Εισήγηση στην συζήτηση «Η Αριστερά στον 21ο αιώνα», Παρασκευή 7/2, στα πλαίσια του διημέρου «Η Αριστερά στο προσκήνιο» που διοργάνωσαν στον Κεραμεικό οι ιστοσελίδες Iskra, Rproject και το ΜΑΧΩΜΕ.

Η συ­ζή­τη­ση για τη Αρι­στε­ρά του 21ου αιώνα είναι από­λυ­τα ανα­γκαία και συ­νά­μα πολύ απαι­τη­τι­κή καθώς αφε­νός το κρι­τή­ριο της πρά­ξης απαι­τεί την με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή συ­γκέ­ντρω­ση δύ­να­μης, την ενό­τη­τα στην δράση της Αρι­στε­ράς και του κι­νή­μα­τος, αφε­τέ­ρου χρειά­ζε­ται να πα­ρά­ξει σύγ­χρο­νες, ηγε­μο­νι­κές απα­ντή­σεις στο επί­πε­δο της θε­ω­ρη­τι­κής ερ­μη­νεί­ας και της  τα­κτι­κής.

Εί­μα­στε εν τού­τοις, υπο­χρε­ω­μέ­νοι να αντι­με­τω­πί­σου­με την συ­ζή­τη­ση για την σύγ­χρο­νη Αρι­στε­ρά, με όρους επεί­γο­ντες σε πλαί­σιο πυ­κνού και επι­τα­χυ­νό­με­νου ιστο­ρι­κού χρό­νου.

 Η συ­γκυ­ρία δεν αφή­νει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο ως προς την προ­τε­ραιό­τη­τα της πο­λι­τι­κής «πρά­ξης» και μά­λι­στα με μα­ζι­κούς όρους.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η Αρι­στε­ρά συ­νο­λι­κά, και πάνω απ’ όλα οι ελ­πί­δες, τα αι­τή­μα­τα και οι προσ­δο­κί­ες του λαού βα­δί­ζουν ολο­τα­χώς προς κρί­σι­μες μάχες όπου θα κρι­θεί η απο­τύ­πω­ση του συ­σχε­τι­σμού δύ­να­μης σε όλα τα επί­πε­δα, τα­ξι­κό, πο­λι­τι­κό, ιδε­ο­λο­γι­κό.

Κόμ­βος το ζή­τη­μα της Κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς, πέραν των άλλων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του, λόγω της μα­ζι­κής ακρο­α­μα­τι­κό­τη­τας και προσ­δο­κί­ας στις εκ­με­ταλ­λευό­με­νες τά­ξεις. Με συ­νέ­πειες για την συ­νέ­χεια της τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής πάλης στην Ελ­λά­δα, πα­νευ­ρω­παϊ­κά και διε­θνώς.  

Η εξέ­λι­ξη και η κα­τά­λη­ξη αυτής της δια­δρο­μής είναι ευ­θύ­νη όλης της Αρι­στε­ράς – όχι μόνο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που φέρει ανα­λο­γι­κά την με­γα­λύ­τε­ρη. Δεν υπάρ­χει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο επέν­δυ­σης, εκ προ­οι­μί­ου,  στην ήττα (όπως δυ­στυ­χώς κάνει για την ώρα το ΚΚΕ).

Δύο πα­ρα­τη­ρή­σεις για το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο

1)Η πρώτη πα­ρα­τή­ρη­ση αφορά στην ευ­ρύ­τε­ρη ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο που άνοι­ξε με το τέλος του «σύ­ντο­μου 20ου αιώνα», όπως τον απο­κά­λε­σε ο ιστο­ρι­κός Έρικ Χό­μπ­σμπά­ουμ, τα χρό­νια ανά­με­σα στο 1914 και το 1991.  Ου­σια­στι­κά μι­λά­με για τα χρό­νια της ανό­δου και της πτώ­σης των κομ­μου­νι­στι­κών εγ­χει­ρη­μά­των.

Στην τρέ­χου­σα αυτή πε­ρί­ο­δο οφεί­λου­με να δια­πι­στώ­σου­με τις ση­μα­ντι­κές αλ­λα­γές που έχουν επέλ­θει στο πεδίο της ιδε­ο­λο­γι­κής πάλης.

Η υπο­χώ­ρη­ση της Αρι­στε­ράς και της κοι­νω­νι­κής ακρο­α­μα­τι­κό­τη­τας των ιδεών της είχε τις ίδιες κα­τα­στρο­φι­κές συ­νέ­πειες για όλα τα ρεύ­μα­τα, πέρα από τις κρι­τι­κές ανα­λύ­σεις για την φύση των ανα­το­λι­κών κα­θε­στώ­των.

Εμ­φα­νί­ζε­ται η με­τα­μο­ντέρ­να αντί­λη­ψη ωςη άρ­νη­ση και η ακύ­ρω­ση κάθε με­θό­δου συ­νε­κτι­κής ερ­μη­νεί­ας της ιστο­ρί­ας. Αντί­λη­ψη που, εν τέλει, συ­σκο­τί­ζει την πραγ­μα­τι­κή τα­ξι­κή φύση του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής και ως εκ τού­του είναι εχθρι­κή στον μαρ­ξι­σμό, στην Αρι­στε­ρά και στις χει­ρα­φε­τι­τι­κές προ­σπά­θειες  των κι­νη­μά­των.

Ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός γί­νε­ται ο σύγ­χρο­νος φο­ρέ­ας της κυ­ρί­αρ­χης ιδε­ο­λο­γί­ας. Προ­κα­λεί συ­νέ­πειες στο πεδίο της πο­λι­τι­κής καθώς «νο­μι­μο­ποιεί» αρι­στε­ρο­δέ­ξια πο­λι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα όπως π.χ. το ιτα­λι­κό «κί­νη­μα των πέντε αστέ­ρων» του Πέπε Γκρί­λο.

Επη­ρέ­α­σε ωστό­σο τμήμα της αρι­στε­ρής δια­νό­η­σης και πρα­κτι­κής, οδη­γώ­ντας σε προ­σεγ­γί­σεις χωρίς τα­ξι­κό πε­ριε­χό­με­νο και χωρίς τον στόχο της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας.

Στην ίδια ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο λαμ­βά­νει χώρα και η με­τάλ­λα­ξη – ιστο­ρι­κή ήττα της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, του με­γά­λου κυ­βερ­νη­τι­κού ρεύ­μα­τος των με­ταρ­ρυθ­μι­στών. Τα σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα στα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρα χρό­νια με­τα­τρέ­πο­νται σε ρε­φορ­μι­στές χωρίς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις και χωρίς μά­ξι­μουμ πρό­γραμ­μα – στρα­τη­γι­κή ανα­φο­ρά στον Σο­σια­λι­σμό. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα άλ­λα­ξαν ως προς αυτό τα κα­τα­στα­τι­κά τους.

Η εξέ­λι­ξη αυτή είναι ση­μα­ντι­κή από την σκο­πιά του κλασ­σι­κού διλ­λή­μα­τος «με­ταρ­ρύθ­μι­ση ή επα­νά­στα­ση», για μια νέα, επί­και­ρη εκτί­μη­ση του συ­σχε­τι­σμού με­τα­ξύ «επα­να­στα­τών» και «ρε­φορ­μι­στών».

2) Η δεύ­τε­ρη πα­ρα­τή­ρη­ση αφορά στην κρίση που εμ­φα­νί­στη­κε το 2008 στις ΗΠΑ και πέ­ρα­σε στην Ευ­ρώ­πη ως κρίση χρέ­ους.

Είναι διε­θνής,  δο­μι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση και ανα­δει­κνύ­ει προ­βλή­μα­τα επι­και­ρο­ποί­η­σης της θε­ω­ρη­τι­κής – μαρ­ξι­στι­κής ερ­μη­νεί­ας του σύγ­χρο­νου, «πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νου» κα­πι­τα­λι­σμού – ιμπε­ρια­λι­σμού.

Ιδιαί­τε­ρα για το ευ­ρω­παϊ­κό πεδίο και το υβρί­διο της ΕΕ/ΟΝΕ που δεν είναι ούτε μόνο οι­κο­νο­μι­κή συμ­φω­νία μα ούτε και κρά­τος. Απο­τε­λεί νέα συν­θή­κη η οποία απαι­τεί επαρ­κέ­στε­ρη θε­ω­ρη­τι­κή ανά­λυ­ση παρά τη διε­ξα­γό­με­νη συ­ζή­τη­ση.

Το πρό­βλη­μα είναι ση­μα­ντι­κό και απο­τυ­πώ­νε­ται στην πο­λι­τι­κή όλων των ρευ­μά­των της Αρι­στε­ράς σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο, με πλη­θώ­ρα προ­σεγ­γί­σε­ων, δι­χο­το­μιών, ρευ­στό­τη­τα προ­σα­να­το­λι­σμών και αντι­τι­θέ­με­νων κρι­τη­ρί­ων.

Δεν έχει ακόμα απο­κρυ­σταλ­λω­θεί στι­βα­ρή ηγε­μο­νι­κή θε­ω­ρη­τι­κή σύν­θε­ση και πο­λι­τι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός για τις δυ­νά­μεις της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής αρι­στε­ράς.

Τα συν­θή­μα­τα «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός» και «ρήξη με την ΟΝΕ/ΕΕ» ει­κο­νο­γρα­φούν την πρό­κλη­ση.

Παρά ταύτα προ­κύ­πτουν άμεσα τα αδιέ­ξο­δα στην αρι­στε­ρή προ­σέγ­γι­ση της «Ευ­ρώ­πης των λαών». Η κρίση ανα­δει­κνύ­ει τον στόχο της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας, στό­χος που δεν στοι­χειο­θε­τεί­ται στο ευ­ρω­παϊ­κό πεδίο.

Η Ελ­λά­δα – αδύ­να­μος κρί­κος της ευ­ρω­παϊ­κής κρί­σης και δυ­να­τός κρί­κος της Αρι­στε­ράς

Η Ελ­λά­δα έχει βρε­θεί στο επί­κε­ντρο της ευ­ρω­παϊ­κής και διε­θνούς προ­σο­χής. Απο­τε­λεί το «πει­ρα­μα­τό­ζωο» για το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο υπό­δειγ­μα και ταυ­τό­χρο­να τον πιο ισχυ­ρό συ­σχε­τι­σμό της Αρι­στε­ράς πα­νευ­ρω­παϊ­κά του­λά­χι­στον.  

Απο­τε­λεί την ελ­πί­δα και προσ­δο­κία των κι­νη­μά­των, των λαών και της Αρι­στε­ράς, πα­νευ­ρω­παϊ­κά και διε­θνώς, για την επι­τυ­χία του υπο­δείγ­μα­τος.

Η ελ­λη­νι­κή συν­θή­κη και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ απο­τε­λούν ατα­ξι­νό­μη­τη πε­ρί­πτω­ση. Οι ρίζες του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ βρί­σκο­νται στα πλα­τιά κόμ­μα­τα που ακο­λού­θη­σαν την άνοδο του αντι­πα­γκο­σμιο­ποι­η­τι­κού κι­νή­μα­τος.

Στο κέ­ντρο των προ­σπα­θειών της Αρι­στε­ράς πρέ­πει διαρ­κώς να βρί­σκε­ται η κα­τα­νό­η­ση και η ερ­μη­νεία των συν­θη­κών – η ανα­γνώ­ρι­ση του διαρ­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νου τα­ξι­κού και ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κού συ­σχε­τι­σμού .

Το σύν­θη­μα «Κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς» έδωσε έκ­φρα­ση και πο­λι­τι­κό στόχο σε με­γά­λο κοι­νω­νι­κό τμήμα που ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­ή­θη­κε από τις συ­νέ­πειες της κρί­σης και της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής.

Οι με­γά­λες κι­νη­το­ποι­ή­σεις της πρώ­της 2ε­τί­ας δεν ανέ­τρε­ψαν τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές. Με­τέ­βα­λαν όμως απο­φα­σι­στι­κά  τους κοι­νω­νι­κούς και πο­λι­τι­κούς συ­σχε­τι­σμούς και άνοι­ξαν την πάλη της ηγε­μο­νί­ας στο ιδε­ο­λο­γι­κό και πο­λι­τι­κό επί­πε­δο για ένα, σε κί­νη­ση, μπλοκ των «από κάτω».   Επέ­βα­λαν τις εκλο­γές και ανέ­δει­ξαν τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως διεκ­δι­κη­τή της κυ­βέρ­νη­σης.

Στον ενά­μι­ση χρόνο από τις εκλο­γές η κα­τά­στα­ση τρο­πο­ποι­ή­θη­κε: Το πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό ρευ­στο­ποι­ή­θη­κε πε­ραι­τέ­ρω από τις αντι­φά­σεις και τα αλ­λη­λο­τρο­φο­δο­τού­με­να αδιέ­ξο­δα της μνη­μο­νια­κής στρα­τη­γι­κής απέ­να­ντι στην κρίση.   Η

Η ντό­πια τάξη του με­γά­λου κε­φα­λαί­ου, πέρα από τις εσω­τε­ρι­κές της αντι­φά­σεις, στή­ρι­ξε από την αρχή της κρί­σης ολό­θερ­μα τις κυ­ρί­αρ­χες επι­λο­γές του ευ­ρω­παϊ­κού διευ­θυ­ντη­ρί­ου προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να με­τα­κυ­λή­σει το κό­στος της απο­κλει­στι­κά στον κόσμο της ερ­γα­σί­ας και γε­νι­κό­τε­ρα στην κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία. Επέ­δει­ξε μά­λι­στα ιδιαί­τε­ρες επι­δό­σεις σ’ αυτή την προ­σπά­θεια όχι μόνο στη­ρί­ζο­ντας, αλλά και πλειο­δο­τώ­ντας στην πο­λι­τι­κή της λι­τό­τη­τας. Επι­δι­δό­με­νη ταυ­τό­χρο­να σε όργιο δια­πλο­κής, σκαν­δά­λων, φο­ρο­δια­φυ­γής, εξα­γω­γής κε­φα­λαί­ων και ούτω καθ’ εξής.

Ωστό­σο, σή­με­ρα αυτή η δια­κύ­βευ­ση, η «κοινή στρα­τη­γι­κή» των συμ­φε­ρό­ντων των ντό­πιων αστών, μα και με­τα­ξύ αυτών και των κυ­ρί­αρ­χων ευ­ρω­παϊ­κών επι­λο­γών, μετά από τέσ­σε­ρα και πλέον χρό­νια ακραί­ων πο­λι­τι­κών εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης και  κα­τα­στρο­φής κε­φα­λαί­ου, αντι­με­τω­πί­ζει την πρό­κλη­ση δια­μόρ­φω­σης στρα­τη­γι­κών διε­ξό­δου και εκεί δεν εμ­φα­νί­ζε­ται τόσο αρ­ρα­γής και enbloc, όσο πα­ρου­σια­ζό­ταν στην αρχή της κρί­σης ο μο­νό­δρο­μος της τα­ξι­κής επί­θε­σης.

Η κυ­βέρ­νη­ση Σα­μα­ρά και η τροϊ­κα­νή γραμ­μή των μνη­μο­νί­ων και της διαρ­κούς ακραί­ας λι­τό­τη­τας και εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης δεν εμ­φα­νί­ζε­ται πλέον ως η αδιαμ­φι­σβή­τη­τη μο­να­δι­κή επι­λο­γή που ενο­ποιεί στρα­τη­γι­κά τα συμ­φέ­ρο­ντα όλων των τμη­μά­των της εγ­χώ­ριας αστι­κής τάξης.   Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές είναι  δη­μό­σιες δη­λώ­σεις στο εσω­τε­ρι­κό μα και σε μέσα της αλ­λο­δα­πής ση­μα­ντι­κών εκ­προ­σώ­πων του ντό­πιου βιο­μη­χα­νι­κού κε­φα­λαί­ου.

Αυτό είναι ου­σια­στι­κά το με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά. Σή­με­ρα βρί­σκε­ται ανή­μπο­ρος να κάνει κάτι πα­ρα­πά­νω από το να ελ­πί­ζει στην πο­λι­τι­κή στή­ρι­ξη των δα­νει­στών για την ανα­γνώ­ρι­ση του πλε­ο­νά­σμα­τος και την διευ­θέ­τη­ση του παν­θο­μο­λο­γη­μέ­να μη βιώ­σι­μου χρέ­ους.

Ωστό­σο η υπό­θε­ση δεν είναι απλή καθώς εξαρ­τά­ται από την εν­δο­α­τλα­ντι­κή, εν­δοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ ΗΠΑ και ΕΕ/ΟΝΕ. Αυτή η αντι­φα­τι­κή συν­θή­κη εκ­φρά­ζε­ται σε όλες τις σφαί­ρες των ιμπε­ρια­λι­στι­κών αντα­γω­νι­σμών εντός της κρί­σης, από την οι­κο­νο­μία και την δια­χεί­ρι­ση της κρί­σης χρέ­ους μέχρι τις γε­ω­πο­λι­τι­κές στρα­τη­γι­κές.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα , στην Ελ­λά­δα σή­με­ρα δεν υπάρ­χει προ­φα­νής και αδιαμ­φι­σβή­τη­τος πο­λι­τι­κός διεκ­δι­κη­τής της έκ­φρα­σης των ντό­πιων αστι­κών συμ­φε­ρό­ντων.

Ο Σα­μα­ράς φθεί­ρε­ται με τα­χύ­τη­τα καθώς είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να παίρ­νει ολο­έ­να και νέα μέτρα. Ο φόρος των ακι­νή­των ήταν πραγ­μα­τι­κή αυ­το­κτο­νία για τον χώρο της Δε­ξιάς και την μα­ζι­κή κοι­νω­νι­κή της βάση.

Οι προ­σπά­θειες ανα­στύ­λω­σης του κε­ντρο­α­ρι­στε­ρού πυ­λώ­να, όπως η κί­νη­ση των 58, βρί­θουν αντι­φά­σε­ων και υστε­ρούν εξ αντι­κει­μέ­νου απέ­να­ντι στο πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που κα­λύ­πτει σή­με­ρα το προσ­δο­κώ­με­νο κοι­νω­νι­κό ακρο­α­τή­ριο.

Η να­ζι­στι­κή Χρυσή Αυγή αν και  επι­λέ­γε­ται να χτυ­πη­θεί από τα κυ­ρί­αρ­χα κέ­ντρα του συ­στή­μα­τος, συ­ντη­ρεί πα­ρό­λαυ­τά τα ση­μα­ντι­κά της πο­σο­στά της και επι­μέ­νει να δη­λώ­νει πα­ρού­σα στην διεκ­δί­κη­ση ρόλου.

Ταυ­τό­χρο­να εντεί­νε­ται η αντι­πα­ρά­θε­ση ανά­με­σα στα διά­φο­ρα κέ­ντρα εξου­σί­ας, οι­κο­νο­μι­κής, πο­λι­τι­κής, δι­κα­στι­κής…

Σε μια τέ­τοια συν­θή­κη, ιδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λη, επι­κίν­δυ­νη και πολύ απαι­τη­τι­κή αντι­με­τω­πί­ζει η Αρι­στε­ρά και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ συ­γκε­κρι­μέ­να την πρό­κλη­ση της κυ­βέρ­νη­σης.

Οι πιέ­σεις πάνω στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι με­γά­λες και όσο περνά ο και­ρός θα πα­ρο­ξύ­νο­νται.

Ωστό­σο η δυ­να­τό­τη­τα να στη­ρι­χτεί, και μά­λι­στα κατά προ­τε­ραιό­τη­τα, από τα αστι­κά κέ­ντρα (ντό­πια και διε­θνή), ως επι­λο­γή μα­κρό­πνοης δια­χεί­ρι­σης και στα­θε­ρο­ποί­η­σης του συ­στή­μα­τος δεν στοι­χειο­θε­τεί­ται.

Ο λόγος γι αυτό βρί­σκε­ται στην πραγ­μα­τι­κή του «φύση» και στην προ­ο­πτι­κή της κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς ως εν­δε­χό­με­νο και συ­νέ­πεια της τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής πάλης. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εκ­φρά­ζει τις - εξ αντι­κει­μέ­νου ρη­ξια­κές και εν μέρει εν δυ­νά­μει αντι­συ­στη­μι­κές - προσ­δο­κί­ες του λαού και ο πυ­ρή­νας των ορ­γα­νω­μέ­νων του μελών, πα­λιών και σε ση­μα­ντι­κό βαθμό των νέων, ενερ­γών μελών του, απο­τε­λεί ακρι­βώς το μεί­ζον τμήμα της ση­με­ρι­νής αρι­στε­ρής συ­νεί­δη­σης και προσ­δο­κί­ας.

Ωστό­σο αυτή η δια­πί­στω­ση δεν εξα­σφα­λί­ζει τη νι­κη­φό­ρα γραμ­μή καθώς αυτή δεν μπο­ρεί να προ­κύ­ψει «εξ αντι­κει­μέ­νου».  Η ευ­θύ­νη του κόμ­μα­τος ως ορ­γα­νω­τής των ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών αντι­στά­σε­ων και πα­ρα­γω­γός της πο­λι­τι­κής συ­νεί­δη­σης και του σχε­δί­ου είναι στο κέ­ντρο.

Απ’ αυτή την άποψη ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πρω­τα­γω­νι­στι­κά, μα και η λοιπή Αρι­στε­ρά, έχουν ευ­θύ­νη για την έντα­ση και το πε­ριε­χό­με­νο της τα­ξι­κής πάλης σή­με­ρα. Η κι­νη­μα­τι­κή άμπω­τη (παρά τις εξάρ­σεις της ΕΡΤ, των κα­θη­γη­τών, των για­τρών, των κα­θα­ρι­στριών και πλή­θος άλλων μι­κρό­τε­ρων και ενί­ο­τε επί­μο­νων αγώ­νων) οφεί­λε­ται σε με­γά­λο βαθμό, στο πε­ριε­χό­με­νο της εκ­φω­νού­με­νης εναλ­λα­κτι­κής πρό­τα­σης της Αρι­στε­ράς.

