Στις 9 Μαρτίου, την επομένη της μεγάλης διαδήλωσης στη Νέα Σμύρνη, ο Άρης Παπαζαχαρουδάκης και ο Ο.Μ., μέλη της αναρχικής συλλογικότητας «Μασόβκα» συνελήφθησαν ως ύποπτοι για τον τραυματισμού αστυνομικού. Τόσο οι ίδιοι, όσο και η συλλογικότητά τους, περιγράφουν τη διαδικασία ως δύο «απαγωγές» με διαφορά λίγων ωρών (της «απαγωγής» του Άρη είχε προηγηθεί η «απαγωγή» Ο.Μ, στο δρόμο από το σπίτι του νωρίτερα την ίδια μέρα). Σύμφωνα με τα όσα καταγγέλλει η συλλογικότητα, ακολούθησε η μεταγωγή τους και ο δεκάωρος σχεδόν βασανισμός τους στο δωδέκατο όροφο της ΓΑΔΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άρης, σύμφωνα με την ίδια την Αντιτρομοκρατική, βρισκόταν υπό παρακολούθηση από το Γενάρη του 2021, με το φερόμενο ως σοβαρότερο στοιχείο εις βάρος του να είναι ένα μέιλ που είχε ανταλλάξει με τον Ο.Μ.
Με πρωτοβουλία της «Μασόβκα», το Σάββατο 5 Ιουνίου διοργανώθηκε στο προαύλιο της Νομικής Σχολής συνέντευξη Τύπου, αμέσως μετά την υποβολή της μήνυσης στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία για το βασανισμό των δύο μελών της συλλογικότητας. Το πάνελ των κεντρικών ομιλητών/τριών συνέθετε η νομική ομάδα που έχει αναλάβει την υπόθεση (Α.Παπαρρούσου, Ι.Κούρτοβικ, Θ.Καμπαγιάννης, Κ.Παπαδάκης), ενώ η διαδικτυακή αναμετάδοση της συνέντευξης έγινε από το ThePressProject.
Την εκδήλωση άνοιξε η διοργανώτρια συλλογικότητα «Μασόβκα», που στην τοποθέτησή της παρουσίασε τους λόγους που οδήγησαν στην επιλογή της μήνυσης στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, μία επιλογή που δεν έχει γίνει στο παρελθόν από θύματα βασανισμού σε αστυνομικά τμήματα και στη ΓΑΔΑ. Μεταξύ άλλων, η συλλογικότητα υπογράμμισε τη μεγάλη σημασία που έχει η δημοσιοποίηση του περιστατικού, ως ένα αναγκαίο βήμα για την πάλη ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία. Ο ίδιος ο Άρης μετέφερε την εμπειρία της αποτρόπαιης μεταχείρισης που ο ίδιος και ο Ο.Μ. βίωσαν στο δωδέκατο όροφο της ΓΑΔΑ εκείνο το βράδυ, ενώ, παράλληλα, ανέπτυξε το σκεπτικό της μήνυσης και αναφέρθηκε στις δράσεις που θα χρειαστεί να πλαισιώσουν τη δικονομική διαδικασία. «Ο αγώνας μας έχει το όνομα του Βασίλη», είπε ο Άρης, αναφερόμενος στο Βασίλη Μάγγο, από του οποίου τον άγριο ξυλοδαρμό από τα αστυνομικά όργανα (τόσο έξω από τα δικαστήρια του Βόλου, όσο και μέσα στο Α.Τ.) συμπληρώνεται ένας χρόνος.
Το λόγο πήραν οι συνήγοροι των καταγγελλόντων, που παρουσίασαν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Παράλληλα, αναφέρθηκαν στο εθνικό και υπερεθνικό νομικό πλαίσιο που απαγορεύει κάθε μορφή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης και το οποίο συστηματικά καταστρατηγείται στη διάρκεια προσαγωγών και συλλήψεων, σε αστυνομικά τμήματα και περιπολικά, σε κέντρα κράτησης μεταναστών και προσφύγων (όπως μαρτυρούν και οι καταδίκες που μετρά η Ελλάδα από το ΕΔΔΑ για παραβιάσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ για την απαγόρευση των βασανιστηρίων).
Παρά την κοινή παραδοχή των ορίων του δικονομικού εργαλείου της μήνυσης, έγινε σαφές ότι κυρίαρχο ζητούμενο αυτής της προσπάθειας είναι «η συλλογική ανάδειξη όλων των περιστατικών βασανισμού και κακοποίησης, […] ώστε να δημιουργήσει ένα κίνημα ανάλογο του “me_too” για όσους έχουν υπάρξει θύματα βασανισμών και κακοποιήσεων σε αστυνομικά τμήματα και προσφυγικές δομές», όπως σημείωσε ο δικηγόρος Κ.Παπαδάκης. Ο Θανάσης Καμπαγιάννης παρέπεμψε στους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση, ενώ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην εκκωφαντική σιωπή που τηρούν τα τηλεοπτικά κανάλια στη χώρα μας για τέτοια φαινόμενα, την ίδια στιγμή που αρέσκονται στην προβολή περιστατικών ανάλογης ωμότητας που συντελούνται σε άλλες χώρες (Λευκορωσία, Τουρκία). Η Ιωάννα Κούρτοβικ σημείωσε ότι δικαστές και εισαγγελείς, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αντιμετωπίζουν τους αστυνομικούς σαν οι τελευταίοι να περιβάλλονται από ένα τεκμήριο αξιοπιστίας σχεδόν αμάχητο. Η Άννυ Παπαρρούσου έκανε λόγο για διαδικασίες συγκάλυψης αυτού του είδους των περιστατικών από το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων και μίλησε για το νομικό οπλοστάσιο που αντιμετωπίζει τα κινήματα ως «εσωτερικό εχθρό».
Ιδιαίτερο συμβολισμό είχαν οι τοποθετήσεις του Άλκη Ρήγου εκ μέρους του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντίστασης, καθώς και των Ηλία Λάμπρου και Λάμπρου Γούλα, επίσης θυμάτων αστυνομικής βίας. Έντονα φορτισμένη ήταν η στιγμή που στη συζήτηση παρενέβη τηλεφωνικά ο Γιάννης Μάγγος, πατέρας του Βασίλη Μάγγου, που έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2020, έναν περίπου μήνα μετά τον ξυλοδαρμό του από αστυνομικούς στο Βόλο. Ο πατέρας του Βασίλη μίλησε για το πώς τα κρατικά όργανα που κακοποίησαν το Βασίλη «τον σκότωσαν με μία σφαίρα στην ψυχή».
Το λόγο πήραν και εκπρόσωποι συλλογικοτήτων, πολιτικών οργανώσεων και πρωτοβουλιών, αντιρατσιστικών κινήσεων. Στη συζήτηση παρενέβη και το Δίκτυο Υπεράσπισης των Δημοκρατικών Ελευθεριών, εκπροσωπούμενο από τη Μαρία Μπόλαρη, η οποία στο σύντομο χαιρετισμό της αναφέρθηκε στην όξυνση της καταστολής και του κρατικού αυταρχισμού ως τρόπου ανάσχεσης της ανοδικής δυναμικής του νεολαιίστικου και εργατικού κινήματος. Η βία και η καταστολή λειτουργούν ως «αναγκαίο συμπλήρωμα» για την εδραίωση της ζοφερής πραγματικότητας του 12ώρου, της παντελούς αποστέρησης του ελεύθερου χρόνου, της κατάργησης του δικαιώματος στην απεργία, της πειθάρχησης και της αστυνομοκρατίας μέσα στα Πανεπιστήμια. Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη η μάχη ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία και την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών να δοθεί μέσα από την ενωτική και συντονισμένη δράση όλων των τμημάτων του κινήματος, μέσα από τη συμπαράταξη πολιτικών οργανώσεων, συλλογικών φορέων, κινήσεων και πρωτοβουλιών, σωματείων, αγωνιστών/ριών.
Ο αγώνας για την ανάδειξη και την ορατότητα περιστατικών βίας και αυθαιρεσίας των κρατικών οργάνων συνδέεται με όλες τις κρίσιμες πολιτικές μάχες της περιόδου: τον αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη για τα εργασιακά, ενάντια στην εφαρμογή του νόμου για τα ΑΕΙ, τις αντισεξιστικές κινητοποιήσεις, τον αγώνα για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Είναι αγώνας για ζωή και ελευθερία μέσα σε ένα πλαίσιο που γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικό, στερώντας μας τη δυνατότητα να «αναπνέουμε». Γι’ αυτό και η στήριξη πρωτοβουλιών που επιχειρούν ρωγμές στο κυβερνητικό αφήγημα περί «κράτους δικαίου» δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς και του κινήματος.