γείωσης στις κοινωνικές δυνάμεις του λαϊκού κινήματος, η έλλειψη πολιτικής συμμαχιών με την υπόλοιπη Αριστερά, η πρόταξη του κάρου μπροστά από το άλογο (προοιμιακή αποχώρηση από Ευρωζώνη και Ευρωπαϊκή Ένωση και κατόπιν θέση του ζητήματος της κοινωνικής αλλαγής), εμπόδισαν και αυτόν τον σχηματισμό να συνδεθεί με την τεκτονική μετατόπιση της ιστορικής βάσης του ΠΑΣΟΚ.

          Απεναντίας ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αποδέκτης όλης αυτής της πρωτοφανών διαστάσεων μετατόπισης, γιατί έθεσε το ζήτημα της αριστερής διακυβέρνησης, της κατάργησης των μνημονίων, της ενωτικής συμπαράταξης των αριστερών δυνάμεων. Εντούτοις αυτή η αλματώδης πολιτική άνοδος δεν αποτέλεσε το εφαλτήριο σύνδεσης με τον εργαζόμενο κόσμο, δεν τροφοδότησε την κινηματική κινητοποίηση των λαϊκών δυνάμεων στην περίοδο Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015. Απεναντίας με την επικράτηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ των μικροαστικών δυνάμεων της διανοητικής εργασίας και του εκσυγχρονισμού, υιοθετήθηκε ο εκλογικισμός και κυβερνητισμός, η υπόκλιση στα συμφέροντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης του ΣΕΒ, κλπ. διαμορφώνοντας το έδαφος της μετέπειτα μνημονιακής μεταστροφής του. Έτσι καταγράφηκε αντικειμενικά η κοινωνική στροφή προς τα «αριστερά», η οποία σύντομα ηγεμονεύτηκε από τον μικροαστικό εκσυγχρονισμό και την υπαγωγή στις υπαγορεύσεις του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

          Σ’ αυτή την τριετία (Ιούνιος 2012 – Ιούλιος 2015), οι δυνάμεις του αριστερού ριζοσπαστισμού, πέραν της βερμπαλιστικής προτασεολογίας μας, δεν αμφισβητήσαμε παρά στο τέλος (Αύγουστος 2015) αυτή την πορεία, δεν διαμορφώσαμε ρεύμα και κίνημα εργατικής λαϊκής κατεύθυνσης, δεν καταναλώσαμε το ρήγμα που διαμορφώνονταν στην πορεία των πραγμάτων. Μάλιστα, αδυνατώντας να ερμηνεύσουμε την μετάβαση από τον λαϊκό ριζοσπαστισμό στο μικροαστικό εκσυγχρονισμό, αντιληφθήκαμε την μεταστροφή ως την «προδοτική κωλοτούμπα», ως κεραυνό εν αιθρία, τη στιγμή που αυτή ήταν η επισφράγιση μιας μετάλλαξης που ήδη είχε γίνει. Συνεπώς η ανεπάρκεια που καταγράφηκε δεν οφείλεται στην υποχωρητικότητα και στην ανάθεση των λαϊκών τάξεων, αλλά στον ίδιο τον πολιτικό υποκειμενισμό του ΣΥΡΙΖΑ στο σύνολό του.

Η κάλυψη του κενού πολιτικής εκπροσώπησης

          Παρόλα αυτά, στην τελευταία διετία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ οι μορφές συγκρότησης της ελληνικής Αριστεράς, δεν κατορθώσαμε να αξιοποιήσουμε την δυσαρέσκεια και αποστασιοποίηση του αναδεικνύονταν, δεν πετύχαμε την ανάπτυξη μιας λαϊκής κινηματικής δυναμικής, με αποτέλεσμα σήμερα να διαμορφώνεται αυτό το πολιτικό κενό, που αφορά οπωσδήποτε ένα ποσοστό γύρω στο 20% του εκλογικού σώματος, που βρίσκεται κυριολεκτικά «μετέωρο». Κι’ αυτό γίνεται γιατί οι ως αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί συνεχίσαμε μια πορεία στους ίδιους δρόμους, αδυνατώντας να ερμηνεύσουμε, να τροποποιήσουμε και να προάγουμε διαδικασίες κάλυψης αυτού του πολιτικού κενού. Είναι από μια άποψη «ευτύχημα» που η Χ.Α. αντιπροσωπεύει μια πραγματική εγκληματική συμμορία, και σαν τέτοια αδυνατεί να ξεπεράσει την κατακτημένη της εκπροσώπηση. Στην περίπτωση που λειτουργούσε μια άκρα δεξιά όπως η γαλλική, η γερμανική, η αυστριακή κλπ., το κενό αυτό θα καλύπτονταν μαζικά με όλες τις δυσμενέστατες συνέπειες.

