Ο προϋπολογισμός του κράτους για το 2023, οφείλει να δίνει μήνυμα «δημοσιονομικής σταθερότητας» δηλώνει σε όλους τους τόνους η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Το 2023, κατά τις συμφωνίες με τους δανειστές, είναι ένα σημείο καμπής, όπου τελειώνει η ανοχή προς τις πολιτικές «ελλειμμάτων» και αρχίζει η απαίτηση να καταγραφεί «πλεόνασμα» (το περιορισμένο +0,7% του ΑΕΠ που βάζει ως στόχο το προσχέδιο του Στουρνάρα). 

Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι η άγρια λιτότητα που έχει μέχρι σήμερα επιβληθεί στην κοινωνική πλειοψηφία θα γίνει ακόμα αγριότερη από το 2023. 

Όλες οι βασικές προβλέψεις του προϋπολογισμού είναι τόσο «στον αέρα» που γίνεται δύσκολο να τις πάρει κανείς στα σοβαρά.

Ως προς τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, που κατά τον Σταϊκούρα φέτος έφτασε στο +5,3%, η πρόβλεψη για το 2023 είναι ότι θα περιοριστεί στο +2,1%. Ο Σταϊκούρας, θέλοντας και μη, αναγνωρίζει αυτήν την προοπτική μείωσης, αλλά συμπληρώνει ότι «παρόλα αυτά παραμένουμε σε τροχιά ανάπτυξης». Οι διεθνείς «εκτιμητές» (οι αγαπημένοι «οίκοι» των νεοφιλελεύθερων της Δεξιάς) περιγράφουν αλλιώς το φαινόμενο: Η Moody’s προβλέπει ανάπτυξη +1,8% για το 2023 στην Ελλάδα και την χαρακτηρίζει «ισχυρή επιβράδυνση». Δηλώνει ανήσυχη για την «αναιμική αναπτυξιακή δυναμική» που διαμορφώνεται, με την πρόβλεψη για μέσο όρο «ανάπτυξης» στα επόμενα χρόνια μικρότερο του 1,2%. Οι συνέπειες, συμπληρώνει, θα είναι σοβαρές πάνω στο ήδη βαρύ πρόγραμμα «εξυπηρέτησης» του δημόσιου χρέους. Που στο πρώτο τρίμηνο του 2022 είχε φτάσει τα 357 δισ. ευρώ (190% του ΑΕΠ), αυξημένο από τα 340 δισ. του πρώτου τριμήνου του 2021. 

Ως προς τον πληθωρισμό, ο Σταϊκούρας δηλώνει ότι τελικά φέτος θα κλείσει στο 8,8%. Η πρόβλεψη είναι μάλλον αισιόδοξη, αφού στον τρέχοντα μήνα ο πληθωρισμός ξεπερνά το 12% και όλες οι «αγορές» προειδοποιούν για ράλι ανατιμήσεων στους επόμενους μήνες του ’22. Για το 2023, όμως, η πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός θα περιοριστεί στο 3%, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις παλιότερες δηλώσεις του Γεωργιάδη που χαρακτήριζαν την ακρίβεια ως φαινόμενο «παροδικό και πρόσκαιρο». 

Ως προς την ανεργία, η κυβέρνηση κάνει λόγο για ουσιαστική μείωσή της, εκτιμώντας ότι φτάνει στο 12%. Παρότι και το 12% είναι ένα πολύ σοβαρό ποσοστό ανεργίας, θεωρείται δεδομένο ότι αυτό είναι πλαστό, είναι προϊόν λογιστικού μαγειρείου των υπηρεσιών του Χατζηδάκη. Η πραγματική ανεργία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. Ως παράδειγμα θυμίζουμε ότι το ποσοστό απασχόλησης του ενήλικα πληθυσμού, ανδρών και γυναικών ηλικίας 20-64 ετών, στην Ελλάδα φτάνει μόλις στο 62%, έναντι του 73% που είναι ο μέσος όρος των χωρών-μελών της ΕΕ. 

Φόροι

Εκεί που η εικόνα είναι πιο συγκεκριμένη, είναι στο ζήτημα των φορολογικών εσόδων του κράτους. Το 2022 υπήρξε χρονιά φοροληστείας: τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 6,4 δισ. ευρώ (+24% σε σχέση με πέρσι) και η φορολογία εισοδήματος (παρά τη μείωση φόρου επί των κερδών των επιχειρήσεων) απέδωσε 2 δισ. ευρώ περισσότερο από πέρσι. Η εικόνα είναι τραγική: η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυξάνει τη φορολόγηση του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος ενώ μειώνει τη φορολόγηση των κερδών και ταυτόχρονα αυξάνει τον πιο αντικοινωνικό και άδικο φόρο, τον φόρο επί της κατανάλωσης, έχοντας εκτοξεύσει τον ΦΠΑ κοντά στο 65% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Και είναι σαφές ότι η διεκδίκηση «πλεονάσματος» μέσα στο 2023 θα χρηματοδοτηθεί από τη νέα αύξηση των φορολογικών εσόδων (με επιμονή στη «συνταγή» ΦΠΑ) και τη μείωση των κοινωνικών δαπανών (ειδικά στους τομείς της υγείας και της εκπαιδεύσης). 

Οι συνέπειες θα είναι καθοριστικές για το πρόγραμμα των, τάχα, «παροχών» που εξήγγειλε με τυμπανοκρουσίες ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ. Η νεοφιλελεύθερη συνταγή των «ευέλικτων και στοχευμένων» μέτρων, σε αντίθεση με τις «οριζόντιες» διεκδικήσεις, δεν είναι τυχαία. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το πότε θα αρχίσουν να ισχύουν, το πόσους και ποιους θα αφορούν, το τι ακριβώς θα δίνουν κ.ο.κ. 

Το καλύτερο παράδειγμα είναι το ανέκδοτο περί «αυξήσεων στις συντάξεις» που μέχρι σήμερα κανείς συνταξιούχος δεν έχει δει στην τσέπη του και όπου οι αλχημείες με την αυξομείωση της «προσωπικής διαφοράς» μπορεί να οδηγήσουν σε φιλοδωρήματα της τάξης των 50-150 ευρώ… το χρόνο, με καταβολές που θα αρχίσουν… κάποτε, μέσα στο 2023. Όμως προσοχή: Ακόμα και αυτό το άθλιο πρόγραμμα «παροχών» τίθεται πλέον κάτω από τη δοκιμασία της επιδίωξης «πλεονάσματος» μέσα στο 2023, ένα χρόνο που στη διεθνή οικονομία αναμένεται ως «τρομερό έτος». 

Υπερκέρδη

Η εικόνα είναι απολύτως αντίστροφη στο άλλο άκρο της κοινωνίας, στο άκρο των από πάνω. Τα στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι εισηγμένες στο ΧΑΑ εταιρείες, δείχνουν αύξηση του κύκλου των εργασιών τους κατά 50,2% και κυρίως αύξηση των κερδών στο πρώτο εξάμηνο του 2022, φτάνοντας στα 6,5 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας κατά 48% την περσινή τους περίοδο. Πρόκειται για «ιστορικό» ρεκόρ, που ξεπερνά την επίδοση των εισηγμένων εταιρειών του 2007 (προ κρίσης) που ήταν η κορυφαία, από τότε που το ΧΑΑ διατηρεί στοιχεία. Μέσα σε αυτό το άλμα κερδοφορίας ξεχωρίζουν οι εταιρείες διύλισης και εμπορίας πετρελαιοειδών, χάλυβα, αλουμινίου, ενέργειας, διαχείρισης ακινήτων κ.ά. Πρόκειται για τους καπιταλιστικούς ομίλους που επωφελήθηκαν (!) από το κύμα ακρίβειας, αφού «κατόρθωσαν» (με τις ευλογίες της κυβέρνησης) να πωλούν τα αποθέματά τους σε νέες υψηλότερες τιμές, πρωταγωνιστώντας στην εκτίναξή τους. Σε αυτά τα γεράκια της αγοράς ο Μητσοτάκης αφιερώνει τις διαρκείς μειώσεις φορολόγησης, τις μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών, τις επιδοτήσεις για την «απασχολησιμότητα» εργατών, το μερίδιο του λέοντος των ευρωπαϊκών πόρων κ.ο.κ. με στόχο να διευκολύνει το έργο τους.

Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Και ο προϋπολογισμός του 2023 είναι κομμένος και ραμμένος για να εκτοξεύσει αυτό το φαινόμενο σε πρωτοφανείς διαστάσεις. 

Η αντιμετώπιση αυτής της πολιτικής βάζει στο εργατικό κίνημα και στην Αριστερά ειδικά καθήκοντα. Η διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις, μεγαλύτερων του πληθωρισμού, γίνεται όρος επιβίωσης για μεγάλο τμήμα του εργαζόμενου πληθυσμού. Η απαίτηση για δημόσιο έλεγχο των τιμών, με αποφασιστική συμμετοχή των συνδικάτων, είναι προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί το θανατερό σπιράλ της ακρίβειας. Η διεκδίκηση μείωσης της φορολόγησης του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος και άμεσα της κατάργησης (ή έστω της δραστικής μείωσης) του ΦΠΑ και των άλλων «ειδικών φόρων» πάνω στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, είναι υπερώριμα αιτήματα. Αυτά τα αιτήματα, μαζί με την απαίτηση αύξησης των κοινωνικών δαπανών και την απόρριψη της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, θα μπορούσαν να αποτελούν τους «πυλώνες» ενός άμεσου-μεταβατικού προγράμματος με στόχο την ενοποίηση και κλιμάκωση των αγώνων και το άνοιγμα μιας αριστερής-ριζοσπαστικής προοπτικής για την κοινωνία. Γιατί χωρίς αυτόν τον παράγοντα, μιας ορμητικής εισόδου της εργατικής-λαϊκής διεκδικητικότητας στο πολιτικό προσκήνιο, η προοπτική που δρομολογεί ο προϋπολογισμός του 2023 θα έχει δραστικά αρνητικές συνέπειες για τον κόσμο μας. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες