Παιδικοχαρίτες – Στίχοι και ημερολόγια από τον δρόμο Ελένη Χριστοπούλου RedMarks, Αθήνα 2019 | 32 σελίδες

Οι Παιδικοχαρίτες, που τυπώθηκαν τον Μάιο του 2019, είναι μια ποιητική συλλογή: το πρώτο βιβλίο της Ελένης Χριστοπούλου και ταυτόχρονα η πρώτη λογοτεχνική δουλειά των εκδόσεων RedMarks. Μπορεί να ξέρουμε εκ των προτέρων τι πάει να πει αυτός ο τίτλος, να αρκεστούμε σε υποθέσεις, να αφεθούμε σε συνειρμούς ή και να ψάξουμε τη λέξη στο διαδίκτυο· εγώ το έκανα, την έψαξα: τα συντριπτικά περισσότερα αποτελέσματα που έλαβα είχαν να κάνουν με το συγκεκριμένο βιβλίο. Στη σελίδα των εκδόσεων RedMarks στο facebook βρήκα και έναν ορισμό: «“Παιδικοχαρίτες” ονομάζονται οι εργαζόμενοι που καθαρίζουν τις παιδικές χαρές των δήμων».

Η λέξη του τίτλου εμφανίζεται μία φορά και μέσα στη συλλογή, κάπου προς το τέλος της: «Κάποτε ήμασταν παιδικοχαρίτες,/ καθαρίζαμε τις λύπες μικρών ανθρώπων/ από τα πετραδάκια.» Για να φύγω όμως σιγά-σιγά από τη σελίδα τίτλου, να σημειώσω πως η συλλογή έχει και έναν υπότιτλο που φέρνει τη συζήτηση και σε ζητήματα δομής: Στίχοι και ημερολόγια από τον δρόμο. Οι, τριάντα περίπου σελίδων, Παιδικοχαρίτες είναι διαιρεμένοι σε τρία μέρη, με κοινό άξονα τον δρόμο: «Ημερολόγια από τον δρόμο», «Στίχοι από τον δρόμο», «Καθ’ οδόν». Τα δύο από αυτά αναφέρονται, όπως βλέπουμε, ήδη στον υπότιτλο, με αντεστραμμένη όμως σειρά.

Κοιτώντας από λίγο πιο κοντά, τα «Ημερολόγια από τον δρόμο» είναι εφτά στο σύνολο, άτιτλα, αριθμημένα από την ίδια την ποιήτρια. Μοιάζει να καταγράφονται σ’ αυτά (αλλιώς: ποιητικά να περιγράφονται) εμπειρίες που αντιστοιχούν σε ισάριθμες μέρες. Σε δύο περιπτώσεις οι εγγραφές είναι διπλές, άρα οι εμπειρίες δεν είναι μόνο εφτά. Οι «Στίχοι από τον δρόμο» απαρτίζονται επίσης από εφτά, άτιτλα, αριθμημένα από την ποιήτρια ποιήματα, οπότε και προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν ο αριθμός εφτά είναι τυχαίος – πράγμα που δεν το νομίζω. Για να μην μας μπερδεύει η λέξη «στίχοι», πάντως, διευκρινίζω πως όλα τα ποιήματα του βιβλίου είναι γραμμένα σε στίχους, απλώς εδώ, στο δεύτερο μέρος, η φόρμα είναι εμφανώς μικρότερη. Σε ό,τι αφορά το τρίτο και τελευταίο μέρος, «Καθ’ οδόν», που εκ των πραγμάτων παίρνει πάνω του την ευθύνη της επίγευσης, αυτό είναι το συντομότερο: Περιλαμβάνει ένα μόλις ποίημα, χωρίς τίτλο ξανά, με χαρακτηριστικό του γνώρισμα τις διαλογικές παύλες, στις οποίες και θα επανέλθω.

Το βιβλίο ανοίγει με ένα «σήμερα»: «Σήμερα ο καιρός/ είναι λίγο καλύτερος.» Δυο στίχοι, ένα σχόλιο απλό που γίνεται ποίηση, μια διαπίστωση, μια ανακούφιση ίσως. Έξω από την ποίηση, ο καιρός είναι θέμα-πασπαρτού: Όταν δεν έχουμε τι να πούμε, όταν προσπαθούμε να αποφύγουμε μια συζήτηση, όταν θέλουμε να περάσει η ώρα, να σπάσει ο πάγος, σχολιάζουμε τον καιρό. Στο συγκεκριμένο ποίημα η αναφορά στον καιρό είναι μάλλον ένα είδος ζεστάματος, μια αφορμή, μια κουβέντα ανώδυνη πριν από άλλες που μπορεί να είναι και οδυνηρές. Το ποίημα κλείνει με αναφορά σε ένα δεύτερο «σήμερα»: «Σήμερα μετρήσαμε πάλι ξημερώματα,/ συντροφιά με πόνους απ’ το μέλλον.» Αν οι πόνοι του τελευταίου στίχου έρχονται από το μέλλον (στο οποίο δεν χαρίζεται καμία άλλη αναφορά σ’ αυτή τη συλλογή), δεν πάει βέβαια να πει πως δεν υπάρχουν και παροντικοί. Λίγο παραπάνω μετριούνται κάλοι: «μια έβγαλε έναν ακόμα,/ νίκησε.» Γίνεται έτσι ήδη φανερό πως οι άνθρωποι της συλλογής έχουν σάρκα και οστά, δεν είναι ωραιοποιημένοι και σίγουρα δεν είναι άφθαρτοι.

Φεύγω όμως από το πρώτο ημερολόγιο, γενικεύω. Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι γυναίκες με σκληρά δέρματα και δίχως ονόματα, εργαζόμενες στον τομέα της καθαριότητας και άλλες, η γριά κυρία που ταΐζει περιστέρια, η γριά που δεν θέλει τους πρόσφυγες («Να γυρίσουν στην πατρίδα τους!»), «πρόσωπα-απρόσωπα», ηρωίδες ανώνυμες και ίσως αφανείς, αλλά οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να φανούν για να υπάρξουν· και εδώ μιλάμε, νομίζω, για πρόσωπα υπαρκτά, βγαλμένα από μια καθημερινότητα. Μαζί τους, μια νεκρή γάτα και παρεμπιπτόντως οι αδιάφοροι οδηγοί, ο «γέρος κουτσός σκύλος» Μπρούνο, κάτι «γνώριμα ξωτικά», η Δουλτσινέα και ο Κιχώτης, κάποιος που το σπίτι του δεν έχει τοίχους, ο άστεγος της πλατείας και «άλλοι, οι πολλοί, οι ξένοι». Όντα που εκφέρουν κάποτε λόγο, γίνονται ποιήματα, στέκονται, κινούνται, βγαίνουν και ζουν ενίοτε στον δρόμο.

Ανέφερα ήδη τον δρόμο ως κοινό άξονα των ποιημάτων της συλλογής. Ποιος είναι όμως αυτός ο δρόμος; Είναι ο δρόμος που παίρνει το ξημέρωμα το ποιητικό υποκείμενο. Δεν έχει όνομα, σαν τους ανθρώπους κι αυτός, και δεν θα έπρεπε να έχει. Όπως το θέτει η Ελένη: «Μόνη μας ελπίδα οι αβάπτιστοι δρόμοι.» Είναι ένας δρόμος που περνά μπροστά απ’ την παιδική χαρά, το ίδιο το «στενό με τα προσφυγικά», ένας δρόμος που μπορεί να μην έχει τελειωμό ή βέβαιη κατάληξη. Δρόμος των ανθρώπων και δρόμος της πόλης· και πάλι: ποιας πόλης; Ή, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Ελένης ξανά: «Τι βλέπουμε στην πόλη καθώς προχωράμε;». Βλέπουμε παγκάκια-κρεβάτια, τραμπάλες-καρέκλες, σιντριβάνια-θάλασσες, ζώα χωρίς σπίτι, ανθρώπους χωρίς σπίτι, άστεγους-στολίδια (τα στολίδια κρέμονται, τουλάχιστον όμως τα στολίδια φαίνονται), ανθρώπους-σκουπίδια: «σκουπίδια τρομερά». Θα περάσουν σκούπες να τα σαρώσουν, μαζί με λέξεις, αμαρτίες, φωτογραφίες, φύλλα και προφυλακτικά. Θα καθαρίσουν τις λύπες, θα καθαρίσουν και το χθες, αν υποθέσουμε πως το χθες καθαρίζεται.

Στους Παιδικοχαρίτες ο άνθρωπος δεν στέκεται στην ασφαλή του περιοχή να παρατηρεί την πόλη· κινείται και καθορίζει την πόλη, είναι η πόλη, είναι οι πολλοί. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: «Το πρωί είμαι πολλοί/ μα με δίχως σώμα/ και με όνομα “αυτοί”.» Πώς είναι να είσαι, να είσαι εσύ, να είσαι πολλοί; Πού πάνε οι κάλοι όταν δεν έχεις σώμα; Και τι είδους όνομα είναι το «αυτοί»; Η πόλη –αυτή η πόλη– δεν έχει όνομα, έχει όμως τα διακριτικά της γνωρίσματα. Δεν έχει σπίτια ή τα σπίτια της δεν φτάνουν για όλες και όλους. Μια τυπική παρατήρηση όπως “δίπλα στο σπίτι του είναι ένα παγκάκι” γίνεται εδώ: «Δίπλα στο παγκάκι/ αφήνει το σπίτι του». Η πόλη είναι ζωντανός οργανισμός, έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, «έχει κορμί και σπλάχνα», έχει στομάχι και καρδιά. Δεν έχει μάλιστα απλώς στομάχι: «Έχει και τρόμο μήπως περάσουμε μια στιγμή/ στο στομάχι της» – υπάρχει η περίπτωση να μας καταπιεί, το ενδεχόμενο όμως τρομάζει και την ίδια.

Την ανθρώπινη κατάσταση της πόλης εξηγούν, με τον τρόπο τους, οι παρακάτω στίχοι: «Γιατί η πόλη είναι εσύ,/ καλή και κακή, όμορφη κι άσχημη./ Εσύ είναι η πόλη.» Εδώ δεν έχουμε μια παρομοίωση, ένα “είσαι σαν την πόλη”, ούτε βέβαια ένα “πόσο σε θυμίζει αυτή η πόλη”. Το τρίτο πρόσωπο του ρήματος («εσύ είναι», όχι “εσύ είσαι”) ρίχνει τα φώτα και το βάρος στην πόλη: Δεν ενδιαφέρει τόσο τι είσαι εσύ, όσο τι είναι η πόλη (ας είστε το ίδιο). Αυτή, πρώτη απ’ όλα, ανανοηματοδοτείται και γίνεται πόλη-άνθρωπος. Ταυτόχρονα, και για να μην απομακρυνόμαστε από τα ποιητικά χωράφια, ο στίχος που μου έδωσε την αφορμή («Εσύ είναι η πόλη») απηχεί, μου φαίνεται, την περίφημη διατύπωση του Ρεμπώ «εγώ είναι ένας άλλος».

Οι Παιδικοχαρίτες είναι, γενικά μιλώντας, πολύ ανθρώπινοι. Με αυτό εννοώ, ανάμεσα σε άλλα, πως την Ελένη, που τους έγραψε, την απασχολούν τα ανθρώπινα. Ο άνθρωπος ως σώμα και ευρύτερα η φθαρτότητα. Χαρακτηριστικές είναι οι αμήχανες κυκλικές κινήσεις γύρω από το άψυχο σώμα μιας γάτας στο δεύτερο ημερολόγιο και ωραίος, κατά τη γνώμη μου, ο στίχος «Εγώ γύρω από το σώμα της γύρναγα.» του ίδιου ποιήματος. Την απασχολεί ο άνθρωπος με τη σωματικότητά του, λοιπόν, αλλά επίσης: ο άνθρωπος ως κοινωνική οντότητα. Η θέση, το χρέος, το δικαίωμα – η αντιμετώπιση ανθρώπου από άνθρωπο. Πόσους ανθρώπους δεν χωράν τα μάτια μας, πόσους χωρά η μνήμη μας, πώς πειράζονται (από τι επηρεάζονται) αυτά τα νούμερα, πόσο ανθρώπινοι είμαστε και τι συνεπάγεται η (μη) ανθρωπινότητά μας.

Χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό εδώ («τα μάτια μας», «η μνήμη μας» κ.λπ.), όπως κάνει συχνά και η Ελένη στους Παιδικοχαρίτες. Πίσω από αυτό δεν κρύβεται κάθε φορά απαραίτητα μια συγκεκριμένη ομάδα με τα μέλη της, αλλά η ίδια η ανάγκη της κοινότητας, του μοιράσματος, της αλληλεγγύης. Τη θέση του στις σελίδες τού βιβλίου έχει βέβαια και το πρώτο ενικό· παράδειγμα: «Όπως κάθε πρωί, άφησα δίπλα στον καφέ της/ ένα μπουκάλι γάλα.» Το ποιητικό υποκείμενο ακολουθεί την πορεία του, με γάντια, σκούπα και σακούλα για εφόδια, κινείται προς τις παιδικές χαρές και έχει τις αισθήσεις όλες ανοιχτές· γνωρίζει την «πικράδα του δρόμου», τη «μυρωδιά εγκατάλειψης», έχει ακούσει τους ερωτικούς ήχους του σκύλου Μπρούνο, έχει αγγίξει το παγκάκι, έχει δει το καλό και το κακό πρόσωπο του κόσμου. Προσέχει να μην ταράξει την καρδιά της πόλης (έχει την ευαισθησία), πάντως κινείται (δεν μένει σε αδράνεια). Εμείς, οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες, γνωρίζουμε μέσα από τα μάτια του ποιητικού υποκειμένου το αστικό τοπίο (το πλάνο είναι υποκειμενικό, για να το θέσω έτσι, μιας και εντοπίζω κάτι κινηματογραφικό στη συλλογή) και συνηθίζουμε ιδανικά να βλέπουμε «πέρα απ’ το μπαλκόνι μας».

Στους Παιδικοχαρίτες διαβάζουμε για πράγματα απλά, από αυτά που θεωρούνται (και αποκαλούνται) κάποτε αντιποιητικά. Ένα από αυτά είναι η σκόνη, που εμφανίζεται άλλοτε στον ενικό («Η σκόνη δεν έχει χρώμα.») και άλλοτε στον πληθυντικό («βουτήξαμε στις λακκούβες/ να φύγουν οι σκόνες μας.») και που εκ των πραγμάτων είναι άλλη από την «κατοικίδια σκόνη» της Κικής Δημουλά (αυτήν την αναφέρω ως την πιο διάσημη μάλλον σκόνη της νεοελληνικής ποίησης). Κάτω από τις σκόνες όμως, σε αυτή την περίπτωση, διαφαίνεται ο αγώνας. Και είναι γι’ αυτόν που γράφει τελικά η Ελένη – για τον αγώνα της επιβίωσης, τον κοινωνικό αγώνα, τις συναγωνίστριες και τους συναγωνιστές της. Θα πάω από το γενικό στο μερικό αυτή τη φορά και θα εστιάσω σε ένα ποίημα.

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής ανοίγει με ένα «λοιπόν», σαν να συνεχίζει μια, αλλού αρχινισμένη, κουβέντα (και όχι τόσο σαν να υπόσχεται συμπέρασμα, μιας και η περίοδος καταλήγει σ’ ερωτηματικό): «–Λοιπόν, πώς μυρίζει η εξαθλίωση;». Η διαλογική παύλα στην αρχή του πρώτου αυτού στίχου κάτι δείχνει: Εκτός από αυτήν ή αυτόν που ρωτάει, θα πρέπει να υπάρχει και αυτή ή αυτός που ρωτιέται. Η ερώτηση που διατυπώνεται είναι ολικής άγνοιας, δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Ακολουθείται, ωστόσο, από ένα «ναι», το οποίο δεν έρχεται μάλλον ως απάντηση, ούτε φαίνεται να ανήκει σε κάποια δεύτερη φωνή (δεν συνοδεύεται άλλωστε από μια δεύτερη διαλογική παύλα): «Ναι, φταίει κι αυτό το έψιλον/ που είναι ανοιχτό/ και φεύγει η μυρωδιά.» Ποια μυρωδιά; Η μυρωδιά της εξαθλίωσης. Το έψιλον (και το θήτα που αναφέρεται ελάχιστους στίχους παρακάτω) είναι το πρώτο (και αντίστοιχα το τέταρτο) γράμμα της εξαθλίωσης· της λέξης «εξαθλίωση» δηλαδή, που σπάει εδώ στα μέρη της, δηλαδή στα γράμματά της.

Τίθεται στη συνέχεια μια νέα ερώτηση, όχι άσχετη με την πρώτη, που μπορεί ίσα-ίσα να εκληφθεί και ως αναδιατύπωσή της: «–Έχεις μυρίσει ποτέ εξαθλίωση;». Αυτή η ερώτηση απευθύνεται πια ολοκάθαρα σε ένα «εσύ». Και το εσύ, τώρα που ξέρει πως του απευθύνονται, τώρα που του δίνεται η ευκαιρία, δεν διστάζει να απαντήσει: «–Ναι, γράμμα-γράμμα,/ να μην μπορείς να φτάσεις στην ήττα.» Με τη στιχομυθία αυτή κλείνουν οι Παιδικοχαρίτες. Τον τελευταίο λόγο έχει η άγνωστη συνομιλήτρια (ή ο συνομιλητής ή μπορεί η συνομιλήτρια να μην είναι άγνωστη αλλά να παίρνει εδώ, στη λήξη, για μια στιγμή, τον λόγο η ίδια η ποιήτρια). Όποια και να ’ναι, παίζει στην απάντησή της με το γράμμα ήττα, τη λέξη «ήττα» και την ίδια την ήττα, το σημαίνον, κάτι ομόηχο και το σημαινόμενο. Αυτή η ήττα, που μένει άφταστη, μπορεί ενδεχομένως να θυμίσει τη νίκη αυτής που έβγαλε έναν ακόμη κάλο στο πρώτο ημερολόγιο ή, με άλλο τρόπο, λίγες λέξεις από το δεύτερο ημερολόγιο: «ένας νικητής, όλοι χαμένοι».

Ακολουθώντας τους τρόπους της Ελένης, θα κλείσω κι εγώ με ερώτηση και απάντηση. Τι ζητούν οι Παιδικοχαρίτες και τι πετυχαίνουν; Στο πρώτο σκέλος δεν είμαι η πλέον κατάλληλη να απαντήσω, θα κάνω όμως μια δοκιμή: Τίποτα υψηλό, νομίζω, δεν ζητούν· μόνο να μιλήσουν (από και) για τον δρόμο. Όσο για το τι πετυχαίνουν, μπορώ να σας πω τι πέτυχαν στη δική μου περίπτωση, προειδοποιώντας πως δεν είναι ένα μόνο πράγμα. Οι Παιδικοχαρίτες μού θύμισαν πως ο άνθρωπος κατοικεί ποιητικά. Με έκαναν ν’ ανοίξω, για μια φορά ακόμα, την Κατερίνα Γώγου: «Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι μες στους ανθρώπους»· και τη Τζένη Μαστοράκη: «Πώς φτάσαμε σε τούτη δω την πόλη,/ τι της εδώσαμε και τι της πήραμε;». Με έβγαλαν επίσης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα. Διάβασα γι’ αυτό ξανά τον, εμπνευσμένο από την ίδια, μονόλογο του Μισέλ Φάις Το κίτρινο σκυλί· ελάχιστο δείγμα: «Είμαστε καθαρίστριες ή γυναίκες; Είμαστε γυναίκες ή μετανάστριες; Είμαστε μετανάστριες ή – τι σκατά είμαστε;». Με ώθησαν να διαβάσω επιτέλους το Στόμα γεμάτο χώμα του Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς (σ’ αυτό συνέβαλε καθοριστικά ο στίχος-ρητορικό ερώτημα «Τι κι αν με ύβρη παιδική το στόμα μας γεμίσαμε χώμα;»). Με έβαλαν στη διαδικασία να ψάξω λέξεις που ανοίγουν με έψιλον και κλείνουν με ήττα, όπως η εξαθλίωση – κόλλησα μάλιστα με μία από αυτές, την εξιλέωση. Με έκαναν να δω, μέσα από μια διαδικασία που δυσκολεύομαι τώρα να εξηγήσω, μέσα από τον οδοκαθαρισμό μια “οδο-κάθαρση”. Με έφεραν, τέλος, στην κατάσταση να μουρμουρίζω περίεργα λόγια, πορίσματα δικά μου ή δεν-ξέρω-τι, όπως “η πόλη κατοικεί τον άνθρωπο” και “άνθρωπος τον άνθρωπο σκουπίζει”.

«Σκουπίζω Σκουπίζεις Σκουπίζουμε», που λέει (γράφει, δηλαδή) και η Ελένη.

* Το κείμενο αυτό, με (πολύ) μικρές αλλαγές, διαβάστηκε σε μια παρουσίαση του βιβλίου στις Ακυβέρνητες Πολιτείες της Θεσσαλονίκης στις 3 Δεκεμβρίου 2019. Την παρουσίαση μοιράστηκα με τη Μαρίνα Κ.Χ. και την ίδια την Ελένη Χριστοπούλου. Είναι ίσως άχαρο να τις ευχαριστήσω και από εδώ, αλλά δεν παύω, για όλα, να τις ευχαριστώ.

**Η Γιώτα Τεμπρίδου γεννήθηκε στην Ορεστιάδα το 1984. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου

εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή της, με θέμα τη σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τη

φιλοσοφία. Ήταν στον πυρήνα του ηλεκτρονικού περιοδικού για τη λογοτεχνία και

τον κινηματογράφο ανθρώπινο. Έχει γράψει δύο συλλογές μικρο-διηγημάτων: Η ωδή

που δεν έγραψα και άλλες ιστορίες (Ένεκεν 2017), Διαδοχικές ασυνέχειες

(Ακυβέρνητες Πολιτείες 2018).

Ετικέτες