Η τοποθέτηση του Αντ. Νταβανέλλου στην Κεντρική Επιτροπή της 20ης Οκτώβρη.

Η τακτική και ο προγραμματισμός των κομμάτων της Αριστεράς οφείλουν να έχουν συνέχεια και συνέπεια. Στις διεργασίες που ακολούθησαν το συνέδριο και στις αποφάσεις της ΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε μια τακτική που καθοριζόταν από τα εξής στοιχεία:

α) Επίθεση στην κυβέρνηση από τα κάτω, στηριγμένη στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, με κέντρο την επερχόμενη, τότε, απεργία των καθηγητών.

β) Πολιτικός στόχος η ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά.

γ) Δέσμευση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ενταχθεί, υπό οποιοδήποτε πρόσχημα, στο λεγόμενο «συνταγματικό τόξο», ένταξη η οποία, αν συνέβαινε, θα οδηγούσε σε υποκατάσταση του στόχου της κυβέρνησης της Αριστεράς από τις διεργασίες προς κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.

δ) Δημόσιο κάλεσμα για δημιουργία, παντού, Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης και Ανατροπής. Οι ΛΕ προβάλλονταν, σωστά, ως η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ στο πρόβλημα των πολιτικών συμμαχιών, αλλά και –εν μέρει– στο πρόβλημα της σήψης των θεσμών της αστικής δημοκρατίας.

Θα οφείλαμε να επικαιροποιήσουμε αυτή την τακτική στις νέες συνθήκες, μετά την υποχώρηση της απεργίας των καθηγητών, αλλά και μετά το ξέσπασμα του αντιφασιστικού κινήματος την επομένη της δολοφονίας του Π.Φύσσα. Αντ’ αυτού εμφανίζονται τάσεις υποχώρησης και αναδίπλωσης. Για παράδειγμα, ο στόχος των ΛΕ μοιάζει να έχει «εξαερωθεί» στο δημόσιο λόγο κεντρικών στελεχών και κομματικών προγραμματισμών.

Συμφωνώ με την εκτίμηση της εισήγησης του σ. Αλ. Τσίπρα ότι, σήμερα, η κυβέρνηση «σαπίζει» και ότι μαζί της σαπίζουν πολλοί θεσμοί της δημόσιας ζωής. Όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί μια τέτοια συγκυρία μέσω της επίκλησης της «ομαλότητας» και μάλιστα να παρουσιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις ως ο εγγυητής της «ομαλότητας και της δημοκρατικής σιγουριάς»; Στις σημερινές συνθήκες κρίσης και προωθημένης κοινωνικής πόλωσης, πιστεύω ότι μια τέτοια στρατηγική είναι απολύτως ουτοπική. Δεν πείθει ούτε τους «από κάτω», αλλά ούτε τους «από πάνω».

Οι δυνάμεις του καθεστώτος δεν έχουν τέτοιου τύπου αυταπάτες. Θα πρέπει να θυμηθούμε την περίοδο της προηγούμενης μεγάλης πολιτικής κρίσης στον ελληνικό καπιταλισμό, τα χρόνια του 1960-1967. Τότε που εκδηλώθηκε η «μη-ομαλή», αλλά δημοκρατική μαζική παρέμβαση των «από κάτω», με τα Ιουλιανά του 1965, και στο έδαφος της ήττας τους εκδηλώθηκε στη συνέχεια η επίσης «μη-ομαλή», αλλά καθόλου δημοκρατική παρέμβαση των από πάνω, με τη δικτατορία του 1967.

Η πιο καθαρή εκτίμηση της περιόδου από την πλευρά των καθεστωτικών δυνάμεων τις οδηγεί να διαμορφώνουν τακτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ που, πλέον, τον αναγνωρίζουν ως καθοριστικό «παίκτη». Επιχείρησαν, αρχικά, να τον καθορίσουν πολιτικά, να του υπαγορεύσουν προγραμματικές επιλογές, συμμαχίες και τακτική. Προς τιμήν όλων μας, απέτυχαν.

Σήμερα προσπαθούν να αποδείξουν ένα δρόμο, τάχα, «ευθύνης». Πιέζουν για συνεργασίες με ένα πλατύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων –με εξαίρεση τη σαμαρική Δεξιά και τη Χρυσή Αυγή– που θα μπορούσαν να στηρίξουν «λύσεις» μέσα στην παρούσα βουλή ή να δώσουν μια κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας μετά από μια δοκιμασία στις κάλπες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποκρούσει, καθαρά και δημόσια, όλες αυτές τις πιέσεις, να επιμείνει στην ανατρεπτική στρατηγική της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Από την πλευρά των καθεστωτικών δυνάμεων ο χειρισμός απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ συνδέεται στενά με το χειρισμό της Χρυσής Αυγής.

Ανήκουμε σε αυτούς που επιδίωκαν και επιδιώκουν τη συντριβή της Χρυσής Αυγής. Σε αυτούς που πιστεύουν ότι οι ναζήδες, ως απόλυτοι εχθροί της ελευθερίας, δεν δικαιούνται να επικαλούνται τις δημοκρατικές κατακτήσεις και δικαιώματα. Όμως πιστεύουμε ότι η τακτική μας για τη συντριβή της Χρυσής Αυγής δεν θα πρέπει να επιτρέψει την εμφάνιση κάποιου «τόξου» μεταξύ ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ.

Η κοινή ψήφος στο ζήτημα της διακοπής της χρηματοδότησης στη Χρυσή Αυγή δημιουργεί αυτόν τον εξαιρετικά αποπροσανατολιστικό πολιτικό συμβολισμό. Μπαίνοντας σε αυτή τη «σακούλα», διατρέχουμε του εξής κινδύνους:

α) Να υποβαθμιστούν οι βαριές ευθύνες της ΝΔ –και ιδιαίτερα της πτέρυγας Σαμαρά– για τη μέχρι χθες εγκληματική ανοχή στη δράση της Χρυσής Αυγής.

β) Να εναποτεθεί η υπόθεση συντριβής της Χρυσής Αυγής στους «θεσμούς» του κράτους. Στους «θεσμούς» όπως η αστυνομία, ο στρατός, η ΕΥΠ, η δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, που επίσης φέρουν βαρύτατες ευθύνες για την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής και όπου –κατά όλες τις πληροφορίες– η διείσδυση των νεοναζί είναι κάθε άλλο από αμελητέα…

γ) Να πλαστογραφηθεί ο πραγματικός πολιτικός χάρτης. Να υποβαθμιστεί η βαθειά διαίρεση που έχουν προκαλέσει τα μνημόνια και τα προγράμματα λιτότητας, κάτω από ένα «φερετζέ» μιας υποτιθέμενης κοινής αντιφασιστικής διάθεσης. Κάτι τέτοιο θα ναρκοθετεί τις γενικές πολιτικές προοπτικές της Αριστεράς στην περίοδο, ενώ θα δίνει ευκαιρίες ανάκαμψης στη Χρυσή Αυγή.

Η Αριστερά οφείλει να συνεχίσει άκαμπτα την αντιφασιστική-αντιρατσιστική δράση, επιδιώκοντας την ολοκληρωτική συντριβή της Χρυσής Αυγής, αλλά σε σύνδεση με το γενικότερο κοινωνικό-αντιμνημονιακό-αντικυβερνητικό αγώνα, για τη σωτηρία των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων από τις πολιτικές λιτότητας. Κάθε άλλη τακτική οδηγεί σε ήττα σε όλα τα μέτωπα: και στο αντιφασιστικό και στο κοινωνικό.

Σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εκτιμηθεί και η πρόταση του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς σχετικά με υποψηφιότητα της Αριστεράς για την ηγεσία της Κομισιόν.  Συμφωνώ με την εκτίμηση της εισήγησης του σ. Αλ. Τσπίπρα ότι η Ευρώπη είναι σήμερα σε οικονομικό και κοινωνικό πόλεμο. Μόνον που το επιτελείο των εχθρικών δυνάμεων, το επιτελείο της Βέρμαχτ της εποχής μας, είναι η ίδια η Κομισιόν της ΕΕ.

Η πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας που σήμερα αντιμετωπίζουμε, δεν εξαρτάται από το ποιο πρόσωπο βρίσκεται στη θέση του Μέτερνιχ, εξαρτάται από τις επιλογές των ευρωπαίων τραπεζιτών, βιομηχάνων, εφοπλιστών. Ένα πρόγραμμα της Αριστεράς για μια, πραγματικά, άλλη Ευρώπη θα πρέπει υποχρεωτικά, κατά τη γνώμη μου, να περιλαμβάνει την κατάργηση της Κομισιόν, όπως και των άλλων ακραία αντιδημοκρατικών θεσμών που δημιούργησε η ΕΕ του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού.

Μια πρόταση της Αριστεράς –που δέχομαι ότι θα είναι ακραία αντιπολιτευτική απέναντι στην υπαρκτή σήμερα ΕΕ– δημιουργεί αυταπάτες ότι το πρόβλημα στην Κομισιόν και στους θεσμούς της ΕΕ είναι κυρίως πρόβλημα στελέχωσης και συσχετισμού στο εσωτερικό της. Και δεν είναι.

Ετικέτες