Η κίνηση «Παραιτηθείτε» έχει δώσει λαβή για ποικίλες αντιπαραθέσεις τις τελευταίες ημέρες.
Το πρώτο πράγμα που μπορεί κανείς να παρατηρήσει, από την ίδια την ονομασία του κινήματος, είναι ο αρνητικός προσδιορισμός του, το γεγονός δηλαδή ότι δεν προσδιορίζεται με βάση το τι διεκδικεί ως εναλλακτική πρόταση, αλλά αποκλειστικά με βάση την στόχευση να ανατραπεί η παρούσα κυβέρνηση. Την απουσία θετικών προτάσεων για τη διάδοχη κατάσταση παραδέχτηκε άλλωστε και ο Θ. Χειμωνάς, στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και ένας εκ των διοργανωτών της κίνησης. Η βασική υπερασπιστική γραμμή των «Παραιτηθείτε» απέναντι στην κυβερνητική κριτική περί κομματικής υποκίνησης, είναι ο υποτιθέμενος υπερκομματικός-ακηδεμόνευτος χαρακτήρας της πρωτοβουλίας. Πρόκειται βέβαια για εντελώς αβάσιμο ισχυρισμό.
Μια απλή παρατήρηση της συνθηματολογίας και τα αιτημάτων του κινήματος αρκεί να δείξει ότι ταυτίζονται απόλυτα με τις κινητοποιήσεις υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου (εξύμνηση της αόριστης αλλά μονοσήμαντα θετικής «ευρωπαϊκής προοπτικής» της χώρας, δια της ταύτισής της με την ΕΕ της «δημοκρατίας» και του «δυτικού πολιτισμού» και οξεία πολεμική ενάντια στην κυβέρνηση, ο σταλινισμός(!) της οποίας θέτει σε κίνδυνο αυτά τα κεκτημένα). Είναι ακριβώς τα ίδια προτάγματα τα οποία συσπείρωσαν το σύνολο σχεδόν της δεξιάς αντιπολίτευσης υπέρ του ΝΑΙ(ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) και είναι, βέβαια, οι ίδιες δυνάμεις που και σήμερα στηρίζουν, άμεσα ή έμμεσα, την κινητοποίηση, καταρρίπτοντας την μυθολογία περί του «ακομμάτιστου» χαρακτήρα της.
Αν και οι «Παραιτηθείτε» είναι, ως λόγος και πολιτική παρουσία, η συνέχεια των κινητοποιήσεων του ΝΑΙ, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά σε σχέση με τον Ιούλη: τότε, στην επιλογή μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, τέθηκε καθαρά το επίδικο του συμβιβασμού ή της ρήξης με τους ευρωενωσιακούς θεσμούς, ανεξαρτήτως των κυβερνητικών ισχυρισμών περί του αντιθέτου, αποτυπώνοντας μια αντιπαράθεση βαθιά πολιτική. Αντίθετα, σήμερα, δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε και εφαρμόζει στην πράξη την συμβιβαστική «φιλοευρωπαϊκή» πολιτική του ΝΑΙ, γεγονός που επικυρώθηκε τυπικά με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου με τη συνδρομή των δυνάμεων που στηρίζουν το «Παραιτηθείτε», δεν υπάρχει πλέον ουσιαστικό πολιτικό στην αντιπαράθεσή τους με την κυβέρνηση, πέραν του τεχνικού ζητήματος ποιος θα εφαρμόσει αποτελεσματικότερα και με «κοινωνική ευαισθησία» την συμπεφωνημένη νεοφιλελεύθερη στρατηγική που επιβάλλει το ευρωενωσιακό πλαίσιο. Κατά συνέπεια, οι κραυγές περί σταλινισμού και ολοκληρωτισμού φαντάζουν πολύ πιο γραφικές και γελοίες σε σχέση με την περίοδο του δημοψηφίσματος.
Ο απολίτικος-προσχηματικός χαρακτήρας της αντιπαράθεσης αποδεικνύεται και από την άλλη πλευρά, την αντίδραση υπουργών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές ξεκινούν από μια ορθή θέση, τον σαφή διαχωρισμό «Αγανακτισμένων»-«Παραιτηθείτε». Αυτός τεκμηριώνεται αφενός από την πανευρωπαική διάσταση των «Αγανακτισμένων» ως αντινεοφιλελεύθερου λαϊκού κινήματος, εν αντιθέσει με την ελληνική μοναδικότητα ενός κινήματος υπέρ του νεοφιλελευθερισμού. Αφετέρου, από το γεγονός ότι οι «Αγανακτισμένοι», παρά τον πρόσκαιρο και πολιτικά-κοινωνικά ετερογενή χαρακτήρα τους, έθεσαν, έστω και σε πρωτόλεια και ανεπεξέργαστη μορφή, συγκεκριμένα προγραμματικά αιτήματα (διαγραφή του χρέους, τερματισμός της λιτότητας εκδημοκρατισμός του κράτους), με βάση τα οποία εξελέγη ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, οι «Παραιτηθείτε», μη θέλοντας να ταυτιστούν με την πραγματική ιδεολογική τους ταυτότητα, το νεοφιλελευθερισμο, δεν διατυπώνουν κανένα προγραμματικό αίτημα, περιοριζόμενοι στην απομάκρυνση της κυβέρνησης. Ωστόσο, ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλη πλευρά της δικής τους σκόπιμα απολίτικης φυσιογνωμίας. Δεν αντιμετωπίζονται πολιτικά, δηλαδή με όρους ιδεολογικής-προγραμματικής αντίθεσης, όπως γινόταν μέχρι το καλοκαίρι, αλλά είτε με άστοχες δηλώσεις περί «ορίου συνταγματικής ανοχής» (Ν. Φίλης), είτε με προσωπικούς χαρακτηρισμούς όπως «ανεγκέφαλοι συγγραφείς» (Α. Νεφελούδης), που τους συναγωνίζονται σε γραφικότητα και σπρώχνουν κόσμο να τους ενισχύσει από αντίδραση.
Είναι ενδεικτικό ότι το μόνο επιχείρημα που έχει απομείνει στο κυβερνητικό οπλοστάσιο εναντίον της δεξιάς αντιπολίτευσης είναι ότι το μνημόνιο, όντας νεοφιλελεύθερο, δεν είναι ιδιοκτησία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν το πιστεύει και το εφαρμόζει υπό καθεστώς εκβιασμού και έκτακτης ανάγκης, ενώ η ΝΔ, ως νεοφιλελεύθερη, θα το εφάρμοζε πιστά και μάλιστα με υπερβάλλοντα ζήλο. Είναι βέβαια προφανές πως αυτή δεν είναι στάση και κριτική ενός αριστερού κόμματος, στόχος του οποίου θα έπρεπε να είναι ρητά η ανατροπή του πλαισίου και των συνθηκών που επιβάλλουν τα μνημόνια.
Η μετατόπιση της πολιτικής από ζητήματα στρατηγικής σε ζητήματα τεχνικής διαχείρισης εφαρμογής, διανθισμένα με προσωπικές επιθέσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα, είναι τα βασικά στοιχεία αυτού που η βελγίδα φιλόσοφος Σαντάλ Μουφ εύστοχα ονομάζει μετα-πολιτική συναίνεση: πρόκειται για την κατάργηση της πολιτικής στην ουσία της, δηλαδή ως ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ κοινωνικών-πολιτικών δρώντων για το κεφαλαιώδες ζήτημα των αρχών οργάνωσης της κοινωνίας, ως αποτέλεσμα της αποδοχής της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής εντός ΕΕ ως μονοδρόμου από τα κόμματα εξουσίας, οι προγραμματικές διαφορές των οποίων σταδιακά εξαλείφονται και υποκαθίστανται από δευτερεύουσες έως ανούσιες αφορμές αντιπαράθεσης.
Υπό αυτό το θεωρητικό πρίσμα, η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-«Παραιτηθείτε», με τους όρους που παρατηρήσαμε προηγουμένως, είναι ενδεικτικό παράδειγμα των εκφυλιστικών για την δημοκρατία συνεπειών της εμπέδωσης του θατσερικού TINA(There is No Alternative) οι οποίες είναι ακόμη χειρότερες στην ελληνική περίπτωση, δεδομένου ότι ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών είναι ένα κόμμα που θεωρούνταν, και από πολλούς θεωρείται ακόμη, αριστερό, και το οποίο ανέλαβε την εξουσία με την προοπτική αμφισβήτησης της ΤΙΝΑ. Ας ελπίσουμε η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά να ανασυνταχθεί εγκαίρως, ώστε να μην επιβεβαιωθεί και στην χώρα μας η Μουφ, που υποστηρίζει ότι βασικός ωφελημένος της TINA είναι η λαϊκιστική ακροδεξιά, κάτι που το βλέπουμε σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, με πιο πρόσφατα παραδείγματα τη Γαλλία και την Αυστρία.