H εισήγηση του Στάθη Κουβελάκη, στο Διεθνές Τριήμερο που διοργάνωσε το Rproject, στη συζήτηση "Η Ευρώπη σε κρίση".
Θα ήθελα πρωτ’απόλα να χαιρετήσω την πρωτοβουλία των συντρόφων του Κόκκινου Δικτύου και του RProject να οργανώσουν αυτό το 3ημερο. Χρειαζόταν πράγματι μια διεθνής συνάντηση για να συζητηθούν σε μεγαλύτερο βάθος τα διδάγματα από την ελληνική εμπειρία των τελευταίων ετών. Οσοι ζήσαμε ως συμμετέχοντες αυτά τα γεγονότα και, ακόμη περισσότερο, ας μου επιτραπεί εδώ μια πιο προσωπική αναφορά, όσοι ανήκουμε στον Ελληνισμό της Διασποράς, έχουμε συνείδηση ότι η σημασία και ο αντίκτυπός τους εκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της μικρής μας χώρας. Από την αρχή της κρίσης και μέχρι το καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά από την πτώση της δικτατορίας στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής. Για εκατομύρια ανθρώπους, οι εικόνες των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων, και, κατόπιν, η ορμητική άνοδος ενός μέχρι πρότινος μικρού σχηματισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την κατέστησαν συνώνυμο ελπίδας. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 φάνηκε να υλοποιείμια πρωτοφανή για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης δυνατότητα. Στα ερείπια ενός χρεοκοπημένου παραδοσιακού πολιτικού κόσμου και στη δίνη της μεγαλύτερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που γνώρισε δυτικοευρωπαϊκή χώρα από τη δεκαετία του 1930, μια αριστερή δύναμη, προερχόμενη από την μήτρα του κομμουνιστικού κινήματος, κατάφερε να κατακτήσει αυτόνομα την κυβερνητική εξουσία με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ρήξης με τις πολιτικής λιτότητας και την κηδεμονία της Τρόϊκας.
Η δυνατότητα αυτή ήταν ευθύς εξ’αρχής ασταθής, γεμάτη εσωτερικές αντιφάσεις, εν μέρει διαβρωμένη από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στο διάστημα που προηγήθηκε της ανόδου του στην κυβερνητική εξουσία. Οσοι είμαστε εντός του κόμματος, και ειδικότερα στην αριστερή του τάση, το ξέραμε αυτό από την αρχή. Παρ’όλα αυτά η δυνατότητα υπήρξε. Είναι κάτι που πρέπει να τονιστεί γιατί σήμερα, στην περίοδο αντίδρασης και ήττας που διανύουμε, το κυρίαρχο αφήγημα στοχεύει να καταστήσει ακατανόητη την προηγούμενη φάση, να την παρουσιάσει ως παθολογική, να γελοιοποιήσειόσους από τους πρωταγωνιστές της αρνήθηκαν την τελική παράδοση. Βασική επιδίωξη είναινα σβηστούναπό την συλλογική μνήμη τα γεγονότα αυτής της περιόδου, και πρωτ’απ’όλα το μεγάλο ΟΧΙ του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, που αποτελεί και την κορυφαία στιγμή αυτής της ιστορικής δυνατότητας. Κορυφαία αλλά και ταυτόχρονα ύστατη διότι μόλις μια βδομάδα μετά ακολούθησε η ατιμωτική συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που τον στήριξε.
Ο Βρετανός ιστορικός Πέρυ Αντερσον συνέκρινε αυτήν την συνθηκολόγηση με εκείνη του Αύγουστου του 1914, όταν όλα σχεδόν τα κόμματα του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος συναίνεσαν στον ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο και προσχώρησαν σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας. Ισως να είναι υπερβολική αυτή η σύγκριση. Το σίγουρο είναι όμως ότι αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα ορίζει το μεγαλύτερο τραύμα της ευρωπαϊκής και ίσως της διεθνούς Αριστεράς των τελευταίων δεκαετιών. Από συνώνυμο ελπίδας οι λέξεις «ΣΥΡΙΖΑ» και «Τσίπρας» έχουν γίνει κάτι το ακατανόμαστο, κάτι που πρέπει να κρυφτεί κάτω από το χαλί, ακόμη και απόαπό όσους επιμένουν να τους βρίσκουν δικαιολογίες και ελαφρυντικά. Οι Ισπανοί σύντροφοι των Αντικαπιταλίστας μπορούν να το επιβεβαιώσουν από τη δική εμπειρία.
Για να ξεπεραστεί αυτό το τραύμα ένας μόνος τρόπος υπάρχει: να ανοίξει μια συζήτηση σε βάθος για τα αίτια της συντριβής έτσι ώστε να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα και να αντικρουστεί με αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα το κυρίαρχο αφήγημα. Μια τέτοια συζήτηση αποτελεί φυσικά καθήκον των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς στην Ελλάδα. Αλλά όχι μόνο. Αφορά όλους τους αγωνιστές του που μοιράστηκαν την ελπίδα και που έχουν συνείδηση ότι η ελληνική εμπειρία τους αφορά άμεσα, και όχι μόνο για λόγους διεθνιστικής αλληλεγγύης, όσο αναγκαία και πολύτιμη κι αν είναι αυτή. Για να το πω διαφορετικά, όποια πολιτική δύναμη διακηρύσσει σήμερα ότι θέλει να ανατρέψει τις πολιτικές κοινωνικής διάλυσης και εντεινόμενου αυταρχισμού και δεν εξηγεί γιατί και πως δεν θα έχει την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα στερείται οποιασδήποτε αξιοπιστίας και θα έλεγα οποιασδήποτε σοβαρότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μοιάζει ρεαλιστική η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η ίδια η ύπαρξη μιας Αριστεράς άξιας αυτού του όρου εξαρτάται σε σημαντικό, ίσως σε αποφασιστικό βαθμό από την έκβαση αυτής της συζήτησης.
Από την πλευρά μου θα ήθελα διατυπώσω ως προσπάθεια συμβολής ορισμένες σκέψεις πάνω σε τρία σημεία:
- Την χρεοκοπία του αριστερού ευρωπαϊσμού ως καθοριστική αιτία για την αποτυχία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ και τις συνέπειες που επιφέρει στον τρόπο που σκεφτόμαστε τη σχέση μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού και διεθνούς επιπέδου για την αντικαπιταλιστική στρατηγική.
- Τα θέματα της αριστερής κυβέρνησης και τουμεταβατικού προγράμματος στο φως της εγχειρήματος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
- Και τέλος τις συνέπειες όλων αυτών σε ότι αφορά τη «μορφή κόμμα» επικεντρώνοντας σε ένα σημείο. Σε ποιό βαθμό μπορούμε να πούμε ότι απέτυχαν τα «πλατιά κόμματα» τύπου ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότεραποιοί είναι οι λόγοι της αποτυχίας του εγχειρήματοςτης εντός ΣΥΡΙΖΑ Αριστερής Πλατφόρμας;
Η χρεοκοπία του αριστερού ευρωπαϊσμού
Αρχίζω από το θέμα του αριστερού ευρωπαϊσμού. Τι εννοώ με αυτόν τον όρο; Ο αριστερός ευρωπαϊσμός ήταν και παραμένει η κυρίαρχη στρατηγική της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη και βασίζεται στην ιδέα ότι είναι αδύνατη μια ρήξη, ή τουλάχιστον μια ποιοτική μεταστροφή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών προς όφελος της εργασίας χωρίς μονομερείς ρήξεις με το πλαίσιο της ευρωζώνης και της ΕΕ. Στη θετική του εκδοχή, ο αριστερός ευρωπαϊσμός υποστηρίζειότι, ξεκινώντας από μια συγκεκριμένη χώρα, ένα τέτοιο εγχείρημα οδηγεί σε μια σταδιακή μεταστροφή του συσχετισμού δύναμης, την οποία υποβοηθεί η κρίση των ακολουθούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και οι αντιθέσεις που αυτές δημιουργούν στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε τελευταία ανάλυση το σκεπτικό προϋποθέτει τη δυνατότητα μεταρρύθμισης σε προοδευτική κατεύθυνση της ΕΕ. Στην αρνητική του εκδοχή εκδοχή, ο αριστερός ευρωπαϊσμός θεωρεί ότι οι μονομερείς ρήξεις, όπως η έξοδος από το ευρώ, οδηγούν σε εθνικές αναδιπλώσεις, που υποθάλπουν εθνικιστικά αντανακλαστικά και δημιουργούν ανυπέρβλητα προβλήματα στην χώρα που θα το αποτολμούσε και ειδικότερα στις εργαζόμενες τάξεις αυτής της χώρας.
Υπάρχει όμως και μια παραλλαγή του αριστερού ευρωπαϊσμού, που δεν παρουσιάζεται ως τέτοια στο βαθμό που θέλει ή μάλλον ήθελε να εμφανίζεται από ριζοσπαστική έως και επαναστατική. Η λογική της παρουσιάζεται ως κινηματική και το λεξιλόγιό της ταξικό. Η ουσία της θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής : το πρόβλημα δεν είναι η ΕΕ και ακόμη περισσότερο το ευρώ. Η σύγκρουση είναι καθαρά ταξική και πρέπει να απαντηθεί πρωτίστως σ’αυτό το έδαφος, τόσο εσωτερικά, με μέτρα υπέρ του κόσμου της εργασίας, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με όρους ανάπτυξης διεθνούς κινήματος.
Η σημασία της ελληνικής εμπειρίας έγκειται στο ότι όλες αυτές οι εκδοχές ευρωπαϊσμού τέθηκαν σε δοκιμασία με πραγματικούς όρους και όχι απλά θεωρητικά. Δοκιμάστηκαν και αποδείχθηκαν λαθεμένες στον πυρήνα τους και καταστροφικές στις συνέπειές τους. Η εξάμηνη εμπειρία της δήθεν «διαπραγμάτευσης», στην ουσία του ασύμετρου οικονομικού πολέμου που κύρηξαν οι θεσμοί της ΕΕ εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης, έδειξαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ανεχθούν οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής από τις πολιτικές λιτότητας και άγριας εσωτερικής υποτίμησης. Εδειξαν επίσης ποιό είναι το αποτελεσματικότερο όπλο που διαθέτουν, και δεν είναι άλλο από το νόμισμα. Η απόφαση με την οποία η ΕΚΤ υποδέχθηκε το σχηματισμό αριστερής κυβέρνησης στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015, ήταν καταλυτικής σημασίας για την πορεία των εξελίξεων. Το πρώτο της – και καθοριστικό όπως αποδείχθηκε – αποτέλεσμα ήταν η ονομαζόμενη συμφωνία του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, που αποτέλεσε στην ουσία την πρώτη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που προανήγγειλε την δεύτερη και τελειωτική.
Ολα αυτά έδειξαν κάτι που ήταν απολύτως προφανές σε όσους, ανεξαρτήτως τοποθέτησης, είχαν μελετήσει με κάποια σοβαρότητα τη δομή της ΕΕ και της ευρωζώνης. Αυτοίείχαν συνείδηση ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει σχεδιασθεί ακριβώς για να καταστήσει αδύνατη οποιαδήποτε πρωτοβουλία εθνικής κυβέρνησης αποτολμήσει να έρθει σε ρήξη με τον συνταγματοποιημένο νεοφιλευθερισμό των ευρωπαϊκών συνθηκών και των πρόσφατων συμφώνων, που αυστηροποιούν ακόμη περισσότερο τους όρους της εφαρμογής τους. Η ιδέα μια «μεταρρυθμίσιμης» ΕΕ, τη στιγμή που για να αλλάξει ένα κόμμα από τος συνθήκες και τα σύμφωνα απαιτείται ομωφονία των κρατών-μελών, και δεν μιλάω καν για την εκτός κάθε πολιτικού ελέγχουν ΕΚΤ, είναι απλά κωμική. Η ΕΕ αποτελεί το «σιδερένιο κλουβί» του νεοφειλελευθερισμού ακριβώς γιατί μεταθέτει το πλαίσιο άσκησης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε ένα επίπεδο που ξεφεύγει από κάθε πολιτικό έλεγχο, έστω και αυτόν τον περιορισμένο που μπορούν να ασκήσουν αντιπροσωπευτικοί θεσμοί βασισμένοι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η εμπειρία του πρώτου εξαμήνου έδειξε επίσης της αφλογιστία της ριζοσπαστικής εκδοχής του ευρωπαϊσμού, που στην ουσία αποσκοπεί στο να παρακάμψει το σκόπελο μεταθέτοντας τα επίδικα σε ένα φαντασιακό επίπεδο όπου υπάρχουν μόνο καθαρές ταξικές συγκρούσεις. Και τούτο γιατί παραγνωρίζει ότι τα Μνημόνια δεν αποτελούν μια συνηθισμένη ταξική νεοφιλελεύθερη πολιτική αλλά ένα καθεστώς που επιβάλλει μόνιμη επιτροπεία και σχέσεις εξάρτησης μεταξύ μιας χώρας, δηλαδή του εθνικού της κράτους και της βασικής οικονομικής της λειτουργίας, και των δανειστών της. Παραβλέπει την σημασία της κατάλυσηςβασικών όψεων της κυριαρχίας του εθνικού κράτουςαπό τους μνημονιακούς μηχανισμούς και το ρόλο του χρέους ως μηχανισμού στυγνής πολιτικής και οικομομικής επιβολής. Η εδραίωση του μνημονιακού καθεστώτος καταδεικνύει ότι, για μια ακόμη φορά, όταν η ελληνική αστική τάξη αισθάνεται να κλονίζεται, αναζητά την σωτηρία της στη στήριξη των κυρίαρχων τάξεων της Δύσης, ακόμη κι αν αυτή μεταφράζεται σε δραματική υποβάθμιση της θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα και σε εξευτελισμό της κυριαρχίας του εθνικού της κράτους.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι η ανατροπή των μνημονίων και η απελευθέρωση από τα δεσμά του χρέους δεν αποτελούν ταξικές επιλογές. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτές οι επιλογές που ορίζουν τα κεντρικά επίδικα της ταξικής αναμέτρησης στην συγκεκριμένη συγκυρία. Και δεν σημαίνει βεβαίως ότι η λαϊκή κινητοποίηση δεν αποτελεί καθοριστικής σημασίας παράγοντα. Αλλά για να γίνουν πραγματικότητα αυτά δεν αρκεί η ταξική καθαρότητα επιμέρους στόχων ή του λόγου που τους εκφέρει. Προϋπόθεση ενός τέτοιου σχεδίου είναι μια γενικότερη επιλογή σύγκρουσης με την ΕΕ και την εγχώρια ολιγαρχία. Σ’αυτή τη σύγκρουση δεν μπορεί να διαχωριστεί το εσωτερικό από το εξωτερικό μέτωπο, στα βαθμό που το μνημονιακό καθεστώς έχει πλέον απολύτως «εσωτερικευθεί» και μετατραπείσε βασικό πυλώνα των σχέσεων κυριαρχίας τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ των εθνικού σχηματισμού και των κυριάρχων τάξεων της ΕΕ.
Οι κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν αυθόρμητα τον Φεβρουάριο του 2015, όταν το κλίμα ήταν ακόμη συγκρουσιακό, και που διεκόψε απότομα η πρώτη συνθηκολόγηση της 20ης Φεβρουαρίου, έδειξαν ότι η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα σε συνθήκες αριστερής κυβέρνησης προϋποθέτει ότι την υιοθέτησημιας συγκρουσιακής γραμμής από τη ίδια την κυβέρνηση. Αυτό έδειξε σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακατολαϊκό κύμα που πυροδότησε η αναγγελία του δημοψηφίσματος και οδήγησε στο θρίαμβο του ΟΧΙ. Αυτή η νίκη, ακόμη κι αν προδόθηκε πάραυτα, αποτελεί αναμφίβολα την καλύτερη επιβεβαίωση της δυναμικής από τα κάτω που μπορεί να απελευθερώσει μια αριστερή κυβέρνηση όταν δείχνει διατεθειμένη να συγκρουστεί με την Ιερή Συμμαχία όλων των κυρίαρχων δυνάμεων εντός και εκτός της χώρας. Και φυσικά αυτόςείναι και ο μοναδικός δρόμοςγια την διεθνή επέκταση της ανατρεπτικής δυναμικής.
Η μνημονιακή υποταγή της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ολοκάθαρα ότι η παραμονή στης ευρωζώνη δεν έχει να κάνει οτιδήποτε με τον διεθνισμό, ή τουλάχιστον με τον δικό μας διεθνισμό, διότι υπάρχει βεβαίως ο διεθνισμός του κεφαλαίου, ασύγκριτα πιο ανεπτυμένος και εδραιωμένος από τον δικό μας.
Πρέπει επίσης να μπει φραγμός στην καταστροφική λογική σύμφωνα με την οποία τίποτε δεν γίνεται αν δεν ξεσηκωθούν περίπου ταυτόχρονα οι λαοί ή οι εργαζόμενες τάξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οταν δεν αποτελεί απλή δικαιολογία για την συνθηκολόγηση του Τσίπρα στο όνομα του «Δεν υπήρχε εναλλακτική», πρόκειται για μια πλήρη αντιστροφή της διεθνιστικής λογικής. Αυτό που χρειαζόταν και χρειάζεται και σήμερα, από τηνσκοπιά του διεθνισμού των υποτελών τάξεων, είναι να αναλάβει μια αριστερή κυβέρνηση την ευθύνη ενός Grexit έτσι ώστε να διεξαχθεί ως Lexit, ενταγμένο σε μια προοπτική ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αυτή είναι η κίνηση που μπορεί να απελευθερώσειμια απρόβλεπτων διαστάσεων δυναμική σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, και να ανοίξει τον δρόμο σε ντόμινο ανατροπών.
Ενα τελευταίο συμπερασματικό σημείο πάνω στο θέμα της Ευρώπης: ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε μια κυβέρνηση που προσπάθησε αρχικά να τηρήσει την λαϊκή εντολή ρήξης με τις πολιτικές λιτότητας υπήρξε αποκαλυπτικός για την φύση της ΕΕ όχι μόνο στα μάτια της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Με αυτήν την έννοια συνέβαλλε σε μια συντελούμενη εδώ και καιρό διαδικασία αποστασιοποίησης και απόρριψης της ΕΕ από ολόενα και ευρύτερα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οπως έδειξε και το Brexit, αυτή η διαδικασία οδηγεί σε τεκτονικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική. Το ερώτημα που τίθεται είναι τι είδους πολιτικό πρόταγμα θα ηγεμονεύει σ’αυτή τη διαδικασία. Και εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η τρέχουσα συγκυρία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Σ’αυτήν την κούρσα, όπως και πάλι δείχνει το Brexit, η ρατσιστική και εθνικιστική Δεξιά προπορεύεται αισθητά, βοηθούμενη από την έκδηλη πλέον ανυποληψία και ανημπόρια του αριστερού ευρωπαϊσμού οποιασδήποτε απόχρωσης. Η άρθρωση μιας αριστερής πρότασης ρήξης με την ΕΕ και τους μηχανισμούς της, καρδιά των οποίων είναι το ενιαίο νόμισμα, αποτελεί όρο για την ίδια την επιβίωση της Αριστεράς στην Ευρώπη. Αν γίνει αυτό κοινή συνείδηση τότε η ελληνική τραγωδία θα έχει χρησιμεύσει σε κάτι.
Το μεταβατικό πρόγραμμα σήμερα
Ρήξη λοιπόν με την ΕΕ και το ευρώ ως αναγκαίο στοιχείο ενός πολιτικού σχεδίου ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αναγκαίο αλλά προφανώς όχι επαρκές. Δεν είναι δυνατό για λόγους χρόνου και όχι μόνο να αναφερθώ σε όλες τις διαστάσεις ενός τέτοιου σχεδίου. Θα αρκεστώ σε τρεις παρατηρήσεις
1. Ποτέ δεν παρουσιάστηκε από την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα από την Αριστερή Πλατφόρμα το θέμα της εξόδου από το ευρώ μεμονωμένο αλλά πάντα ως μέρος μιας βασικής δέσμης μέτρων άμεσης εφαρμογής που όριζαν τις προϋποθέσεις της υλοποίησης του προγράμματος βάση του οποίου είχε κατακτηθεί η λαϊκή εντολή. Αυτά τα μέτρα περιελάμβαναν την άμεση διακοπή της αποπληρωμής του χρέους, με στόχο την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, την εθνικοποίηση των τραπεζών, και τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων. Ολα αυτά θα έπρεπε να συνοδεύονται με μέτρα μονομερούς εφαρμογής δεσμεύσεων όπως η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και η αποκατάσταση κατώτερου μισθού και σύνταξης. Αυτό ήταν ο πυρήνας ένος μεταβατικού πρόγραμματος, με στόχο την αντιστροφή του ταξικού συσχετισμού δύναμης και την ενεργοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
2. Ενα μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να περιορίζεται όμως σ’αυτό, ειδικά όταν αρθρώνεται με την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης. Δεν εννοώ μ’αυτό ένα είδος πλειοδοσίας στους στόχους, όπως προτείνει κατά κανόνα η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ενας τέτοιος αντικαπιταλισμός είναι καταδικασμένος να παραμείνει άσφαιρος στο βαθμό που αφενός αποφεύγει να τοποθετηθεί στα πραγματικά επίδικα της συγκυρίας και αφετέρου υποδηλώνει έναν απεριόριστο βολονταρισμό, που θέτει στόχους αποκομμένους από την συνείδηση των μαζών και το επίπεδο των αγώνων και των μορφών οργάνωσής τους. Τι νόημα έχει για παράδειγμα η διεκδίκηση εδώ και τώρα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής όταν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται στην σημερινή δραματική κατάσταση και η ιδέα μιας σοσιαλιστικής οικονομίας φαντάζει εντελώς εξωπραγματική για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας;
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το μεταβατικό πρόγραμμα δεν πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που ανοίγουν πεδίο για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και επιβάλλουν μορφές κοινωνικού ελέγχου στην οικονομία, με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Ας το ξεκαθαρίσουμε όμως: η σοσιαλιστική κατεύθυνση σημαίνει ότι το μεταβατικόπρόγραμμα δεν μπορεί να είναι ένας κατάλογος άμεσων, συνδικαλιστικού τύπου διεκδικήσεων με στόχο την κατάργηση της λιτότητας. Είναι ένα πρόγραμμα με στόχο την ανάδειξη των εργαζόμενων τάξεων σε ηγετική δύναμη της κοινωνίας, ικανή να ασκήσει εξουσία και να οδηγήσει τον κοινωνικό σχηματισμό σε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση.
3. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τα άμεσα μέτρα ρήξης με το Μνημονιακό πλαίσιο το μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να περιέχει στοιχεία ενός διαφορετικού οικονομικού μοντέλου, που να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις στα θέματα που ανοίγουνται με την προοπτική ρήξης με την ΕΕ και το ευρώ και να χαράζει μια κατεύθυνση αλλαγής των παραγωγικών δομών και ταυτόχρονα των κοινωνικών σχέσεων.
Η Ελλάδα είναι σήμερα μια κατεστραμμένη χώρα, ιστορικό καθήκον των των δυνάμεων της εργασίας, του πολιτισμού και της επιστήμης είναι να την ανοικοδομήσουν σε νέες βάσεις. Το νέο μοντέλο ανοίγει λοιπόν θέματα όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση, η περιφερειακή ανισότητα, το περιβάλλον, ο ρόλος της συμμετοχής της κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων. Ανοίγει επίσης θέματα που αφορούν την παιδεία και τον πολιτισμό, που αποτελούσαν κάποτε προνομιακό πεδίο για την Αριστερά και που σήμερα μαρτυρούν την πορεία αποπτώχευσής της.
Να τονίσω σ’αυτό το σημείο το εξής: σε μια μεγάλη σύγκρουση, που σηματοδοτεί μια ιστορική τομή στην πορεία μιας χώρας, κερδίζει τελικά αυτός που την κατανοεί ως ευκαιρία για να εφαρμοστεί ένα καινοτόμο σχέδιο και όχι αυτός που κινείται αμυντικά, καλλιεργώντας την αυταπάτη μιας επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι το μνημονιακό στρατόπεδο προπορεύεται σαφώς, και από την αρχή της περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό των ορίων του ΣΥΡΙΖΑ ότι, ακόμη και στις καλές του στιγμές, έλειψε ακριβώς αυτό το στοιχείο, το οραματικό και ταυτόχρονα συγκεκριμένο, που θα έδινε σάρκα και οστά στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Για να το πούμε διαφορετικά, ο προ-Ιουλίου 2015 ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να θέσει στις κοινωνικές δυνάμεις που τέθηκαν σε κίνηση από το 2010 και μετά ένα σχέδιο που να υπερβαίνει την υπεράσπιση κατακτήσεων που κατεδαφίστηκαν από τα Μνημόνια. Στην ουσία δεν επιχείρησε κανκάτι τέτοιο, δεν έδρασε ποτέ ως κόμμα ικανό να συμβάλλει στο μετασχηματισμό της συνείδησης των υποτελών τάξεων, να τους δώσει αυτοπεποίθηση στην ικανότητά τους να αλλάξουν σε βάθος την ζωή τους και την κοινωνία. Και ξέρουμε τώρα, είναι μέρος της εμπειρίας που έχουμε αποκτήσει, ότι αν λείπει αυτή η διάσταση, τότε λείπει και η υποκειμενική συγκρότηση που είναι σε θέση να σηκώσει μια αναμέτρηση σκληρής, μεγάλης έκτασης και διάρκειας.
«Πλατιά κόμματα» και στρατηγική αποσαφήνιση
Το τελευταίο σημείο που θέλω να αναπτύξω είναι ακριβώς το θέμα της πολιτικής συγκρότησης, με άλλα λόγια του κόμματος. Μια από τις αναμενόμενες αρνητικές επιπτώσεις της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αποστροφή από την πολιτική ενός ολόκληρου κόσμου που μετά από μια μακρόχρονη περίοδο υποχώρησης είχε αρχίσει να ανακτά την ελπίδα. Οψη αυτού του φαινομένου αποτελεί η έξαρση αντιπολιτικών στάσεων στον κόσμο του κινήματος, η απολυτοποίηση λογικών άμεσης δράσης, η αναδίπλωση σε επιμέρους ακτιβισμούς ή η αυταπάτη της απόδρασης σε χώρους που υποτίθεται ότι καταλύουν εδώ και τώρα τις εξουσιαστικές λογικές. Η κυριαρχία τέτοιων λογικών θα αποτελούσε σοβαρότατη οπισθοδρόμηση σε σχέση με τα όσα είχε κομίσει η ελληνική εμπειρία του 2010-2012 αλλά και η αντίστοιχη της Ισπανίας και άλλων χωρών, ειδικά στην Λατινική Αμερική. Θα σήμαινε ότι αγνοείται η ανάγκη συγκρότησης πολιτικών δυνάμεων που να επικοινωνούν με τις κινηματικές πρακτικές και, σε συνθήκες οξυμένης πολιτικής κρίσης, να μπορούν ναθέσουν ζήτημα εξουσίας.
Το ενδεχόμενο ενός τέτοιου πισωγυρίσματος αποτελεί βεβαίως σύμπτωμα και συνέπεια της ήττας, στην οποία τείνει να δώσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Γι αυτό και η αντιμετώπισή του προϋποθέτει μια σε βάθος ανάλυση των αιτιών της ήττας. Μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την δική μας αποτυχία, την αποτυχία όσων προσπαθήσαμε εντός του ΣΥΡΙΖΑ να πάρουν διαφορετική πορεία τα πράγματα. Γιατί λοιπόν δεν κατάφερε η Αριστερή Πλατφόρμα (ΑΠ), η βασική και πιο συγκροτημένη από κάθε άποψη συνιστώσα της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία συμμετείχα και προσωπικά, να αποτρέψει την καταστροφή;
Θα συνοψίσω τις σκέψεις μου άνω σ’αυτό το ένα ερώτημα που με ταλάνισε ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο ως εξής. Η πρώτη και καθοριστική κατά τη γνώμη μου ήττα της ΑΠ ήταν η αδυναμία της να αντιστρέψει την πορεία μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ πριν ακόμη ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία. Η πορεία αυτή άρχισε το καλοκαίρι του 2012, μετά τις εκλογές που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και ουσιαστικά σε κυβέρνηση σε αναμονή. Τα βασικά της χαρακτηριστικά της ήταν η ενιοποίηση και η σχετική μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ με όρους όμως δημιουργίας μιας κατά βάση εκλογικής μηχανής, με αδυνατισμένες τις εσωτερικές πολιτικές λειτουργίες, με την επικράτηση ενός συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού μοντέλου οργάνωσης. Ενα τέτοιο κόμμα αποκτούσε εντεινόμενα αρχηγικά χαρακτηριστικά και μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί από πλήρως αυτονομημένα από τα μέλη και τα όργανα κέντρα λήψης των αποφάσεων, που αποκρυσταλλώθηκαν σε άτυπους κλειστούς κύκλους περιστρεφόμενους γύρω από τον αρχηγό. Η πορεία «κρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ, με άλλα λόγια η προληπτική του προσαρμογή στο καλούπι της διαχείρισης του αστικού κράτους και η αποστασιοποίησή του από μαζικές πρακτικές, είχε αρχίσει πολύ πριν την κατάληψη υπουργικών θώκων, η οποία απλά την επισφράγισε.
Μια τέτοιο μετάλλαξη αφαιρούσε ουσιαστικά το έδαφος κάτω από τα πόδια της αριστερής μειοψηφίας. Η μάχη εντός των τειχών και ειδικότερα εντός των οργάνων δεν μπορούσε παρά να δώσει περιορισμένα και μάλιστα διαρκώς μειούμενα αποτελέσματα στο βαθμό που το ίδιο το κόμμα είχε ως τέτοιο υποβαθμιστεί ως χώρος παραγωγής πολιτικής. Αν λοιπόν με τον όρο «πλατύ κόμμα» εννοούμε αυτήν την διαδικασία, είναι προφανές ότι η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι το μοντέλο έχει αποτύχει. Εάν όμως με τον όρο «πλατύ κόμμα» εννοούμε την δύσκολη, βασανιστική πορεία ανασύνθεσης διαφορετικών ρευμάτων και παραδόσεων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, θα έλεγα ότι η ελληνική εμπειρία δείχνει επίσης ότι ένας τέτοιος σχηματισμός είναι σε θέση να παρέμβει σε μια συγκυρία μεγάλων ανατροπών, σε αντίθεση με την περιχαρακωμένη μορφή πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης που συνεχίζουν να κομίζουν οι παραδοσιακές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ή τα εναπομείναντα κομμουνιστικά κόμματα.
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν συνίσταται νομίζω στην εφεύρεση μιας ριζικά νέας μορφής-κόμμα, η εμπειρία του Ποδέμος δείχνει εξ’άλλου ότι ακόμη και νέοι σχηματισμοί χωρίς οργανικούς δεσμούς με την ιστορική Αριστερά τείνουν πολύ γρήγορα να αναπαράγουν τις παθογένειες για τις οποίες έγινε προηγουμένως λόγος. Το ερώτημα θα έλεγα είναι να βγούν τα αναγκαία συμπεράσματα από την πρόσφατη εμπειρία έτσι ωστε να χαραχθούν εκ νέου οι διαχωριστικές γραμμές μέσα στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Να χαραχθούν εκεί που πραγματικά επιβάλλεται, στο έδαφος της σύγχρονης στρατηγικής για την κοινωνική ανατροπή και την κατάκτηση της ηγεμομίας των υποτελών.
Ας χρησιμεύσει τουλάχιστον σ’αυτό η ελληνική τραγωδία: ήρθε η ώρα να χωρίσει η ήρα από το στάρι.