Διαβάζοντας τις αλλεπάλληλες δηλώσεις του κ. Πανούση, αυτό που μοιράζονται –νομίζω- και όσοι διαφωνούν αλλά και όσοι λίγο συμφωνούν –τί να τους κάνουμε-, είναι μια βαθύτερη δυσφορία, δυσφορία βαθιά ανθρώπινη και γι’ αυτό βαθιά πολιτική.

Μπροστά στα τύμπανα του πολέμου, μπροστά σε αυτήν την –πίσω-από-πολλούς-φρουρούς- αντρίκια και υπεύθυνη αποφασιστικότητα, μπροστά στους επαπειλούμενους νεκρούς, που κρούονται δίπλα στις πασχαλιάτικες καμπανούλες, μπροστά σε αυτόν τον χείμαρρο –πραγματικά χείμαρρο- ριζικού φόβου  για το μέλλον αλλά και για τ’ αλλιώτικο, ο κοινός παρονομαστής είναι αυτή η δυσφορία, ένα σφίξιμο στο στομάχι, μια ενστικτώδης αποστροφή. Όπως όταν γρατζουνιέται ο μαυροπίνακας από χέρια αδέξια με την κιμωλία. Όπως όταν χτυπιούνται με δύναμη, χωρίς ρυθμό και μέτρο, όλα μαζί τα πλήκτρα ενός άλλως καλοκουρδισμένου πιάνου. Όπως όταν βλέπεις ένα ρημαγμένο περιστέρι, στη βόλτα στη λιακάδα, και γυρίζεις το κεφάλι του παιδιού από την άλλη. Όπως μπροστά σε παλιές φωτογραφίες νεκρών από μακρινές –πολύ μακρινές- χώρες.

Είναι δηλαδή παράταιρες οι δηλώσεις και η στάση του κ. Πανούση γιατί, μεταξύ άλλων, αν θέλαμε να κάνουμε πόλεμο, μπορούσαμε όλοι να τον κάνουμε καλύτερα από κάποιον κ. καθηγητή. Αλλά δεν θέλουμε πόλεμο. Δεν θέλουμε νεκρούς, δεν θέλουμε άλλο αίμα και φόβο και δάκρυα και σφαίρες και όλα τα σχετικά, που έχει χορτάσει αυτός ο τόπος. Δεν θέλω. Και ξέρω ότι δεν θέλουμε. Γιατί ο παππούς μου σκιάζεται ακόμη και με παρακαλούσε –προχθές, μες στην εντατική- να κρύψω το βιβλίο για τον Άρη. Και μοιρολογάει ακόμη τα νεκρά παιδιά απ’ το χωριό του –κάθε φορά που κουβεντιάζουμε, εκεί τελειώνει η κουβέντα. Κι ο πατέρας τα ίδια, σκοτεινιάζει ακόμη όταν ακούει για την Ασφάλεια –σαν να κοιτάζει πίσω από τον ώμο του. Κι ο προπάππους έχει ένα μνημείο με το όνομά του, να το κουτσουλάνε τα πουλιά. Κι έχω κι εγώ ένα κασκόλ που μυρίζει δακρυγόνο, όσο κι αν το πλένω, και φίλους με λάμες και βίδες στα πόδια και στα χέρια και σημάδια που δεν σβήνουν. Και, θέλω να πω, έχουμε κάνει πολύ πόλεμο και δεν θέλουμε άλλο.

Γι’ αυτό, γι’ αυτό σε παρακαλώ θερμά, σώπα επιτέλους, Υπουργέ μου. Πάρε μια άδεια, δεν ξέρω τι, κάτι, φύγε πάντως από εδώ, κι άσε τα λουλούδια να ανθίσουν, Άνοιξη που είναι, και κυρίως –κυρίως- σώπα. Θέλω να πω, μην ξαναβγάλεις κιχ, βγάλε τα παπούτσια και βγες από το Υπουργείο στις άκρες των νυχιών, αθόρυβα. Να μην ξυπνήσει το παιδί που είναι στην κούνια, να μην τρομάξουν τα περιστέρια στην αυλή, να μην αλλάξει καν πλευρό η αγάπη μας, που τόσο γλυκά κοιμάται, χορτασμένη έρωτα.

Σώπασε Υπουργέ μου, που είναι και Άνοιξη, σώπασε, σώπα πια.

Ετικέτες