*Βασισμένο στην παρέμβαση της Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας στην εκδήλωση της 19/12, στο Studio.
Λίγο πριν φύγει η χρονιά και ταυτόχρονα για τα καλά μέσα στην προεκλογική περίοδο οι πολιτικές διακυβεύσεις για την Αριστερά δείχνουν πως το νέο έτος θάναι.. και πάλι το 2015!
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και τέσσερα χρόνια κυβερνά σαν ο γνήσιος κληρονόμος των μνημονίων και διεκδικεί την συνέχεια ενώ απέναντί του βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα πιο αδύναμος και διστακτικός πολιτικά και από το ... «παράλληλο πρόγραμμα» του 2015!
Η πετυχημένη από άποψη συμμετοχής, εκδήλωση των οργανώσεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς παρά τις διάφορες και διαφορετικές εκτιμήσεις σε πτυχές της συγκυρίας αλλά και στα συμπεράσματα για την κατάσταση της ταξικής και πολιτικής πάλης και το πως φτάσαμε ως εδώ, έχει εντούτοις ένα ισχυρό κοινό στοιχείο/ συμπέρασμα που βρίσκεται στο υπόβαθρο: την αδήριτη ανάγκη για κοινή δράση τόσο στο κίνημα όσο και στην πολιτική, στις μάχες και στις εκλογές, όπως αναγράφεται και στην αφίσα της εκδήλωσης.
Ωστόσο από το σημείο αυτό, το οποίο αποτελεί ασφαλώς κατάκτηση, σημαντικό αυτοκριτικό συμπέρασμα και αφετηρία κινηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών κοινής δράσης, είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε δημιουργικά αυτή την απαιτητική συζήτηση. Με επιμονή στα ζητήματα της κοινής πολιτικής δράσης (καθώς η κοινή δράση στο κίνημα είναι σε μεγάλο βαθμό κατακτημένη) και ιδιαίτερα, λόγω προεκλογικής περιόδου, στα ζητήματα των εκλογών.
Ασφαλώς ισχύει διαχρονικά πως «εάν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες». Ωστόσο καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες μέσα στις οποίες διεξάγεται η πάλη και οπωσδήποτε σε μη επαναστατικές συνθήκες αποτελούν την κορύφωση της πολιτικής διεργασίας με μαζικούς όρους.
Χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε εάν σχεδιάζουμε κάποια μορφή διαδικασίας για μετωπική πολιτική συγκρότηση ή εάν μιλάμε μόνο για εκλογική συνεργασία. Βέβαια ακόμη και η εκλογική συνεργασία αποτελεί μορφή μετωπικής πολιτικής συγκρότησης πλην μάλλον είναι η χαμηλότερη βαθμίδα.
Έπειτα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εάν περιγράφουμε συνεργασία και κοινή δράση οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής, αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς ή εάν αυτή η κίνηση αφορά και οργανώσεις του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού ή όπως λέμε τα τελευταία χρόνια της «αντιμνημονιακής Αριστεράς».
Εάν αφορά μόνο στον χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς γεννιέται το ερώτημα τί συμβαίνει με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εάν πάλι μιλάμε για ευρύτερη συσπείρωση θα πρέπει να τεθούν κριτήρια που θα περιγράφουν τα όρια και την ευρύτητα.
Εξάλλου είναι αναγκαίο να τεθεί ένα σαφές πλαίσιο κριτηρίων που να αφορά τόσο στις ανάγκες και τα αιτήματα των «από κάτω» όσο όμως και στο εκλογικό/ πολιτικό υποκείμενο καθαυτό. Κάθε πολιτικός οργανισμός εξάλλου, πολύ περισσότερο μετωπικός, αποτελεί ταυτόχρονα και πεδίο πάλης απόψεων που όσο πιο καθορισμένο είναι τόσο καλύτερα για την αποτελεσματικότητά του.
Ως προς την ουσία της πολιτικής και ιδίως της εκλογικής τακτικής από την αντικαπιταλιστική σκοπιά, θέτουμε στην συζήτηση ορισμένες παρατηρήσεις.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης την πολιτική, οργανωτική, εκλογική έκφραση της πλειοψηφίας του αριστερού κόσμου κατάφερε να την κατακτήσει η Σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να δημιουργηθεί μια ορισμένη συνθήκη που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις τακτικές της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής, κομμουνιστικής Αριστεράς. Αυτές οι τακτικές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Αυτές που αναγνώριζαν τον ρεφορμιστικό χαρακτήρα της Σοσιαλδημοκρατίας και αναζητούσαν την βέλτιστη έκφραση του ενιαίου μετώπου και στο εκλογικό πεδίο, όπως «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς την Αριστερά» ή ακόμη και «ψήφο στο ΠΑΣΟΚ χωρίς αυταπάτες» και αυτές που επέλεγαν την εξομοίωση του ρεφορμιστικού ΠΑΣΟΚ με την Δεξιά σε μια κατεύθυνση σεχταριστική όπως το «πέντε κόμματα δύο πολιτικές». Σε κάθε περίπτωση όμως και παρότι οι διαφορετικές τακτικές είχαν ασφαλώς και διαφορετικά αποτελέσματα δημιουργώντας ταυτόχρονα νέες προκλήσεις, το πλαίσιο ήταν για χρόνια «σταθερό» και «προστατευμένο» καθώς την Δεξιά ανέτρεπε εκλογικά κάθε φορά το ΠΑΣΟΚ εκφράζοντας την αριστερή προσδοκία «των πολλών και από κάτω». Το κατά πόσο δικαίωνε αυτή την προσδοκία και πώς η πολιτική και οργανωτική σχέση με την μαχώμενη κοινωνία μετατράπηκε σε κυρίως πελατειακή σχέση είναι μία άλλη συζήτηση.
Αυτή η διαδικασία, ο δικομματισμός όπως χαρακτηρίστηκε, έλαβε τέλος το 2010 με το μνημόνιο και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ δημιουργώντας ένα προφανές πολιτικό και εκλογικό κενό. Όμως θάταν λάθος να δει κάποιος αυτή την εξέλιξη μόνο σε εθνικό επίπεδο και να συμπεράνει πώς τα πάντα κρίθηκαν από το χρέος και το μνημόνιο. Η πραγματικότητα είναι πως η διαδικασία μετάλλαξης της Σοσιαλδημοκρατίας είναι πανευρωπαϊκό και διεθνές φαινόμενο 10ετιών. Δεν αφορά ούτε την κρίση χρέους ούτε τα μνημόνια αλλά την συνολική υποταγή του μαζικού πολιτικού ρεφορμισμού στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο χάνοντας την ιστορική του ταυτότητα (Σοσιαλισμός δια του κοινοβουλευτικού δρόμου και των μεταρρυθμίσεων). Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σήμερα, όπου υπάρχουν, αποτελούν κυριολεκτικά «ρεφορμισμό σε αποδρομή».
Ακριβώς εκεί όπου το κενό πολιτικής εκπροσώπησης του αριστερού κόσμου και των «από κάτω» εμφανίζεται πιο εμφατικά, στην Γαλλία και στην Ιταλία όπου ιστορικά, μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν πλέον εκλείψει, διαπιστώνουμε ότι το πρόβλημα βρίσκεται στην «προσφορά» παρά στην «ζήτηση». Στην Γαλλία το σχήμα του Μελανσόν, μια εκλογική συμμαχία της Αριστεράς που έδωσε την πολιτική εντύπωση μιας Αριστεράς ριζοσπαστικής και ανυπάκουης κατάφερε να διεμβολίσει το απεχθές δίδυμο Μακρόν – Λεπέν ενώ στην Ιταλία που κάτι ανάλογο δεν έγινε δυνατό να εμφανιστεί πρώτευσε η φασιστική Δεξιά (προσαρμοσμένη νεοφιλελεύθερα) με αποχή ωστόσο 45%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκροτήθηκαν στην ίδια ιστορική περίοδο του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και των «πλατιών κομμάτων», ως απαντήσεις στα αριστερά της νεοφιλελεύθερης Σοσιαλδημοκρατίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να δώσει αντινεοφιλελεύθερη εναλλακτική. Απέτυχε γιατί ηττήθηκε η αριστερή, ριζοσπαστική του πτέρυγα και όχι γιατί ήταν καταδικασμένος να αποτύχει ως διαδικασία μετωπικής πολιτικής συγκρότησης «ρεφορμιστικών και επαναστατικών δυνάμεων» και πλαίσιο «ενότητας και διαπάλης».
Σήμερα δεν εξελίσσεται σε αναβίωση της Σοσιαλδημοκρατίας. Αρκεί να θυμηθούμε ότι τελευταία φορά το ΠΑΣΟΚ, ήδη βυθισμένο στην αναξιοπιστία απέναντι στα αριστερά του κοινωνικά ακροατήρια και ξεκάθαρα πόλος διαχείρισης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, κέρδισε εύκολα τις εκλογές με το αριστερότατο σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», ανασύροντας στην ουσία τις μνήμες του παρελθόντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την «κωλοτούμπα» του 2015 και το δικό του μνημόνιο δεν μπορεί να υποσχεθεί πια σχεδόν τίποτα στους «από κάτω». Μαζί με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ προσπαθεί να συγκροτήσει στην Ελλάδα τη στρατηγική του Μακρόν («ακραίο κέντρο», όχι ρεφορμισμός), μάλλον σε έκδοση καρικατούρας. Τα αδιέξοδά του είναι τεράστια και θα κλιμακωθούν έντονα αν χάσει τις εκλογές.
Από αυτή την σκοπιά το κενό πολιτικής εκπροσώπησης (αλλά και οργάνωσης) των «αριστερών και από κάτω» παραμένει.
Εντούτοις και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέτυχε επίσης παρότι υπήρξε διαδικασία μετωπικής συγκρότησης «αμιγώς αντικαπιταλιστικών / επαναστατικών οργανώσεων». Μάλιστα τώρα βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμα, υπαρξιακά ερωτηματικά που πρέπει να απαντήσει.
Το ΚΚΕ δεν ήθελε ούτε στην προηγούμενη φάση (2010- 2015) ούτε και τώρα να αναλάβει ηγετικές ευθύνες απέναντι στον μαζικό αριστερό κόσμο και τους «από κάτω». Ως προς τις εκλογές, η τοποθέτηση ότι δεν έχει καμιά σημασία ποια είναι η κυβέρνηση κάθε φορά σημαίνει γενναίο βήμα απομάκρυνσης από τα καθήκοντα της μαζικής πολιτικής.
Τέλος, στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, το ΜΕΡΑ25 αποτελεί ένα νεοπαγή πολιτικό σχηματισμό, γνωστό κυρίως από το πολιτικό προφίλ του ιδρυτή του Γ. Βαρουφάκη. Δεν έχει σταθεροποιήσει την σχέση του με κοινωνικά και εκλογικά ακροατήρια ούτε την ιδεολογικοπολιτική του ταυτότητα. Ο προεκλογικός του λόγος είναι ριζοσπαστικός και ενωτικός, αν και ασαφής, πλην θα φανούν μελλοντικά τόσο οι ουσιαστικές του επιλογές όσο και η «βιωσιμότητά» του.
Ο αριστερός κόσμος σήμερα ζητά να φύγει ο Μητσοτάκης. Το είδαμε και πρόσφατα στη μεγάλη διαδήλωση της Γενικής Απεργίας, στις 9/11 όπου τα συνθήματα αναδείκνυαν, αντικειμενικά και αυθόρμητα, τον πολιτικό της χαρακτήρα χωρίς αντίστοιχη έκφραση στο κεντρικό πολιτικό πεδίο.
Μπροστά στις εκλογές οποιοδήποτε ψηφοδέλτιο θέλει να εκφράσει με όρους μαζικής πολιτικής την Ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να διεκδικήσει τον δικό του ρόλο και την απάντηση στο αίτημα «να φύγει η κυβέρνηση της Δεξιάς και ο Μητσοτάκης». Προτείνοντας κατεύθυνση σύγκρουσης και ανατροπής της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και ταυτόχρονα απόρριψης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και πολέμων και βέβαια του ίδιου του ΝΑΤΟ. Προτείνοντας πρόγραμμα ταξικής μεροληψίας με έμφαση στην αναδιανομή παρά σε εναλλακτικές καπιταλιστικής ανάπτυξης π.χ. με εθνικό νόμισμα και με όρους αμεσότητας παρά και μόνο γενικής προπαγάνδας της σοσιαλιστικής στρατηγικής.
Απ’ αυτή την σκοπιά και συμπερασματικά σήμερα, απέναντι σε ένα εκτεταμένο και «ορφανό» ιδεολογικοπολιτικά, κοινωνικό ακροατήριο που «διψά» για αριστερές απαντήσεις και εναλλακτικές στο νεοφιλελεύθερο ζόφο, μπορεί να σταθεί με διεκδικητική φιλοδοξία μια αντίστοιχα εκτεταμένη, ενιομετωπική συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα είναι διαθέσιμη να αναλάβει τα «ρεφορμιστικά» καθήκοντα που σήμερα χηρεύουν, σε μη επαναστατικές συνθήκες όμως από θέσεις μεταβατικές, αντινεοφιλελεύθερες και αντιιμπεριαλιστικές και στρατηγική αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική.