Παίρνει σειρά το «βόρειο µέτωπο»;

Μέσα στο Νοέµβρη, το Κράτος του Ισραήλ έδειχνε να στρέφει την επικίνδυνη προσοχή του στο «βόρειο µέτωπο». Τόσο σε επίπεδο ρητορικής, όσο και σε επίπεδο πράξεων, η σιωνιστική ηγεσία έχει κλιµακώσει την επιθετικότητα απέναντι σε Λίβανο και Συρία. 

Λίβανος

Στις 27 Νοέµβρη, συµπληρώθηκε ένας χρόνος από την κατάπαυση του πυρός στην οποία συµφώνησε η Χεζµπολά και το σιωνιστικό κράτος. Η UNIFIL, η ειρηνευτική δύναµη του ΟΗΕ, ανακοίνωσε ότι σε αυτόν τον ένα χρόνο έχει καταγράψει πάνω από 7.500 αεροπορικές παραβιάσεις και σχεδόν 2.500 χερσαίες παραβιάσεις βόρεια της Μπλε Γραµµής (η «γραµµή διαχωρισµού» που ορίστηκε το 2000 και λειτουργεί ως ντε φάκτο σύνορο του Λιβάνου µε το Ισραήλ). Οι παραβιάσεις αφορούν πολλές ενέργειες (µετακινήσεις, drones κ.ο.κ.). Από ένα Ισραηλινό Ινστιτούτο Ασφάλειας έρχεται ένα πιο «σκληρό» δεδοµένο: Οι IDF έχουν εξαπολύσει 699 αεροπορικά χτυπήµατα στο Λίβανο, δηλαδή κατά µέσο όρο χτυπάνε από αέρος 2 φορές την ηµέρα. Παράλληλα, το Ισραήλ διατηρεί στρατιωτική παρουσία σε 5 στρατηγικά σηµεία, τα οποία ενισχύει µε οχυρωµατικά έργα, περιπολίες κ.ο.κ.

Πρόκειται για την κλασσική ισραηλινή ερµηνεία της «κατάπαυσης του πυρός», όπου «εσύ παύση, εγώ πυρ». Στη διάρκεια αυτού του ενός χρόνου καθηµερινών Ισραηλινών παραβιάσεων, όλη η ενέργεια των «εγγυητών» της συµφωνίας (ΗΠΑ, Γαλλία) έχει στραφεί στην πίεση πάνω στην κυβέρνηση του Λιβάνου να επιβάλει τον αφοπλισµό της Χεζµπολά.

Το κρατικό µονοπώλιο των όπλων και «το τέλος της εποχής των πολιτοφυλακών» είναι στόχος του Προέδρου Ζοζέφ Αούν, που ανέλαβε το Γενάρη του 2025, στο φόντο της πολιτικοστρατιωτικής υποχώρησης της Χεζµπολά. Αλλά ο επικεφαλής του λιβανέζικου κράτους, καταλαβαίνοντας ότι κάτι τέτοιο θα είναι και στρατιωτικά και πολιτικά δύσκολο, απειλώντας τον Λίβανο µε εµφύλιο πόλεµο και τις κρατικές ένοπλες δυνάµεις µε διάσπαση ή κατάρρευση, επέµεινε ότι ο αφοπλισµός πρέπει να επιτευχθεί µε πολιτικά µέσα, ως προϊόν διαλόγου.

Μέσα στο καλοκαίρι, οι αµερικανικές πιέσεις κλιµακώθηκαν -αξιοποιώντας και τον εκβιασµό της διεθνούς οικονοµικής βοήθειας που έχει κατεπείγουσα ανάγκη ο Λίβανος- και η πλειοψηφία του υπουργικού συµβουλίου (οι υπουργοί της Χεζµπολά και της Αµάλ αποχώρησαν από τη συνεδρίαση) εξουσιοδότησε το λιβανέζικο στρατό να καταστρώσει ένα σχέδιο αφοπλισµού. Στις αρχές Σεπτέµβρη, η ίδια πλειοψηφία (χωρίς τους σιΐτες υπουργούς) ενέκρινε το σχέδιο που παρουσίασε η ηγεσία των ενόπλων δυνάµεων. Πρόκειται για ένα σχέδιο που ξεκινά από τα νότια του Ποταµού Λιτάνι (όπου η Χεζµπολά έχει αποδεχθεί την αποχώρησή της) και εξελίσσεται σε 5 στάδια (που αφορούν διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές) χωρίς σαφές χρονοδιάγραµµα.

Ο Ζοζέφ Αούν, επιδιώκει να παρουσιάσει έργο το οποίο θα αποδυναµώνει το κεντρικό επιχείρηµα της Χεζµπολά (ότι ο οπλισµός της είναι αναγκαίος όσο το Ισραήλ κατέχει λιβανέζικα εδάφη και ότι ο αυτόνοµος ρόλος της ως Αντίσταση θα πάψει µόνο όταν το λιβανέζικο κράτος αναπτύξει τις δικές του δυνατότητες αποτροπής). Στις 30 Οκτώβρη, µετά τη δολοφονία ενός δηµοτικού υπαλλήλου σε νυχτερινή χερσαία επιδροµή, διέταξε τις ένοπλες δυνάµεις να απαντήσουν σε πιθανό αντίστοιχο µελλοντικό περιστατικό ενώ λίγες µέρες µετά κάλεσε σε διαπραγµατεύσεις µε στόχο την αποχώρηση των δυνάµεων κατοχής από τον Λίβανο.

Το Ισραήλ απάντησε µε µια «ποιοτική» κλιµάκωση των χτυπηµάτων του. Στις 18 Νοέµβρη, εξαπέλυσε ένα φονικό βοµβαρδισµό σε παλαιστινιακό καταυλισµό προσφύγων, σκοτώνοντας 13 άτοµα. Στις 21 Νοέµβρη, ο Αούν επανέλαβε την προθυµία του για συνοµιλίες µε το σιωνιστικό κράτος. Το Ισραήλ απάντησε 2 µέρες µετά, όταν δολοφόνησε µε αεροπορικό χτύπηµα µέσα στη Βηρυτό τον Χαϊτάµ Αλί Ταµπαταµπάι, ανώτερο στρατιωτικό στέλεχος της Χεζµπολά και υπεύθυνο της ανασυγκρότησης του ένοπλου σκέλους της οργάνωσης.

Αυτό το τελευταίο επεισόδιο θεωρήθηκε «κόκκινη γραµµή» από τη Χεζµπολά, που ανακοίνωσε ότι διατηρεί το δικαίωµα να απαντήσει. Σε αυτόν τον ένα χρόνο καθηµερινών παραβιάσεων της εκεχειρίας, η λιβανέζικη οργάνωση έχει προχωρήσει µόνο σε µία «προειδοποιητική» εκτόξευση ρουκέτας τον Δεκέµβρη του 2024, ενώ δεν αντιδρά στην παρουσία των IDF σε λιβανέζικο έδαφος, καλώντας την κυβέρνηση «να αναλάβει τις ευθύνες της». Είναι προφανές ότι η ηγεσία της Χεζµπολά διστάζει να απαντήσει -συνυπολογίζοντας το βάρος ενός νέου καταστροφικού πολέµου.

Αυτήν τη συγκυρία αξιοποιεί ο Νετανιάχου, συντηρώντας έναν (µονοµερή) «πόλεµο φθοράς» της Χεζµπολά και ασκώντας έµµεση στρατιωτική πίεση πάνω στην κυβέρνηση του Λιβάνου, προσθετικά στην οικονοµική-διπλωµατική που δέχεται αυτή από το εξωτερικό.

Όλο αυτό το διάστηµα, οι «διαρροές» από την Ουάσινγκτον ανέφεραν ότι περιµένουν να δουν πολύ πιο δραστικά µέτρα (αφοπλισµού της Χεζµπολά) από την κυβέρνηση, θέτοντας ως ανεπίσηµη προθεσµία το τέλος του 2025. Στα µέσα Οκτώβρη, ο Τοµ Μπάρακ (Πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία που έχει αναβαθµιστεί σε «Ειδικό Απεσταλµένο σε Συρία-Λίβανο), προειδοποίησε δηµόσια τον Λίβανο πως αν δεν προχωρήσει πιο αποφασιστικά, το Ισραήλ θα εξαπολύσει επίθεση κατά της Χεζµπολά.

Στο τέλος του Νοέµβρη, ο σιωνιστής υπουργός Άµυνας, Ισραέλ Κατζ, επικαλέστηκε την προθεσµία του τέλους του 2025, δήλωσε ότι «η Χεζµπολά ανασυγκροτείται» ενώ «ο Αούν σέρνει τα πόδια του», και προειδοποίησε ευθέως τον Λίβανο µε νέο πόλεµο, που θα είναι «αναπόφευκτός»…

Συρία

Ένα παρόµοιο µοτίβο µε σηµαντικές αναλογίες ξεδιπλώνεται και στη Συρία.

Εκεί, στις 27 Νοέµβρη συµπληρώθηκε ένας χρόνος από ένα άλλο κοµβικό γεγονός του 2024, την έναρξη της Επιχείρησης «Αποτροπή της Επιθετικότητας» από την ισλαµική Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαµ που οδήγησε στην θεαµατική κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ µέσα σε 12 µέρες και την ακόλουθη άνοδο του Αχµέντ Αλ Σάρα (γνωστός µε το «πολεµικό» όνοµα Αλ Τζολάνι) στην εξουσία.

Το Ισραήλ «υποδέχθηκε» τη νέα εξουσία µε τη µεγαλύτερη εκστρατεία αεροπορικών βοµβαρδισµών στην ιστορία του, εξαπολύοντας πάνω από 480 βοµβαρδισµούς µέσα σε 2 µέρες, που στοχοποίησαν στρατιωτικά αεροδρόµια, συστήµατα αεράµυνας, µαχητικά αεροπλάνα και πλοία, τεθωρακισµένα οχήµατα, πυραυλικά αποθέµατα, εργοστάσια παραγωγής όπλων, καταστρέφοντας πάνω από το 80% του εξοπλισµού του συριακού στρατού. Επιπλέον, οι IDF ενίσχυσαν τις θέσεις τους στα (κατεχόµενα) Υψίπεδα του Γκολάν, κατέλαβαν την κορυφή του Όρους Χερµών (Τζαµπάλ Ελ Σεΐχ) και όλη τη «ζώνη µαξιλάρι» (που χώριζε τα δύο κράτη µετά τον πόλεµο του 1973), ενώ επέκτειναν την στρατιωτική τους παρουσία βαθύτερα στη νότια Συρία (στην επαρχία της Κουνέιτρα).

Η επίθεση παρουσιάστηκε ως «προληπτική άµυνα» και η εισβολή ως «προσωρινή», για να ασφαλίσει τα σύνορα του Ισραήλ απέναντι στην αβεβαιότητα που δηµιουργούσε η κατάρρευση του Άσαντ. Έκτοτε και επί ένα χρόνο οι IDF εξαπολύουν ανενόχλητοι αεροπορικά χτυπήµατα κατά της Συρίας κατά το δοκούν, οργανώνουν περιστασιακές χερσαίες επιδροµές σε χωριά, ενώ στήνουν φυλάκια και σηµεία ελέγχου, οχυρώνοντας τις θέσεις του στρατού κατοχής µέσα στη Συρία. Η ρητορική επίσης άλλαξε, µε την κατοχή να γίνεται πιο «µακροπρόθεσµη» (ως και µόνιµη) και τον Νετανιάχου να «απαγορεύει» (!) στο νέο καθεστώς να αναπτύξει δικές του ένοπλες δυνάµεις νότια της Δαµασκού.

Η µεγαλύτερη κρίση ξέσπασε το καλοκαίρι. Εν µέσω συγκρούσεων µεταξύ φυλών Βεδουΐνων και πολιτοφυλακών Δρούζων στην (ντε φάκτο) ηµιαυτόνοµη επαρχία της Σουέιντα, η Δαµασκός έστειλε τις δυνάµεις ασφαλείας της να παρέµβουν και ακολούθησαν αιµατηρές επιθέσεις κατά των Δρούζων. Το Ισραήλ ανακηρύχθηκε «προστάτης των Δρούζων», βοµβάρδισε τις συριακές ένοπλες δυνάµεις και εξαπέλυσε αεροπορικά χτυπήµατα στην έδρα του υπουργείου Άµυνας και στο Προεδρικό Μέγαρο στη Δαµασκό, προειδοποιώντας δηµόσια τον Αλ Σάρα ενάντια στην ανάπτυξη δυνάµεών του στα νότια.

Η σιωνιστική στρατιωτική πίεση πάνω στη Συρία εξελίσσεται παράλληλα µε διαπραγµατεύσεις. Μετά τον Μάη, όταν ο Τραµπ πείστηκε από την Τουρκία, τη Σαουδ. Αραβία και το Κατάρ να «δώσει µια ευκαιρία στον Αλ Σάρα», η Ουάσινγκτον συντονίζει κι εποπτεύει συνοµιλίες µε στόχο την εκτόνωση της έντασης και µια συνεννόηση ανάµεσα στη Δαµασκό και το Τελ Αβίβ. Αλλά, όπως και στο Λίβανο, το σιωνιστικό κράτος «διαπραγµατεύεται» χρησιµοποιώντας τη στρατιωτική του ισχύ για να επιβληθεί.

Όλους αυτούς τους µήνες, κυκλοφορεί η φήµη ότι θα προκύψει µια συµφωνία µεταξύ Συρίας-Ισραήλ ως το τέλος του 2025. Η κοινή (µε το Λίβανο) άτυπη «προθεσµία» µάλλον αφορά τη σπουδή µε την οποία εργάζεται προς το στόχο µιας (άδικης) «ειρήνης» ο Τοµ Μπάρακ.

Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι οι διαπραγµατεύσεις Συρίας-Ισραήλ είχαν βρεθεί σε αδιέξοδο. Το νέο συριακό καθεστώς επιδιώκει ένα περιορισµένο «σύµφωνο ασφαλείας» στα πλαίσια του οποίου ζητά την αποχώρηση των δυνάµεων κατοχής από όλα τα (επιπλέον) εδάφη που κατέλαβαν µετά την ανατροπή του Άσαντ το Δεκέµβρη του 2024, ενώ θέτει την επιστροφή των Υψιπέδων του Γκολάν ως προαπαιτούµενο για συζητήσεις ειρήνης. Η κυβέρνηση Νετανιάχου όχι µόνο αρνείται την αποχώρηση από όλα τα εδάφη που κατέλαβε µετά το Δεκέµβρη του 2024, αλλά συζητά την αποχώρηση από «µέρος τους» ως αντίτιµο σε µια… συνολική ειρηνευτική συµφωνία (!), µε βάση την οποία η Συρία θα χάσει οριστικά τα υπόλοιπα εδάφη της.

Το ίδιο διάστηµα που αποκαλυπτόταν το αδιέξοδο και το χάσµα µεταξύ των δύο πλευρών, η συριακή κυβέρνηση ανέπτυσσε έντονη διπλωµατική κινητικότητα. Ο Αλ Σάρα επισκέφτηκε τη Μόσχα (όπου µεταξύ άλλων εξέτασε οπλικά συστήµατα και συζήτησε µια πιθανή επιστροφή της ρωσικής στρατιωτικής αστυνοµίας στη ζώνη διαχωρισµού Συρίας/Ισραήλ), ενώ ο Σύριος υπ. Εξ. ταξίδευσε στο Πεκίνο (όπου συζητήθηκε η κινεζική συµµετοχή στην ανοικοδόµηση). Το Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε να αποµακρύνει τον Αλ Σάρα από τη λίστα «τροµοκρατών», ενώ στις 10 Νοέµβρη, ο Τραµπ τον υποδέχθηκε στο Λευκό Οίκο, επαναλαµβάνοντας τα καλά λόγια για «αυτόν τον τύπο». Ανακοίνωσε και µια 6µηνη αναστολή των κυρώσεων: η οριστική κατάργησή τους απαιτεί µια (όχι δεδοµένη) πλειοψηφία στο Κογκρέσο, ενώ βολεύει -στους εκβιασµούς- να κρέµεται η επαναφορά τους ως «δαµόκλειος σπάθη» πάνω από τη ρηµαγµένη Συρία.

Σε αυτό το φόντο καταγράφηκε µια «ποιοτική» κλιµάκωση της Σιωνιστικής επιθετικότητας και απέναντι στη Συρία. Στις 19 Νοέµβρη, ο Νετανιάχου, ο υπουργός Άµυνας Κατζ, ο υπουργός Εξωτερικών Σάαρ και άλλοι ανώτατοι Ισραηλινοί αξιωµατούχοι έκαναν µια προκλητική επίσκεψη στη κατεχόµενη νότια Συρία, για να «επιβλέψουν» τα στρατεύµατα και να τους τονίσουν πόσο σηµαντική είναι η παρουσία τους εκεί. Ο πολιτικός συµβολισµός είχε την ισχύ πολλών αεροπορικών χτυπηµάτων και θεωρήθηκε «απάντηση» του Νετανιάχου στο ταξίδι του προέδρου της Συρίας στις ΗΠΑ. Δύο µέρες µετά ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ενηµέρωσε το πολεµικό του συµβούλιο ότι «ο Αλ Τζολάνι επέστρεψε φουσκωµένος από την Ουάσινγκτον… άρχισε να κάνει όλα όσα δεν πρόκειται να αποδεχτούµε». Το ίδιο διάστηµα άρχισαν να πυκνώνουν οι αναφορές στα Ισραηλινά ΜΜΕ για «ενεργοποίηση πυρήνων της Χαµάς», για «ισχυροποίηση της Ισλαµικής Τζιχάντ», για «οµάδες που ετοιµάζουν ενέργειες κατά του Ισραήλ», ακόµα για παρουσία των Χούθι (!) κοντά στα Γκολάν υπό την υπόθαλψη ή την ανοχή του νέου καθεστώτος.

Ακολούθησε το πιο σοβαρό πολεµικό επεισόδιο µέχρι σήµερα, στην Μπέιτ Τζιν, στην ύπαιθρο της Δαµασκού. Το χωριό δέχτηκε µια χερσαία επιδροµή Ισραηλινών στρατιωτών, που απήγαγαν δύο νεαρούς. Αυτήν τη φορά οι ντόπιοι αντέδρασαν και το ισραηλινό απόσπασµα δέχτηκε πυρά, οπότε ακολούθησαν ισραηλινοί βοµβαρδισµοί από αέρος, που σκότωσαν 13 κατοίκους.

Η Ουάσινγκτον διατήρησε συνένοχη σιωπή για άλλη µια κραυγαλέα σιωνιστική επιθετικότητα. Η συριακή κυβέρνηση κατήγγειλε «έγκληµα πολέµου», ενώ οι µαζικές συγκεντρώσεις για την επέτειο της έναρξης της επιχείρησης για την ανατροπή του Άσαντ, πήραν και χαρακτήρα καταδίκης της σιωνιστικής επιθετικότητας και αλληλεγγύης στους κατοίκους της Μπέιτ Τζιν. Για άλλη µια φορά -µετά την κρίση του καλοκαιριού- η κυβέρνηση Αλ Σάρα ξεκαθάρισε ότι θέλει να αποφύγει έναν καταστροφικό πόλεµο. Παρόλα αυτά, τα Ισραηλινά ΜΜΕ µεταδίδουν ότι η κυβέρνηση «εξετάζει ένα µεγάλο εύρος επιλογών» απέναντι στη Συρία…

Επεκτατισµός

Ο Τοµ Μπάρακ αρέσκεται να επαναφέρει στο δηµόσιο διάλογο την προοπτική ένταξης Λιβάνου-Συρίας στις «Συµφωνίες του Αβραάµ» ως στόχο. Το φιλόδοξο σχέδιο σκοντάφτει στη σκληρή πραγµατικότητα που περιέγραψε ο Αλ Σάρα για να αποφύγει τη σχετική πίεση από τους νέους «φίλους» του στην Ουάσινγκτον: Τα κράτη που τις υπέγραψαν δεν έχουν κατεχόµενα από το Ισραήλ εδάφη, ούτε ζουν δίπλα στο Ισραήλ.

Αυτό -µαζί µε το λαϊκό φιλοπαλαιστινιακό αίσθηµα- δεν επιτρέπει σε καµιά κρατική ηγεσία να «εξοµαλύνει» εύκολα τις σχέσεις µε το σιωνιστικό κράτος. Ενώ το ίδιο το Ισραήλ δεν ενδιαφέρεται για συνοµιλίες πραγµατικής ειρήνης ούτε δίνει ανταλλάγµατα για να τις εξασφαλίσει. Είναι βαθιά ριζωµένη στο Σιωνισµό η αντίληψη πως «οι Άραβες καταλαβαίνουν µόνο από βία» και πολύ µεγάλο το πολεµικό του πλεονέκτηµα για να µην συνεχίζει να επιχειρεί ατιµώρητα να επιβληθεί βίαια και να κυριαρχήσει στην περιοχή.

Το Ισραήλ πάντα θα ψάχνει πρόσχηµα να επεκταθεί σε βάρος των γειτόνων του για να είναι «ασφαλές» και πάντα θα νιώθει ότι «απειλείται». Απειλώντας το Λίβανο µε πόλεµο, ο Ισραέλ Κατζ δηλώνει ωµά ότι «δεν θα υπάρξει ηρεµία στη Βηρυτό, ούτε τάξη και σταθερότητα στον Λίβανο, µέχρι να εγγυηθούµε την ασφάλεια του Ισραήλ». Όταν κατέλαβε τα Υψίπεδα του Γκολάν το 1967, το Ισραήλ δήλωνε ότι δηµιουργεί «µαξιλάρι ασφαλείας» για τα εδάφη που είχε καταλάβει το 1948. Μετά την κατάρρευση του Άσαντ, κατέλαβε νέα συριακά εδάφη ως νέο «µαξιλάρι ασφαλείας» για τα (προσαρτηµένα πλέον) Γκολάν. Πού σταµατά αυτή η δυναµική για ένα κράτος που αρνείται πεισµατικά να οριοθετήσει τα σύνορά του;

Βαδίζοντας προς το πολυσυζητηµένο «τέλος του 2025», αναµένεται να κλιµακωθούν οι ιµπεριαλιστικοί εκβιασµοί σε Λίβανο και Συρία, πατώντας στη στρατιωτική τους αδυναµία και την οικονοµικής τους ανάγκη. Αλλά καθώς οι διαπραγµατεύσεις δείχνουν αδιέξοδο, ενισχύεται ανησυχητικά η απειλή µιας νέας εκστρατείας του Ισραήλ προς το «βόρειο µέτωπο»…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες