Η Amalia Paloma González,δημοσιογράφος και αγωνίστρια των Anticapitalistas , γράφει αποκλειστικά για το Rproject για την ιστορική συγκέντρωση που έγινε στη Μαδρίτη στις 7 Νοέμβρη. Οι φωτογραφίες είναι του επίσης αγωνιστή των Anticapitalistas Pablo Ibáñez
Η πανισπανικού βεληνεκούς διαδήλωση ενάντια στη φαλλοκρατική (machismo) βία είχε μεγάλη επιτυχία. Αυτό έδειξαν στις 7 Νοέμβρη τα 200.000 άτομα που βγήκαν στους δρόμους της Μαδρίτης για να συμμετάσχουν στη μεγαλύτερη διαδήλωση που έχει γίνει στην πρωτεύουσα μετά τις «Πορείες Αξιοπρέπειας» το 2014. Αλλά η σημασία αυτής της διαδήλωσης πάει πολύ πιο πέρα από τα νούμερα. Πρόκειται για μια ενωτική προσπάθεια των διαφορετικών φεμινιστικών οργανώσεων, μια σημαντική καινοτομία με σεβασμό προς ότι έγινε τα προηγούμενα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι κινητοποιήσεις συνέβαιναν με ανεξαρτησία από το κίνημα. Χωρίς να πάμε πολύ μακριά, η απάντηση ενάντια στην οπισθοδρομική μεταρρύθμιση του νόμου για την έκτρωση που προτάθηκε από το Λαϊκό Κόμμα (PP) – γνωστού και ως «Νόμου Γκιγιαρδόν», από το όνομα του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης και υπεύθυνου για το γεγονός ότι οι γυναίκες που ήταν μικρότερες 16 χρονών εώς και τα τα 18 δε μπορούν να κάνουν έκτρωση χωρίς την άδεια των κηδεμόνων τους – οδήγησε σε ξεχωριστές διαδηλώσεις. Από τη μια ο θεσμικός φεμινισμός και από την άλλη ο αυτόνομος. Αυτή κατάσταση επέτρεψε στο ριζοσπαστικό φεμινισμό να αναπτύξει το δικό του λόγο, με λιγότερη, όμως, προβολή και γι’ αυτό με μικρή δυνατότητα να καθορίσει την ατζέντα.
Η εκτεταμένη αιματοχυσία του 2015, με 82 δολοφονημένες γυναίκες μόνο τη φετινή χρονιά (λόγω έμφυλης βίας), και η συνεχής σιωπή από μεριάς της κυβέρνησης του ΡΡ για τις «νεκρές», προκάλεσαν αυτή την ενωτική απάντηση. Αυτά όλα τα γεγονότα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πλησιάζουν οι εθνικές εκλογές εθνικές , που είναι προγραμματισμένες για τις 20 Δεκεμβρίου, οδήγησαν όλα τα πολιτικά κόμματα να θέλουν να είναι στο «κάδρο » της διαδήλωσης – ακόμα αν το καθένα έχει διαφορετικό πολιτικό λόγο, ενώ εντωμεταξύ το φεμινιστικό κίνημα το τελευταίο διάστημα έγινε ικανό να καθορίζει την ατζέντα, πολύ περισσότερο. Ακόμα και το ΡΡ, το οποίο δεν υποστήριζε την κινητοποίηση και αρνούνταν να ψηφίσει υπέρ των ψηφισμάτων στήριξης που προτάθηκαν στα δημαρχεία και στις αυτόνομες κοινότητες-κυβερνήσεις κατέληξε να δηλώσει την παρουσία του στην πορεία με τη συμμετοχή ορισμένων από τα νεότερα στελέχη του.
Αυτή η παρουσία των πολιτικών κομμάτων, είναι θεμελιώδης παράγοντας πάνω στον οποίο χρειάζεται να στηριχθεί κανείς ώστε να αξιολογήσει την επιτυχία του καλέσματος, μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ψηφοθηρική, αλλά μπορεί, επίσης, να ειδωθεί και ως μια ευκαιρία για τα κόμματα αυτά να υιοθετήσουν τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος και να τα συμπεριλάβουν στην πολιτική ατζέντα, κυρίως αν έχουμε αλλαγή στη διακυβέρνηση.
Όλα δείχνουν ότι οι επόμενοι μήνες θα σημαδευτούν από μια διαδικασία ορατότητας και αγώνα ενάντια στις μορφές βίας που υφίστανται οι γυναίκες μέσα στο πατριαρχικό και καπιταλιστικό σύστημα: συμβολική, μέσα από τα μέσα επικοινωνίας και τη διαφήμιση∙ δομική, μέσω του σεξισμού της καθημερινότητας∙ εργασιακή και/ή οικονομική, μέσω των κατώτερων μισθών από αυτών των ανδρών∙ ψυχική, που ασκείται με λεκτική βία∙ σεξουαλική, μέσω της επιβολής μη επιθυμητών σεξουαλικών σχέσεων κ.ο.κ.
Με αυτή την έννοια , αν κι η σεξιστική βία φαίνεται να είναι η αιχμή του δόρατος για το φεμινισμό, παραμένουν ακόμα σημαντικές προκλήσεις αναπάντητες που αφορούν τον ορισμό, την προσέγγιση και τις απαντήσεις που θα δοθούν απέναντι στην προαναφερθείσα φαλλοκρατική βία. Συγκεκριμένα στην προκειμένη πορεία, η χρήση του όρου «φαλλοκρατική», στη θέση του κοινώς χρησιμοποιούμενου «έμφυλη βία», είναι εν μέρει μια αντανάκλαση της δυνατότητας – περιορισμένης , αλλά σημαντικής- να επαναπροσδιοριστεί ο λόγος που χρησιμοποίησε σε αυτήν την περίπτωση ο πιο ριζοσπαστικός φεμινισμός.
Είναι, επίσης, απαραίτητο να συζητηθούν, επί του συγκεκριμένου, όροι όπως «φαλλοκρατική τρομοκρατία», «γυναικοκτονία» και άλλοι , οι οποίοι αποτέλεσαν μέρος της εκστρατείας για την 7η Νοέμβρη και που είναι πιο κοντά στο μήνυμα που εκπέμπουν οι θεσμοί και τα μίντια. Το τελευταίο τείνει να «παιδικοποιήσει» και να θυματοποιήσει τις γυναίκες, επικεντρώνοντας περισσότερο στην έμφυλη βία μεταξύ ερωτικών συντρόφων, παρά στη σεξιστική βία που ασκείται σε οποιαδήποτε γυναίκα από το γεγονός και μόνο ότι είναι γυναίκα. Πράγματι, κάποια από τα συνθήματα αυτής της διαδήλωσης («Μας θέλουμε ζωντανές», «Δεν είναι νεκρές, είναι δολοφονημένες», «Ούτε μία λιγότερη»), όπως επίσης και μεγάλο μέρος του συμβολισμού της, φαίνονταν να αποδίδουν τις δολοφονίες στην καταπίεση των γυναικών ως προϊόν της φαλλοκρατικής βίας, δολοφονίες που, αν και αποτελούν την πιο ανησυχητική όψη, είναι μόνο το τελικό προϊόν ενός φαινομένου δομικού που απαιτεί μια ανάλυση πιο βαθειά και, πάνω απ’ όλα, απαιτεί την αυτοργάνωση του καταπιεζόμενου υποκειμένου.
Αυτό έγινε αντιληπτό στην Πρώτη Ομοσπονδιακή Συνάντηση Γυναικών των Anticapitalistas που πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο μετά τη διαδήλωση. Εκεί αποφασίσθηκε, ανάμεσα σε άλλα ζητήματα, να λανσαριστεί μια πρόταση καμπάνιας σε αυτήν την κατεύθυνση για το επόμενο διάστημα, που θα χρησιμεύσει στο να καταγγείλει τις διακριτές μορφές φαλλοκρατικής βίας που υφίστανται οι γυναίκες στην καθημερινότητά τους, τροφοδοτούμενη έτσι, από τη δυναμική του κινήματος και από τη νέα αυτή προσέγγιση, μια καμπάνια που θα χαράσσει ταυτόχρονα , μια κατεύθυνση δράσης μέσα στο κίνημα.
Επίσης πέρα από τις οργανωτικές προτάσεις και την καμπάνια , οι συντρόφισσες συζήτησαν το πώς θα όφειλε να αυτοπροσδιορίζεται ένας αντικαπιταλιστικός φεμνισμός και ποιες θα έπρεπε να είναι οι προτεραιότητές του στην παρούσα στιγμή. Προς το παρόν, γίνεται μια επεξεργασία γύρω από έναν αντικαπιταλιστικό φεμινισμό που θα είναι τόσο κατακόρυφος όσο και εξειδικευμένος και προσανατολισμένος στο κοινωνικό και στο πολιτικό, ένας φεμινισμός που θα αναλύει τον καπιταλισμό και την πατριαρχία ως συστήματα ανεξάρτητα, αλλά αμοιβαία ενισχυόμενα στην παρούσα συγκυρία.
Όσον αφορά τις προτεραιότητες, η δράση μέσα στο Podemos και στους θεσμούς ήταν από τα βασικά ζητήματα συζήτησης αυτής Συνάντησης. Η ανάδειξη των αντιθέσεων του λόγου του λαϊκίστικου υποκειμένου μέσω της πρακτικής και της παρέμβασης, όπως επίσης και η σύσταση δικτύων συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων γυναικών που αυτή τη στιγμή κατέχουν πολιτικές θέσεις και βρίσκονται κοντά στις δικές μας προσεγγίσεις, ήταν δύο από τους στόχους που τέθηκαν σαν οδικός χάρτης για τις συντρόφισσες τους επόμενους μήνες. Αν προέκυψε ένα σημαντικό συμπέρασμα ως προϊόν των διαφορετικών εμπειριών και των απολογισμών του κάθε χώρου, αυτό ήταν, το ότι πρέπει να συνεχίσουμε να χτίζουμε ένα αντικαπιταλιστικό φεμινιστικό κίνημα με πλειοψηφική λειτουργία , που θα φτιάχνει πλειοψηφικούς και πλατιούς χώρους παρέμβασης και ταυτόχρονα ότι χρειάζεται να συνεχίσουμε να συμμετέχουμε στο Podemos, παρά το γεγονός ότι «αδειάζουν» οι συνελεύσεις του.
Τέλος, παρουσιάστηκε ένα κείμενο-πλαίσιο του πρόσφατα δημιουργημένου χώρου LGBTI σε ομοσπονδιακό επίπεδο , με τον οποίο ο φεμινιστικός χώρος ενέκρινε την σταθερή και επίσημη σύνδεση καθώς και το να μοιραστεί συγκεκριμένους και κοινούς χώρους παρέμβασης, όπως επίσης και να ενθαρρύνει τις εσωτερικές διαδικασίες του χώρου αυτήν την περίοδο, κατανοώντας πως η πατριαρχία ασκεί βία επίσης και προς τα άτομα που δεν ταιριάζουν στην κυρίαρχη ετεροκανονικότητα.