Ταυ­τό­χρο­να η υπο­χώ­ρη­ση του κι­νή­μα­τος απο­τε­λεί αρ­νη­τι­κό πα­ρά­γο­ντα στον δρόμο για την κυ­βερ­νη­τι­κή πρό­κλη­ση καθώς η υπο­χώ­ρη­ση των στη­ριγ­μά­των της δρώ­σας κοι­νω­νί­ας και του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος στο επί­πε­δο μόνο της ψήφου αφή­νει το κόμμα εκτε­θει­μέ­νο στα όποια δια­θέ­σι­μα αστι­κά στη­ρίγ­μα­τα («στη­ρίγ­μα­τα» που για την Αρι­στε­ρά είναι όπως το σχοι­νί που στη­ρί­ζει τον κρε­μα­σμέ­νο).

Η ανά­θε­ση, η μη πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής κί­νη­σης και ρι­ζο­σπα­στι­σμού, οδη­γούν σε ανα­δί­πλω­ση. Οι αι­τί­ες εδρά­ζο­νται τόσο στην αδυ­να­μία του κόμ­μα­τος και σε πο­λι­τι­κές επι­λο­γές, όσο και στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της κοι­νω­νί­ας από τις προη­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες (υπο­χώ­ρη­ση συλ­λο­γι­κό­τη­τας, κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης, ιδεών) καθώς και στη διε­θνή κα­τά­στα­ση του κι­νή­μα­τος και της αρι­στε­ράς.

Έτσι προ­κύ­πτουν οι ιδέες της προ­σαρ­μο­γής στον αστι­κό «ρε­α­λι­σμό», το στρογ­γύ­λε­μα των ρη­ξια­κών αιχ­μών, οι προ­σπά­θειες για «διευ­ρύν­σεις» συχνά με τρόπο μά­λι­στα απο­λύ­τως απο­τυ­χη­μέ­νο, η επέν­δυ­ση για την εκλο­γι­κή επι­τυ­χία σε επι­κίν­δυ­να μο­νο­πά­τια συμ­μα­χιών και συ­νερ­γα­σιών.

Χρειά­ζε­ται να κα­τα­νο­ού­με αυτή την εξέ­λι­ξη ως  ανα­με­νό­με­νο εν­δε­χό­με­νο για την Αρι­στε­ρά του τέ­λους του 20ου αιώνα που κλή­θη­κε, ανέ­τοι­μη και αδύ­να­μη, να αντι­με­τω­πί­σει τις προ­κλή­σεις του 21ου αιώνα.

Να επω­μι­στεί την βαριά ευ­θύ­νη της πα­ρα­γω­γής πα­νευ­ρω­παϊ­κά αν όχι διε­θνώς εναλ­λα­κτι­κού αρι­στε­ρού, τα­ξι­κού υπο­δείγ­μα­τος απέ­να­ντι στην βαθιά κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση.

Η κα­τα­νό­η­ση είναι προ­ϋ­πό­θε­ση για την αλ­λα­γή της ρότας σε κα­τεύ­θυν­ση νέας ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης. Η τα­ξι­κή και πο­λι­τι­κή πάλη διε­ξά­γε­ται όχι μόνο εκτός αλλά και μέσα στα υπο­κεί­με­να της Αρι­στε­ράς.

Τέσ­σε­ρα ση­μεία για την συ­γκέ­ντρω­ση δύ­να­μης της Αρι­στε­ράς και του κι­νή­μα­τος

Στην προ­σπά­θεια να σχε­διά­σου­με τις κι­νή­σεις που θα βελ­τιώ­σουν τον πο­λι­τι­κό και τα­ξι­κό συ­σχε­τι­σμό, θα επι­τρέ­ψουν με­γα­λύ­τε­ρη συ­γκέ­ντρω­ση δύ­να­μης και θα πα­λέ­ψουν για νι­κη­φό­ρους δρό­μους, χρειά­ζε­ται να θέ­σου­με κατά προ­τε­ραιό­τη­τα τέσ­σε­ρα ζη­τή­μα­τα:

Α) Την επι­και­ρό­τη­τα του Σο­σια­λι­σμού και την ανα­στύ­λω­ση του σο­σια­λι­στι­κού ορά­μα­τος. Αυτό δεν ση­μαί­νει την ανα­κή­ρυ­ξη της επα­νά­στα­σης ή την προσ­δο­κία της ως προ­φη­τεία. Ση­μαί­νει όμως τόσο την απόρ­ρι­ψη του με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κού δρό­μου σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο όσο και του δρό­μου μιας δια­τα­ξι­κής εθνι­κής ανα­δί­πλω­σης.

Το κρί­σι­μο ζή­τη­μα είναι να σπά­σει το κα­τα­να­γκα­στι­κό πλαί­σιο του «ρε­α­λι­σμού» της αγο­ράς και να οι­κο­δο­μη­θεί η μα­ζι­κή κοι­νω­νι­κή πε­ποί­θη­ση του ρε­α­λι­σμού της ρήξης.

Οι από­ψεις που θε­ω­ρούν ότι η ρήξη απ’ τ’ αρι­στε­ρά, με την ΕΕ/ΟΝΕ απο­τε­λεί αντι­κει­με­νι­κά ενί­σχυ­ση των εθνι­κι­στι­κών πε­ρι­χα­ρα­κώ­σε­ων και αντα­γω­νι­σμών, είναι τόσο υπο­ταγ­μέ­νες στην αστι­κή αντί­λη­ψη και τους κα­πι­τα­λι­στι­κούς μο­νο­δρό­μους της κρί­σης όσο κι αυτές που νοη­μα­το­δο­τούν αυτή την ρήξη με όρους ανοι­κο­δό­μη­ση  του εθνι­κού κα­πι­τα­λι­σμού.

Στο τι­μό­νι είναι οι τα­ξι­κοί όροι και προ­ϋ­πο­θέ­σεις  και η μα­ζι­κή διά­θε­ση για ενερ­γό μα­χη­τι­κή στή­ρι­ξή τους που πε­ρι­λαμ­βά­νουν όλα τα εν­δε­χό­με­να και τις πο­λι­τι­κές επι­λο­γές ρή­ξε­ων για την υπε­ρά­σπι­σή τους. Το στοι­χείο του ορά­μα­τος εδώ παί­ζει κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο.

Η ανοι­κο­δό­μη­ση του ορά­μα­τος της ανα­τρο­πής και της υπέρ­βα­σης του κα­πι­τα­λι­σμού συ­νο­λι­κά, της σο­σια­λι­στι­κής προ­ο­πτι­κής, απο­τε­λεί τον πυ­ρή­να της ισχύ­ος, πραγ­μα­τι­κή υλική δύ­να­μη της εναλ­λα­κτι­κής πρό­τα­σης με όρους μα­ζι­κής κοι­νω­νι­κής έμπνευ­σης.

Β) Την επι­λο­γή της αντί­λη­ψης του «αδύ­να­μου κρί­κου» στην ευ­ρω­παϊ­κή αλυ­σί­δα της κρί­σης ως μο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα με προ­ο­πτι­κή. Ως μο­νό­δρο­μος διε­θνι­στι­κής πο­λι­τι­κής για την πα­ρα­γω­γή υπο­δείγ­μα­τος.

Αυτό ση­μαί­νει πάλη στο εθνι­κό πεδίο κό­ντρα στην ντό­πια άρ­χου­σα τάξη και τις πο­λι­τι­κές της εκ­προ­σω­πή­σεις – ρήξη της ευ­ρω­παϊ­κής αλυ­σί­δας της λι­τό­τη­τας και των μνη­μο­νί­ων – πα­ρα­γω­γή υπο­δείγ­μα­τος προς «εξα­γω­γή».

Ωστό­σο, ακόμη κι αυτή η αντί­λη­ψη του «αδύ­να­μου κρί­κου» για να δη­μιουρ­γή­σει όρους εξά­πλω­σης και φαι­νό­με­νο ντό­μι­νο πρέ­πει να έχει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ρήξης, τα­ξι­κά, αρι­στε­ρά και σο­σια­λι­στι­κό ορί­ζο­ντα.

Πρέ­πει να έχει ξε­κά­θα­ρο απο­δέ­κτη τον κόσμο της ερ­γα­σί­ας και την λαϊκή πλειο­ψη­φία, στην χώρα και πα­νευ­ρω­παϊ­κά.

Σε κάθε άλλη πε­ρί­πτω­ση δεν θα μπο­ρέ­σει να λει­τουρ­γή­σει επ’ ωφε­λεία της Αρι­στε­ράς και των συμ­φε­ρό­ντων της κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας καθώς μέσα στη βαθιά κρίση δεν υπάρ­χουν εναλ­λα­κτι­κές που να συ­γκρο­τούν δια­τα­ξι­κές συμ­μα­χί­ες. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν πα­ρά­γουν υπό­δειγ­μα.

Ο αστι­κός ευ­ρω­σκε­πτι­κι­σμός δεν έχει κα­νέ­να συμ­φέ­ρον να εκ­φρα­στεί μέσα από αρι­στε­ρές κυ­βερ­νή­σεις. Το αντί­θε­το, σ’ αυτές τις συν­θή­κες εχθρεύ­ε­ται θα­να­τη­φό­ρα την Αρι­στε­ρά και το κί­νη­μα. Διεκ­δι­κεί εν μέρει κοινό κοι­νω­νι­κό ακρο­α­τή­ριο με την Αρι­στε­ρά, όμως από την σκο­πιά και με όχημα  την ακρο­δε­ξιά.

Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, για να μεί­νει ανοι­χτή η προ­ο­πτι­κή και ο ορί­ζο­ντας της ρήξης πρέ­πει να μην εγκλω­βι­στεί η Αρι­στε­ρά σε κα­νε­νός εί­δους τα­κτι­κές ή πολύ χει­ρό­τε­ρα στρα­τη­γι­κές συμ­μα­χί­ες με ντό­πια αστι­κά τμή­μα­τα και πο­λι­τι­κούς εκ­προ­σώ­πους καθώς και διε­θνή, ιμπε­ρια­λι­στι­κά κέ­ντρα.

Γ) Την ανά­γκη άμε­σης ορ­γά­νω­σης των ερ­γα­ζό­με­νων και του λαού. Αυτό αφορά και στο επί­πε­δο των δια­λυ­μέ­νων και ανε­παρ­κών συλ­λο­γι­κο­τή­των αντί­στα­σης και ορ­γά­νω­σης των ερ­γα­ζό­με­νων και του λαού αλλά και στο επί­πε­δο του κόμ­μα­τος, ως ορ­γα­νω­τής μα και ως φο­ρέ­ας της πο­λι­τι­κής συ­νεί­δη­σης. Αυτό είναι στοι­χείο κρί­σι­μο ένα­ντι της επι­λο­γής κόμ­μα­τος εκλο­γι­κού και επι­κοι­νω­νια­κού μη­χα­νι­σμού.  

Μπρο­στά στις ιστο­ρι­κές ανά­γκες ορ­γά­νω­σης του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, η υστέ­ρη­ση των γρα­φειο­κρα­τι­κών συν­δι­κά­των του χθες, στην Ελ­λά­δα και πα­νευ­ρω­παϊ­κά ,παί­ζει κρί­σι­μο ρόλο στη έκ­βα­ση της τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης. Στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες το πρό­βλη­μα είναι κάτι πα­ρα­πά­νω από φα­νε­ρό.

Εί­μα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να οι­κο­δο­μή­σου­με συλ­λο­γι­κό­τη­τες σε κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό επί­πε­δο που θα βλέ­πουν πέρα από την ανα­τρο­πή μιας κυ­βέρ­νη­σης ή μιας ορι­σμέ­νης έκ­φρα­σης του αστι­κού πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού. Που θα ανα­γνω­ρί­ζουν τους πο­λι­τι­κούς στό­χους, τη δια­δρο­μή, τους κιν­δύ­νους αλλά και τις δια­κυ­μάν­σεις της πε­ριό­δου.

Συλ­λο­γι­κό­τη­τες ικα­νές, να σχε­διά­ζουν, να ορ­γα­νώ­νουν μα­ζι­κούς αγώ­νες με όρους όχι μο­να­δι­κού στοι­χή­μα­τος  αλλά συ­νέ­χειας που θα εμπε­ριέ­χει ασυ­νέ­χειες, κα­μπές, υψηλά και χα­μη­λά.

Η ίδια η ανα­γνώ­ρι­ση αλλά και η κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή δου­λειά πάνω σε αυτή τη συ­νέ­χεια της τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής πάλης, απαι­τεί το στοι­χείο των ιδεών, της επα­νει­σα­γω­γής της ιστο­ρι­κής εμπει­ρί­ας μέσα στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες και την πα­ρα­γω­γή νέων μορ­φών, μέσων αλλά και ανα­λυ­τι­κών ερ­γα­λεί­ων.

Η κα­τεύ­θυν­ση της συ­γκρό­τη­σης Λαϊ­κών Επι­τρο­πών Αντί­στα­σης και της δι­κτύ­ω­σης κάθε υπαρ­κτής συλ­λο­γι­κό­τη­τας και δομής αντί­στα­σης και αλ­λη­λεγ­γύ­ης είναι στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη.

Δ) Την με­τα­βα­τι­κή αντί­λη­ψη ως συ­νε­κτι­κή ουσία των πα­ρα­πά­νω ση­μεί­ων.

Αυτό που χρεια­ζό­μα­στε είναι ένα τα­ξι­κά μο­νο­με­ρές με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα, μέσω του οποί­ου θα διε­ξα­χθεί η «επί­θε­ση» στις δυ­νά­μεις του κε­φα­λαί­ου.  Για τη δρα­στι­κή αλ­λα­γή των υλι­κών τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών δύ­να­μης.

Δη­λα­δή για τη με­τα­φο­ρά του κό­στους της κρί­σης στον αντί­πα­λο τα­ξι­κό πόλο.

Το πόσο βαθιά και επι­τυ­χη­μέ­να θα διε­ξά­γου­με αυτή τη σύ­γκρου­ση θα κα­θο­ρί­σει και το βάθος των με­τα­σχη­μα­τι­σμών, την αντο­χή τους, αλλά και τη δυ­να­μι­κή την οποία θα δη­μιουρ­γή­σουν.

Το πρό­γραμ­μα αυτό εδρά­ζε­ται στη δυ­να­μι­κή, δια­λε­κτι­κή δια­δι­κα­σία κλι­μά­κω­σης της τα­ξι­κής πάλης.  Όπου το προη­γού­με­νο βήμα δη­μιουρ­γεί τις συν­θή­κες για την ανά­δυ­ση του επό­με­νου.

Η εκ­δί­πλω­ση της με­τα­βα­τι­κής λο­γι­κής όπως απο­τυ­πώ­νε­ται στο αντί­στοι­χο πρό­γραμ­μα της Αρι­στε­ράς είναι σε ορ­γα­νι­κή δια­λε­κτι­κή σχέση με την ίδια την ταυ­τό­χρο­νη δη­μιουρ­γία και ανά­δυ­ση των κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών συν­θη­κών που εκ­δη­λώ­νο­νται στο επί­πε­δο του «πραγ­μα­τι­κού». Με τις ανά­γκες, τις προσ­δο­κί­ες και τα αι­τή­μα­τα του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας.

Η σύν­δε­ση των άμε­σων στό­χων πάλης με τον στρα­τη­γι­κό στόχο του σο­σια­λι­σμού παίρ­νει τη μορφή μιας δυ­να­μι­κής συ­νέ­χειας, στην οποία τα άμεσα αι­τή­μα­τα είναι  - όχι αυτά που αντα­πο­κρί­νο­νται αφη­ρη­μέ­να στις ανά­γκες του τα­ξι­κού μπλοκ, αλλά εκεί­να για τα οποία είναι δια­τε­θει­μέ­νο άμεσα να αγω­νι­στεί, φέρ­νο­ντάς τα στην «αρένα» της κα­θη­με­ρι­νής πάλης. Η κλι­μά­κω­ση αυτή δη­μιουρ­γεί κιό­λας τις πραγ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις  (κατά έναν τρόπο πα­ρά­γει) για το επό­με­νο βήμα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λαμ­βά­νει απτό πε­ριε­χό­με­νο η «συ­γκε­κρι­μέ­νη ανά­λυ­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης κα­τά­στα­σης» και η τα­κτι­κή συν­δέ­ε­ται άρ­ρη­κτα με τη στρα­τη­γι­κή.

Το ίδιο το με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα της Αρι­στε­ράς απο­τε­λεί τη βάση της οι­κο­δό­μη­σης του πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου.

Η με­τα­βα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση αντι­λαμ­βά­νε­ται τον στόχο για «κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς» ως εν­δε­χό­με­νο της τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής πάλης. Στις μέρες μας το ζή­τη­μα προ­κύ­πτει με όρους ρε­α­λι­στι­κούς και επεί­γο­ντες.

Αυτή η συ­ζή­τη­ση από τη πλευ­ρά του ΚΚΕ αντι­με­τω­πί­ζε­ται με αφο­ρι­σμούς ως οπορ­του­νι­σμό, κάθε με­τα­βα­τι­κής προ­σέγ­γι­σης προς το Σο­σια­λι­σμό.

Εντού­τοις ο με­γα­λύ­τε­ρος κίν­δυ­νος ελ­λο­χεύ­ει στους όρους που κα­θι­στούν μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς, με­τα­βα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα με προ­ο­πτι­κή ή εν­σω­μα­τώ­νουν  την Αρι­στε­ρά σε κυ­βερ­νή­σεις κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς ή και ευ­ρύ­τε­ρες, που οδη­γούν στην ήττα και την εν­δε­χό­με­νη διά­λυ­ση.

Στο πα­ρελ­θόν η απόρ­ρι­ψη της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς σή­μαι­νε την απόρ­ρι­ψη κάθε δυ­να­τό­τη­τας κυ­βερ­νη­τι­κού στό­χου για την Αρι­στε­ρά. Ταυ­τό­χρο­να σή­μαι­νε την απόρ­ρι­ψη μιας πο­ρεί­ας υπο­τα­γής στην νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή με  συχνά κα­τα­στρο­φι­κές συ­νέ­πειες για την Αρι­στε­ρά (πολ­λά­κις και δρα­μα­τι­κά απο­δε­δειγ­μέ­νο, με κο­ρυ­φαίο σύγ­χρο­νο πα­ρά­δειγ­μα την Κομ­μου­νι­στι­κή Επα­νί­δρυ­ση της «Γέ­νο­βας» και της «Φλω­ρε­ντί­ας»).    

Σή­με­ρα οι συν­θή­κες αφή­νουν το πε­ρι­θώ­ριο και σε δια­φο­ρε­τι­κές επι­λο­γές.

Η προ­ο­πτι­κή από την σκο­πιά των ερ­γα­τι­κών, λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων και της Αρι­στε­ράς συ­νο­λι­κά θα κρι­θεί σε συ­γκε­κρι­μέ­νες κομ­βι­κές μάχες καθώς θα πλη­σιά­ζου­με στην κυ­βερ­νη­τι­κή πρό­κλη­ση αλλά και αμέ­σως μετά.

Θα εξαρ­τη­θεί από την μορφή της κυ­βέρ­νη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (αυ­το­δυ­να­μία, διευ­ρύν­σεις και πολύ ση­μα­ντι­κό­τε­ρο κυ­βερ­νη­τι­κές συμ­μα­χί­ες μόνο προς τ’ αρι­στε­ρά) και από τα πρώτα μέτρα απέ­να­ντι στους δα­νει­στές και στις προσ­δο­κί­ες του λαού.

Οφεί­λου­με να ερ­γα­στού­με υπερ­βαί­νο­ντας τις αδυ­να­μί­ες μας, μέσα κι έξω από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, για την οι­κο­δό­μη­ση και την ενί­σχυ­ση των σχέ­σε­ων με την κοι­νω­νία, ανα­λαμ­βά­νο­ντας το κα­θή­κον της ορ­γά­νω­σης και της προ­βο­λής των ρη­ξια­κών, με­τα­βα­τι­κών στό­χων και του ορά­μα­τος.

Να οι­κο­δο­μή­σου­με άμεσα τους όρους επί­γνω­σης και κα­τα­νό­η­σης των δυ­σκο­λιών στην κοι­νω­νία ως προ­ϋ­πό­θε­ση για την απο­φα­σι­στι­κή της στή­ρι­ξη.

Να μι­λή­σου­με χωρίς πε­ρι­στρο­φές για την άμεση μο­νο­με­ρή ακύ­ρω­ση του μνη­μο­νί­ου και των εφαρ­μο­στι­κών νόμων και την ανά­γκη στά­σης πλη­ρω­μών, το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων κα­ταρ­χάς, προς τους δα­νει­στές και δια­γρα­φής του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του χρέ­ους, αν όχι ολό­κλη­ρου του χρέ­ους (θα εξαρ­τη­θεί από τους όρους της αντι­πα­ρά­θε­σης) ακόμη και μο­νο­με­ρώς. Να μι­λή­σου­με ανοι­χτά για το εν­δε­χό­με­νο εξό­δου από την ΟΝΕ ως απόρ­ροια της ανυ­πο­χώ­ρη­της υπε­ρά­σπι­σης του ερ­γα­τι­κού, λαϊ­κού, αρι­στε­ρού προ­γράμ­μα­τος των εκτε­τα­μέ­νων εθνι­κο­ποι­ή­σε­ων – κοι­νω­νι­κο­ποι­ή­σε­ων, που θα εξα­σφα­λί­σει δου­λιά, σύ­ντα­ξη, δη­μό­σια Υγεία και Πα­δεία και διευ­ρυ­μέ­νη, με ερ­γα­τι­κή και λαϊκή συμ­με­το­χή, δη­μο­κρα­τία για όλους/ες. 

Προσ­δο­κώ­ντας την ανα­γέν­νη­ση ενός μα­ζι­κού κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος διεκ­δί­κη­σης, μετά την ανά­δει­ξη της Κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς που θα επι­τρέ­ψει να πε­ρά­σου­με, με ανα­νε­ω­μέ­νο τον τα­ξι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό συ­σχε­τι­σμό υπέρ της Αρι­στε­ράς, σε μια νέα φάση αυτού του πο­λέ­μου.


**μέλος της ΚΕ ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ

Ετικέτες