Ένα ηχηρό χαστούκι στον "μπλερισμό"...

Όταν η Τερέζα Μέι προκήρυσσε αιφνιδιαστικά πρόωρες φαστ-τρακ εκλογές, εκτιμούσε βάσιμα πως η συγκυρία ήταν υπέρ της: Δημοσκοπικό προβάδισμα 20 μονάδων, το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης σε εσωτερική κρίση, η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ φανατικά υπέρ της, η γενναία χρηματοδοτούμενη εκλογική μηχανή των Συντηρητικών στο πλευρό της, οι διαπραγματεύσεις για το Brexit σε εξέλιξη και άρα η πίεση «να μην αλλάξει ηγεσία και μπούμε σε περιπέτειες» ισχυρή. Πόνταρε στον φόβο, επαναλαμβάνοντας ρομποτικά την μάντρα «strong and stable leadership» (ισχυρή και σταθερή ηγεσία) ως μοναδικό κι επαρκές επιχείρημα για να εξασφαλίσει μια συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν είχε υπολογίσει μόνο ένα πράγμα. Ότι προκηρύσσοντας εκλογές, είχε την υποχρέωση να κάνει και… προεκλογική εκστρατεία.

Δύο βασικές κατευθύνσεις είχαν χαράξει οι «στρατηγοί» των Συντηρητικών για την εκλογική μάχη: α) Επίθεση στον «κρατιστή», «αναχρονιστή», «ιδεοληπτικό φανατικό», «φίλο των τρομοκρατών» Κόρμπιν. β) Σιωπή. Αν μπορούσαν να μην συμμετέχουν καν στον προεκλογικό αγώνα, τα επιτελεία των Συντηρητικών θα το έκαναν.

Ήξεραν πώς σκέφτονταν. Κάθε εμφάνιση της Μέι, έκανε ζημιά στους Συντηρητικούς. Δεν αφορά την έλλειψη «χαρίσματος» -η πολυσυζητημένη αμηχανία της Μέι όταν υποχρεώνεται να συνυπάρξει με καθημερινούς ανθρώπους αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων Τόρηδων (διόλου τυχαία υπάρχει ένας πλούτος λέξεων για να περιγραφεί το συμπαθές είδος -όπως «posh», «toff» κ.ά.- που χάνουν στη μετάφραση). Αφορούσε το ίδιο το πρόγραμμα το οποίο υπερασπιζόταν. Το Μανιφέστο των Τόρηδων ήταν κήρυξη πολέμου στους φτωχούς, ακόμα τους πλέον ευάλωτους (από την κατάργηση δωρεάν σχολικών γευμάτων για τα παιδιά μέχρι το διαβόητο «φόρο άνοιας» που θα τσάκιζε την περίθαλψη των ηλικιωμένων), διανθισμένη με απίθανες ιδέες όπως το να επιτραπεί και πάλι το κυνήγι της αλεπούς, για να πάψει πια να καταπιέζεται η ελίτ από την απαγόρευση του ευγενούς αυτού χόμπι της.

Παραμονές των εκλογών, το Bloomberg αναφέρθηκε σε όλα τα πιθανά σενάρια. Μεταξύ άλλων, χαρακτήριζε την πλειοψηφία 50 εδρών «απογοητευτικό αποτέλεσμα» που θα καθιστά τη Μέι «ευάλωτη» και την πλειοψηφία με λιγότερες από 10 έδρες ως «ήττα» που θα κάνει «τις μέρες της στην εξουσία μετρημένες». Η Τερέζα Μέι, ξεκινώντας να διευρύνει σημαντικά την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, κατόρθωσε να την χάσει.

Από το βράδυ των εκλογών, στο δεξιό κόμμα επικρατεί εικόνα κρίσης, με πολλά στελέχη να εξαπολύουν βαριές κουβέντες ενάντια στην ηγέτιδα του κόμματος. Στο στόχο να εδραιωθεί μέσα στο κόμμα της, απέτυχε παταγωδώς. Αλλά θα ήταν λάθος να ερμηνευτεί το αποτέλεσμα ως «αυτογκόλ» της Μέι. Η οποία αύξησε το ποσοστό των Συντηρητικών κατά 5,5 μονάδες (από 37% στο 42,5%), κερδίζοντας 2.300.000 επιπλέον ψήφους. Η δεξιά κοινωνική βάση υπάρχει και συσπειρώθηκε. Αυτό έχει σημασία ως κοινωνική/ιδεολογική τάση. Αλλά η εκλογική συμπεριφορά (αν θα πάει κάποιος να ψηφίσει και τι θα ψηφίσει στην περιφέρειά του) τείνει να διαμορφώνεται από το εκλογικό σύστημα, και οι Τόρηδες τελικά είδαν τις έδρες τους να μειώνονται κατά 12. Θα ήταν λάθος να ερμηνευτεί το αποτέλεσμα απλά ως αυτογκόλ, γιατί οι Συντηρητικοί είχαν αντίπαλο. Και από εκεί έρχεται η μεγάλη είδηση των εκλογών.

Ο δεύτερος στόχος της Μέι ήταν να ταπεινώσει τους Εργατικούς. Σε κατιδίαν συζητήσεις, αυτός ο στόχος δηλωνόταν ακόμα πιο εμφατικά: οι άνθρωποι γύρω από την Μέι συζητούσαν ότι θα περνούσαν στην ιστορία ως «οι νεκροθάφτες του Εργατικού Κόμματος». Ο δεξιός Τύπος είχε χωριστεί σε δύο χοντρικά κατευθύνσεις: πολλά έσκουζαν ενάντια στους «κόκκινους». Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχαν αυτά που πανηγύριζαν την νίκη του Κόρμπιν στις εσωκομματικές εκλογές κι έφταναν να προτείνουν «να παρασημοφορηθεί η ομάδα γύρω από τον Κόρμπιν για τις υπηρεσίες της στο Συντηρητικό Κόμμα». Τα παιδιά της Θάτσερ ζούσαν ακόμα στην εποχή του θριάμβου της: ήταν απολύτως σίγουρα ότι οι «παρανοϊκοί οπαδοί» του Κόρμπιν θα έρθουν σε «επική σύγκρουση με τους ψηφοφόρους της Αγγλίας» οι οποίοι υποτίθεται δεν θέλουν να έχουν καμιά σχέση με περιθωριακές «σοσιαλιστικές» ιδέες. Στον ίδιο κόσμο ζούσαν και τα παιδιά του Τόνι Μπλερ, που πέρασαν τα τελευταία 2 χρόνια να επιτίθενται στον Κόρμπιν ως «ανίκανο» και τις ιδέες του ως καταδικασμένες να οδηγήσουν τους Εργατικούς στο εκλογικό περιθώριο. Ο ίδιος ο Τόνι, με σπάνια διορατικότητα έγραφε το 2015 πως «αν αναδειχθεί ηγέτης ο Κόρμπιν, οι επόμενες εκλογές δεν θα είναι μια ήττα σαν του 1983 ή του 2015. Θα είναι άτακτη υποχώρηση, πιθανότατα εξαφάνιση».

Μετά την λαίλαπα του θατσερισμού, έπειτα του μπλερισμού («του σπουδαιότερου επιτεύγματος» της Μάγκι Θάτσερ κατά δήλωσή της), και στη συνέχεια της επιστροφής των Τόρηδων στην κυβερνητική εξουσία, είχε εδραιωθεί σε σημαντικό βαθμό η προπαγάνδα περί «κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων ιδεών» στη Βρετανία και η «στροφή προς το κέντρο» ως αναντικατάστατη συνταγή εκλογικής επιτυχίας. Η κυριαρχία αυτής της άποψης έριχνε βαριά τη σκιά της παντού. Ο Όουεν Τζόουνς, νεαρός θεωρητικός της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας», ο πλησιέστερος στις ιδέες του Κόρμπιν με δημόσιο βήμα στα ΜΜΕ, που τον είχε στηρίξει αρχικά, δεν τον είχε υποστηρίξει στην τελευταία εσωκομματική μάχη, εγκαταλείποντας το καράβι μπροστά στην εκτίμηση ότι ο Κόρμπιν «δεν μπορεί να νικήσει σε εκλογές» (και σήμερα γράφει στον Γκάρντιαν δήλωση δημόσιας μετάνοιας).

Τι κατάφεραν οι Εργατικοί τελικά με ηγεσία Κόρμπιν; Μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές στη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας στην βρετανική εκλογική ιστορία. Ξεκινώντας 20 μονάδες πίσω και με στόχο «να σώσουν όσες έδρες τους μπορούν», βρέθηκαν 2,5 μονάδες πίσω και με σημαντικό αυξημένο αριθμό εδρών.  

Αν το Μανιφέστο των Συντηρητικών προκαλούσε τρόμο και η δημοσίευσή του ψαλίδισε τις προοπτικές της Μέι, η κυκλοφορία του Μανιφέστου των Εργατικών έδωσε φτερά στα πόδια του Κόρμπιν. Πράγματα όπως οι εθνικοποιήσεις, η αύξηση της φορολογίας στους πλούσιους, η κατάργηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, η αύξηση του κατώτατου μισθού αποδείχθηκαν εξαιρετικά δημοφιλή και στην βάση των Εργατικών, που είχε εγκαταλείψει το κόμμα της τα προηγούμενα χρόνια του σοσιαλφιλελευθερισμού, αλλά και στη νεολαία, που συμμετείχε σε σπάνια ψηλά ποσοστά και ψήφισε μαζικά Κόρμπιν, δείχνοντας πως τα νιάτα της Αγγλίας κουβαλούν «αναχρονιστικές ιδέες του μακρινού παρελθόντος» κι αδυνατούν να αγκαλιάσουν το «μοντερνισμό» της ισοπέδωσης των δικαιωμάτων (και του κυνηγιού αλεπούς παρεμπιπτόντως…).

Το Εργατικό Κόμμα έχανε σταθερά έδρες σε κάθε εκλογή από το 2001 και μετά. Τα ποσοστά του είχαν καθηλωθεί στο ιστορικό χαμηλό του 30%. Με τον Τζέρεμι Κόρμπιν κέρδισε 3.300.000 ψήφους επιπλέον, ανέβηκε κατά 10 μονάδες στο 40% και αύξησε τον αριθμό των εδρών του κατά 29. Είναι αντίστοιχο ποσοστό και μεγαλύτερος αριθμός ψήφων σε σχέση με την νίκη του Τόνι Μπλερ το 2001. Η σύγκριση συμπυκνώνει την αλλαγή εποχής: Ο Μπλερ είχε κατορθώσει να δημιουργήσει κοινωνικό ρεύμα γύρω από τις «εκσυγχρονιστικές» του ιδέες, και τους «Νέους Εργατικούς». Αυτός και οι οπαδοί του πίστεψαν ότι αφού λειτούργησε τότε, θα λειτουργεί για πάντα. Μόνο που αυτό το ρεύμα εν τω μεταξύ εξανεμίστηκε από τη σκληρή πραγματικότητα της εφαρμογής των μπλερικών ιδεών και οι Εργατικοί οδηγήθηκαν σε διαδοχικές ήττες. Σήμερα, ο Κόρμπιν δημιουργεί κοινωνικό ρεύμα σε ρήξη με αυτές τις ιδέες, και πάνω στην υπόσχεση ότι οι Εργατικοί θα αλλάξουν, και θα πάψουν να είναι το απωθητικό δημιούργημα του Μπλερ (ο οποίος μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν είχε πει λέξη για το αποτέλεσμα, μια τοποθέτηση την οποία θα συνεχίσουμε να περιμένουμε με αδημονία).

Αυτή είναι η σημασία της επιτυχίας του Κόρμπιν, πέρα από τον αριθμό εδρών του Εργατικού Κόμματος (έδρες που άλλωστε πιθανότατα θα καταλάβουν άνθρωποι που διαφωνούν με το Μανιφέστο του κόμματος και δεν χάνουν ευκαιρία να επιχειρούν να ανατρέψουν την ηγεσία του). Ήταν η αποκάλυψη ενός κοινωνικού ρεύματος που «ζητά» αλλαγή πολιτικής, που μπορεί τώρα να τρίβει το εκλογικό αποτέλεσμα στα μούτρα των Μέρντοχ και των Μέι, αλλά και των Μπλερ και των «σοβαρών» κεντροαριστερών αναλυτών που από κοινού απαξίωναν τις «σοσιαλιστικές ιδέες». (η φήμη ότι ο Μέρντοχ όρμησε βρίζοντας έξω από το δωμάτιο με την εμφάνιση των πρώτων έξιτ πολ είναι μια εικόνα που συμπυκνώνει το ευχάριστο του αποτελέσματος…)

Ένα από τα γεράκια του μπλερισμού, ο Άλαστερ Κάμπελ, συνεχίζει να ζει στον δικό του κόσμο, στον οποίο το εκλογικό αποτέλεσμα ερμηνεύεται ως «η απάντηση των οπαδών της Παραμονής στην ΕΕ»(!). Είναι μια ανάλυση που ίσως δούμε να απλώνεται διεθνώς. Το ότι τμήμα της βάσης των Εργατικών είχε στηρίξει το Brexit, το ότι οι Εργατικοί δείχνουν να είναι οι βασικοί ωφελημένοι της εξαφάνισης του UKIP στις ρημαγμένες παλιές εργατουπόλεις του Βορρά ή το ότι οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, το κόμμα που ταυτίστηκε απόλυτα κι 100% με το Bremain έμειναν στα ίδια ποσοστά και κέρδισαν μόλις 3 έδρες σε σχέση με το 2015 δεν απασχολεί τους «αναλυτές» που θα ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Παρεμπιπτόντως, στα μικρά, ξεχωριστά θετικά σημεία των εκλογών, η μη εκλογή του ηγέτη των Φιλελεύθερων Νικ Κλεγκ στο κοινοβούλιο…

Εντυπωσιακός (κι ευχάριστος) ήταν ο καταποντισμός του UKIP. Είχε μπει σε κρίση και αναμενόταν η πτώση του, μετά το Brexit. Ο Φάρατζ είχε διαπιστώσει πρώτος ότι ως μονοθεματικό κόμμα ήταν καταδικασμένο να υποχωρήσει μετά την επίτευξη του μοναδικού του στόχου, και πήδηξε έγκαιρα από το καράβι. Αλλά η έκταση της ήττας ήταν εντυπωσιακή. Σε επίπεδο εδρών, χάνει την μοναδική που είχε. Αλλά η εκλογική του βάση (που ήταν πολύ πιο σημαντική) εξαερώθηκε: Οι 3.900.000 ψήφοι και το 12,5% έγινε 590.000 και 1,8%! Οι δεξιοί, ρατσιστές ευρωσκεπτικιστές επέστρεψαν στους Τόρηδες, που υλοποιούν το Brexit. Ενδιαφέρον έχει το τμήμα που ενδεχομένως μετακινήθηκε προς τους Εργατικούς, αποκαλύπτοντας και με αυτόν τον τρόπο ότι η ψήφος υπέρ του Brexit ήταν πολύ πιο σύνθετη κι αντιφατική από όλες τις απλουστευτικές ερμηνείες.

Στη Σκοτία, το SNP παρέμεινε η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη, αλλά είδε την παντοδυναμία του (56 στις 59 έδρες το 2015!) να γκρεμίζεται: Μένει με 35 έδρες και είδε κορυφαία του στελέχη να μένουν εκτός. Είχε σημαντικές απώλειες προς τους Συντηρητικούς, που πήγαν πολύ καλά σε σχέση με την παράδοσή τους στη Σκοτία, αλλά και προς τους Εργατικούς που ανέκτησαν τμήμα της δύναμής τους (το 2015 υπέστησαν «πασοκοποίηση»). Μια πρώτη, πρόχειρη, εκτίμηση είναι πως η σύνδεση του αιτήματος για νέο δημοψήφισμα με την προοπτική παραμονής στην ΕΕ, έσπρωξε τους σκοτσέζους ψηφοφόρους του Brexit στο Συντηρητικό Κόμμα, ενώ -όπως παραδέχονται και ηγετικά στελέχη του SNP- ίσως αποδείχθηκε ότι η επιμονή σε νέο δημοψήφισμα, 3 χρόνια μετά το προηγούμενο δεν ήταν σε αντιστοιχία με τις λαϊκές διαθέσεις σε αυτή τη συγκυρία. Ένα άλλο τμήμα ψηφοφόρων του SNP, ήταν απογοητευμένοι οπαδοί των Εργατικών που βρήκαν νέα «στέγη», όταν το SNP έκανε πολιτική στροφή για να τοποθετηθεί ως επιλογή «στα αριστερά των Εργατικών». Είναι λογικό, κάποιοι από αυτούς να επιστρέφουν λόγω Κόρμπιν. Συνολικότερα τα μικρότερα κόμματα (και το SNP) ανάμεσά τους, πλήρωσαν την πόλωση που οδήγησε σε μια εντυπωσιακή ανασυγκρότηση του δικομματισμού, καθώς τα δύο κόμματα κυριάρχησαν και μάλιστα σε συνθήκες αυξημένης συμμετοχής.

Προεκλογικά, γράφαμε πως η Μέι ελπίζει σε μια μεγάλη νίκη τώρα, γιατί ξέρει ότι τα επόμενα χρόνια θα έχει μπροστά της «περιπέτειες» που θα προκαλέσουν απανωτές κρίσεις. Η Μέι βγαίνει ηττημένη, και αυτές οι «περιπέτειες» παραμένουν μπροστά της… Αν το «ρεύμα Κόρμπιν» βρει έκφραση και στους δρόμους και δε μείνει απλά μια εκλογική καταγραφή, που θα προσμένει παθητικά τις επόμενες κάλπες, θα ανοίξει μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος στη Βρετανία…

Ετικέτες