Η Παλαιστινιακή Αντίσταση μπροστά σε ένα πιθανό μεταίχμιο

Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, συγκεντρώνονταν στο Κάιρο αντιπροσωπείες της Χαμάς, των ΗΠΑ, του Κατάρ, της Αιγύπτου και του Ισραήλ για να αρχίσουν οι -έμμεσες- διαπραγματεύσεις μεταξύ της Παλαιστινιακής Αντίστασης και της κυβέρνησης Νετανιάχου, με αντικείμενο την ανταλλαγή κρατουμένων ως πρώτο βήμα για μια κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Σε αυτό το ζήτημα, ο Τραμπ πίεζε δημόσια να τρέξουν όλα ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ (τα κεφαλαία είναι του ίδιου) και να έχει ολοκληρωθεί μια συμφωνία μέσα σε λίγες μέρες. 

Στο Κάιρο, η διαπραγμάτευση θα έκρινε αν αποδέχεται η Χαμάς τον «χάρτη» που παρουσίασε ο Τραμπ ως προς την (περιορισμένη) αναδίπλωση των κατοχικών δυνάμεων μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων ή διεκδικεί πιο άμεσα βήματα προς την «πλήρη αποχώρηση». Αν θα δεχτεί το Ισραήλ τα ονόματα των κρατουμένων που θα ζητήσει να απελευθερωθούν η Αντίσταση. Αλλά και πού θα καταλήξουν θέματα που έθεσε ο εκπρόσωπος της Χαμάς σε δημόσια ανακοίνωσή του (ανεμπόδιστη είσοδος βοήθειας, άμεση έναρξη ανοικοδόμησης). 

Η επίτευξη συμφωνίας σε αυτές τις «τεχνικές λεπτομέρειες» (που δεν είναι ούτε «τεχνικές» και καθόλου «λεπτομέρειες») είναι η πρώτη δοκιμασία της διαπραγμάτευσης. Το είδος της πιθανής συμφωνίας θα είναι το πρώτο δείγμα των προθέσεων με τον οποίο προσέρχονται οι πλευρές στη διαπραγμάτευση. 

Ακόμα κι αν αυτή η «πρώτη φάση» για την οποία όλοι δηλώνουν «πρόθυμοι» ολοκληρωθεί, τα πραγματικά δύσκολα θα είναι μπροστά.

Το σχέδιο Τραμπ

Τον δρόμο για τη συνάντηση στο Κάιρο είχε ανοίξει η ανακοίνωση του «σχεδίου 20 σημείων» από τον Ντόναλντ Τραμπ. Πρόκειται για ένα σχέδιο που παρουσιάστηκε σε αραβικές και μουσουλμανικές κρατικές ηγεσίες και κέρδισε τη στήριξή τους, αλλά τροποποιήθηκε στη συνέχεια από τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου για να κερδίσει και τη δική του στήριξη. Δίνει στις αραβικές ηγεσίες την κατάπαυση του πυρός και την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας, που ήταν η επιτακτική ανάγκη ανακούφισης του λαού της Γάζας, όπως και τη ρητή δέσμευση ότι η Γάζα δεν θα κατακτηθεί/προσαρτηθεί από το Ισραήλ, ούτε θα υποστεί εθνοκάθαρση. 

Αλλά περιλαμβάνει στόχους (ή ασάφειες) που αποτελούν εμφανώς προϊόν σιωνιστικών «διορθώσεων». Αυτοί αφορούν κυρίως το ζήτημα της αποχώρησης των κατοχικών δυνάμεων, που δεν έχει εγγυήσεις ή χρονοδιάγραμμα και συναρτάται από την «αποστρατιωτικοποίηση» της Λωρίδας της Γάζας έως ότου διασφαλιστεί ότι αυτή «δεν αποτελεί πλέον απειλή για το Ισραήλ». 

Όσον αφορά το πολιτικό-διοικητικό σκέλος, η παλαιστινιακή τοπική διοίκηση που θα αντικαταστήσει τη Χαμάς μοιάζει να φορτώνεται τη «χαμαλοδουλειά», ενώ προτείνεται να λειτουργεί υπό την υψηλή εποπτεία ενός Διεθνούς Συμβουλίου για την Ειρήνη, με πρόεδρο τον Τραμπ και Εκτελεστικό Διευθυντή τον… Τόνι Μπλερ. Αυτή η κηδεμονία, θυμίζει τις εποχές της αποικιοκρατικής «Εντολής», οπότε προφανώς θα αναλάμβανε Βρετανός τη δουλειά. Το ότι από όλους τους ανθρώπους, επιλέχθηκε ο εγκληματίας πολέμου Τόνι Μπλερ «προσθέτει προσβολή στο τραύμα». Το νέο καθεστώς θα στηρίζεται στρατιωτικά σε μια Διεθνή Δύναμη Σταθεροποίησης. Η σταδιακή αποχώρηση των IDF συναρτάται από την ανάπτυξη αυτής της δύναμης. 

Και στο μακρινό ορίζοντα, το σχέδιο αναφέρει πως «ενώ προχωρά η επαν-ανάπτυξη της Γάζας και όταν η Παλαιστινιακή Αρχή ολοκληρώσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της, ίσως υπάρξουν τελικά οι συνθήκες για έναν αξιόπιστο δρόμο προς την παλαιστινιακή αυτοδιάθεση και κρατική υπόσταση, την οποία αναγνωρίζουμε ως προσδοκία του Παλαιστινιακού λαού». 

Μετά τη δημοσίευση του σχεδίου, ο Τραμπ κλιμάκωσε τις πιέσεις του στους συνομιλητές της Χαμάς (Τουρκία, Κατάρ, Αίγυπτος), ζητώντας αγωνιωδώς μια γρήγορη απάντηση. Μαζί με αυτήν την εξωτερική πίεση, είναι προφανές ότι η οριακή ανθρωπιστικά κατάσταση στην ίδια τη Γάζα και το βάρος της ευθύνης να σταματήσει αυτή, λειτούργησαν ως επιπλέον πίεση στην παλαιστινιακή οργάνωση να ανακοινώσει μια καταρχήν αποδοχή του σχεδίου, καταφεύγοντας σε μια απάντηση «ναι, αλλά…». Μετά από διαβουλεύσεις με τις παλαιστινιακές παρατάξεις, η Χαμάς ανακοίνωσε ότι αποδέχεται την άμεση (κι όχι σταδιακή πλέον) ανταλλαγή όλων των Ισραηλινών αιχμαλώτων και την απόσυρσή της από την διακυβέρνηση της Γάζας (που έχει δεχτεί εδώ και 1μιση χρόνο), ενώ απέφυγε όλα τα άλλα ζητήματα (του αφοπλισμού, της επόμενης μέρας για τη Γάζα και την Παλαιστινιακή Υπόθεση), παραπέμποντας σε έναν «πανεθνικό παλαιστινιακό διάλογο» που περιγράφεται ως ο μόνος που μπορεί να λάβει τέτοιες σημαντικές αποφάσεις. 

Σύμφωνα με όλα τα ρεπορτάζ, η σιωνιστική ηγεσία ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτό το παλαιστινιακό «ναι, αλλά» ως «όχι», προκειμένου να συνεχίσει τη γενοκτονική εκστρατεία, φορτώνοντας –κλασσικά– την ευθύνη στην «παλαιστινιακή αδιαλλαξία». Είχαν ήδη αρχίσει να γράφονται προδρομικά άρθρα από σιωνιστικά στελέχη, που προέβλεπαν ότι «δυστυχώς» η Χαμάς θα αρνηθεί και προανήγγειλαν ότι «το αίμα θα είναι στα χέρια της», ότι «το Κατάρ θα πρέπει να πάψει να θεωρείται αξιόπιστος συνομιλητές», και «η Αίγυπτος θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της και δεχτεί τον Παλαιστινιακό πληθυσμό». 

Αλλά ο Τραμπ προτίμησε να το εκλάβει ως «πράσινο φως» σε διαπραγματεύσεις και μετέφερε την πίεση στο Νετανιάχου να δηλώσει ότι συμφωνεί. 

Η Ουάσινγκτον δείχνει να ενδιαφέρεται πραγματικά για μια κατάπαυση του πυρός, με τον Τραμπ να απειλεί τη Χαμάς ότι «είναι η τελευταία ευκαιρία» και «η καλύτερη συμφωνία που μπορεί να πάρει», και να δηλώνει ταυτόχρονα στον Νετανιάχου ότι «αυτή είναι η ευκαιρία σου για μια νίκη», εξηγώντας ότι μετά το τηλεφώνημά τους: «Το δέχτηκε. Πρέπει να το δεχτεί. Δεν έχει επιλογή. Όταν έχεις να κάνεις μαζί μου, πρέπει να το δέχεσαι». 

Αυτή η αμερικανική πίεση προς όλες τις κατευθύνσεις (αραβικά κράτη, Χαμάς, Ισραήλ) άνοιξε το δρόμο προς τις διαπραγματεύσεις. Και τώρα;

Τα δύσκολα μπροστά

Σε διαδοχικές συνεντεύξεις τους, στελέχη της Χαμάς επισημαίνουν την ανάγκη να «σπάσει» η συζήτηση σε «δύο διαφορετικά πράγματα», διαχωρίζοντας το θέμα του τερματισμού του πολέμου από την επόμενη μέρα της Γάζας και του Παλαιστινιακού. Η διάθεση για υποχωρήσεις στο πρώτο είναι δεδομένη, καθώς προέχει η επιβίωση του Παλαιστινιακού λαού, η ανακούφισή του (ακόμα κι αν αποδειχθεί προσωρινή) και η παραμονή του στη Γάζα. Αλλά σε πολλές πτυχές του δεύτερου -ιδιαίτερα τις πιο επαχθείς- δηλώνεται η απόρριψή τους ή η ανάγκη τροποποίησής τους. 

Στο Ισραήλ, οι ακροδεξιοί σύμμαχοι του Νετανιάχου (που ζούσαν το όνειρο της ολοκλήρωσης της εθνοκάθαρσης) καταγγέλουν το σχέδιο Τραμπ ως «αποτυχία» και απειλούν να ρίξουν την κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση κλιμακώνει την πίεση να γίνει δεκτό («τώρα ή ποτέ») και δηλώνει ότι ο λαός και ο στρατός «έχουν εξαντληθεί από τα 2 χρόνια πολέμου». Ο ίδιος ο Νετανιάχου ξεκαθαρίζει ότι δεν δεσμεύεται ούτε καν από την ασαφή και αδύναμη διατύπωση του σημείου περί πιθανής «αυτοδιάθεσης» των Παλαιστινίων, ενώ επιμένει στον αφοπλισμό της Αντίστασης, δηλώνοντας ότι «είτε θα γίνει με τη διαπραγμάτευση, είτε θα τον υλοποιήσουμε εμείς με τα χέρια μας». 

Σε αυτό το γκρίζο τοπίο, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά. Το πρώτο είναι οι προθέσεις της σιωνιστικής ηγεσίας. Ο μεγαλύτερος φόβος στη Γάζα είναι ότι «θα πάρουν πίσω τους αιχμαλώτους τους και θα ξαναρχίσουν να βομβαρδίζουν». Είναι ένας πραγματικός κίνδυνος. Ακόμα κι αν δεν υλοποιηθεί μια τόσο άμεση επανέναρξη του πολέμου, είναι προφανές ότι ανά πάσα στιγμή το Ισραήλ μπορεί να παραβιάσει συμφωνίες, όπως έπραξε με την προηγούμενη συμφωνία, σπάζοντάς την το Μάρτη του 2025. Με τη συνολικότερη διαπραγμάτευση να αφορά πολλά και σύνθετα ζητήματα, οι σιωνιστές μπορούν σε κάθε στροφή να επικαλεστούν μια παλαιστινιακή «αδιαλλαξία» και να συνεχίσουν την καταστροφική επιδρομή. Αυτά θα κριθούν και από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις με την κοινωνία, το πολιτικό σύστημα και τον ίδιο το στρατό να είναι πολωμένοι ανάμεσα σε όσους επιδιώκουν ένα «διαρκή πόλεμο» μέχρι την επίτευξη του Μεγάλου Ισραήλ και όσους θεωρούν ότι ο «ατελείωτος πόλεμος» στη Γάζα έχει ήδη εξαντλήσει τις αντοχές της κοινωνίας, της οικονομίας, του στρατού και εξανέμισε το «πολιτικό κεφάλαιο» του Ισραήλ στη διεθνή κοινή γνώμη. 

Ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα είναι οι προθέσεις του Τραμπ. Είναι προφανές ότι επιδιώκει μια κατάπαυση του πυρός με επιστροφή των ισραηλινών αιχμαλώτων. Για να πιστωθεί μια προσωπική επιτυχία (αχ αυτό το Νόμπελ Ειρήνης…), για να ενισχύσει το προφίλ του ηγέτη που «ορίζει το παιχνίδι», για να δώσει -και στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και στο Νετανιάχου- μια διέξοδο από έναν «ατελείωτο πόλεμο», με το βλέμμα σε επόμενους στόχους, για να αποκαταστήσει τη σχέση με τα αραβικά κεφάλαια μετά το σοκ της ισραηλινής επίθεσης στην Ντόχα του Κατάρ. Το ερώτημα είναι αν του αρκεί μια ανάπαυλα ή αν σκοπεύει να βάλει «χαλινάρι» στο Νετανιάχου ακόμα κι αν αυτός σε δεύτερο χρόνο αποφασίσει ότι η διπλωματία δεν αποδίδει και πρέπει να ξαναμιλήσουν τα όπλα. 

Πολλά θα κριθούν και από την πορεία των διαπραγματεύσεων για την επόμενη μέρα. Η Παλαιστινιακή Αντίσταση δείχνει να προσέρχεται με κύρια επιδίωξη τον τερματισμό της γενοκτονίας. Σε όλα τα υπόλοιπα που αφορούν συνολικότερες διευθετήσεις, δείχνει τη διάθεση να «δοκιμάσει» τις αντοχές του εχθρού και να διασώσει τις δικές της «κόκκινες γραμμές». Η αντίδραση –σε Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ– και η διαχείριση αυτής της αντίδρασης από τις Παλαιστινιακές οργανώσεις, θα κρίνει είτε την πιθανότητα ενός νέου πολέμου είτε το περιεχόμενο μιας ενδεχόμενης εκεχειρίας.

Αν ο Τραμπ επιμείνει στην αρχική του τοποθέτηση, «δεχτείτε αυτό όπως είναι ή απορρίψτε το» και επιμείνει στην πλήρη υλοποίηση όλου του σχεδίου του, είναι προφανές ότι οι Παλαιστίνιοι θα αντιμετωπίσουν το δίλημμα ανάμεσα σε έναν νέο καταστροφικό πόλεμο και μια βαθιά άδικη ειρήνη. Είναι επίσης προφανές ότι ακόμα κι αν αυτό το σχέδιο γίνει δεκτό κι αρχίζει να εφαρμόζεται, δεν θα αποτελέσει «μια από τις σπουδαιότερες μέρες στην ιστορία του πολιτισμού», ούτε θα επιλύσει «πράγματα που συμβαίνουν εδώ και εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια». Όπως σημειώνει ο Ζιλμπέρ Ασκάρ, αυτή η «συμφωνία της χιλιετίας» είναι ακόμα λιγότερο ρεαλιστική κι από τη «συμφωνία του αιώνα», που απέτυχε 5 χρόνια πριν. 

Το κίνημα αλληλεγγύης

Το μόνο που είναι σίγουρο σε αυτό το μεταίχμιο, είναι η ανάγκη να παραμείνει στους δρόμους το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη και να επιμείνει στη δράση του απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο.  

Γιατί δεν υπάρχει καμιά εμπιστοσύνη στο σιωνιστικό κράτος και θα χρειαστεί να συνεχίσει να αντιμετωπίζει τη διεθνή κατακραυγή για το γενοκτονικό του πόλεμο. Αυτή πίεσε τις κυβερνήσεις να μετατοπιστούν προς την έκκληση να σταματήσει, αυτή θα πρέπει να προειδοποιήσει ότι η συνέχεια της γενοκτονίας θα έχει βαριές συνέπειες για το Ισραήλ και όσους συνεχίζουν να το στηρίζουν. 

Γιατί επί δύο χρόνια το κίνημα υπήρξε ο σημαντικότερος (αν όχι ο μόνος) σύμμαχος της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Και στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, όπου μετρά ο συσχετισμός δύναμης, το κίνημα θα είναι το βασικό διεθνές στήριγμα στην προσπάθεια των Παλαιστινιακών οργανώσεων να επιμείνουν σε κόκκινες γραμμές τους –γιατί καμιά μεγάλη πρωτεύουσα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να αντισταθεί σοβαρά στο σχέδιο Τραμπ, αν δεν το χειροκροτεί και θερμά. Η Παλαιστινιακή Αντίσταση παρουσιάζεται ως «απομονωμένη» σε επίπεδο κρατικών ηγεσιών. Το βασικό αντίβαρο είναι ότι το Ισραήλ είναι «απομονωμένο» σε κοινωνικό επίπεδο και ότι οι κρατικές ηγεσίες (αραβικές και ευρωπαϊκές) υπόκεινται στις πιέσεις των λαών τους.  

Γιατί μια κατάπαυση του πυρός θα είναι τεράστια ανακούφιση, αλλά δεν θα αποδίδει δικαιοσύνη, ούτε θα εγγυάται ότι η γενοκτονία δεν θα ξαναεπιχειρηθεί. Ο Τραμπ παραδέχτηκε δημόσια ένα από τα βασικά κίνητρα της «ειρηνευτικής» του παρέμβασης: «Ο Μπίμπι το παρατράβηξε και το Ισραήλ έχασε μεγάλο μέρος της υποστήριξής του στον πλανήτη, και τώρα πρόκειται να ανακτήσω όλη αυτήν την υποστήριξη». Πράγματι, στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, στα ΔΣ επιχειρήσεων, στην EBU και στην UEFA, στα αραβικά καθεστώτα είναι πολλοί αυτοί που σέρνονται προς μέτρα απομόνωσης του Ισραήλ ή υπεράσπισης κάποιων Παλαιστινιακών δικαιωμάτων, πιεζόμενοι από τα κινήματα και χάνοντας την υπομονή τους με τον «Μπίμπι». Όλοι αυτοί περιμένουν με λαχτάρα μια κατάπαυση του πυρός και μερικά φορτηγά βοήθειας στη Γάζα για να ανακηρύξουν ανακουφισμένοι ότι «η ανθρωπιστική κρίση επιλύθηκε» και δεν υπάρχει πλέον λόγος πίεσης στο Κράτος του Ισραήλ. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ξεχαστεί η γενοκτονία, ούτε να ξεπλυθεί το κράτος που τη διέπραξε. Όπως έγραψε η Ισραηλινή αντισιωνίστρια Όρλι Νόι: «Πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: Ο Σιωνισμός, σε όλες τις εκδοχές του, δεν μπορεί να απαλλαγεί από το στίγμα αυτού του εγκλήματος. Πρέπει να πάψει να υπάρχει». 

Αυτός ο αγώνας κατά του σιωνιστικού κράτους θα συνεχιστεί, ακόμα κι αν τελικά προκύψει μια τραμπικής έμπνευσης «ειρήνη», χωρίς δικαιοσύνη. Σε νέο έδαφος, σε νέες συνθήκες, με άλλους όρους, αλλά θα συνεχιστεί. Οι Παλαιστίνιοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν, να θυμούνται, να αντιστέκονται. Και το Ισραήλ θα συνεχίσει να τους αντιμετωπίζει ως «τρομοκρατική απειλή» όταν αντιστέκονται και ως «δημογραφική απειλή» όσο παραμένουν στη γη τους. Αυτήν την απειλή δεν μπόρεσε να εξουδετερώσει ποτέ το σιωνιστικό σχέδιο, ούτε μετά τις πιο μεγάλες επιτυχίες του. Μετά την «Καταστροφή» του 1948, ήρθε η εποχή των φενταγίν. Μετά το «Πισωγύρισμα» του 1967, ήρθε η άνοδος των οργανώσεων της PLO. Μετά τη συνθηκολόγηση του Όσλο, ήρθε στο προσκήνιο η Χαμάς. Ξανά και ξανά, στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη, στην Ιερουσαλήμ και στα προσφυγικά στρατόπεδα, από την Ιορδανία κι από την Αίγυπτο, από τη Συρία και τον Λίβανο, αντήχησε και πάλι η κραυγή: «Απελευθέρωση – Επιστροφή!».

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες