Εδώ και ένα μήνα [το άρθρο δημοσιεύτηκε στην αγγλική του εκδοχή στις 18 Φλεβάρη], οι κινητοποιήσεις ενάντια στην κυβέρνηση Μακρόν δεν αποδυναμώνονται, αλλά το αντίθετο.
Την περασμένη εβδομάδα, έγιναν δύο μέρες δράσης από τον πανεθνικό διασυνδικαλιστικό συντονισμό: Μια μέρα απεργιών και διαδηλώσεων στις 7 Φλεβάρη και μια μέρα διαδηλώσεων (χωρίς κάλεσμα σε απεργίες) στις 11 Φλεβάρη.
Η Τρίτη 7 Φλεβάρη ήταν της ίδιας τάξης μεγέθους με την 19η Γενάρη όσον αφορά το μέγεθος των διαδηλώσεων, αλλά με μικρότερο αριθμό απεργών σε σχέση με τις 31 Γενάρη.
Αυτά τα χαμηλότερα ποσοστά [συμμετοχής στην απεργία] κατά την τρίτη απεργία σε 20 μέρες, είναι προφανές ότι θέτουν το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των επαναλαμβανόμενων [αλλά με χρονική απόσταση] απεργιών την ώρα που η κυβέρνηση παραμένει απολύτως αποφασισμένη να περάσει με πυγμή την υιοθέτηση της αντιμεταρρύθμισης.
Αλλά από την άλλη, ο μαζικός χαρακτήρας των διαδηλώσεων συνεχίζει να δείχνει την μαζική λαϊκή απόρριψη της μεταρρύθμισης και ότι υπάρχει μια καθαρή κατανόηση των συνεπειών της.
Το Σάββατο 11 Φλεβάρη, με 2,5 εκατομμύρια διαδηλωτές σύμφωνα με τα συνδικάτα, ήταν μια επιβεβαίωση αυτής της λαϊκής απόρριψης. Σε ένα μεγάλο αριθμό πόλεων, ακόμα και μικρού ή μεσαίου μεγέθους, η συμμετοχή στις διαδηλώσεις ήταν ακόμα μεγαλύτερη από εκείνη της 31ης Γενάρη -ακόμα και σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας. Στο Παρίσι, η αστυνομία ανακοίνωσε 963.000 διαδηλωτές, που αποτελεί το μεγαλύτερο αριθμό [που έχουν ανακοινώσει οι Αρχές] όχι μόνο από την αρχή αυτού του κινήματος, αλλά εδώ και δεκαετίες κοινωνικών κινητοποιήσεων.
Συνεπώς, αυτές οι δύο μέρες επιβεβαίωσαν το πιο εμφανές φαινόμενο της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης της χώρας: Ο Μακρόν και η κυβέρνησή του παραμένουν απολύτως απομονωμένοι και ο εργαζόμενος πληθυσμός υποστηρίζει συντριπτικά το κίνημα ενάντια στα σχέδιά του.
Σε κάθε συζήτηση για το νομοσχέδιο βλέπουμε υπουργούς να ανακοινώνουν ψεύδη, να κάνουν λάθος υπολογισμούς τους οποίους μετά υποχρεώνονται να ανασκευάσουν οι ίδιοι. Αυτό συνέβη με την υπόσχεση της Ελιζαμπέτ Μπορν ότι «η μεταρρύθμιση θα επιτρέψει να επανεκτιμηθούν οι απολαβές των συνταξιοδοτημένων εργαζομένων, τεχνιτών και μικρομαγαζατόρων που δούλευαν με τον κατώτατο μισθό: θα παίρνουν περίπου 1.200 ευρώ το μήνα». Ισχυρίστηκε από μόνη της ότι αυτό αφορά 1,8 εκατομμύριο συντάξεις. Τελικά, η διάψευση ήρθε κατευθείαν από τον υπουργό που έχει την ευθύνη της μεταρρύθμισης, τον Ολιβιέ Ντουσόπ: «Τώρα να σας πω αν θα αφορά 10, 20 ή 30 χιλιάδες ανθρώπους, δεν το γνωρίζω». Το ίδιο ισχύει με τη συμπερίληψη των χρόνων «μαθητείας» [πρακτικής εξάσκησης] στον υπολογισμό του εργάσιμου βίου για πλήρη σύνταξη, που θα αφορά μόνο τους νέους ανθρώπους που βρίσκονταν σε «μαθητεία» μετά το 2014. Οι πολλές ανακρίβειες και τα μικρά ψέματα απαξιώνουν πλήρως κάθε επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης.
