Περιγράψαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου τη διαδικασία με την οποία προέκυψε η ιρανική επανάσταση, το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός στη Μ. Ανατολή, εκτός από τους κατακτητικούς πολέμους του Ισραήλ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Έντουαρντ Μόρτιμερ, απεσταλμένος της εφημερίδας «Spectator», ήταν «μια γνήσια λαϊκή επανάσταση με την πλήρη έννοια της λέξης: πιθανά η πιο γνήσια μετά το 1917».

(Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ)

Το ερώτημα συνεπώς είναι πώς μπόρεσαν να πάρουν τον έλεγχο οι μουλάδες, δηλ. οι θρησκευτικοί ηγέτες, παρότι τον πρωτεύοντα ρόλο τον έπαιξε η εργατική τάξη. Πώς έγινε αυτό αφού το μέγεθος της ιρανικής εργατικής τάξης το 1979 ήταν αναλογικά μεγαλύτερο από αυτό της εργατικής τάξης στη Ρωσία του 1917 (3-4 εκατ. εργάτες, σε συνολικό πληθυσμό 35 εκατομμυρίων);

Ο ρόλος του κλήρου

Ο κλήρος δεν είχε ως αρχική επιλογή του τη σύγκρουση με τον σάχη. Οι λόγοι που αντέδρασαν οι κληρικοί είναι το γεγονός ότι ο σάχης στον επιχειρούμενο εκσυγχρονισμό του έβαλε ως στόχο τις εκτάσεις της ισλαμικής εκκλησίας, δηλ. ενός από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες της χώρας, καθώς και ότι φορολόγησε άγρια το «παζάρι» δηλ. τους μικροεμπόρους που αποτελούσαν την κοινωνική βάση στήριξης του ισλάμ στον Ιράν. Ο ίδιος ο σάχης με την καθοδήγηση των δυτικών μυστικών υπηρεσιών είχε εξοντώσει με φυσικό τρόπο την Αριστερά. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, για τους Δυτικούς αυτή (η Αριστερά) ήταν ο εχθρός, μαζί φυσικά με την ΕΣΣΔ. Όπως και σε άλλες ισλαμικές χώρες, αυτή η πολιτική άφησε το έδαφος ελεύθερο για το πολιτικό ισλάμ. Καθώς όλες οι πολιτικές οργανώσεις είχαν απαγορευτεί από τον σάχη, όσοι ήταν ενάντια στο καθεστώς άρχισαν να μαζεύονται στα τζαμιά. 

Ο κλήρος είχε ένα καλά οργανωμένο δίκτυο, με 10.000 τζαμιά, 180.000 μέλη, 90.000 μουλάδες (απλούς παπάδες) και 50 Αγιατολάχ (αρχιερείς). Γράμματα και ηχογραφημένα μηνύματα του (εξόριστου από το 1963) Χομεϊνί έμπαιναν κρυφά στη χώρα, αντιγράφονταν και διαδίδονταν. Οι φτωχοί των πόλεων και της υπαίθρου αντιλήφθηκαν το κάλεσμα για ανατροπή του σάχη, εκ μέρους των μουλάδων, ως αγώνα ενάντια στον ολοκληρωτισμό και το αίτημα για μια «Ισλαμική Δημοκρατία» ως αίτημα για μια «Δημοκρατία των φτωχών». Δημιουργήθηκε το όραμα ενός ισλαμικού κράτους στο οποίο η ελευθερία και η δημοκρατία θα αντικαθιστούσαν τις διεφθαρμένες δυτικές και μη-ισλαμικές επιρροές.

Γύρω από τα τζαμιά δημιουργήθηκαν και κοινωνικά κέντρα, τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, παρέχοντας υποστήριξη και τροφή στους φτωχούς αγρότες που είχαν χάσει τη γη τους και κατέκλυζαν τις πόλεις. 

Μετά τον Φλεβάρη του 1979, οι δομές της παλιάς κοινωνίας είχαν καταρρεύσει, και ο Χομεϊνί και οι ισλαμιστές φάνταζαν –και ήταν– η μόνη πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να διασφαλίσει την επιβίωση του καπιταλισμού στο Ιράν. Για το λόγο αυτό, και παρά την επικρατούσα άποψη για την αντιπαλότητα του καθεστώτος τους με τη Δύση, είχαν εξασφαλίσει, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης, την αμέριστη υποστήριξη των Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη νέα κυβέρνηση του Ιράν την επόμενη μέρα από τον σχηματισμό της. Εξάλλου επρόκειτο για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, δηλ. για μια κυβέρνηση καθαρά αστική. Συμμετείχαν το Ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Χομεϊνί, το φιλελεύθερο αστικό «Εθνικό Μέτωπο» (από το οποίο προερχόταν ο πρωθυπουργός Μ. Μπαζαργκάν), ενώ είχε την στήριξη του Κομουνιστικού Κόμματος.

Μέσα σε δύο μόλις μέρες μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης, ο Χομεϊνί διέταξε τις εργατικές και τις τοπικές επιτροπές να διαλυθούν. Βέβαια σκαρφαλώνοντας στο επαναστατικό κύμα που είχε φέρει στο προσκήνιο αιτήματα του κύριου φορέα της επανάστασης, δηλ. των εργατών, ο Χομεϊνί υποχρεώθηκε να υιοθετήσει ριζοσπαστική αριστερή φρασεολογία και μια αντιιμπεριαλιστική στάση, ιδιαίτερα απέναντι στις ΗΠΑ. Στο εσωτερικό αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις στους εργάτες, εισάγοντας μέτρα όπως οι δωρεάν μετακινήσεις, η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η επιδότηση στα είδη πρώτης ανάγκης. Τον Ιούλη του 1980 εκδόθηκαν τα πρώτα διατάγματα για εθνικοποιήσεις, οδηγώντας το μεγαλύτερο τμήμα της βιομηχανίας σε κρατική ιδιοκτησία, αν και η ιδιωτική περιουσία εξακολουθούσε να θεωρείται «σεβαστή».

Ο Χομεϊνί όμως ήταν αποφασισμένος να συντρίψει τις εργατικές οργανώσεις. Το Μάρτη, οι γυναίκες υποχρεώθηκαν να φοράνε μαντήλια, ένα μέτρο στο οποίο οι γυναίκες αντέδρασαν με μαζικές διαδηλώσεις. Τον Απρίλη, ο Χομεϊνί κατάφερε να κερδίσει με ποσοστό 99% το δημοψήφισμα, στο οποίο η μοναδική ερώτηση ήταν ναι ή όχι σε μια «Ισλαμική Δημοκρατία».

Δημιουργήθηκαν «Επαναστατικά Δικαστήρια», τα οποία αποφάσισαν τις εκτελέσεις στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών και πρακτόρων της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος του σάχη. Πέρα από αυτό όμως, μπορούσαν να επιβληθούν ποινές μέχρι και δέκα χρόνων φυλάκισης για «αποδιοργανωτικές δράσεις στα εργοστάσια ή εργατική προπαγάνδα».

Άρχισαν να αναπτύσσονται «ισλαμικά συμβούλια» δίπλα στα εργατικά, κάτω όμως από τον αυστηρό έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Οι απεργίες απαγορεύτηκαν και μέχρι τα τέλη του 1980, το σώμα των «Pasadaran», ή αλλιώς «Φρουροί της Επανάστασης» είχαν «περιοδεύσει» σε όλα τα εργοστάσια διαλύοντας τα εργατικά συμβούλια.

Η καταπίεση από το καθεστώς του σάχη των εθνικών μειονοτήτων, που αποτελούν το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας, συνεχίστηκε και από την ισλαμική εξουσία. Οι Τουρκομάνοι στην επαρχία Γκοργκάν, οι αραβόφωνοι της πετρελαιοπαραγωγού επαρχίας του Κουζεστάν και κυρίως οι Κούρδοι, της επαρχίας του Κουρδιστάν, εξωθήθηκαν συχνά σε τοπικές εξεγέρσεις, οι οποίες συνετρίβησαν βίαια από το καθεστώς.

Παρά τις απεργίες και άλλες κινητοποιήσεις που οργανώθηκαν, μέχρι το 1982 το νέο καθεστώς είχε σταθεροποιήσει τη θέση του. Ο Χομεϊνί κατέστειλε κάθε διαφορετική φωνή ως «προδοσία ενάντια στην επανάσταση». Το καθεστώς εκμεταλλεύτηκε και τον οκταετή πόλεμο με το Ιράκ, μετά από εισβολή του ιρακινού στρατού που είχε την υποστήριξη των ΗΠΑ, το Σεπτέμβρη του 1980.

Ο Χομεϊνί χρησιμοποίησε τον πόλεμο για να ενισχύσει τον εθνικισμό και να σταθεροποιήσει τη θέση του. Δεκάδες χιλιάδες αντίπαλοί του εκτελέστηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν. Λίγο αργότερα άρχισε και η επανιδιωτικοποίηση ολόκληρων τομέων της οικονομίας.

Αριστερά

Όταν ξέσπασε ο αγώνας ενάντια στον σάχη, εξαιτίας της συνεχούς και συστηματικής καταστολής στις δεκαετίες ’60 και ’70, καμία από τις οργανώσεις της Αριστεράς δεν ήταν σε θέση είτε να παίξει ηγετικό ρόλο στο μαζικό κίνημα είτε να επηρεάσει την κατεύθυνση και τη συνολική στρατηγική του αγώνα ενάντια στη δικτατορία. Οι Φενταγίν και οι Μουτζαχεντίν ήταν από τις μεγαλύτερες οργανώσεις και αυτές που υπέστησαν τα σοβαρότερα πλήγματα. Π.χ. σχεδόν όλα τα ιδρυτικά μέλη και τα ανώτερα στελέχη των Φενταγίν –περίπου διακόσια άτομα– θανατώθηκαν: είτε εκτελέστηκαν στη φυλακή, είτε πέθαναν από τα βασανιστήρια ή σκοτώθηκαν σε ανταλλαγές πυροβολισμών με την αστυνομία. Άλλα στελέχη των Φενταγίν βρίσκονταν στη φυλακή κατά τη δεκαετία του ’70 και απελευθερώθηκαν μόνο μετά το άνοιγμα των φυλακών στις αρχές του 1979, δηλ. πολύ καθυστερημένα για να παίξουν κάποιο ρόλο σε αντίθεση πάντα με την άνεση που είχαν οι ισλαμιστές. Ασφαλώς, παρά την καταστολή, δεν μιλάμε για ασήμαντες οργανώσεις. Οι Φενταγίν, για παράδειγμα, είχαν περίπου 150 γραφεία σε όλη τη χώρα και σε μία από τις συγκεντρώσεις τους είχαν μαζέψει 500.000 ανθρώπους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Τουντέχ, μπόρεσε να διατηρήσει ανέπαφη την ηγετική του ομάδα –αφού τα περισσότερα ηγετικά στελέχη του κόμματος κατά την περίοδο της δικτατορίας είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ και στις λοιπές χώρες του ανατολικού μπλοκ. Με το ξέσπασμα της επανάστασης το 1979 το Τουντέχ υπολογίζεται ότι είχε ένα εκατομμύριο μέλη όντας το μεγαλύτερο Κουμμουνιστικό Κόμμα στη Μ. Ανατολή. Τι πήγε συνεπώς στραβά;

Είχαμε αναφέρει ότι το Τουντέχ, μιλούσε ακόμη και εναντίον των εργατικών απεργιακών επιτροπών την περίοδο της επανάστασης. Η πολιτική του δεν οφειλόταν βέβαια σε κάποια κακία της ηγεσίας αλλά στην ανάλυσή του για την ιρανική κοινωνία που συμπυκνωνόταν στην αναγκαιότητα της ταξικής συνεργασίας με την «εθνική» αστική τάξη, μια πολιτική την οποία ακολουθούσε σύμφωνα με τις οδηγίες της σταλινικής γραφειοκρατίας του Κρεμλίνου. Η σταλινική «Θεωρία των Σταδίων» επέμενε ότι ο αγώνας για σοσιαλισμό έπρεπε να αναβληθεί για επόμενη φάση, αφού πρώτα θα είχε εγκαθιδρυθεί και αναπτυχθεί το καπιταλιστικό κράτος. Έτσι, το Τουντέχ είχε για σύνθημα «για μια Δημοκρατική Ισλαμική Δημοκρατία»! 

Αλλά το ίδιο ίσχυε και για το μεγαλύτερο μέρος της επαναστατικής Αριστεράς που επίσης δεν πίστευε (για διαφορετικούς λόγους από το Τουντέχ) ότι οι εργάτες και η νεολαία μπορούσαν μετά την ανατροπή του σάχη να πάρουν και την κοινωνική και οικονομική εξουσία. Όλες οι οργανώσεις περιέγραφαν το καθεστώς του σάχη ως εξαρτημένο από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πράγμα που εμπόδιζε, έλεγαν, την ανάπτυξη της μελί, δηλ. της εθνικής και ανεξάρτητης βιομηχανίας, της εθνικής και ανεξάρτητης τεχνολογίας κ.λπ. Λιγότερο ή περισσότερο όλες οι μεγάλες οργανώσεις (Μουτζαχεντίν, Φενταγίν, οι μαοϊκές Πεϊκάρ και Ρανιμπαράν) έμειναν επίσης προσκολλημένες στη σταλινική «Θεωρία των Σταδίων». 

Συνακόλουθα υπήρχε απουσία ισχυρών δεσμών με τμήματα κλειδιά του προλεταριάτου, όπως οι βιομηχανικοί εργάτες. αφού η Αριστερά προσέβλεπε σε άλλες κοινωνικές δυνάμεις. 

Εκτός όμως από αυτή τη θεωρία, οι απόψεις για την πρωτοκαθεδρία του ένοπλου αγώνα και του αντάρτικου απέναντι στην δουλειά μέσα στους χώρους εργασίας (μια τακτική που ακολουθούσαν κυρίως οι Φενταγίν, οι οποίοι προέρχονταν από στρώματα της νεολαίας που παλιότερα υποστήριζαν το Τουντέχ), έπαιξαν επίσης ρόλο στην απομάκρυνση από την εργατική τάξη. Τις ίδιες επιρροές είχε και η οργάνωση Αγωνιστές του Λαού (Μουτζαχεντίν), η οποία δημιουργήθηκε το 1970 γύρω από μία απόπειρα μίξης ισλαμικής με τη μαρξιστική φιλοσοφία. Το σύνθημά τους ήταν «Ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση είναι ο ένοπλος αγώνας».

Και υπήρχε και ένα τρίτο πρόβλημα, εκτός από την καταστολή, τη θεωρία των σταδίων και την αποξένωση από τους εργάτες: Παρότι η συνολική αριθμητική δύναμη των Φενταγίν, του Τουντέχ, των Μουτζαχεντίν και του Πεϊκάρ αντιστοιχούσε σε ένα σημαντικό πολιτικό δυναμικό, η ενότητα δυστυχώς δεν ήταν ποτέ μέσα στις προτεραιότητές τους.

Και μεμονωμένα καμιά από τις παραπάνω οργανώσεις δεν μπόρεσε να βρει το δρόμο για το συντονισμό του κινήματος σε εθνικό επίπεδο και να αφοπλίσει τον ισλαμικό κλήρο πολιτικά και στρατιωτικά.

Τελικά στην προπαγανδιστική δουλειά που έκαναν όλοι οι αριστεροί μέσα στα εργοστάσια, μιλούσαν κυρίως για την αποδέσμευση της οικονομίας από τον ιμπεριαλισμό και τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης εθνικής οικονομίας. Ομοίως και για το Τουντέχ, κεντρικός στόχος ήταν η εθνική δημοκρατική επανάσταση βασισμένη στον αντιμπεριαλισμό, και η απαλλαγή από τα δεσμά της εξάρτησης. Όλες αυτές οι οργανώσεις αγνοούσαν ότι ένα θρησκευτικό καθεστώς, βασισμένο σε ένα θολό μείγμα λαϊκισμού και ισλαμισμού, θα κατόρθωνε να υλοποιήσει όλους αυτούς τους στόχους, παραμένοντας βαθιά αντικομμουνιστικό και καταπιεστικό. Η Αριστερά διαπίστωσε, αλλά με πολύ επώδυνο τρόπο για την ίδια, ότι ένα μικροαστικό, στα λόγια αντικαπιταλιστικό, εξ ανάγκης αντιμπεριαλιστικό και αντισιωνιστικό καθεστώς μπορεί να μην έχει ουδεμία σχέση με το σοσιαλιστικό όραμα και σχέδιο. Επίσης η Αριστερά συνειδητοποίησε ότι ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε καν προοδευτικό, κάτι που το είχε αντιληφθεί ήδη ο γυναικείος πληθυσμός του Ιράν με την επιβολή της μπούργκα.

Κατά μια τραγική αναλογία με τις αιτίες που χάθηκε και η Ρώσικη Επανάσταση, υπήρξαν χιλιάδες μέλη των επαναστατικών οργανώσεων της Αριστεράς που στάλθηκαν από τις οργανώσεις τους εθελοντές στον πόλεμο που εξαπόλυσε το  Ιράκ ενάντια στο Ιράν τον Σεπτέμβρη του 1980. Οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν για να υπερασπίσουν το καθεστώς επειδή έβλεπαν ότι είχε μπει στο στόχαστρο του δυτικού ιμπεριαλισμού. Εθελοντές έστειλε ακόμη και η Μειοψηφία των Φενταγίν, παρότι είχε χαρακτηρίσει τον πόλεμο ως σύγκρουση μεταξύ δύο αντιδραστικών καθεστώτων, στην οποία το κόστος θα το πλήρωναν οι λαοί και των δύο κοινωνιών.

Το τέλος

Τον Ιούνιο του 1981 το ισλαμιστικό καθεστώς συνέλαβε αριστερούς (συμπεριλαμβανομένου και του δημοφιλούς ποιητή και θεατρικού συγγραφέα των Φενταγίν, Σαΐντ Σολτανπούρ) και κατήγγειλε τους Μουτζαχεντίν ως προδότες. Οι Μουτζαχεντίν άρχισαν να διαδηλώνουν στους δρόμους και το καθεστώς απάντησε σκληρά. Όταν οι Μουτζαχεντίν τοποθέτησαν βόμβα στο αρχηγείο του IRP που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από εκατό ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της ηγεσίας, το καθεστώς κήρυξε πόλεμο. Ο Σολτανπούρ εκτελέστηκε, πολλοί Μουτζαχεντίν συνελήφθησαν. Ακολούθησαν δύο χρόνια όπου βασίλευσε ο τρόμος, με βομβιστικές επιθέσεις των Μουτζαχεντίν και αντίποινα από την πλευρά του καθεστώτος. Πλήθος Μουτζαχεντίν ακτιβιστών και συμπαθούντων συγκεντρώθηκαν και φυλακίστηκαν, όπου πολλοί υποβλήθηκαν σε βασανισμούς και εκτελέσεις. 

Μέχρι το 1983 είχαν συντριβεί πλήρως και το Τουντέχ και οι κομματικές οργανώσεις των Φενταγίν. Ολόκληρη η ηγεσία του Τουντέχ που είχε γλιτώσει επί σάχη, συνελήφθη. Ο γενικός γραμματέας του κόμματος Ισμαΐλ Κιανούρι εξαναγκαζόταν να βγει δημόσια στην τηλεόραση και να πει «ναι, είμαι πράκτορας της ΕΣΣΔ». Τα μέλη των υπόλοιπων κομμάτων της άκρας Αριστεράς δολοφονήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό και όσα γλίτωσαν δεν ζουν πια στο Ιράν.

Ο Χομεϊνί και το κόμμα του διέσωσαν τον καπιταλισμό στο Ιράν, καταστέλλοντας την επανάσταση που ξεκίνησε με την ανατροπή του σάχη. Αλλά η Ιστορία δεν έχει γράψει ακόμη το τελευταίο κεφάλαιο. Γιατί και στο Ιράν η οικονομική ανάπτυξη συνεχίζει να παράγει διαρκώς τον νεκροθάφτη του καπιταλισμού…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες