Στις 10 Νοέμβρη πραγματοποιήθηκαν εκ νέου εκλογές στο Ισπανικό Κράτος. Αν και το κόμμα των Σοσιαλιστών βγήκε πρώτο σε ψήφους, για άλλη μια φορά δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία προκειμένου να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η κυβέρνηση συνεργασίας μοιάζει μονόδρομος για το ισπανικό σύστημα, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νέων εκλογών. Λίγες μέρες μετά τα αποτελέσματα των εκλογών, ο Πέδρο Σάντσες (ηγέτης του PSOE) και ο Πάμπλο Ιγλέσιας ανακοίνωσαν τη συμφωνία τους για συγκυβέρνηση. Η πλειοψηφία του προοδευτικού κόσμου στην Ισπανία και την Ευρώπη δείχνει ανακουφισμένη από αυτή την εξέλιξη. Στο άρθρο που ακολουθεί, ο πολιτικός επιστήμονας Χάιμε Παστόρ, εκδότης του περιοδικού Viento Sur και ιστορικό στέλεχος της ισπανικής οργάνωσης της αριστεράς Anticapitalistas, επισημαίνει τους κινδύνους μιας τέτοιας συνεργασίας. Η συμβολή είναι πολύτιμη ενόψει των επικίνδυνων σταυροδρομιών, στα οποία θα βρεθεί η ισπανική αριστερά το επόμενο διάστημα. Τη μετάφραση έκανε η Κατερίνα Σεργίδου.
Εχθές την Τρίτη [στις 12 Νοέμβρη] το μεσημέρι, πληροφορηθήκαμε την αναπάντεχη είδηση μιας προ-συμφωνίας ανάμεσα στον Πέδρο Σάντσες και τον Πάμπλο Ιγκλέσιας για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με στόχο την τετραετή θητεία. Μετά από μισό χρόνο διαπραγματεύσεων και νέων εκλογών στις οποίες τόσο το κόμμα των Σοσιαλιστών όσο και ο σχηματισμός Unidas Podemos υπέστησαν απώλεια ψήφων και βουλευτικών εδρών, ήταν λογικό αυτή η συμφωνία εξπρές να προκαλέσει μια γενικευμένη έκπληξη, ιδιαίτερα μετά τη δεξιά στροφή που έκανε ο ηγέτης των Σοσιαλιστών κατά τη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας.
Μία από τις αναγνώσεις στην οποία αυτή η συμφωνία μας υποχρεώνει να σταθούμε, είναι μια καθαρή δήλωση προθέσεων γεμάτη γενικολογίες και ασάφειες όλως τυχαίως για κεντρικά πολιτικά ζητήματα για τα οποία η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αναπτύξει τις θέσεις της.
Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με την Καταλονία, που στο κείμενο συμφωνίας αναπτύσσεται στο σημείο 9: «Να εγγυηθεί τη συμβίωση στην Καταλονία: Η κυβέρνηση της Ισπανίας θα έχει ως προτεραιότητα την εγγύηση της συνύπαρξης στην Καταλονία και την επιστροφή της πολιτικής ζωής στην κανονικότητα. Με αυτό τον στόχο ο διάλογος θα γίνει με όρους κανονικότητας, αναζητώντας τρόπους κατανόησης και συμφωνιών, πάντα μέσα στο πλαίσιο που ορίζει το Σύνταγμα. Επίσης θα ενδυναμωθεί το κράτος των Αυτονομιών για να εξασφαλιστεί η κατάλληλη απόδοση των δικαιωμάτων και των υπηρεσιών, που βρίσκονται εντός των δικών τους δικαιοδοσιών. Εγγυώμαστε την ισότητα για όλους τους Iσπανούς».
Όπως γίνεται φανερό σε αυτή την παράγραφο, προϋποτίθεται η θέση όχι μόνο των σοσιαλιστών, αλλά επίσης και του κόμματος της δεξιάς και του κόμματος των Πολιτών (Ciudadanos) που βρίσκεται σε αποσύνθεση: ότι το καταλανικό ζήτημα αποτελεί μια σύγκρουση ανάμεσα σε Καταλανούς και όχι ανάμεσα στην πλειοψηφία των Καταλανών και το ισπανικό κράτος. Προτείνεται μάλιστα να αναζητηθούν τρόποι κατανόησης και κοινοί τόποι πάντα μέσα στο πλαίσιο που ορίζει το Σύνταγμα», στην οποία πρόταση προστίθεται η τελευταία «φρασούλα» ότι εγγυόμαστε την ισότητα ανάμεσα σε όλους τους Ισπανούς. Πρόκειται για ψευδές επιχείρημα, με στόχο την άρνηση της εθνικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας που υπάρχει μέσα στο ισπανικό κράτος. Καμία κουβέντα για πολύ-εθνικότητα, ούτε για βούληση να παύσει η ποινικοποίηση ή για τις κατασταλτικές συνέπειες που είχε και συνεχίζει αυτή να έχει.
To άλλο ζήτημα, που μέσα στην ασάφειά του αποσαφηνίζεται, βρίσκεται στο σημείο 10, όπου, αν και μιλά για «φορολογική δικαιοσύνη» (πώς;), αποδέχεται την πειθαρχία στους προϋπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον ευφημισμό ενός «ισορροπημένου προϋπολογισμού». «Η αξιολόγηση και ο έλεγχος των δημόσιων εξόδων είναι κρίσιμος για τη βιωσιμότητα ενός κράτους πρόνοιας, συμπαγούς και ανθεκτικού».
Συνοψίζοντας, γίνονται εμμέσως αποδεκτοί οι νεοφιλελεύθεροι περιορισμοί λιτότητας, χωρίς καμία αναφορά στην κατάργηση του άρθρου 135 του Συντάγματος, του οποίου η μεταρρύθμιση το Σεπτέμβρη του 2011 θεσμοθέτησε την υπακοή στη χρεοκρατία.
Είναι αλήθεια ότι σε άλλα σημεία γίνεται λόγος για «πάλη ενάντια στην εργασιακή ανασφάλεια» (χωρίς όμως την ακύρωση των δύο τελευταίων εργατικών μεταρρυθμίσεων του κόμματος των σοσιαλιστών και της δεξιάς), τη «θωράκιση των συντάξεων», τη «στέγη ως δικαίωμα και όχι μόνο ως εμπόρευμα» (πώς;) τον «αγώνα ενάντια στην κλιματική αλλαγή» (αν και στο σημείο 1 γίνεται λόγος για ενίσχυση της ανάπτυξης), το «δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο», την «Ισπανία ως χώρα μνήμης και αξιοπρέπειας» για «φεμινιστικές πολιτικές» ή «τη στήριξη μιας Ισπανίας που ερημώνει», όμως, όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, όλα αυτά λέγονται χωρίς καμία συγκεκριμενοποίηση και με χαρακτηριστικές παραλείψεις, όπως είναι η απουσία αναφοράς στην αλλαγή των μεταναστευτικών πολιτικών θανάτου στη Μεσόγειο, το κλείσιμο των κέντρων κράτησης ή η ακύρωση του νόμου-«φίμωτρο», παλιού και νέου, σε αντίθεση με τα σημεία 9 και 10 που ήδη αναφέρθηκαν και που καθιστούν τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής που το PSOE θέλει να συνεχίσει, για να διασφαλίσει την ηγεμονία του στην πιθανή νέα κυβέρνηση.
Κάτι που μένει να φανεί, αφού πρέπει πρώτα να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες ψήφοι για τη διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης τουλάχιστον σε έναν δεύτερο γύρο, με απλή πλειοψηφία.
Μετά τα αποτελέσματα που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους αριθμούς κοινοβουλευτικών εδρών, τα βλέμματα στρέφονται τώρα στην Εσκέρρα Ρεπουμπλικάνα [Σ.τ.Μ: σοσιαλδημοκρατική καταλανική δύναμη υπέρ της ανεξαρτησίας], η οποία το τελευταίο διάστημα επέδειξε διαθεσιμότητα για διάλογο με το PSOE, αν και μέχρι στιγμής χωρίς επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση, ούτε η συνέχιση μιας κατασταλτικής πολιτικής, ούτε οι επικείμενες νέες εκλογές στην Καταλονία την Άνοιξη, αφήνουν πολλά περιθώρια για μανούβρες στην ηγεσία της Εσκέρρα Ρεπουμπλικάνα, ιδιαίτερα όταν αυτή βρίσκεται σε ανοιχτό ανταγωνισμό με το Junts Pel Si [Σ.τ.Μ: το κόμμα του Πουιτζντεμόντ, δεξιά υπέρ της αυτονομίας] και την CUP [ριζοσπαστικός αριστερός σχηματισμός συνελευσιακής δομής], τα οποία είναι διατεθειμένα να ψηφίσουν ΟΧΙ στη διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνη.
Η αντίδραση λοιπόν της Εσκέρρα Ρεπουμπλικάνα απέναντι σε αυτή την προ-συμφωνία ήταν η απαίτηση στησίματος ένα τραπεζιού διαπραγματεύσεων και ενός διαλόγου ανάμεσα σε ίσους σε κρατικό επίπεδο, στο οποίο θα μπορούσαν να συζητηθούν όλα, όπως για παράδειγμα, η αναγνώριση ότι το καταλανικό ζήτημα είναι μία πολιτική σύγκρουση και ότι πρέπει να λυθεί πολιτικά και όχι δικαστικά και επίσης να γίνει συζήτηση γύρω από το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Πρόκειται για ζητήματα που υπερβαίνουν τα καλά λόγια και που δύσκολα θα αποδεχτεί ο Πέδρο Σάντσες, παρόλο που δεν αποκλείεται να δούμε κάποια αποκλιμάκωση του ζητήματος τις επόμενες εβδομάδες. Το βασικό του επιχείρημα πάντως, πιθανότατα θα είναι η κριτική στην Εσκέρρα Ρεπουμπλικάνα για το τι θα σημαίνει να ψηφίσει αρνητικά στη διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης, μαζί με το VOX, το δεξιό κόμμα (PP) και το κόμμα των Πολιτών. Με αυτό θα επιχειρήσει να πετύχει τελικά την αποχή της.
Όσον αφορά το PP, που αποτελεί την άλλη εναλλακτική συμμαχία για την οποία πιέζουν οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις και το βαθύ κράτος, δεν μας εκπλήσσει η οργισμένη αντίδρασή του απέναντι σε αυτή τη συμφωνία. Στην πραγματικότητα, παρά τις διακηρύξεις του αρχηγού τους ο οποίος απορρίπτει οποιαδήποτε δυνατότητα συμφωνίας, περιμένουν το κάλεσμα του Σάντσες, ώστε να θέσουν τους όρους τους για μία πιθανή αποχή, για λόγους αντίληψης της έννοιας του κράτους, ούτως ώστε να αποφευχθεί μία νέα εκλογική διαδικασία. Όσον αφορά το ακροδεξιό κόμμα VOX, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την αντίδρασή του. Καλεί σε πόλεμο ενάντια στη συμμαχία του PSOE με τον κομουνισμό και τον μπολιβαριανισμό.
Σε αντίθεση, στις γραμμές του κόσμου της αριστεράς είναι λογικό να επικρατεί ένα αίσθημα ανακούφισης, ρεαλισμού και μετριοπαθούς ελπίδας για αλλαγή, πολύ περισσότερο ως φρένο στην απειλή που αποτελεί η άνοδος του VOX, αλλά και το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας με το PP. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι ούτε η φύση του PSOE ως του πρώτου καθεστωτικού κόμματος, αλλά ούτε και οι χειρότεροι συσχετισμοί δυνάμεων που έχουν αυτή τη στιγμή οι Unidas Podemos μετά τα εκλογικά αποτελέσματα, μας επιτρέπουν να σκεφτούμε ότι σε περίπτωση που σχηματιστεί κυβέρνηση (θα είναι εφικτή η συμβίωση ανάμεσα στον Πάμπλο Ιγλέσιας ως αντιπροέδρου, με την Νάντια Καλβίνο, την εκλεκτή της ΕΕ, επίσης για την αντιπροεδρία;), θα υπάρξει σημαντική αλλαγή στις δύο προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπο το καθεστώς: τη δημοκρατική λύση της σύγκρουσης καταλανικού-ισπανικού και την ανυπακοή στις προσταγές της νεοφιλελεύθερης λιτότητας.
Θα επιμείνουμε λοιπόν στις πιθανές συγκεκριμενοποιήσεις αυτής της προ-συμφωνίας, που θα δοθούν τις επόμενες εβδομάδες, επιμένοντάς από τη μεριά μας στους κινδύνους που διατρέχει η είσοδος μιας μειοψηφίας στην κυβέρνηση, των Unidas Podemos, που βρίσκεται υποτελής σε έναν αναπτυσσόμενο υπερ-αρχηγισμό και με μια κομματική δομή αποδυναμωμένη, που δεν θα μπορέσει να αποτελέσει αντίβαρο στον σε εξέλιξη μετασχηματισμό και που, πολύ φοβάμαι, θα είναι δύσκολα αναστρέψιμος.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι ένα πράγμα να σχηματίζεις κυβέρνηση και άλλο να κυβερνάς στο πλαίσιο συσχετισμών δυνάμεων που διαμορφώνονται στη Βουλή και στη Γερουσία και πάνω από όλα μέσα στους συστημικούς περιορισμούς εντός των οποίων θα εξελιχθεί η κοινοβουλευτική περίοδος. Το καθήκον μας είναι να μην παραμείνουμε θεατές τις επόμενες εβδομάδες και μήνες απέναντι σε όσα συμβαίνουν στην Καταλονία, μέσω του κινήματος «Δημοκρατικό Τσουνάμι». Να ξανα-τοποθετήσουμε τη σύγκρουση στο κέντρο, στους αγώνες στο δρόμο, στους χώρους εργασίας, για να διεκδικήσουμε μια στροφή προς τα αριστερά, με ριζικό εκδημοκρατισμό μέσα από την κινητοποίηση, την αυτο-οργάνωση, τη λαϊκή χειραφέτηση, απέναντι σε ένα καθεστώς που βρίσκεται σε μόνιμη κρίση.