Τα επιθετικά επιχειρήματα της κυβέρνησης είναι τα πιο γελοία. Ο υπουργός Προϋπολογισμού, Γκαμπριέλ Ατάλ, τολμά να διακηρύσσει ότι «το σύστημα διανομής [συντάξεων] πρέπει να σωθεί από τη χρεοκοπία». Υπάρχουν πολλά και ιδιαίτερα αναλυτικά άρθρα που έχουν αποδείξει την απάτη αυτών των επιχειρημάτων, αν λάβουμε υπόψη την αποσταθεροποίηση του συστήματος λόγω της μείωσης των κοινωνικών εισφορών. Οι εξαιρέσεις των εργοδοτών από την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών φτάνουν τα 85 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό Κοινωνικής Ασφάλισης του 2021. Επιπλέον, η κυβέρνηση απαιτεί από τις υπηρεσίες που τις αφορά, να επιδεικνύουν στους οίκους αξιολόγησης και στην Κομισιόν τον υποδειγματικό της δημοσιονομικό χαρακτήρα,μειώνοντας κάθε χρόνο κατά 17 δισεκατομμύρια ευρώ το κεφάλαιο του χρέους της.
Τέλος, είναι παράδοξο να βλέπουμε τους βουλευτές της Renaissance [«Αναγέννηση», το κόμμα του Μακρόν] να μέμφονται τους βουλευτές της NUPES γιατί αρνούμενοι τη μεταρρύθμιση, θέλουν «να δημιουργηθεί ένα αβάσταχτο χρέος 160 δισ. ευρώ». Αυτά τα 160 δισ. ευρώ υποτίθεται ότι αντιστοιχούν στο έλλειμμα που θα έχει συσσωρευθεί μετά από 20 χρόνια, σύμφωνα με το πιο απαισιόδοξο σενάριο του COR (Συμβούλιου Προσανατολισμού Συντάξεων). Πρόκειται για ένα υποθετικό ετήσιο έλλειμα 8 δισ., το οποίο προβάλλεται στην 20ετία για να παρουσιαστεί ένα βάρος που μοιάζει ως αβάσταχτο, τη στιγμή που ο ετήσιος προϋπολογισμός της Κοινωνικής Ασφάλισης είναι πάνω από 700 δισ. ευρώ, ενώ το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού για το 2023 είναι 165 δισ. ευρώ. Αυτό το έλλειμμα δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να προγραμματίζει μια αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 100 δισ. ευρώ την περίοδο 2024-30 και να καταργήσει την εισφορά επί της προστιθέμενης αξίας των επιχειρήσεων, που αφορά ετήσια έσοδα 9,7 δισ. ευρώ, από τον προϋπολογισμό του 2023. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η βοήθεια που καταβάλει το κράτος σε επιχειρήσεις (είτε με δαπάνες είτε με φοροαπαλλαγές) είναι 157 δισ. ευρώ ετησίως. Είναι λοιπόν προφανές ότι το επίδικο σε όλη αυτή τη συζήτηση αφορά την αναδιανομή του πλούτου, ξεκινώντας από τις πηγές των φορολογικών εσόδων και τη διανομή των δημόσιων δαπανών.
Οι διαδηλώσεις, ιδιαίτερα στις μικρές και μεσαίες πόλεις, είχαν μαζική λαϊκή συμμετοχή που δεν εκφράζει μόνο την απόρριψη της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, αλλά δίνει φωνή και στην δυσαρέσκεια, την απελπισία που προκαλεί ο πληθωρισμός, η αύξηση του κόστους ζωής και ιδιαίτερα των τροφίμων και της ενέργειας, όπως και η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών, με πρώτα τα νοσοκομεία και τα σχολεία.
Όλα αυτά ενώ οι 40 κορυφαίοι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο Όμιλοι [CAC 40] ανακοινώνουν διευρυμένα κέρδη και ο πλουτισμός μιας μικρής μειοψηφίας στέκεται απέναντι στην επισφάλεια των πολλών: 80 δισ. ευρώ (μεταξύ των οποίων 56 δισ. σε μερίσματα) διανεμήθηκαν στους μετόχους των CAC 40 το 2022. Ο Εμμανουέλ Μακρόν μπορεί να είναι περήφανος που ο Μπερνάρ Αρνό, ο οποίος πρόσφατα τον συνόδεψε στην Ουάσινγκτον, έγινε ο ιδιοκτήτης της πρώτης περιουσίας στον πλανήτη, με 213 δισ. δολάρια.
Η κατάσταση όσον αφορά τις κινητοποιήσεις προφανώς δεν είναι απλή. Η κυβέρνηση αγνοεί πλήρως τη θέληση της πλειοψηφίας που εκφράζεται στους δρόμους. Από την άλλη, επιδιώκει να θεμελιώσει τη νομιμοποίησή της μέσω μιας κοινοβουλευτικής συμφωνίας με τους Ρεπουμπλικάνους, που αποτελεί τη μόνη πιθανότητα να αποκτήσει πλειοψηφία στη Βουλή και στη Γερουσία.
Κάθε διάλογος με τα συνδικάτα έχει αποκλειστεί εδώ και αρκετές εβδομάδες, αλλά από την άλλη, η Ελιζαμπέτ Μπορν και οι υπουργοί της διαπραγματεύονται με το παραδοσιακό κόμμα της Δεξιάς. Η ταξική περιφρόνηση που επιδεικνύεται απέναντι στη λαϊκή θέληση εμβαθύνει περισσότερο την αποφασιστικότητα ενάντια σε αυτή τη μεταρρύθμιση, αλλά και αποκαλύπτει την πολιτική προσέγγιση της κυβέρνησης: Να επαναλάβει την τακτική του Σαρκοζί το φθινόπωρο του 2010, που προκειμένου να αυξήσει τα όρια ηλικίας από τα 60 στα 62, αντιστάθηκε σε μια σειρά απεργιών και διαδηλώσεων που ήταν αντίστοιχου επιπέδου με αυτές που βλέπουμε σήμερα: Μέσα στο Σεπτέμβρη και μέχρι τα μέσα Οκτώβρη του 2010, υπήρξαν 7 μεγάλες μέρες απεργιών και διαδηλώσεων, με ένα συνδικαλιστικό μέτωπο πανομοιότυπο με το σημερινό και με μεγάλες απεργίες. Από τις 12 Οκτώβρη, οι σιδηρόδρομοι, το μετρό, τα λιμάνια και τα διυλιστήρια κατέβηκαν σε απεργία: 18 μέρες απεργίας στα τρένα, 12 διυλιστήρια αποκλεισμένα και ελλείψεις καυσίμων στο ένα τρίτο των σταθμών εξυπηρέτησης. Εκείνες τις μέρες, ο διασυνδικαλιστικός συντονισμός περιορίστηκε στο να καλεί μέρες δράσης, με όλο και μεγαλύτερα χρονικά κενά μεταξύ τους, και άφησε το κίνημα χωρίς κανένα προσανατολισμό το βράδυ της 19ης Οκτώβρη [ψήφιση του νέου νόμου]. Ο Σαρκοζί και ο υπουργός του ο Βερτ, κατάφεραν έτσι να περάσουν μια λαομίσητη απονομιμοποιημένη μεταρρύθμιση. Ο Σαρκοζί είχε την πολυτέλεια ακόμα και να συγχαρεί τις συνδικαλιστικές ηγεσίες στις 16 Νοέμβρη του 2010 στο TF1, το μεγαλύτερο τηλεοπτικό κανάλι:
«Πρέπει να τιμήσουμε τις συνδικαλιστικές δυνάμεις της χώρας μας, καθώς κάναμε πράξη αυτή τη σημαντική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση χωρίς καθόλου βία. (…) Ο γαλλικός λαός δικαιούται να είναι περήφανος. Εκδήλωσαν την διαφωνία τους, τις ανησυχίες τους, αλλά με σεβασμό ο ένας απέναντι στον άλλο. (…). Τα συνδικάτα έδειξαν υπευθυνότητα». Το UMP πλήρωσε το τίμημα 2 χρόνια αργότερα, όταν έχασε την προεδρία και είδε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να πηγαίνει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο όμως όχι μόνο δεν ακύρωσε την μεταρρύθμιση του Βερτ αλλά πρόσθεσε και την μεταρρύθμιση του Τουρέν που αυξάνει σταδιακά τα χρόνια ετήσιων εισφορών [για θεμελίωση δικαιώματος πλήρους σύνταξης].
Το ζήτημα της ανανεούμενης απεργίας, της γενικής απεργίας [διαρκείας] που θα έκανε τον Βερτ και τον Σαρκοζί να υποκύψουν, είχε τεθεί στις διαδηλώσεις και μέσα στα συνδικάτα. Αλλά ένα μεγάλο μέρος του διασυνδικαλιστικού συντονισμού ήταν αντίθετο. Όπως ο Φρανσουά Σερέκ, τότε γενικός γραμματέας της CFDT, που είχε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 23 Σεπτέμβρη: «Αυτοί που θέλουν να ριζοσπαστικοποιήσουν το κίνημα, που καλούν σε γενική απεργία, θέλουν να περάσουμε σε μια πολιτική προσέγγιση (…). Αλλά η δύναμη αυτού του κινήματος βρίσκεται στο ότι δεν είναι πολιτικό, αλλά κοινωνικό. Έχουμε μια ήσυχη δύναμη, ας τη χρησιμοποιήσουμε». Ο Μπερνάρ Τυμπό, γενικός γραμματέας της CGT είχε αποφύγει μια καθαρή απάντηση, δηλώνοντας στις 10 Σεπτέμβρη στη Le Monde: «Όσο κυριαρχεί η αδιαλλαξία, τόσο θα κερδίζει έδαφος η ιδέα των ανανεούμενων απεργιών». Συνολικά, ο διασυνδικαλιστικός συντονισμός δεν εναντιώθηκε στις ανανεούμενες απεργίες σε κάθε κλάδο, αλλά τις άφησε απλά να συμβούν χωρίς να επιχειρεί να τις ενισχύσει, να τις επεκτείνει, να οργανώσει ένα αγωνιστικό «καλεντάρι» για την ανάπτυξη της σύγκρουσης. Το 2010, οι μαχητικές πρωτοβουλίες προήλθαν από ένα μεγάλο αριθμό συνδικάτο και μαχητικών αγωνιστών που έφτιαξαν συντονισμούς και διακλαδικές γενικές συνελεύσεις για να ενισχυθούν οι απεργίες και να οργανωθούν οι αποκλεισμοί, ιδιαίτερα στην Τουλούζ, τη Ρουέν, τη Μασσαλία και το διαμέρισμα 92 της περιφέρειας του Παρισιού.
Το ίδιο ζήτημα λοιπόν είναι ιδιαίτερα παρόν και σήμερα. Αξίζει να σημειωθούν δύο σημαντικές διαφορές με το 2010, όσον αφορά την πολιτική των συνδικαλιστικών ηγεσιών: Πρώτον, όλα τα συνδικάτα είναι ξεκάθαρα υπέρ της απόσυρσης του νομοσχεδίου της Μπορν. Αυτό δεν ίσχυε το 2010 [όταν κάποια αγωνίζονταν για «βελτιώσεις»]. Η άλλη διαφορά είναι ακριβώς η ύπαρξη της εμπειρίας του 2010 και της αποτυχίας της -οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν επίγνωση αυτής της αποτυχίας.
Στις 7 Φλεβάρη, η συν-εκπρόσωπος των Solidaires, Μυριέλ Ζιλμπέρ, δήλωσε: «Δεν θα μπορέσουμε να νικήσουμε αν δεν κινηθούμε προς ένα πραγματικό, ανανεούμενο και γενικευμένο μπλοκάρισμα της οικονομίας. Οι μεγάλες διαδηλώσεις δεν θα αρκέσουν». Τα Solidaires έχουν προτείνει συγκεκριμένα να γίνουν προετοιμασίες για τις 8 Μάρτη, προωθώντας την προοπτική μιας ανανεούμενης απεργίας από εκείνη την ημερομηνία και μετά. Ο στόχος είναι εμφανώς να συνδυαστεί στο καλεντάρι της μάχης ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η απεργία και η φεμινιστική διαδήλωση της Παγκόσμιας Μέρας της Γυναίκας στις 8 Μάρτη, έχοντας τη γνώση ότι ήδη η CGT, η FSU και τα Solidaires προετοιμάζονται από κοινού για να στηρίξουν αυτή την ημερομηνία.
Ο πανεθνικός διασυνδικαλιστικός συντονισμός στο σύνολό του, πήρε υπόψη του εν μέρει αυτή την πρόταση. Στη διακήρυξή του στις 11 Φλεβάρη με τίτλο «Ο διασυνδικαλιστικός συντονισμός είναι έτοιμος να σκληρύνει την κινητοποίηση», δηλώνει: «Αν η κυβέρνηση και οι βουλευτές παραμείνουν κουφοί απέναντι στη λαϊκή διαμαρτυρία, ο διασυνδικαλιστικός συντονισμός θα καλέσει σε σκλήρυνση της κινητοποιημένης παραλύοντας στις 7 Μάρτη κάθε κλάδο σε όλη τη Γαλλία… και αξιοποιώντας την 8η Μάρτη… για να υπογραμμιστεί η μεγάλη κοινωνική αδικία αυτής της μεταρρύθμισης απέναντι στις γυναίκες». Είναι εμφανές ότι αυτή η ανακοίνωση ταιριάζει στην πρόταση των Solidaires που καλούν σε προετοιμασίες σε όλους τους κλάδους για μια γενική απεργία, ανανεούμενη από τις 7 Μάρτη και μετά. Ήδη η ομοσπονδία της CGT στους σιδηροδρομικούς καλεί σε ανανεούμενη απεργία από εκείνη την ημέρα, όπως και ο διασυνδικαλιστικός συντονισμός στις αστικές συγκοινωνίες του Παρισιού (RATP). Τις επόμενες μέρες αναμένεται να βγάλουν μια γενική ανακοίνωση τα Solidaires. Είναι πολύ πιθανό ότι τις επόμενες ημέρες θα προκύψουν περισσότερα καλέσματα στην ίδια κατεύθυνση. Θα μπορούσε έτσι να διαμορφωθεί ένας καθαρό και διακλαδικό χρονοδιάγραμμα για ανανεούμενες απεργίες από τις 7 Μάρτη. Επιπλέον, αυτή η ημερομηνία είναι και το τέλος των χειμερινών σχολικών διακοπών, κάτι που ανοίγει τις πιθανότητες κινητοποίησης στα λύκεια και ενίσχυσης του κινήματος που έχει ξεκινήσει στα πανεπιστήμια. Κάπως έτσι, μπορεί να προκύψει ένα διαφορετικό σενάριο από αυτό του 2010.
Το θεμελιώδες ερώτημα είναι προφανώς αν υπάρχει η πεποίθηση των εργαζομένων ότι είναι εφικτό να νικήσουμε, ότι αξίζει τον κόπο να βρεθούμε σε απεργία από τις 7 Μάρτη και μετά για να οδηγήσουμε τον Μακρόν σε υποχώρηση. Οι κινητοποιήσεις οφείλουν να διαχειριστούν με προσοχή τις επόμενες 25 μέρες, γιατί παρότι μπορούν να συμβάλουν σε διάφορους κλάδους για την προετοιμασία ενός καθολικού κινήματος στις αρχές Μάρτη, μπορούν επίσης να προκαλέσουν κι ένα αίσθημα παραίτησης στον πληθυσμό.
Η κυβέρνηση και τα φιλικά της ΜΜΕ γνωρίζουν πολύ καλά ότι ξεκινά μια νέα φάση. Ο Μακρόν δεν επιδιώκει πλέον να πείσει. Θέλει κυρίως να αποδυναμώσει ή να διαιρέσει το κίνημα. Πρώτα από όλα απευθυνόμενος ουσιαστικά στις «μεταρρυθμιστικές» συνομοσπονδίες, ιδιαίτερα τις CFDT, CGC και UNSA, προκειμένου να τις αποσπάσει από τους «σκληροπυρηνικούς» της ανανεούμενης απεργίας. Μέχρι τώρα το συνδικαλιστικό μέτωπο έχει αντέξει και ο ίδιος ο γενικός γραμματέας της CFDT, Λορέν Μπερζέ, επαναλαμβάνει ότι αν το κίνημα σκληρύνει η κυβέρνηση θα έχει την πλήρη ευθύνη για αυτή την εξέλιξη.
Παράλληλα, τα ΜΜΕ και η κυβέρνηση επιχειρούν να στρέψουν τα φώτα του ενδιαφέροντος στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση στην Εθνοσυνέλευση. Κατηγορούν την NUPES και ιδιαίτερα την Ανυπότακτη Γαλλία ότι έχουν κάνει μπάχαλο τη συζήτηση και την μπλοκάρουν με την κατάθεση 11.000 τροπολογιών. Οι μακρονικοί βουλευτές, που στο συγκεκριμένο ζήτημα συμμαχούν με τον Εθνικό Συναγερμό, αντιδρούν υστερικά στο παραμικρό περιστατικό για το οποίο είναι τάχα ένοχοι οι βουλευτές της NUPES: Όπως πχ γιατί έπαιζαν με μια μπάλα που είχαν φτιάξει απεργοί και είχε πάνω της το πρόσωπο του Ολιβιέ Ντουσόπ, του υπουργού που φέρει την ευθύνη της μεταρρύθμισης. Παρομοίως, η κυβέρνηση κάνει υπερβολικά μεγάλο θόρυβο για ένα ομοίωμα της Ελιζαμπέτ Μπορν που κρεμάστηκε από μια αγχόνη στη διαδήλωση της 11ης Φλεβάρη. Ωστόσο, είναι συνηθισμένο στις κοινωνικές διαδηλώσεις των τελευταίων 50 χρόνων να βλέπει κανείς συνθήματα, πλακάτ ή ομοιώματα που γελοιοποιούν και βρίζουν προέδρους και υπουργούς. Ο στόχος των Μακρονικών είναι προφανώς να χρησιμοποιούν αυτούς τους αντιπερισπασμούς για να χαλαρώσει η μέγγενη στην οποία έχουν βρεθεί.
Εν τω μεταξύ, στις πιο πρόσφατες συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης είδαμε επίσης τους Μακρονικούς και τους Ρεπουμπλικανούς βουλευτές να σπεύδουν να συνασπιστούν την τελευταία στιγμή ως έσχατη λύση για να ανατραπεί μια πλειοψηφία που είχε προτείνει να κοστίζουν 1 ευρώ τα γεύματα για όλους τους φοιτητές στα εστιατόρια των πανεπιστημίων. Με την αντίστοιχη τακτική, δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την εθνοσυνέλευση να υιοθετήσει ένα νομοσχέδιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος για επανεθνικοποίηση της EDF -σχεδόν αποκλειστικού παραγωγού ηλεκτρικού ρεύματος στη Γαλλία- και έξοδο από τους κανόνες της ΕΕ όσον αφορά την τιμή του ρεύματος. Προφανώς αυτό το ψηφισμένο νομοσχέδιο θα αμφισβητηθεί από τη δεξιά πλειοψηφία στη Γερουσία, όμως όλα αυτά τα περιστατικά αποδεικνύουν την αδυναμία της κοινοβουλευτικής ομάδας της «Αναγέννησης» στην εθνοσυνέλευση [ΣτΜ: το προεδρικό μπλοκ είναι ήδη μειοψηφικό, αλλά και αυτό δεν είναι δεδομένο, καθώς περιλαμβάνει και ταλαντευόμενους συμμάχους πέρα από την «Αναγέννηση», το αμιγώς μακρονικό κόμμα]. Ως μειοψηφία, εξαρτιόνται όλο και περισσότερο από την κοινοβουλευτική ομάδα των Ρεπουμπλικανών για να εξασφαλίζουν την ψήφιση των μέτρων τους. Αντιμετωπίζουν την εχθρότητα της ίδιας της εκλογικής τους βάσης και φοβούνται για το μέλλον τους στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές.
Άρα το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα στη Γαλλία μπορεί να βρίσκεται στα πρόθυρα ενός σημείου καμπής. Πολιτικά, τα επίδικα είναι πολλά: Να ηττηθεί ο Μακρόν, να βελτιωθεί ο συσχετισμός δύναμης υπέρ των λαϊκών τάξεων και να ενισχυθεί η πίστη σε μια εναλλακτική που θα μπορεί να βάλει τέλος στις επιθέσεις του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και να ικανοποιήσει τις λαϊκές ανάγκες. Πέρα από το ζήτημα των συντάξεων, υπάρχει ένα παράθυρο που μπορεί να ανοίξει και ένας φόβος που μπορεί να κυριεύσει τις καπιταλιστικές ηγεσίες.
Οι πικρόχολες επιθέσεις που στοχεύουν να απαξιώσουν την NUPES και οι κολακείες προς την ακροδεξιά, η οποία είναι συμβατή με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές (όπως δείχνει ξεκάθαρα η κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία), είναι σημάδια ότι αρχίζει να εμφανίζεται ένας τέτοιος φόβος. Η οικοδόμηση ενός πραγματικού αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου μέσα στη φωτιά του κινήματος ενάντια στη μεταρρύθμιση του Μακρόν θα μπορούσε να κάνει ένα πραγματικό άλμα μπροστά. Αυτό θα εξαρτηθεί πρώτα από όλα από την ικανότητα να διατηρήσει ενεργή την κινητοποίηση, να την «ριζώσει» και να προετοιμάσει την ανανεούμενη απεργία στους περισσότερους δυνατούς κλάδους. Το να μην αφεθεί το κίνημα να ξεφουσκώσει τις επόμενες 25 μέρες θα είναι αποφασιστικό με αυτή την έννοια.