          Ότι συνέβη με την Αριστερά το 2010 -12, όπου αστόχησε να προσελκύσει την αντιμνημονιακή λαϊκή δυσαρέσκεια, και τελικά αυτή ενσωματώθηκε στη προεδρική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, που στην  συνέχεια ξεκίνησε την πορεία μετάλλαξής του, το ίδιο τείνει να συμβεί και στην τρέχουσα διετία 2015 – 16, όπου ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε το στοιχειώδες σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, υιοθέτησε την αποδοχή των δύο πρώτων μνημονίων και εισήγαγε ένα τρίτο μνημόνιο, οι αριστεροί σχηματισμοί (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα, Πλεύση Ελευθερίας) αδυνατούμε να συνδεθούμε με το λαϊκό κύμα «αποστασιοποίησης» από τον ΣΥΡΙΖΑ και φυγής προς την αποχή και την γενική αποδοκιμασία. Μια δεύτερη τεκτονική αλλαγή μετά την πρώτη, της μετατόπισης της λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ προς τα «αριστερά», συντελείται σήμερα μ’ αυτό το πρωτοφανών διαστάσεων πολιτικό κενό, και η Αριστερά δεν μπορεί να το καλύψει.

          Έτσι, το ΚΚΕ και η Ανταρσύα συνεχίζουν την ίδια τακτική, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, παραμένοντας σε μια ολύμπια «επαναστατική» αταραξία, είτε μετατρέποντας την στρατηγική σε τακτική (αφετηριακή έξοδος από την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση, άμεση δρομολόγηση μιας επαναστατικής αντικαπιταλιστικής διαδικασίας), είτε μεταθέτοντας οποιαδήποτε αλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, οποιαδήποτε μεταβατική αλλαγή στο ιστορικό «υπερπέραν» μιας ανεύρετης λαϊκής εξεγερτικής διαδικασίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την Λαϊκή Ενότητα, παρόλο μάλιστα που είναι ένας σχηματισμός πλησιέστερος στον λαϊκό κόσμο που έδωσε την εκλογική του προτίμηση στον ΣΥΡΙΖΑ. Είτε γιατί δίνει το πρωταρχικό βάρος στην εθνική νομισματική πολιτική και όχι στην προώθηση των άμεσων και ριζικών αντικαπιταλιστικών οικονομικών μετασχηματισμών. – Είτε διότι κάνει λόγο για ευρύτατες κοινωνικές συμμαχίες, πατριωτικού μάλιστα χαρακτήρα, που περιλαμβάνουν τις μικροαστικές τάξεις και κατώτερα στρώματα της εργοδοσίας, αντί ενός ταξικού κοινωνικού μετώπου των «από κάτω». – Είτε γιατί προάγει τον οικονομισμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση, αναμένοντας την κοινωνική δικαιοσύνη ως προϊόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, αντί της προτεραιότητας τομών στις αστικές παραγωγικές σχέσεις, προϋπόθεση για την ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. – Είτε γιατί αυτοπροσδιορίζεται αποκλειστικά με πολιτικούς όρους, χωρίς οργανική σχέση με την εργατική τάξη της ιδιωτικής οικονομίας, αντί της συγχώνευσής της με νευραλγικά στρώματα της μισθωτής εργασίας, των ανέργων κλπ.

          Σε δύο πρόσφατες άρα ιστορικές περιπτώσεις (κινηματική ανάταξη 2010 – 12, μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ 2015 – 16), οι αριστερές δυνάμεις αδυνατούμε να συνδεθούμε με τα ευρύτερα εργατικά στρώματα, να τροφοδοτήσουμε την όποια εφικτή κινηματική τους δυναμική, να εκφράσουμε πολιτικά ένα σημαντικό μέρος της εργατικής λαϊκής βάσης, που μετατοπίστηκε από το ΠΑΣΟΚ στον μικροαστικό ΣΥΡΙΖΑ, και από αυτόν στην αποστασιοποίηση και την αποχή. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να υπάρξουν , και ούτε θα εμφανισθούν εύκολα, νέες ιστορικές ευκαιρίες για να διαδραματίσει η Αριστερά τον ρόλο της. Οι πολιτικοί μας σχηματισμοί αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να το κάνουν αυτό, καταλήγουν να έχουν πολύ περιορισμένη αξία χρήσης, χρειάζεται συνεπώς η ανάδειξη ενός νέου Κινήματος Λαϊκής Χειραφέτησης, που να αξιοποιεί τις γόνιμες επιμέρους αριστερές συμβολές, αλλά και να υπερβαίνει τελεσίδικα τα αδιέξοδα που ακυρώνουν τις προοπτικές του αριστερού λαϊκού κινήματος.

          Δεν ανήκει σ’ εμάς να προσδιορίσουμε με λεπτομερή τρόπο τους όρους υπόστασης και παρέμβασης ενός τέτοιου Κινήματος. Ήδη σε μια ολόκληρη αρθρογραφία του προηγούμενου διαστήματος υποδείξαμε κατευθύνσεις και κριτικές οπτικές για κάτι τέτοιο. Αυτή η διαμόρφωση δεν είναι παρά προϊόν μιας συλλογικής, δημοκρατικής διαδικασίας, που παντρεύει ταυτόχρονα το κοινωνικό και το πολιτικό, σε μια μαρξιστική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Εκείνο που κάνουμε είναι να διαπιστώσουμε, να εξηγήσουμε, να ερμηνεύσουμε την ανεπάρκεια κάλυψης αυτού του κενού, και την ανάγκη προσφυγής σε μια εντελώς καινούρια διαδικασία πολιτικής, θεωρητικής και κοινωνικής υποκειμενοποίησης.     

Ετικέτες